HIT CHANNEL ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Νοέμβριος 2025. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν θρυλικό σαξοφωνίστα και κάτοχο 3 Βραβείων Grammy: τον Tom Scott. Είναι περισσότερο γνωστός ως ιδρυτικό μέλος των L.A. Express και μέλος των Blues Brothers. Έχει επίσης δουλέψει με τους Steely Dan, Michael Jackson (παίζει το ηλεκτρονικό πνευστό lyricon στο “Billie Jean” από το album “Thriller” του 1982), George Harrison, Paul McCartney, Grateful Dead, Pink Floyd, Joni Mitchell, Joan Baez, Jaco Pastorius, Al Jarreau, Tom Waits, Ravi Shankar, Aretha Franklin, Whitney Houston, Billy Preston, Nathan East και πολλούς άλλους. Η πιο πρόσφατη solo κυκλοφορία του είναι το “Live at the Bottom Line 1976”. Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:
Καταρχάς, περάσατε καλά κάνοντας την ενορχήστρωση και παίζοντας το “Fly Me to the Moon” με την Cynthia Erivo και τον Herbie Hancock στα Βραβεία Grammy τον περασμένο Φεβρουάριο ως φόρο τιμής στον Quincy Jones (παραγωγός των Michael Jackson, George Benson);
(Γέλια) Λοιπόν, τι να μην αγαπήσει κανείς σ’ αυτό; Ναι, το λάτρεψα, φυσικά. Έχω ενορχηστρώσει αυτό το κομμάτι και στο παρελθόν και στην πραγματικότητα αυτές τις μέρες κάνω πολύ απ’ αυτό που αποκαλώ «εργαστηριακή ενορχήστρωση», που σημαίνει ότι παίρνω μια υπάρχουσα ενορχήστρωση που έγινε πριν 30, 40, 60 χρόνια και την εκσυγχρονίζω και την επικαιροποιώ. Λοιπόν αυτό έκανα και ήταν η Cynthia Erivo και όλοι φυσικά, και ο Quincy ήταν τόσο αγαπητός φίλος για μένα και για πολλούς ανθρώπους στη μουσική βιομηχανία. Είχε όραμα. Είδε πράγματα σε μένα που εγώ δεν έβλεπα καν στον εαυτό μου στην αρχή. Δεν μπορώ καν ν’ αρχίσω να τον ευχαριστώ αρκετά για όλα όσα έκανε στην καριέρα μου. Έτσι, για όλους αυτούς τους λόγους, συν το ότι είχα την ευκαιρία να κάνω παρέα με τον Herbie Hancock και τον Stevie Wonder. Δηλαδή, έλα τώρα, πόσο ωραία είναι η ζωή όταν μπορείς να το κάνεις αυτό.
Ποια είναι η ιστορία πίσω από την ηχογράφηση και την κυκλοφορία του “Live at the Bottom Line 1976”;
Θα σου πω ότι αυτό το CD ή download ηχογραφήθηκε σε κασετόφωνο, κάτι που είναι εκπληκτικό. Η φίλη και πρώην σύντροφός μου, η May Pang (σ.σ: επίσης πρώην σύντροφος του John Lennon και αργότερα σύζυγος του παραγωγού Tony Visconti), είναι στην πραγματικότητα αυτή που το ηχογράφησε ή είχε ένα αντίγραφο, δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά μου το δάνεισε και το ανέβασα στο iTunes. Αυτό το είπα και στη σκηνή του Bottom Line, όταν ηχογραφήθηκε αυτό, περισσότερες από μία φορές: «Είμαι απλώς χαρούμενος που στέκομαι στη σκηνή μ’ αυτούς τους ανθρώπους, εντάξει; Είναι προνόμιο». Αυτό το rhythm section, φυσικά, ήταν οι Chuck Rainey (σ.σ: Aretha Franklin, Steely Dan -μπάσο), Steve Gadd (σ.σ: Eric Clapton, Steely Dan -drums), Eric Gale (σ.σ: George Benson, Quincy Jones -κιθάρα), Ralph McDonald (σ.σ: Roberta Flack, George Benson -κρουστά), Richard Tee (σ.σ: George Benson, Grover Washington Jr. -πιάνο), Hugh McCracken (σ.σ: Steely Dan, John Lennon -κιθάρα). Ήταν και παραμένουν στο μυαλό μου το καλύτερο rhythm section όλων των εποχών και υπάρχουν πολύ συγκεκριμένοι λόγοι γι’ αυτό: Πρώτα απ’ όλα, ήταν όλοι εκπληκτικά ταλαντούχοι, σπουδαίοι μουσικοί, αλλά ο τρόπος που δούλεψαν ως ομάδα, δημιούργησαν μέρη σαν να ήταν ένα παζλ που τα κομμάτια του ταίριαζαν τέλεια μεταξύ τους. Οι δύο κιθάρες για παράδειγμα, είχες τον Eric Gale να κάνει το γρήγορο παίξιμό του (σ.σ: μιμείται τον ήχο) «Τζάγκτ-ντζάγκτ/ ντζίγκτ-ιτ/ ντζίκ ντζίγκν-ατ» και τον Hugh McCracken να κάνει (σ.σ: πιο αργά) «Ντάαο ντο ντάαα» (γέλια). Και φυσικά, τον Richard Tee, αυτά που με δίδαξε για το παίξιμο στο πιάνο και τη συνοδεία. Ας το θέσω ως εξής: Αυτοί οι άνθρωποι που μόλις ανέφερα είχαν διδακτορικό στη συνοδεία και την ανέδειξαν σε υψηλή τέχνη και ο κόσμος δεν το εκτιμά τόσο πολύ, αλλά πίστεψέ με, είναι ένα σπάνιο ταλέντο που έχουν οι άνθρωποι, να ξέρουν τι να παίξουν που να ταιριάζει ακριβώς στο τραγούδι. Φίλε, ποτέ κανείς δεν ήταν καλύτερος σ’ αυτό, από εκείνο το συγκρότημα τότε.
Πώς σας ήρθε η ιδέα να ξεκινήσετε να κάνετε podcasts;
Ω, αυτό είναι εύκολο! Ο Covid ήταν η απάντηση σε αυτό. Εγώ, όπως όλοι οι άλλοι, έπρεπε να σταματήσω τις δραστηριότητές μου, την καριέρα μου, κατά κάποιο τρόπο και είπα: «Τι θα κάνω;» Είχα γνωρίσει ένα υπέροχο άτομο που είναι ο παραγωγός των podcasts και των ραδιοφωνικών μου εκπομπών από τότε, έναν τύπο ονόματι Joe Vella, ζει στο Connecticut, στην άλλη πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, στην Ανατολική Ακτή και αποδείχθηκε ένας υπέροχος συνεργάτης για τη δημιουργία podcast και μ’ ενθάρρυνε να το κάνω αυτό, μαζί με έναν άλλο τύπο, τον Δρ. Dave Schroeder, ο οποίος τότε ήταν επικεφαλής του Τμήματος Jazz στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Έτσι, και στους τρεις μας ήρθε η ιδέα: «Tom, έχεις καλή ραδιοφωνική φωνή, γιατί δεν παίρνεις συνεντεύξεις από μερικούς απ’ αυτούς τους ανθρώπους που γνωρίζεις;» και σκέφτηκα: «Ναι, γιατί όχι;» Έτσι, ιδού, ανακάλυψα ότι μ’ άρεσε πολύ όχι μόνο το ίδιο το podcast, αλλά και η έρευνα. Πάντα μου άρεσε να έρχομαι σε μια συνέντευξη, όπως εσύ, υποθέτω, έχεις κάνει την έρευνά σου, ξέρεις ακριβώς τι θες να ρωτήσεις, αλλά με την ίδια λογική, αν ο συνομιλητής πάει σ’ άλλο θέμα, είσαι απόλυτα πρόθυμος να πας εκεί αν ο καλεσμένος θέλει να το κάνει αυτό.
Έχω κάνει πιθανώς 60 συνεντεύξεις και πάντα περνούσα υπέροχα παίρνοντας συνεντεύξεις από πυραυλικούς επιστήμονες, τον επικεφαλής της εταιρείας πυραύλων του Jeff Bezos, της Blue Origin, (σ.σ: τον Steve Squyres) που είναι φίλος μου· ανθρώπους όπως ο H.R. McMaster, ο οποίος ήταν πρώην επικεφαλής Εθνικής Ασφάλειας για τον Trump πριν από πολλά χρόνια, αλλά είναι ένας φανταστικός άνθρωπος, και άνδρες και γυναίκες ηθοποιούς: την Anjelica Huston, τον Malcolm McDowell (σ.σ: “Clockwork Orange” -1971), τον Billy Bob Thornton και φυσικά πολλούς μουσικούς. Διασκέδασα πολύ μιλώντας μ’ αυτούς τους ανθρώπους και μαθαίνοντας επίσης την ιστορία τους. Ξέρεις κάτι, ένα θέμα που υπάρχει σταθερά σ’ όλες αυτές τις συνεντεύξεις είναι ότι ο καθένας σε κάποια στιγμή της ζωής του -συνήθως νωρίς, στην εφηβεία ή οποτεδήποτε- είχε κάποιον στη ζωή του που τον ενθάρρυνε και του είπε: «Αξίζεις, μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις, χωρίς αποτυχία, 100%» και σε κάνει να αναρωτιέσαι για όλους τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι διάσημοι σήμερα για κάτι, και δεν είναι επειδή κανείς δεν τους ενθάρρυνε ποτέ να το κάνουν, να εξερευνήσουν τα ταλέντα τους και να τους δείξει το «Έχω εμπιστοσύνη σε σένα ότι μπορείς να το κάνεις αυτό». Το θεώρησα αυτό ένα πολύτιμο μάθημα. Όλοι χρειαζόμαστε υποστήριξη από κάποιον για να είμαστε ο καλύτερος εαυτός μας.
Ποια είναι τα projects με τα οποία ασχολείστε αυτή τη στιγμή;
Ας δούμε, τι κάνω; Παίζω μια συναυλία μ’ ένα tribute συγκρότημα των Steely Dan (σ.σ: The Music of Steely Dan) με έδρα το San Diego, το οποίο βρίσκεται στη Νότια Καλιφόρνια, εγώ βρίσκομαι στην περιοχή του Los Angeles, και έχουν προσλάβουν μερικά από τα μέλη των Steely Dan, μαζί με εμένα, άτομα που έχουν παίξει (σ.σ: με τους Steely Dan), είναι ένα εν εξελίξει πράγμα: Ο Jeff “Skunk” Baxter (κιθάρα) έχει παίξει, ο Denny Dias (κιθάρα), ο Keith Carlock (drums) που δεν ήταν σε κάποιο δίσκο αλλά έχει περιοδεύσει πολύ με τους Steely Dan. Ποιοι άλλοι; Αυτοί είναι οι βασικοί που μπορώ να σκεφτώ και μετά πρόσθεσαν τραγουδιστές και άλλα άτομα για να ολοκληρώσουν το line up. Μόλις κάναμε μια συναυλία στο San Diego, την Κυριακή, πριν από δύο μέρες και είναι πάντα πολύ διασκεδαστικό να το κάνεις αυτό. Επιπλέον, έχω ανασυστήσει, θα μπορούσες να πεις, τους L.A. Express, οι οποίοι φυσικά τη δεκαετία του ‘70, το 1973-‘74, ήταν ένα συγκρότημα που δημιούργησα σ’ ένα club που ονομαζόταν The Baked Potato στο Βόρειο Hollywood της California. Εκείνη την εποχή, το συγκρότημα αποτελούνταν από κάποια άτομα που ίσως έχεις ακούσει: τον Joe Sample (The Crusaders -πλήκτρα), τον Larry Carlton (Steely Dan, Joni Mitchell -κιθάρα) και τους Max Bennett (Peggy Lee, Joni Mitchell) και John Guerin (The Beach Boys, Peggy Lee) σε μπάσο και drums.
Κάναμε μερικούς δίσκους που οδήγησαν σε μια περιοδεία με την Joni Mitchell, έχοντας ηχογραφήσει μ’ αυτό το συγκρότημα το album που έκανε με τίτλο “Court and Spark” (1974), το μεγαλύτερο σε πωλήσεις της, παρεμπιπτόντως. Την είδα μερικές φορές μετά και τη ρώτησα: «Κοίτα, γιατί δεν κάνεις ένα απ’ αυτά τα album με τις μεγάλες πωλήσεις όπως αυτό που κάναμε μαζί σου;» Ξέρεις, ασχολήθηκε με την jazz και άλλα πράγματα. Εντάξει. Άκου, σέβομαι απόλυτα την τέχνη και το ταλέντο της. Τέλος πάντων. Έτσι, 50 χρόνια αργότερα αποφάσισα «ας αναβιώσουμε αυτό το υλικό» γιατί βασικά τη μουσική που παίζαμε θα την χαρακτήριζα ως funk jazz ή jazz funk, όπως και να ‘χει. Είναι πολύ μελωδική, είναι πολύ εύκολη στην ακρόαση, δεν είναι περίπλοκη και είναι διασκεδαστική να την παίξεις. Επέστρεψα στο The Baked Potato, το οποίο υπάρχει ακόμα ακριβώς το ίδιο, αν και το έχουν επεκτείνει, έχουν μια αίθουσα τώρα με βιντεο-οθόνη όπου με λιγότερα χρήματα μπορείς να παρακολουθήσεις ζωντανά το συγκρότημα σ’ ένα video wall με πλήρη στερεοφωνικό ήχο. Έχω ένα νέο συγκρότημα, τους L.A. Express, το ξεκίνησα πριν από 3-4 μήνες. Έχουμε παίξει 3 Σαββατοκύριακα, 3 Παρασκευές και 3 Σάββατα, δύο συναυλίες τη βραδιά, οπότε, έχουμε κάνει 12 συναυλίες. Όλες ήταν sold out. Ειλικρινά, νομίζω ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μεγάλη σχέση μ’ αυτό επειδή δεν έχω κυκλοφορήσει νέο δίσκο εδώ και αρκετό καιρό. Έχω μια σελίδα στο Instagram, κάτι που με ενθάρρυνε να κάνω και ο φίλος μου ο Joe Vella από το Connecticut. Αγόρασα ένα green screen, το οποίο είναι ακριβώς εδώ, δίπλα μου.
Στην πραγματικότητα, αρχικά ήμασταν στο TikTok, είμαστε ακόμα στο TikTok άλλωστε, αλλά εκείνη την εποχή μπορούσες να κάνεις μόνο 15 δευτερόλεπτα από έναν υπάρχοντα δίσκο. Έτσι, έπαιρνα κομμάτια όπου είχα solo, όπως το “Listen to What the Man Said” (1975) του Paul McCartney, για παράδειγμα, και έβαζα τον ήχο στον υπολογιστή μου και πήγαινα σ’ αυτό το solo και μετά πατούσα το κουμπί, το ξανάπαιζα, έτρεχα στο green screen με το σοπράνο μου (σ.σ: σαξόφωνο) και προσποιούμουν ότι ξαναπαίζω το solo που έπαιξα στον δίσκο. Στη συνέχεια, έπαιρνα αυτόν τον ήχο και αυτό το video και τα έστελνα στον Joe Vella στο Connecticut και βάζαμε αυτόν τον δίσκο (σ.σ: το εξώφυλλο του album) -σε αυτήν την περίπτωση το “Venus & Mars” των Paul McCartney & Wings (1975)- πίσω μου, καθώς παίζω σοπράνο σαξόφωνο. Έπειτα, έκανα ένα συνοδευτικό video, όπου έλεγα: «Κοιτάξτε, το 1975 δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από έναν ηχολήπτη σε ένα studio στο Hollywood και είπε: “Έχω τον Paul McCartney εδώ στο studio και με ρώτησε αν θα μπορούσες να έρθεις να παίξεις το σοπράνο σαξόφωνο σ’ ένα από τα κομμάτια του” και είπα: “Σίγουρα. Πότε με χρειάζεται;” Είπε: “Τι κάνεις αυτή τη στιγμή;” και είπα: “Υποθέτω ότι είμαι καθ’ οδόν προς το Hollywood σ’ ένα studio ηχογράφησης για να παίξω με τον Paul McCartney”». Τέτοια πράγματα. Ο κόσμος λατρεύει αυτές τις ιστορίες. Μάλιστα, τα μέρη όπου εξηγώ τι έκανα, έχουν περισσότερες προβολές απ’ αυτά με μένα να παίζω (γέλια), κάτι που είναι εντάξει. Το καταλαβαίνω, ο κόσμος γοητεύεται από το «πώς ήταν με τον Paul McCartney ή την Carole King, τον George Harrison, την Joni Mitchell, οποιονδήποτε».
Σας παρακαλώ πείτε μας όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε για το solo σας στο “Black Cow” από το album “Aja” (1976) των Steely Dan;
Λοιπόν, το solo που έκανα στο “Black Cow” ήταν απλώς ένα πολύ μικρό μέρος από τις τέσσερις νύχτες ηχογραφήσεων, στις οποίες έγραψα όλες τις ενορχηστρώσεις για τα πνευστά για το “Aja”. Το μόνο στο οποίο δεν συμμετείχα ήταν το ίδιο το τραγούδι “Aja”, το οποίο έχει εκείνο το υπέροχο solo σαξόφωνο του Wayne Shorter (Miles Davis, Weather Report), το οποίο είχε ήδη γίνει. Αλλά ήθελαν πνευστά στα υπόλοιπα κομμάτια, οπότε μου έδωσαν μια κασέτα με τα κομμάτια, τα πήρα σπίτι και έγραψα μέρη για τα πνευστά. Είχαμε δύο τρομπέτες, δύο τρομπόνια, τέσσερα σαξόφωνα, κάτι τέτοιο, νομίζω ότι ήταν 8 πνευστά. Πιθανότατα το γνωρίζεις αυτό: Οι Steely Dan είχαν τη φήμη ότι ήταν πολύ ιδιότροποι και έκαναν τα πράγματα ξανά και ξανά, με σπουδαίους μουσικούς κάθε φορά, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά, κατά την άποψή τους. Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό, αλλά όπως και να ‘χει, δεν πειράζει, οι δίσκοι μιλούν από μόνοι τους. Έτσι, μπήκα στο studio σκεπτόμενος: «Εντάξει, λοιπόν, Θεέ μου, ελπίζω να μην με διώξουν απ’ την πρώτη νύχτα». Και ξαφνικά, ηχογράφησαν τα πάντα, κάθε ενορχήστρωση που έγραψα, όπως αυτή ήταν. Το ζήτημα με το “Black Cow” ήταν ότι είχα γράψει μια φράση στα πνευστά για να παίζεται ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια του «σβησίματος» (σ.σ: fade -στο τέλος του τραγουδιού), η οποία ήταν: «Ντάαα-ντα ντάαα-ντα/ Ντι-ντίιι ντα-ντάι-ο-ντα/ Τιρί τι τιτί». Έτσι, το παίξαμε μερικές φορές και είτε ο Walter (σ.σ: Becker -μπάσο, κιθάρα, φωνητικά) είτε ο Donald (σ.σ: Fagen -πλήκτρα, φωνητικά) σταμάτησαν και είπαν: «Tom, γιατί δεν παίζεις αυτή τη μελωδία μία φορά και μετά να κάνεις ένα solo για τέσσερα μέτρα και μετά ξανακάνεις την μελωδία και μετά κάνεις το solo για άλλα τέσσερα μέτρα». Είπα: «Εντάξει, τέλεια». Νομίζω λοιπόν ότι έκανα πιθανώς ένα, ίσως δύο takes το πολύ. Αυτό ήταν όλο.
Είναι πολύ σπάνιο για δίσκο των Steely Dan, επειδή ο Randy Brecker (Brecker Brothers, Blood Sweat & Tears, Bruce Springsteen -τρομπέτα) μου είπε ότι όλοι όσοι συμμετείχαν σε μια ηχογράφηση των Steely Dan ήξεραν ότι θα έκαναν 20 ή 30 takes, οπότε κρατούσαν τις καλύτερες μελωδίες για το τέλος.
(Γέλια) Φυσικά, αυτό είναι αστείο, αλλά δεν λειτουργεί έτσι. Προσπαθείς να έχει την καλύτερη απόδοσή σου στο 1ο take και γι’ αυτό είναι απογοητευτικό να κάνεις πολλά takes. Θέλω να πω, αυτό δεν συνέβη σε μένα (σ.σ: σε ηχογράφηση των Steely Dan), έχει συμβεί με άλλους ανθρώπους, όχι με τους Steely Dan. Συνέβη με τον Michael Masser, έναν παραγωγό/συνθέτη (σ.σ: Whitney Houston, George Benson), πολύ επιτυχημένο. Με πήρε τηλέφωνο μια μέρα και μου είπε: «Έχω μια νέα τραγουδίστρια που ηχογραφώ στην Arista Records. Την λένε Whitney Houston και σου λέω ότι θα γίνει μεγάλο αστέρι» και εγώ είπα: «Εντάξει, λοιπόν, τέλεια. Τι χρειάζεσαι;» «Λοιπόν, υπάρχει αυτό το τραγούδι που θα ήθελα να παίζεις», «Εντάξει, τέλεια». Έτσι, εμφανίστηκα στο studio, ο Michael Masser ήταν εκεί και ο μηχανικός ήχου. Η Whitney Houston είχε ήδη τραγουδήσει τα φωνητικά της, οπότε δεν κατάφερα να τη γνωρίσω εκείνη τη στιγμή. Η μελωδία μου θύμισε ένα είδος doo-wop vibe της δεκαετίας του ’50: «Ντοού (σ.σ: χτυπάει ρυθμικά τα δάχτυλά του) ντου-ντου-ντου/ Ντοουύ-ντάν/ Ντιι-νταν/ Ντάρα ντάρα»», αυτό το πράγμα, ξέρεις και τελικά ήταν το “Saving All My Love for You” (σ.σ: από το “Whitney Houston” -1985) φυσικά και μου ζήτησε να παίξω ό,τι ένιωθα, ξανά και ξανά. «Αυτό είναι υπέροχο! Δώσ’ μου άλλο ένα!», «αυτό είναι υπέροχο! Δώσ’ μου άλλο ένα!», «αυτό είναι υπέροχο! Δώσ’ μου άλλο ένα!» Έτσι, γύρω στο 17ο ή 18ο take, κατέβασα το σαξόφωνό μου και είπα: «Michael, έχω παίξει κάθε πιθανή φράση και μουσικό κομμάτι που θα ταίριαζε στο τραγούδι σου. Ξέρω ότι βρίσκεται εκεί, κάπου. Όλα κάπου εκεί βρίσκονται, δεν έχω τίποτα άλλο που μπορώ να προσθέσω, ειλικρινά. Οπότε, θα σου πρότεινα να επιστρέψεις ίσως στο 2ο ή 3ο take, κάνε ό,τι θέλεις, φεύγω από εδώ» (γέλια).
Αλλά μετά, όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, ο παραγωγός Michael Masser σας πήρε τηλέφωνο για να σας ευχαριστήσει για τη συνεισφορά σας.
Όχι, όχι. Αυτό δεν συνέβη καθόλου. Όχι. Η Whitney Houston με πήρε τηλέφωνο.
Συγγνώμη, μπερδεύτηκα (το διάβασα πριν από πολύ καιρό).
Δεν πειράζει. Χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσα, «Ο Tom Scott;», «Ναι». «Δεν με ξέρεις, αλλά με λένε Whitney Houston. Έπαιξες στον δίσκο μου». Είπα: «Α, ναι, σωστά. Γεια». Δεν την είχα δει ποτέ, δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτήν εκτός από το ότι έπαιξα στον δίσκο της. Είπε: «Θέλω απλώς να σου πω πόσο εκτίμησα τη δουλειά σου στο “Saving All My Love for You”». Είπα: «Πολύ γλυκό εκ μέρους σου, σ’ ευχαριστώ πολύ». Ξέρεις κάτι, λέω αυτή την ιστορία κάθε φορά που έρχεται στο προσκήνιο το θέμα της Whitney Houston και του πρόωρου θανάτου της και όλης της τραγωδίας που ακολούθησε. Λέω την ιστορία, επειδή για να κάνει αυτό το τηλεφώνημα, έπρεπε να καλέσει τον Michael Masser, να ζητήσει τον αριθμό μου, να σηκώσει το τηλέφωνο και να με πάρει. Αφιέρωσε χρόνο για να το κάνει αυτό και το θεώρησα πολύ γλυκό εκ μέρους της. Προφανώς, είχε μια πολύ γλυκιά πλευρά μέσα της.
Ήσασταν υπεύθυνος για τις ενορχηστρώσεις των πνευστών στο album “Aja” των Steely Dan. Είστε περήφανος για την συνεισφορά σας σ’ αυτό το κλασικό album;
Λοιπόν, το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι τα αποτελέσματα είναι τα πιο σημαντικά και το αποτέλεσμα αυτού του album θεωρείται κλασικό. Μάλιστα, υπάρχουν άνθρωποι που το αναφέρουν ως το καλύτερο ίσως pop/rock album όλων των εποχών και τείνω να συμφωνήσω μαζί τους. Όχι μόνο λόγω των ενορχηστρώσεών μου, αλλά οι ενορχηστρώσεις μου ήταν σαφώς μέρος αυτού. Είμαι περήφανος γι’ αυτό; Έχεις απόλυτο δίκιο, είμαι. Πολύ περήφανος. Ήταν υπέροχο που οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν. Στην πραγματικότητα, εγώ και ο Walter Becker γνωριζόμασταν και μια μέρα μου λέει: «Εσύ, γράφεις ενορχηστρώσεις για πνευστά, έτσι δεν είναι;» και του είπα: «Ναι». «Λοιπόν, γράφουμε αυτό το album και θέλουμε να γράψεις μερικές ενορχηστρώσεις για μας», «Σίγουρα». Έτσι ξεκίνησε (γέλια). Τόσο απλά. Φυσικά, είμαι περήφανος. Απολύτως. Είναι ένας υπέροχος δίσκος και συνεχίζουμε να παίζουμε αυτό το υλικό ξανά και ξανά με το (σ.σ: tribute) συγκρότημα των Steely Dan στο οποίο ανήκω. Επανερχόμαστε σ’ αυτό το album κάθε φορά που κάνουμε συναυλία.
Μ’ αρέσει πολύ το “Glamour Profession” από το album “Gaucho” (1980) των Steely Dan. Περάσατε καλά παίζοντας τα μέρη του alto σαξόφωνου μαζί με τον Michael Brecker (Brecker Brothers, Joni Mitchell, Bruce Springsteen) σ’ αυτό;
Άκου, ο Michael Brecker ήταν ένας πολύ αγαπητός φίλος και θεός του σαξόφωνου, πρέπει να πω (γέλια). Τον λάτρευα. Ήμασταν αγαπημένοι φίλοι. Θαύμαζα πολύ το ταλέντο του επειδή ήταν πολύ περισσότερο μάγος της τεχνικής και έπαιζε εξερευνήσεις που απλά δεν ήταν στο ρεπερτόριό μου, είμαι περισσότερο μελωδικός τύπος. Έτσι γεννήθηκα, υποθέτω. Ο πατέρας μου ήταν συνθέτης, ίσως αυτό να έχει κάποια σχέση. Όταν είσαι στο studio και δουλεύεις σ’ αυτό το επαγγελματικό επίπεδο, είναι πάντα χαρά (γέλια). Πάντα. Είναι πολύ διασκεδαστικό και με έναν τύπο σαν τον Michael Brecker να κάθεται δίπλα μου, ξέρω ότι θα έχουμε τον ίδιο βηματισμό σε ό,τι χρειάζεται το τραγούδι. Έτσι, το κάνει πολύ πιο διασκεδαστικό.
Γίνατε μέλος των Blues Brothers κατά λάθος, αντικαθιστώντας τον Tom Malone (τρομπόνι). Μπορείτε να μοιραστείτε την ιστορία μαζί μας;
Αυτό που συνέβη ήταν το εξής: Ήξερα τους Blues Brothers μόνο από τη μοναδική φορά που τους είδα να εμφανίζονται στο Saturday Night Live. Δεν νομίζω να ονομάζονταν ακόμα Blues Brothers, ήταν απλώς ένα σκετς με τον Jon Belushi και τον Dan Aykroyd και το συγκρότημα που είχαν σχηματίσει. Είναι τόσο αστείο, επειδή οι κωμικοί τόσο συχνά θέλουν να γίνουν μουσικοί και οι μουσικοί τόσο συχνά θέλουν να γίνουν κωμικοί. Είναι αστείο, ό,τι κι αν είναι αυτό. Αλλά σε κάθε περίπτωση, είχα δει αυτό το video και άνοιγα την εφημερίδα μια μέρα και θα έρχονταν στο Universal Amphitheatre, το οποίο εκείνη την εποχή, το 1978, ήταν ένα είδος ανοιχτού αμφιθεάτρου. Διάβασα ότι ο Steve Martin, ο οποίος τότε ήταν ο πιο δημοφιλής stand-up κωμικός στην Αμερική, θα εμφανιζόταν για μια εβδομάδα και το opening act του ήταν οι Blues Brothers και σκέφτηκα: «Ω, Θεέ μου!» Γνώριζα δύο από τους μουσικούς των πνευστών, τον Tom Malone (τρομπόνι, σαξόφωνο) και τον Lou Marini (σαξόφωνο) και σκέφτηκα ότι ίσως μπορούσαν να με βάλουν στα παρασκήνια και θα μου άρεσε απλώς να κάνω παρέα μαζί τους και ίσως να γνωρίσω τρεις από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς στην Αμερική, κάτι που θα είχε πλάκα. Λοιπόν, όπως προέκυψε, περίπου δύο εβδομάδες πριν από την έναρξη της συναυλίας, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Tom Malone. Είπε: «Tom, άκου, η γυναίκα μου πρόκειται να κάνει καισαρική τομή για να γεννήσει το νέο μας μωρό, ακριβώς στη μέση εκείνης της εβδομάδας όπου παίζουμε με τον Steve Martin και τους Blues Brothers. Μπορείς να με αντικαταστήσεις μέχρι να επιστρέψω;» Είπα: «Νομίζω ότι μπορώ να το κάνω. Ναι, νομίζω ότι είναι πολύ πιθανό».
Έτσι, χάρηκα πολύ που δέχτηκα αυτό το τηλεφώνημα και τη Δευτέρα της πρώτης εβδομάδας εμφανίστηκα το απόγευμα στο Universal Amphitheatre, γνώρισα τον John και τον Danny που δεν είχα γνωρίσει μέχρι τότε και το συγκρότημα ήταν υπέροχο. Ξέρεις, ο Steve Jordan στα drums, τι βαρούσε! Ω, ήταν υπέροχος! Και φυσικά όλοι αυτοί οι άνθρωποι: Ο Donald “Duck” Dunn (σ.σ: Booker T. and the M.G.’s -μπάσο), ο Steve Cropper (σ.σ: Booker T. and the M.G.’s -κιθάρα), ο Matt “Guitar” Murphy (κιθάρα), ο Paul Shaffer στα πλήκτρα και φυσικά οι μουσικοί των πνευστών και αυτοί οι δύο τραγουδιστές. Είχε χαβαλέ, ήταν διασκεδαστικό, το συγκρότημα ήταν καυτό. Στην πραγματικότητα, επειδή ανοίγαμε το set, κάναμε μόνο περίπου 35 λεπτά. Φοβερό, απίστευτο set που rock-αρε, τόσο πολύ που είχα έναν φίλο που ήταν ο tour manager μου, ο οποίος ήρθε μαζί μου ένα βράδυ και παρακολούθησε το κοινό από τη σκηνή και είπε: «Ω, είναι κοινό-πέστροφα!» και είπα: «Τι εννοώ, κοινό-πέστροφα; Η πέστροφα είναι ψάρι». Λέει: «Ναι, ναι. «Όλοι σας κοιτάζουν έτσι» (σ.σ: κάνει μια έκφραση έκπληξης με το στόμα ανοιχτό στη συνομιλία μας στο Zoom), μοιάζοντας με πέστροφα, υποθέτω, και μου φάνηκε πολύ αστείο. Έτσι, έρχεται η Τετάρτη και πηγαίνω εκεί σκεπτόμενος ότι απλώς θα παραδώσω την σκυτάλη στον Tom, επειδή είναι στο αεροπλάνο, θα φτάσει εκεί εγκαίρως για την συναυλία. Εμφανίζομαι, περιμένοντας να πω: «Ευχαριστώ παιδιά, ήταν πολύ διασκεδαστικό» και δεν συμβαίνει αυτό. Φτάνω εκεί και ο John Belushi έρχεται προς το μέρος μου και μου λέει: «Tom, άκου, αποφάσισα να έχουμε τέσσερα πνευστά αντί για τρία. Είσαι επίσημα ένας Blues Brother» και μ’ αυτή τη δήλωση έγινα Blues Brother.
Η άλλη ιστορία που πρέπει να σου πω είναι σχετικά με το πώς πήρα τ’ όνομα Tom “Triple Scale” Scott. Ήταν η μέρα που ήρθε ο tour manager μου, Jim Root είναι τ’ όνομά του, ήταν tour manager των Cheech & Chong, ξέρεις, απλώς ένας υπέροχος τύπος και φίλος. Είπα: «Κοίτα, κανείς δεν έχει μιλήσει για χρήματα και δεν θέλω να ρωτήσω τ’ άλλα παιδιά στο συγκρότημα τι βγάζουν, γιατί μόνο ο Θεός ξέρει, μπορεί να έχουν διαφορετικές συμφωνίες, δεν είναι αυτό το θέμα. Το μόνο που έχει σημασία είναι τι σκοπεύουν να με πληρώσουν». Έτσι, δεν ήθελα να το αναφέρω, οπότε είπα: «Jim, μπορείς να έρθεις μαζί μου και αν υπάρξει μια στιγμή που οι τρεις μας» -ο John, ο Jim κι εγώ- «είμαστε μόνοι, ίσως μπορέσεις να κάνεις την ερώτηση εκείνη τη στιγμή». Έτσι, φτάνει αυτή η στιγμή και ο Jim στέκεται δίπλα μου και ο John είναι μπροστά μας και ο Jim λέει: «Παρεμπιπτόντως, τι σκοπεύετε να πληρώσετε τον Tom γι’ αυτή την εβδομάδα στο Amphitheatre; Ξέρεις, συνήθως παίρνει τρεις φορές τον κατώτατο». Αυτό σημαίνει, τρεις φορές τον κατώτατο μισθό του συνδικάτου, όποιος κι αν είναι ο κατώτατος του συνδικάτου για οποιονδήποτε μουσικό που είναι μέλος του, εγώ παίρνω τα τριπλάσια και δεν ίσχυε πάντα αυτό, εντάξει (γέλια). Αλλά ξέρεις αυτό το παλιό ρητό: «Διαπραγματεύσου από πλεονεκτική θέση». Δεν θυμάμαι τι προέκυψε από τη συζήτηση για τα χρήματα, αυτό που θυμάμαι είναι ότι η απάντηση του Belushi σε αυτό το θέμα με τον τριπλό κατώτατο ήταν: «Αλήθεια, έτσι;» Έτσι, από εκείνο το βράδυ και μετά με αποκαλούσε Tom “Triple Scale” Scott.
Αποτυπώνει το “Briefcase Full of Blues” (1978) το αληθινό πνεύμα μιας συναυλίας των Blues Brothers;
Αυτό είναι αλήθεια, κύριε. Σωστά. Δεν ξέρω, δεν συμμετείχα στην παραγωγή, δεν ξέρω αν ηχογράφησαν κάθε βράδυ, αλλά ξέρω ότι ηχογράφησαν τουλάχιστον τις τελευταίες δύο ή τρεις νύχτες και είμαι σίγουρος ότι συγκέντρωσαν τις καλύτερες εκτελέσεις. Όλες ήταν καλές εκτελέσεις, οπότε δεν θα μπορούσε να είναι πολύ δύσκολο να διαλέξεις καλές εκτελέσεις απ’ όλα αυτά τα κομμάτια που ήταν εκεί. Όπως είπα, πέρασα υπέροχα, ήταν πολύ διασκεδαστικό.
Ήταν ο John Belushi (Blues Brothers -φωνητικά) εύκολος άνθρωπος για να συνεργαστείς μαζί του;
Ο John ήταν δύο άτομα. Ήταν ακριβώς αυτό το άτομο που μόλις περιέγραψες: Εύκολος, αξιαγάπητος, αδελφικός. Ήταν νεότερος από εμάς και έλεγε: «Tom, άκου, αν έχεις κάποιο πρόβλημα, απλώς έλα στον θείο σου τον John», «Εντάξει». Είχε μια πάρα πολύ γλυκιά πλευρά. Το πρόβλημα ήταν ότι μερικές φορές είχε την τάση να αλλάζει την κατάστασή του από καιρό σε καιρό, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ μ’ αυτό, το πώς αλλάζεις την ψυχική σου κατάσταση.

Είχε κάποιους εθισμούς.
Ναι, σωστά, και μερικές φορές -δεν ξέρω αν το είχα δει ποτέ με τα μάτια μου, αλλά σίγουρα έχω ακούσει γι’ αυτό- αν τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως τα ήθελε, για παράδειγμα, θα σου πω: Τη νύχτα που πέθανε τραγικά από υπερβολική δόση, βρισκόταν σε μια συνάντηση στην Paramount εκείνη την ημέρα με τον συν-σεναριογράφο του, τον Mitch Glazer. Οι δυο τους είχαν γράψει ένα σενάριο που ήθελαν η Paramount να το κάνει ταινία. Δεν ήμουν εκεί, αλλά απ’ όσο καταλαβαίνω, είχαν αυτή τη συνάντηση με τον διευθυντή, όποιος κι αν ήταν, δεν ξέρω, για να συζητήσουν την παραγωγή αυτής της ταινίας και ο διευθυντής τους απέρριψε και ο John έγινε έξαλλος και είμαι σίγουρος ότι αύξησε αυτή την οργή με κάποιο είδος ναρκωτικών, κι έχω ακούσει και γι’ αυτόν τον τύπο ανθρώπου. Ο Dan Aykroyd το περιέγραψε σ’ ένα γράμμα που μου έστειλε κάποτε. Ήταν σχεδόν σαν αδέρφια, ήταν πολύ δεμένοι φίλοι, όσο δεμένοι θα μπορούσαν να είναι δύο φίλοι. Ο Danny περιέγραψε αυτή την διπρόσωπη συμπεριφορά του: «Όταν βρισκόταν στην περιοχή των ναρκωτικών, είχε δύο διαθέσεις: Είτε έκσταση, σαν να βρίσκεται σε έκσταση, είτε δηλητήριο, σαν ένα δηλητηριώδες φίδι». Νομίζω ότι ήταν πολύ ποιητικό αυτό το σχόλιο για να περιγράψει τις διαθέσεις του ατόμου όταν δεν ήταν νηφάλιος και δεν ήταν ο συνηθισμένος John. Ήταν καλός άνθρωπος κατά βάθος. Ήταν καλός άνθρωπος, πραγματικά. Μ’ άρεσε.
Απογοητευτήκατε που δεν παίξατε στην ταινία “The Blues Brothers” (1980);
Λοιπόν, όχι, δεν είμαι απογοητευμένος επειδή είχα λόγους να μην είμαι στην ταινία. Θα ήταν ωραίο να είμαι στην ταινία “The Blues Brothers”; Σίγουρα. Παρεμπιπτόντως, αυτή η σκηνή με τον “Blue” Lou Marini όπου πλένει πιάτα, στο εστιατόριο με την Aretha Franklin κι όλα αυτά, αυτή η σκηνή γράφτηκε αρχικά για μένα. Χάρηκα για τον Lou, έκανε εξαιρετική δουλειά, αλλά αποφάσισα να μην συμμετέχω στην ταινία επειδή, σε αντίθεση με πολλούς από τους Blues Brothers, ήμουν πολύ εξοικειωμένος με την βιομηχανία της τηλεόρασης και του κινηματογράφου επειδή γράφω μουσική για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο από την ηλικία των 20, στην πραγματικότητα, τότε ξεκίνησα. Ήμουν εξοικειωμένος με το τι σήμαινε να είσαι δευτερεύον μέλος του cast σε μια ταινία που μπορεί να διαρκέσει 6 έως 9 μήνες για να γυριστεί. Αυτό σημαίνει ότι θα κάθεσαι μέσα σ’ ένα τροχόσπιτο για ώρες ατέλειωτες, περιμένοντας να σε φωνάξουν και θα σε φώναζαν στις 6:00 το πρωί ή στις 2:00 π.μ. ή οποιαδήποτε στιγμή στο ενδιάμεσο. Είχα άλλα πράγματα με τα οποία ασχολιόμουν, είχα άλλα projects. Όπως είπα, έγραφα μουσική για την τηλεόραση, δραματική μουσική για αστυνομικές σειρές και τέτοια πράγματα και απλώς σκέφτηκα ότι αυτό ήταν πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να είμαι εκτός των άλλων επαγγελματικών μου δραστηριοτήτων. Έτσι, το απέρριψα. Ο John Landis, ο σκηνοθέτης, με πήρε τηλέφωνο, ήταν εντελώς έξαλλος. (Σ.σ: φωνάζει) «Πώς μπόρεσες ν’ αρνηθείς αυτή την ευκαιρία;! Τι σου συμβαίνει;!», «John, θα τα καταφέρεις καλά και χωρίς εμένα. Εκτιμώ τον ενθουσιασμό σου, αλλά η απάντηση παραμένει “όχι”» (γέλια).

Ήταν το album του Ravi Shankar “Shankar Family & Friends” (1974) καταλυτικό για την μετέπειτα συνεργασία σας με τον George Harrison;
Απολύτως, αυτός ήταν ο λόγος που γνώρισα τον George Harrison. Με κάλεσαν να συμμετάσχω στο album “Shankar Family & Friends” επειδή αυτή ήταν η πρώτη παραγωγή του George Harrison για την ολοκαίνουργια δισκογραφική του εταιρεία, την Dark Horse, η οποία ήταν στην A&M. Η A&M Records εκείνη την εποχή καταλάμβανε μεγάλο μέρος αυτού που παλαιότερα ήταν το κινηματογραφικό studio του Charlie Chaplin και προφανώς υπήρξε κάποια ανακαίνιση, αλλά έγινε το studio ηχογράφησης της A&M, τα επαγγελματικά γραφεία, η εταιρεία publishing, όλα σε ένα. Ήταν ένα φανταστικό μέρος. Έμπαινες μέσα και υπήρχαν τέσσερα studios: Ένα μεγάλο, ένα μεσαίου μεγέθους, μια αίθουσα για overdubs, ένα αίθουσα μίξης κι όλα αυτά. Δούλευα πολύ εκεί. Έκανα πολλές freelance ηχογραφήσεις. Οπότε, μπορούσες να μπεις εκεί μέσα και να δεις ίσως τον Billy Preston (σ.σ: The Beatles, George Harrison, πλήκτρα) να κάνει τα solo albums του. Μάλιστα, έπαιξα στο “Will It Go Around in Circles” (σ.σ: από το “Music Is My Life” του Billy Preston -1972) «τάαα-ρατ/ ντι-ρι-ντίιι-ντιτ», εγώ είμαι αυτός (γέλια) στα μέρη των πνευστών του Billy Preston. Έπειτα, θα μπορούσες να έχεις την Joni Mitchell ή την Carole King ή τους Carpenters ή τους Captain & Tenille, μια ατελείωτη λίστα με κορυφαίους καλλιτέχνες να ηχογραφούν εκεί μέσα. Έτσι, ήταν απλώς «Πόσο ωραίο είναι αυτό;» και μόνο το να βρίσκεσαι εκεί, πόσο μάλλον να συμμετέχεις πραγματικά σ’ κάποια από αυτά τα πράγματα. Στους Carpenters, ένα από τα πράγματα στα οποία έπαιξα ήταν ένα πράγμα που ονομαζόταν “Sing” (σ.σ: από το “Now & Then” -1973). Ξεκινάει με μια σοπράνο φλογέρα που πάει «Τα/ τα-ρα-τατά/ Τατά ταρά-τατά/ τατά ταρά-ταΑΑΑΑ», εγώ ήμουν (γέλια).
Μπορείτε να μας περιγράψετε τη φιλία και τη συνεργασία σας με τον George Harrison;
Ήμουν εκεί επειδή είχα σπουδάσει ινδική μουσική με έναν κύριο ονόματι Harihar Rao, ο οποίος ήταν στο δίσκο και ήταν καθηγητής εθνομουσικολογίας στο UCLA, τον οποίο είχα γνωρίσει. Ήταν από την Καλκούτα της Ινδίας. Όταν ήταν εκεί σπούδασε με.. αγωνία… τον Ravi Shankar. Έτσι, όταν ο George Harrison ζήτησε από τον Ravi να έρθει να ηχογραφήσει έναν δίσκο με μερικούς Ινδούς μουσικούς και μερικούς Δυτικούς, Αμερικανούς μουσικούς, κάλεσε τον φίλο του τον Harihar και του είπε: «Χρειάζομαι μερικούς μουσικούς που έχουν κάποια γνώση της ινδικής μουσικής» και ήμουν στη λίστα, οπότε δέχτηκα το τηλεφώνημα. Έτσι, την πρώτη μέρα ήμουν ξανά στα A&M Studios με αυτή την μίξη θαυμάσιων Ινδών και Αμερικανών μουσικών και κοιτάζοντας στο booth, ξεχνώ ποιος καθόταν δίπλα μου, αλλά όποιος κι αν ήταν, είπα: «Αυτός είναι ο George Harrison εκεί μέσα, Θεέ μου! Είναι ένας Beatle, Θεέ μου!» Όπως όλοι, γοητεύτηκα από την παρουσία του όσο και κάποιος δεν τον γνωρίζει. Δηλαδή, είναι ένας Beatle, για όνομα του Θεού. Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι σήμερα ξέρουν τι σήμαιναν οι Beatles. Ήταν μουσικά είδωλα και πολιτιστικά είδωλα σε τέτοιο βαθμό που δεν υπάρχει κανείς σαν κι αυτούς. Λοιπόν, η Taylor Swift ίσως, δεν ξέρω, αλλά δεν είναι το ίδιο. Απλώς δεν είναι το ίδιο.

Δεν ξέρουμε αν αυτή η μουσική θ’ αντέξει 50 χρόνια αργότερα.
Ναι. Ναι, είναι αμφισβητήσιμο. Της εύχομαι τα καλύτερα, αλλά δεν ξέρω. Ήταν λοιπόν τόσο ωραίο: «Θεέ μου, να τος, στο booth και εγώ ηχογραφώ έναν δίσκο και αυτός κάνει την παραγωγή. Τέλεια». Φτάσαμε στο πρώτο διάλειμμα. Πρέπει να είδε κάτι σε μένα ή κάποιος του είπε κάτι, δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν ήσουν στο διάλειμμα οι περισσότεροι άνθρωποι έβγαιναν από την αίθουσα για να πάρουν καφέ, ξέρεις, ένα 10-λεπτο διάλειμμα. Απλώς έμεινα στην αίθουσα, δεν ξέρω γιατί, απλώς δεν ήθελα να σηκωθώ. Βγήκε από το booth, μπήκε στο studio, ήρθε κατευθείαν προς το μέρος μου και μου είπε: «Εσύ είσαι αυτός που σπούδασε με τον Harihar Rao;», είπα: «Ναι». Είπε: «Σου αρέσει η ινδική μουσική;» Είπα: «Ναι». Είπε: «Έλα μαζί μου» και έτσι, εκείνη τη στιγμή, έγινα θα έλεγα ένας από τους πιο στενούς φίλους του George για περίπου τρία χρόνια.
Έχω δει μια φωτογραφία του George Harrison να φοράει μπλουζάκι με το album σας “New York Connection” (1975). Φαίνεται ότι ήταν πολύ υποστηρικτικός, έτσι δεν είναι;
Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι φίλος ήταν. Ήταν απλώς ένας υπέροχος, ζεστός, αξιαγάπητος, αστείος, πνευματώδης άνθρωπος. Έξυπνος και απλώς απολαυστικός, τι να πω; Λατρεύω αυτόν τον τύπο. Μου λείπει σήμερα, ακόμα και σήμερα μου λείπει.
Πόσο συγκινητικό ήταν για εσάς να παίξετε στο “Concert for George” στο Royal Albert Hall στο Λονδίνο το 2002;
Ήταν πολύ συγκινητικό, και επιπλέον, πολύ έξυπνα η συναυλία περιελάμβανε τα πράγματα και το είδος της μουσικής που αγαπούσε περισσότερο ο George: Οι Monty Python ήταν στο δεύτερο μέρος. Η κόρη του Ravi Shankar, Anoushka, διηύθυνε την ινδική ορχήστρα, στο πρώτο μέρος. Στη συνέχεια, το τρίτο μέρος φυσικά ήταν μια rock συναυλία με μουσικό διευθυντή τον Eric Clapton, στην οποία συμμετείχαν πολλά rock είδωλα, μπορούμε να πούμε, συμπεριλαμβανομένων των Paul McCartney και Ringo και του γιου του George, Dhani, ο οποίος ήταν λίγο ένα μείγμα -στην εμφάνισή του- του George και της Olivia (σ.σ: της συζύγου του George). Κατά κάποιον τρόπο, είπα: «Θεέ μου, έχει επιστρέψει ο George Harrison από τους νεκρούς;!» (γέλια) Τέλος πάντων, ήταν πολύ συγκινητικό γιατί ο τύπος ήταν τόσο αγαπητός σε όσους τον γνώριζαν. Δεν ήταν δύσκολο να βρεις ανθρώπους για να κάνεις μια συναυλία μνήμης για τον George επειδή ήταν τόσο ζεστός και υπέροχος ως άνθρωπος. Και ταλαντούχος, παρεμπιπτόντως!
Πόσο έχει αλλάξει η προσέγγισή σας στο σαξόφωνο με τα χρόνια;
Δεν έχω σχέδιο για το πώς θα εξελίξω το σαξόφωνο, απλώς συμβαίνει με την πάροδο του χρόνου. Νομίζω ότι, αν έπρεπε να απαντήσω στην ερώτηση όσο καλύτερα μπορώ, θα έλεγα ότι ωρίμασα πολύ και μ’ αυτό εννοώ, ότι πιθανώς έχω μια καλύτερη αίσθηση του τι να παίξω, τι λειτουργεί. Συνήθιζα να κάνω επίδειξη, ξέρεις, παίζοντας μερικές φορές πολλές νότες. Όχι τόσες πολλές όσο ο Michael Brecker (γέλια), αλλά έχω πάρει αυτό το πολύτιμο μάθημα που κάποιοι γνωρίζουν ενστικτωδώς και κάποιοι άλλοι χρειάζονται λίγο περισσότερο χρόνο για να το μάθουν, το οποίο είναι “less is more”. Να παίζεις λιγότερο αλλά να έχεις νόημα. Ο George Harrison το είχε έμφυτο αυτό! Ο George μου είπε μια μέρα -ορκίζομαι ότι συνέβη αυτό: «Ξέρεις, είμαι ικανοποιητικός κιθαρίστας αλλά δεν είμαι πραγματικά σπουδαίος ή κάτι τέτοιο. Δεν είμαι σαν τον φίλο μου τον Eric Clapton». Είμαι σίγουρος ότι μ’ αυτό εννοούσε ότι ο Eric Clapton έχει πολύ πιο εκρηκτική τεχνική και όλες αυτές τις μελωδίες που παίζει. Ο George είχε την τάση να παίζει πιο απλά, αλλά του είπα: «George, επίτρεψέ μου να σου πω κάτι: Πρώτα απ’ όλα, μια κιθάρα φτιάχνεται από ένα κομμάτι ξύλου με μερικές χορδές τεντωμένες πάνω της, σωστά; Οπότε, όποιος μπορεί πραγματικά να έχει έναν μοναδικό ήχο είναι, σύμφωνα με τον δικό μου ορισμό, μοναδικά ταλαντούχος. Εσύ, φίλε μου, είσαι ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Προσωπικά, βάζεις αυτό το slide στο δάχτυλό σου και μετά αρχίζεις να κάνεις αυτό, ξέρουμε ακριβώς ποιος είναι επειδή αυτό είναι το ταλέντο σου, το χάρισμά σου. Είσαι ένας πολύ χαρισματικός κιθαρίστας. Μπορείς να κατατάξεις τον εαυτό σου όπου θέλεις, αλλά το επιχείρημά σου πέφτει στο κενό, κατά τη γνώμη μου (γέλια). Νομίζω ότι είσαι ένας καταπληκτικός κιθαρίστας γιατί για ό,τι σου λείπει και αυτό που σκέφτεσαι: Η τεχνική, το αναπληρώνεις, με το πολύ καλαίσθητο παίξιμό σου».
Σας εξέπληξε όταν το “Listen to What the Man Said” των Wings (από το “Venus & Mars” -1975) έγινε #1 επιτυχία;
Πάντα με εκπλήσσει οτιδήποτε έπαιξα και γίνεται επιτυχία. Πάντα με εκπλήσσει και με χαροποιεί. Έμαθα πριν από πολύ καιρό ότι δεν έχω την ικανότητα να μαντεύω τι θα γίνει επιτυχία και τι όχι. Το μάντεψα μια φορά. Τη μοναδική φορά που είπα ότι αυτό θα γίνει επιτυχία, ήμουν στην πραγματικότητα στο σπίτι του George στο Los Angeles για επίσκεψη και μου είπε: «Έρχεται ο φίλος μου ο Gary Wright». Του είπα: «Έχω ακούσει γι’ αυτόν. Είναι πιανίστας και τραγουδιστής και studio μουσικός. Α, τέλεια». Λοιπόν, ήρθε, πολύ καλός τύπος, έβγαλε τον δίσκο του να παίξει, είναι το “Dream Weaver” (1975). Παίζει αυτό το τραγούδι που δεν είχα ξανακούσει και είπα: «Εντάξει, αν αυτό δεν είναι επιτυχία, θα εγκαταλείψω το επάγγελμα!” (γέλια) Δόξα τω Θεώ, δεν χρειάστηκε να εγκαταλείψω το επάγγελμα. Κοίτα, πάντα χαίρομαι όταν τα κομμάτια που παίζω φτάνουν στο #1 ή #10 ή #15, οπουδήποτε που σημαίνει ότι ο κόσμος τ’ ακούει. Αυτό είναι σημαντικό για μένα: Να το ακούν αρκετοί άνθρωποι, γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε κάνει καλή δουλειά. Αν είναι δημοφιλές, γι’ αυτό υπάρχουμε. Δεν κάνουμε δίσκους για τη μουσική μας απόλαυση, αν και απολαμβάνουμε να το κάνουμε, μην με παρεξηγήσεις, αλλά το θέμα είναι να δημιουργήσουμε μουσική που είναι προσβάσιμη στο κοινό.
Πώς προέκυψε το παίξιμό σας στο lyricon (ηλεκτρονικό πνευστό) στο “Billie Jean” του Michael Jackson (από το “Thriller” -1982);
Λοιπόν, όπως πάντα, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Quincy, τον αγαπητό μου φίλο Quincy Jones, και μου είπε: «Tom, σε χρειαζόμαστε εδώ για να κάνεις μερικές τελευταίες πινελιές». Χρησιμοποιούσαν μερικές φορές τον όρο που κυκλοφορούσε τριγύρω, το “ear candy”, που σημαίνει μικρά μέρη του τραγουδιού, ίσως όχι ολόκληρο το τραγούδι, αλλά μικρές διακοσμητικές λάμψεις που προσθέτουν στον ενθουσιασμό και την απόλαυση του τραγουδιού. Λοιπόν, εμφανίστηκα στα Westlake Studios, νομίζω, στην Beverly Blvd. στο Los Angeles, και συνάντησα τον Michael Jackson για περίπου 10 δευτερόλεπτα. Μπήκε μέσα, μου είπε «γεια», φορούσε τη στρατιωτική του στολή, του σφίγγω το χέρι και είχε -αν μου επιτρέπεις να το πω αυτό- μια χαλαρή χειραψία, πολύ αδύναμη και είχε αυτή την αιθέρια αύρα, σκέφτηκα ότι αν έπαιρνα μια βαθιά ανάσα και έκανα (σ.σ: φυσάει) «Φου», πιθανότατα θα αιωρούταν αναπηδώντας πάνω-κάτω στο έδαφος. Δηλαδή, είχε αυτή την πιο ανάλαφρη αύρα, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω. Φυσικά, δεν τον πήρε ο αέρας, δεν φύσηξα πάνω του και όλα ήταν καλά, αλλά μετά έφυγε. Όσον αφορά τη δημιουργία του δίσκου, είχε φύγει. Έτσι, πήγα σε αυτό το booth όπου ήταν ο Quincy και είπε: «Tom, έχουμε αυτά τα λίγα πραγματάκια που θέλουμε να παίξεις στο lyricon». Είχα ήδη παίξει lyricon γι’ αυτόν στο “Sounds… and Stuff Like That!!” (1978), το οποίο είναι ένα από τα albums του Quincy, οπότε ήξερε το όργανο. Μου έπαιξαν αυτό το υλικό και έχω δύο συνεισφορές στο “Billie Jean”. Θα τραγουδήσω το ρεφρέν μέχρι να φτάσω στο μέρος μου: “Billie Jean is not my lover/ She’s just a girl who claims that I am the one/ But the kid is not my son/ Του-ΤΙ-ρα/ ΤΑ-ΤΑ-ρα». Αυτός ήμουν εγώ. (γέλια). Το άλλο μέρος είναι (σ.σ: χτυπάει ρυθμικά τα δάχτυλά του): «Μπο…μπο/ Του τουν τούν/ του… ταταΤΑΑΑΑ-ντάρα-ρλάα/ Τατα-ΤΑΑΑ/ Νταα-αρλάατ». Αυτές τις δύο μελωδίες. Έφυγα από εκεί σε 45 λεπτά.
Έχετε καμία ανάμνηση από την ηχογράφηση του “Theme from Taxi Driver” από την ταινία “Taxi Driver” (1976);
Ναι, σίγουρα. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να κάνω αυτή τη διάκριση επειδή επιμένω να την κάνω, επειδή υπάρχει η λανθασμένη αντίληψη, ακόμη και από τον ίδιο τον σκηνοθέτη Martin Scorsese, ο οποίος το είχε πει αυτό σε ομιλίες και συναυλίες που έκαναν με μουσική από τις ταινίες του, ότι εγώ έπαιξα στην ταινία. Δεν έπαιξα στην ταινία. Ένας υπέροχος σαξοφωνίστας, για χρόνια studio μουσικός ονόματι Ronnie Lang, είναι αυτός που έπαιξε στην ταινία. Έτσι, η ταινία βγήκε, σημείωσε τέτοια επιτυχία που αποφάσισαν να κάνουν μια “pop” βερσιόν του μουσικού θέματος του Bernard Hermann από το “Taxi Driver”. Έτσι, μη γνωρίζοντας τίποτα απ’ αυτά, χτυπάει μια μέρα το τηλέφωνο: «Γεια σας, έχουμε μια ηχογράφηση για σας την Τετάρτη στα RCA στις 2:00 μ.μ. Φέρτε το alto σαξόφωνό σας”, «Εντάξει, τέλεια». Κλείνει το τηλέφωνο. Έρχεται η Τετάρτη, πηγαίνω στα RCA, μπαίνω στην αίθουσα -τα RCA Studios δεν υπάρχουν πια, αλλά ήταν μια πολύ μεγάλη αίθουσα που θα μπορούσε εύκολα να φιλοξενήσει μια συμφωνική ορχήστρα, ήταν τόσο μεγάλα, μια πολύ μεγάλη αίθουσα- και βλέπω ότι έχουν στήσει για σύνολο εγχόρδων και για rhythm section και ένα πόντιουμ όπου ο μαέστρος θα καθίσει και θα διευθύνει και υπάρχει μια μόνο καρέκλα στη μέση του δωματίου και αυτή ήταν για μένα. Ήταν το μέρος στο alto σαξόφωνο που έπαιξα στην “pop” βερσιόν του “Theme From Taxi Driver” και έγινε κάτι εμβληματικό. Είναι στο soundtrack. Και μέρος της σύγχυσης οφείλεται στο γεγονός ότι απ’ όλους τους ανθρώπους που έπαιξαν σε εκείνη την ηχογράφηση, ήμουν ο μόνος που είχε δισκογραφικό συμβόλαιο με άλλη δισκογραφική εταιρεία, ήμουν στην Ode Records, εκείνη την εποχή, την δισκογραφική εταιρεία του Lou Adler (σ.σ: παραγωγός The Mamas and the Papas, Carole King), οπότε, ήταν νομικά υποχρεωμένοι να βάλουν τ’ όνομά μου: «Ο Tom Scott εμφανίζεται ευγενική προσφορά της Ode Records». Λοιπόν, αυτό ήταν που προκάλεσε την όλη ιδέα: «Α, πρέπει να έπαιζε σαξόφωνο σ’ όλα» (γέλια). Δεν χρειαζόταν ν’ αναφέρουν τον Ronnie Lang επειδή δεν είχε συμβόλαιο με κάποια δισκογραφική εταιρεία, αλλά έπρεπε να αναφέρουν εμένα.
Ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία να ηχογραφήσετε τα “Terminal Frost” και “The Dogs of War” από το “A Momentary Lapse of Reason” (1987) των Pink Floyd;
Σίγουρα. Ποτέ στη ζωή μου δεν πίστευα ότι θα έπαιζα σε δίσκο των Pink Floyd, αλλά ο παραγωγός Bob Ezrin, ωραίος τύπος, μ’ άρεσε πολύ, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Έχουμε αυτό το πράγμα για να παίξεις». Κανένα από τα μέλη του συγκροτήματος δεν ήταν εκεί, ήμασταν μόνο εγώ κι αυτός και έπαιξα ό,τι έπαιξα, δεν θυμάμαι πια, έχει περάσει πολύς καιρός, ίσως έκανα ένα podcast γι’ αυτό, δεν θυμάμαι τώρα. Ναι, ήταν μια ηχογράφηση, έπαιξα. Ευτυχώς, επειδή έχω παίξει με πολλά πολύ διάσημα συγκροτήματα, μερικά από αυτά τα πράγματα γίνονται κάπως εμβληματικά και είμαι ενθουσιασμένος γι’ αυτό, αλλά ήμουν απλώς μέρος του συστήματος που συνέβαλε στην επιτυχία αυτών των δίσκων. Αν είχα κάποια σχέση με την επιτυχία του δίσκου, είμαι τυχερός (γέλια). Είμαι τόσο τυχερός που ήμουν μέρος αυτού, αλλά δεν λέω: «Ναι, αυτό συνέβη εξαιτίας μου». Δεν είμαι τόσο χαζός. Αλλά βοήθησα.
Πόσο σημαντικός είναι ο αυτοσχεδιασμός για εσάς;
Δεν μπορώ καν ν’ αρχίσω ν’ υπολογίζω. Ο αυτοσχεδιασμός είναι τα ¾ της ζωής μου. Δηλαδή, ξεκίνησα ως λάτρης του Cannonball Adderley (σαξόφωνο), του John Coltrane (σαξόφωνο), των πραγματικά μεγάλων ονομάτων της jazz των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60 και μάλιστα είχα την ευκαιρία να παίξω μ’ έναν από τους άλλους ήρωές μου, τον Gerry Mulligan, τον σπουδαίο βαρύτονο σαξοφωνίστα, ενορχηστρωτή και επικεφαλής συγκροτήματος σ’ έναν από τους δίσκους του. Έτσι, η jazz ήταν η αγαπημένη μου μουσική. Σκέφτηκα ότι θα γινόμουν jazz μουσικός, αλλά μετά άρχισα να δουλεύω στα studio και είναι υπέροχο να πληρώνεσαι για να κάνεις αυτό που αγαπάς. «Θα το κάνω σωστά. Θα παίξω σαξόφωνο, κλαρινέτο ή φλάουτο και θα με πληρώσεις χρήματα, σωστά; Έτσι είναι; Είμαι μέσα!» (γέλια) Έτσι, ο αυτοσχεδιασμός ήταν μέρος αυτού, επειδή πολλές φορές οι άνθρωποι έλεγαν ότι έχουμε ένα πράγμα 8 μέτρα εδώ, ανοίγοντας για ένα solo και δεν θα μου πουν ποτέ τι να παίξω. Λένε: «Δώσε μας μερικές επιλογές». Έτσι, το ακούω, το σκέφτομαι και μετά πηγαίνω στο studio και τους δίνω δύο ή τρία ή τέσσερα ή δεκαοκτώ ή ό,τι άλλο, takes και είναι όλα δικά μου. Είναι όλα αυτοσχεδιασμοί. Χωρίς τον αυτοσχεδιασμό δεν θα είχα την καριέρα που είχα.
Υπάρχει κάποια ενδιαφέρουσα ιστορία από τις ηχογραφήσεις του “Estimated Prophet” από το album “Terrapin Station” (1977) των Grateful Dead;
Αυτή ήταν μια ηχογράφηση που και πάλι δεν υπήρχαν μέλη του συγκροτήματος. Ήταν ένας παραγωγός ονόματι Keith Olsen (σ.σ: Whitesnake, Ozzy Osbourne, Foreigner). Ήταν πάρα-πάρα πολύ καλός, θαύμασα πραγματικά την τεχνική του στην παραγωγή. Πάρα πολύ καλός. Και πάλι, σ’ άλλη μια ηχογράφηση, πήγα, έπαιξα ό,τι μου ζήτησαν. Νομίζω ότι αυτό είναι σε ρυθμό 7/4. Απλώς το έκανα, έπαιξα μερικά takes, γύρισα σπίτι, πληρώθηκα (γέλια).
Ήταν διασκεδαστικό ν’ ανοίγετε με τους Blues Brothers για τους Grateful Dead στο κλείσιμο του Winterland στις 31 Δεκεμβρίου 1978;
(Γέλια) Ω, Θεέ μου! Ήταν αξιοσημείωτο. Λοιπόν, όταν πήγα στην περιοδεία του George Harrison το 1974, ο παραγωγός της περιοδείας ήταν ο Bill Graham (σ.σ: θρυλικός διοργανωτής συναυλιών και ιδιοκτήτης των Winterland, Fillmore East και Fillmore West), οπότε γνώρισα τον Bill πολύ καλά. Γυρίζω λίγο πίσω τώρα, αν μου κάνεις την χάρη. Όταν κάναμε πρόβες για την συναυλία του George Harrison, ήμασταν στα A&M, υπήρχε μια μεγάλη αίθουσα για πρόβες εκεί, κάναμε πρόβες εκεί για μια-δυο βδομάδες και εν τω μεταξύ ο Bill, φυσικά, ετοίμαζε την παραγωγή για όλες αυτές τις πόλεις και παίζαμε σε όλες τις μεγάλες αρένες σε κάθε πόλη, ξέρεις, γήπεδα μπάσκετ και ένας Θεός ξέρει τι. Ήταν απασχολημένος κάνοντας δουλεύοντας σ’ ένα άλλο δωμάτιο, αλλά σε κάποιο σημείο ο George με πλησίασε και μου είπε: «Tom, άκου, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη». «Τι είναι George; Ό,τι θέλεις, φίλε, είμαι στη διάθεσή σου». Είπε: «Ο Bill Graham θέλει να μου μιλήσει για τη συναυλία και εγώ δεν θέλω να του μιλήσω. Θα πας να μάθεις τι θέλει και μετά να γυρίσεις να μου πεις;», «Σίγουρα, γιατί όχι;»
Πηγαίνω στο γραφείο του Bill Graham και του λέω -πόσο συχνά το ακούς αυτό: «Με έστειλε ο George Harrison (γέλια)». Μου λέει: «Ναι». «Οπότε, ό,τι και να μου πεις, θέλει να του μεταφέρω αυτό το μήνυμα». Μου λέει: «Εντάξει. Λοιπόν, θα σου πω ότι έχουμε καθαρίσει σε 45 πόλεις», που σημαίνει “sold out”. Κάθε πόλη που θα παίζαμε στην επερχόμενη περιοδεία έχει ήδη γίνει sold out. Του είπα: «Φίλε, αυτό είναι φανταστικό». «Αλλά αυτό είναι το θέμα», λέει, «όλα τα σχόλια που λαμβάνω σχετικά μ’ αυτή την επερχόμενη περιοδεία είναι “θέλουμε περισσότερα τραγούδια των Beatles. Στην πραγματικότητα, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο θα θέλαμε να καταλήξει σε επανένωση των Beatles, αν αυτό είναι δυνατόν”». Είπα: «Λοιπόν, δεν είμαι και τόσο σίγουρος γι’ αυτό, αλλά θα μεταφέρω το μήνυμα για περισσότερα τραγούδια των Beatles», γιατί εκείνη την εποχή νομίζω ότι δεν παίζαμε άλλα τραγούδια εκτός από τα δικά του τραγούδια του George που έπαιζε ως Beatle, όπως τα “While My Guitar Gently Weeps”, “Here Comes the Sun” και “Something”. Συνήθιζε να λέει: “Something in the way remove it” (γέλια – σ.σ: ο κανονικός στίχος είναι “something the way she moves”). Μετά, το μόνο που κάναμε ήταν το “In My Life”, το οποίο είναι τραγούδι του Lennon. Αυτό το κάναμε στην περιοδεία. Αυτό ήταν το μόνο, το μόνο τραγούδι των Beatles εκτός από του George. Έτσι, επιστρέφω στον George και μεταφέρω το μήνυμα και ο George μου λέει: «Tom, ήμουν ένας Beatle, δεν είμαι πια Beatle, δεν θέλω να επιστρέψω στους Beatles, θέλω να συνεχίσω τη ζωή μου και να κάνω αυτό που θα ήθελα να κάνω σ’ αυτή τη συναυλία. Ίσως θα έπρεπε να γυρίσεις πίσω και να πεις στον Bill Graham ότι αν κάποιος είναι δυσαρεστημένος μ’ αυτό, μπορεί να πάρει τα χρήματά του πίσω». «Εντάξει, θα του το πω».
Έτσι, επέστρεψα να το πω στον Bill και ήταν κάπως (σ.σ: γκρινιάρης): «Ω, Θεέ μου! Εντάξει, εντάξει. Θα το δεχτούμε». Και σε όλες τις διαφημιστικές αφίσες ο George δεν ήταν ντυμένος ως Beatle, φυσικά, ήταν ντυμένος με τα ινδικά λευκά λινά ρούχα και αυτός (σ.σ: ο Bill Graham) είπε: «Ω, Θεέ μου, τι είναι αυτό;!» Τέλος πάντων, ήθελα να το πω αυτό επειδή ο Bill Graham φυσικά ήταν ο παραγωγός της συναυλίας στο Winterland και σε κάποιο σημείο κατέβηκε από την οροφή με έναν πύραυλο που ήταν πάνω σε ένα σύρμα. Κατέβαινε μ’ αυτόν για να γιορτάσει τον ερχομό της Πρωτοχρονιάς. Ήταν παράδοση προφανώς. Λάτρευα τον Bill Graham, παρεμπιπτόντως. Τον λάτρευα και καταλάβαινα απόλυτα την άποψή του: Απλώς προσπαθούσε να κάνει ό,τι καλύτερο για τον καλλιτέχνη με τον δικό του τρόπο». Δεν σημαίνει ότι ο καλλιτέχνης, θα το κάνει αυτό. Έτσι, κάναμε το πράγμα μας με τους Blues Brothers και μετά έγινε ένα πάρτι, νομίζω ότι ήταν στο σπίτι της Grace Slick (σ.σ: Jefferson Airplane -φωνητικά) ή κάτι τέτοιο και όλοι μας είπαν: «Ακούστε, μην πιείτε τίποτα, πολύ πιθανό να έχουν ρίξει LSD ή κάτι τέτοιο». Λοιπόν, ο John (σ.σ: Belushi) ήπιε κάτι και όντως μαστούρωσε πάρα πολύ (σ.σ: η φράση του Tom ήταν “got high as a kite”) και έπρεπε να τον γυρίσουν πίσω στο κρεβάτι του, νομίζω, να τον κουβαλήσουν πίσω στο κρεβάτι του, απ’ όσο θυμάμαι. Αλλά ήταν διασκεδαστικό. Ήταν τόσο εμβληματικό: Ένα τσούρμο οπαδών από το San Francisco που ούρλιαζαν στο Winterland, έλα τώρα, είναι πολύ σουρεαλιστικό, είναι σαν όνειρο. Πολλά από αυτά τα πράγματα ήταν σαν όνειρο, ξέρεις, αλλά συνέβησαν.
Τι σημαίνουν για εσάς τα 3 βραβεία Grammy;
(Γέλια) Είναι τιμή μου που οι συνάδελφοί μου μουσικοί, οι συνάδελφοι στον χώρο της δισκογραφίας επιλέγουν να με τιμήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο. Το πρώτο φυσικά ήταν για την «Καλύτερη Ενορχήστρωση Συνοδεύοντας Τραγουδιστή» για την Joni Mitchell (σ.σ: για το “Down to You” από το “Court and Spark” -1974) και μοιράστηκα το βραβείο μαζί της, αν και νομίζω άδικα, επειδή δεν νομίζω ότι η Joni κατάλαβε ποια είναι η διαφορά μεταξύ ενός συνθέτη και ενός ενορχηστρωτή, επειδή εγώ ήμουν ο ενορχηστρωτής. Πήρα το μέρος της στο πιάνο, τη μουσική της, ενώ αυτή είναι η συνθέτρια, 100%, πήρα αυτή τη μουσική και εξήγαγα μέρη απ’ αυτό για μια ορχήστρα και το ενίσχυσα συνοδεία ορχήστρας. Αυτή είναι η ενορχήστρωση, δεν είχε καμία συμμετοχή σ’ αυτό. Μπήκα στο studio με την ορχήστρα, δεν την είχε ξανακούσει ποτέ, δεν είχε συμμετάσχει σ’ αυτό, τίποτα. Το μισούσα για χρόνια (σ.σ: το γεγονός αυτό), αλλά ξαφνικά σκέφτηκα, όχι πολύ καιρό πριν: Ίσως δεν κατάλαβε ποτέ την πραγματική διαφορά επειδή πολλοί άνθρωποι δεν την καταλαβαίνουν. Δεν γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της διαφοράς μεταξύ συνθέτη και ενορχηστρωτή, νομίζουν ότι είναι ένα πράγμα. Δεν είναι. Η ενορχήστρωση είναι ξεχωριστή τέχνη. Τέλος πάντων, τώρα έχω πάρει φόρα, σίγουρα, βγάζω λόγο.
Όχι, όχι, όχι, συνεχίστε.
Το δεύτερο ήταν για την GRP All-Star Big Band (σ.σ: για το άλμπουμ “All Blues” -1995) και πρέπει να παραδεχτώ, προφανώς, το κέρδισα με μια ομάδα all-star μουσικών, σαφώς, αλλά έκανα μια συμφωνία με τον Larry Rosen, ο οποίος ήταν το “R” στην GRP, η Grusin Rosen Productions έγινε GRP records, για όσους δεν γνωρίζουν. Έτσι, ήμουν σ’ αυτή την εταιρεία μ’ όλους αυτούς τους άλλους ανθρώπους όπως η Patti Austin και όλους τους σπουδαίους ανθρώπους της jazz εκείνης της εποχής, αλλά όταν μαζευτήκαμε, ανακάλυψα ότι ο Ernie Watts (σ.σ: Charlie Haden, Frank Zappa, Rolling Stones) είχε προσεγγιστεί για να παίξει το βαρύτονο σαξόφωνο. Είπε: «Όχι, δεν θέλω να παίξω το βαρύτονο σαξόφωνο» και νομίζω ότι ίσως ο Bob Mintzer (σ.σ: Yellowjackets, Buddy Rich) ή ο Eric Marienthal (σ.σ: Chick Corea), το ξεχνάω τώρα, είπαν επίσης «όχι». Τέλος πάντων, κανείς δεν ήθελε να παίξει το βαρύτονο σαξόφωνο και έτσι ο Larry είπε: «Tom, πρέπει να με βοηθήσεις εδώ. Θα παίξεις το βαρύτονο σαξόφωνο;» Δηλαδή, το έχω παίξει και παλιότερα, αλλά γενικά δεν κάνω solos σ’αυτό ή κάτι τέτοιο. Είπα: «Θα σου πω κάτι, Larry, έχεις ορίσει αρχηγό αυτής της μπάντας;» Λέει «όχι», «Κάνε με αρχηγό της μπάντας και θα παίξω το βαρύτονο σαξόφωνο». Γι’ αυτό το Grammy βρίσκεται στο ράφι πάνω από το τζάκι του σαλονιού μου (γέλια). Οπότε, αυτό ήταν μια συνεργασία.
Το τρίτο ήταν συνεργασία επίσης με την Chaka Khan και το συγκρότημα που ονομαζόταν The Funk Brothers. Αποτελούσε μέρος ενός ντοκιμαντέρ με τίτλο “Standing in the Shadows of Motown” (2002), το οποίο ήταν η ιστορία για όλους εκείνους τους μουσικούς sidemen στο Detroit που έκαναν όλους αυτούς τους δίσκους της Motown και συλλογικά είχαν περισσότερες επιτυχίες ως συγκρότημα με διάφορους καλλιτέχνες όπως ο Smokey Robinson και ο Stevie Wonder και όλους αυτούς τους ανθρώπους, απ’ ό,τι οι Beach Boys, οι Beatles και οι Rolling Stones μαζί, αλλά κανείς δεν ήξερε ποτέ τ’ ονόματά τους. Έτσι, αυτό το ντοκιμαντέρ ήταν μια προσπάθεια να δείξουμε στον κόσμο ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι και εκείνη την εποχή ήταν όλοι στα 70 και 80 τους. Με κάλεσαν επειδή ο Junior Walker, ο οποίος είχε παίξει στο “Shotgun” (1965), ήταν ο καλλιτέχνης στο σαξόφωνο εκείνη την εποχή, είχε πεθάνει, οπότε χρειάζονταν κάποιον να τον αντικαταστήσει, τρόπος του λέγειν, παίζοντας υλικό του Junior Walker. Έτσι, ήμουν στο συγκρότημα και μοιράζομαι αυτό το Grammy με την Chaka Khan και μέλη των Funk Brothers στο κομμάτι “What’s Going On”. Έπαιξα το μέρος στο σοπράνο (σ.σ: τραγουδάει μελωδικά): «Πααά ντα-ρλα ντάα ντα», όλες αυτές τις μελωδίες που αποτελούν μέρη του διάσημου τραγουδιού του Marvin Gaye. Είμαι πολύ περήφανος επίσης επειδή μόλις έλαβα την 14η υποψηφιότητά μου για Grammy.

Συγχαρητήρια.
Ευχαριστώ. Ήμουν μέλος ενός συγκροτήματος με επικεφαλής μια υπέροχη νεαρή κοπέλα, την Nicole Zuraitis, τραγουδίστρια/τραγουδοποιό, πιανίστρια και το συγκρότημά της, ήρθαν από τη Νέα Υόρκη και κάναμε ένα live album στο Las Vegas (σ.σ: “Live at Vic’s Las Vegas”), αποτελούσα μέρος του και ο δίσκος προτάθηκε για Grammy, οπότε, αυτό είναι υπέροχο. Αλλά έχω προταθεί για πολλά διαφορετικά πράγματα (σ.σ: κοιτάζει τον τοίχο πίσω του όπου έχει κορνιζαρισμένες τις υποψηφιότητες για Grammy). Ας δούμε: “Best Fusion Performance”, “Best Instrumental Performance”, “Best Jazz Performance by a Soloist”, έχουν όλες αυτές τις κατηγορίες που έχουν αλλάξει με τα χρόνια. Ποιο είναι αυτό; “Best Jazz Fusion Performance”. Όταν άρχισε να εμφανίζεται το jazz fusion, δεν ήξεραν πώς να τo χειριστούν επειδή δεν ήταν ξεκάθαρο, οπότε, με τα χρόνια οι κατηγορίες άλλαζαν συνεχώς, αλλά εγώ συνέχιζα να είμαι υποψήφιος, όπως είπα, μέχρι φέτος, 13 φορές. Είμαι στην πραγματικότητα, κατά κάποιο τρόπο, πιο περήφανος γι’ αυτό, επειδή το ποιος θα κερδίσει μοιάζει περισσότερο με διαγωνισμό δημοφιλίας παρά ο,τιδήποτε άλλο, αλλά το να είμαι ένας από τους πέντε που αναγνωρίζονται για τα επιτεύγματά τους στο παίξιμο, νομίζω ότι είναι μεγάλη τιμή.
Ο Ron Carter (Miles Davis Quintet – κοντραμπάσο) μου είπε πριν από δύο χρόνια ότι το πρώτο take στο studio είναι πάντα το καλύτερο, γιατί την πρώτη φορά παίζεις τη μουσική, τη δεύτερη φορά παίζεις τον εαυτό σου. Συμφωνείτε με αυτό;
Νομίζω ότι αυτό προέρχεται από έναν jazz-ίστα. Μπορεί να είναι αλήθεια, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ξέρεις, το solo που έπαιξα στο “Listen to What the Man Said”, δεν είχα καν ακούσει το τραγούδι. Στην πραγματικότητα, δεν ήξερα καν ότι με ηχογραφούσαν, για να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Είχα βγάλει την σαξόφωνό μου, σκέφτηκα να βάλω τα ακουστικά και απλώς να παίξω, και εδώ είναι το μικρόφωνο και να γράψω κάτι. Απλώς μαθαίνω το τραγούδι και αρχίζω να παίζω ενστικτωδώς και αποδεικνύεται ότι αυτό το take είναι στο δίσκο, αλλά δεν προήλθε από σκέψη. Βγήκε κατευθείαν από τα βάθη της καρδιάς μου και από το σαξόφωνο. Συμβαίνει. Δεν διαφωνώ με τον Ron, αλλά δεν συμφωνώ ότι αυτό ισχύει πάντα. Ισχύει μερικές φορές, αλλά μερικές φορές υπάρχει ένα μικρό ελάττωμα και θέλεις να γυρίσεις πίσω και να το διορθώσεις. Έτσι, κάνεις ένα δεύτερο take. Σε κάποιους αρέσουν ας πούμε, ω, στους Steely Dan (γέλια), όχι, όχι αυτοί, ο Michael Masser είναι καλύτερο παράδειγμα, 10, 11, 12, 13 takes, τι στο καλό ψάχνεις; Τι θα μπορούσε να έχει το επόμενο take που δεν έχει κάποιο από τ’ άλλα, αλλά το κάνουν, ούτως ή άλλως. Οπότε, συμφωνώ εν μέρει μ’ αυτό, ας το θέσω έτσι.

Υπάρχει μια φωτογραφία σας με τους Clint Eastwood, Arnold Schwarzenegger and George Lopez στο Museum of Tolerance το 2010. Πώς συνέβη αυτό;
Ναι, ο Clint Eastwood βραβευόταν για την προώθηση των καλύτερων φυλετικών σχέσεων επειδή είχε κάνει την ταινία “Gran Torino” (2008) και έχει Χμονγκ γείτονες και υπάρχει ένα ολόκληρο θέμα με μια φυλετική συμμορία γύρω απ’ αυτόν τον ηλικιωμένο άνδρα και το τι κάνει αυτός γι’ αυτό. Έτσι, πήρε αυτό το βραβείο και ανάμεσα στους εμφανιζόμενους ήμουν κι εγώ, έπαιξα επειδή είχε κάνει την ταινία “Bird” (1988), βγήκα και έπαιξα το “Just Friends”, ένα από τα διάσημα τραγούδια του Charlie Parker και ο George Lopez έκανε stand-up κωμωδία, ο Arnold Schwarzenegger ήταν εκεί απλώς ως διάσημος καλεσμένος, οπότε οι τέσσερίς μας καταλήξαμε στην φωτογραφία. Πολύ ωραία.
Η μουσική του George Harrison, η μουσική του Santana, η μουσική του Jimi Hendrix είχαν επίσης μια ισχυρή πνευματική πτυχή. Είναι πνευματική η σημερινή μουσική;
Πολύ λίγη απ’ όσο έχω ακούσει, εκτός αν μιλάς για το είδος της μουσικής που παίζουν στην εκκλησία, τη χριστιανική pop μουσική, υποθέτω ότι μπορείς να την αποκαλέσεις πνευματική, αλλά θα έλεγα «όχι». Δυστυχώς, η μουσική επηρεάζεται πολύ περισσότερο από εμπορικές ανησυχίες, πώς να κάνω κάτι που βγάζει χρήματα, αντί να βρω κάτι που να προέρχεται από την καρδιά μου. Δεν λέω ότι αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά ότι αυτό το μονοπάτι είναι η γενική κατεύθυνση της pop μουσικής σήμερα. Ελπίζω ν’ αλλάξει, ελπίζω να επιστρέψει στο σημείο να εκτιμούν οι άνθρωποι τους ανθρώπους που τραγουδούν, συνθέτουν και γράφουν από την καρδιά τους.
Ο Tony Williams (drums) έφυγε από τη Βοστώνη και μπήκε στο συγκρότημα του Miles Davis όταν ήταν 17 ετών. Υπάρχουν τέτοιου είδους ευκαιρίες στις μέρες μας;
Νομίζω ότι στη μουσική βιομηχανία είναι πολύ πιο δύσκολο σήμερα να βγάλει κανείς καλά χρήματα. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό. Ο πιο κραυγαλέος λόγος θα ήταν: Δεν μπορείς πλέον να βγάλεις χρήματα από δίσκους επειδή το Spotify και το iTunes συνεργάζονται μεταξύ τους -αν μου επιτρέπεις την έκφραση- για να «πηδήξουν» τους καλλιτέχνες όσον αφορά τα πνευματικά δικαιώματα που τους αναλογούν. Αρνούνται να αναγνωρίσουν τα παραδοσιακά ποσοστά που πληρώνονται οι καλλιτέχνες στο παλιό σύστημα, ξέρεις, τις πωλήσεις δίσκων και τις πωλήσεις CD και όλα αυτά. Η στάση τους ήταν: «Λοιπόν, εμείς είμαστε διαφορετικό μέσο, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τηρούμε αυτούς τους κανόνες». Έτσι, εγώ και πολλοί από εμάς, έχουμε συμμετάσχει σε μια προσπάθεια να αυξηθεί το ποσό που πληρώνουν οι υπηρεσίες streaming στο ένα σεντ την φορά. Πριν από μερικά χρόνια, επέστρεψα στην Ουάσιγκτον, με μερικούς άλλους ανθρώπους, επειδή ψήφισαν ένα πράγμα που ονομάζεται «Νόμος για τον Εκσυγχρονισμό της Μουσικής», στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών. Έτσι, πήγα να ευχαριστήσω μερικούς ανθρώπους, τους γερουσιαστές και τους βουλευτές, που το έκαναν αυτό δυνατό, αλλά εξακολουθεί να είναι μόνο ένα κλάσμα αυτού που πραγματικά θα έπρεπε να είναι, γιατί το θέμα είναι το εξής: Δεν μπορείς να συντηρήσεις τον εαυτό σου τώρα ως συνθέτης ή ως καλλιτέχνης. Δεν μπορείς να βγάλεις αρκετά χρήματα, επειδή μπορείς να έχεις ένα εκατομμύριο streams και να βγάλεις 35 δολάρια, υπερβάλλω, αλλά καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Δεν είναι χρήματα με τα οποία μπορείς να ζήσεις και τότε μπορούσες να ζήσεις αν είχες hits ή μια σειρά από επιτυχίες. Άκου, ζούσα κυρίως ως studio μουσικός και συνθέτης για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, οπότε προσωπικά δεν είχα ιδιαίτερη ανησυχία, αλλά σίγουρα το υποστηρίζω και νομίζω ότι είναι μια απαίσια τροπή των γεγονότων το γεγονός ότι αυτές οι υπηρεσίες streaming είναι τόσο εγωιστικές και δεν μοιράζονται τον πλούτο που τους έχουν προσφέρει αυτοί οι καλλιτέχνες.

Ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία να συναντήσετε τον Πρόεδρο Gerald Ford στον Λευκό Οίκο με το συγκρότημα του George Harrison το 1974;
Ήταν υπέροχα. Μας πήγε στο Οβάλ Γραφείο. Ήταν ο Ravi Shankar, ο πατέρας του George, ο Harry Harrison -ένας ωραίος γέρος, υπέροχος-, ο George, ο Billy Preston κι εγώ. Δεν θυμάμαι ακριβώς, ίσως ήταν ένα ή δύο άτομα ακόμα, αλλά εκπροσωπούσαμε την περιοδεία του George Harrison και αυτό συνέβη επειδή ο Jack Ford, ο γιος του Προέδρου Gerald Ford, πήγαινε σε ένα σχολείο στη Utah και πήγε σε μια από τις συναυλίες και είπε στον George: «Θα παίξεις στην Ουάσινγκτον, σωστά;» Ο Τζορτζ είπε: «Ναι». «Θα ρωτήσω τον μπαμπά μου αν ίσως έρθεις να επισκεφτείς τον Λευκό Οίκο», «Τέλεια» και για δες, συνέβη. Έτσι, αυτό που με σκότωσε ήταν ότι μας επέτρεψαν να ανέβουμε στον 3ο όροφο, όπου στην πραγματικότητα ήταν η κατοικία της οικογένειας Ford και υπήρχε μια κόρη (σ.σ: η Susan Elizabeth), ήταν 17 ετών τότε και θυμάμαι να περπατάω έξω από το υπνοδωμάτιό της, στο οποίο η πόρτα ήταν ανοιχτή, και κοίταξα εκεί μέσα και ήταν σαν να είχε χτυπηθεί από τυφώνα, υπήρχαν μαξιλάρια, σεντόνια, κούκλες και λούτρινα ζωάκια, παντού πεταμένα και σκέφτηκα: «Αυτή είναι μια πραγματική οικογένεια που ζει εδώ, φίλε μου. Αυτή είναι η πραγματική ιστορία» (γέλια). Με παρηγόρησε κάπως το γεγονός ότι αυτοί δεν είναι μαριονέτες ή πλαστικοί άνθρωποι, αυτοί είναι αληθινοί άνθρωποι και ο Gerald Ford είχε δημιουργήσει μια τόσο ζεστή ατμόσφαιρα. Δεν ήμουν ποτέ Ρεπουμπλικάνος, έκλινα περισσότερο προς την πλευρά των Δημοκρατικών, αλλά θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο στο κέντρο αυτών. Το μόνο μέρος όπου γίνονται πράγματα στην πολιτική είναι όταν οι άνθρωποι στο κέντρο συναντώνται και συμφωνούν σε κάτι. Αυτές οι ακραίες απόψεις απ’έξω, δεν βοηθούν. Καταλαβαίνω το πάθος τους για ό,τι πιστεύουν, αλλά δεν πρόκειται να βοηθήσουν να γίνει κάτι. Νομίζω λοιπόν ότι κι αυτός ήταν βασικά κεντρώος, αλλά μου άρεσε, ήταν σαν τον μπαμπά σου. Απλώς γλυκός άνθρωπος, πολύ αξιαγάπητος τύπος.
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της jazz;
Σίγουρα δεν προβλέπω τίποτα. Θα σου πω όμως μια ιστορία: Έκανα μια ηχογράφηση για μια ταινία που κυκλοφόρησε πέρυσι στην Αμερική με τίτλο “The Last Showgirl” (2024) και ο συνθέτης, το όνομά του είναι Andrew Wyatt, με ρώτησε επειδή γράφει δραματική μουσική και πολλά pop τραγούδια με τη Miley Cyrus και άλλους, είναι στην πραγματικότητα αρκετά εντυπωσιακά επιτυχημένος σ’ αυτό, αλλά χρειαζόταν να έχει ένα ήχο από big band σε ένα από αυτά τα καζίνο επειδή υπήρχε ένα flashback μέρος για τα showgirls στο Las Vegas και ήθελε αυτόν τον instrumental ήχο όπως του Frank Sinatra στο “Sinatra at the Sands” (1966) με τον Count Basie. Έτσι, πήρα το τραγούδι που έγραψε και το ενορχήστρωσα για big band και στην ηχογράφηση, στο booth, ήταν η σκηνοθέτιδα, που στην πραγματικότητα ήταν εγγονή του Francis Ford Coppola (σ.σ: η Gia Coppola), θα ήταν ωραίο να είσαι στη θέση της και μερικοί άνθρωποι, αλλά υπήρχε αυτό το πανέμορφο κορίτσι περίπου 23 ετών και ήταν πολύ ήσυχη και δεν είπε τίποτα και σκέφτηκα: «Μιλώ σε όλους, ίσως θα έπρεπε να συστηθώ» και είπα: «Γεια, είμαι ο Tom. Είσαι φίλη του Andrew;» και είπε: «Ναι» και είπα: «Λοιπόν, τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι; Είσαι στον χώρο της μουσικής;» και είπε: «Είμαι DJ της jazz και της R’n’B» και είπα (σ.σ: έκπληκτος): «Είσαι». Η σχέση μου μ’ αυτή τη νεαρή κοπέλα έχει γίνει υπέροχη, είμαστε καλοί φίλοι και έχω μια ραδιοφωνική εκπομπή στο Los Angeles, μπορείτε να την παρακολουθήσετε στο https://kkjz.org/programming/archivedPrograms , μπορείτε να κάνετε streaming τα δύο προηγούμενα επεισόδια. Είμαι στον αέρα μία ώρα την εβδομάδα, κάθε Τρίτη βράδυ στις 21:00 ώρα Ανατολικής Ακτής. Έχουμε κάνει περίπου 220 εκπομπές. Αυτό ήταν κάτι άλλο που ξεκινήσαμε με τον φίλο μου τον Joe Vella, τον παραγωγό, κατά τη διάρκεια του Covid, το podcast και την ραδιοφωνική εκπομπή, και τα δύο ξεκίνησαν τότε και εξακολουθούν να κρατάνε γερά μέχρι σήμερα. Και άρχισα να της μιλάω για την jazz και δεν υπήρχε δίσκος της jazz από τις δεκαετίες του ‘50, του ‘60, του ‘70, του ‘80 που θα μπορούσα ν’ αναφέρω και να μην τον γνώριζε ή να μην τον είχε στη συλλογή βινυλίου της, που έχει πάνω από 4.000 ηχογραφήσεις. Είπε: «Πηγαίνω σε ανταλλακτικά παζάρια, πηγαίνω όταν έχουν εκπτώσεις παλιών δίσκων και τα σχετικά και περνάω κι αγοράζω πράγματα». Είναι συλλέκτρια της jazz. Θα ήθελα να πω ότι αντιπροσωπεύει το μέλλον της jazz. Άνθρωποι σαν αυτήν θα συνεχίσουν να την προωθούν για πολύ καιρό αφότου «φύγω». Αυτή είναι η ελπίδα μου.
Όλες οι φωτογραφίες ανήκουν στον Tom Scott.
Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Tom Scott για τον χρόνο του.
Official Tom Scott website: https://www.tomscottmusic.com
Official Tom Scott Facebook page: https://www.facebook.com/tomscottjazzman
