Συνέντευξη: Randy Brecker (solo, Brecker Brothers, Blood Sweat & Tears, Bruce Springsteen)

Ο θρύλος της τρομπέτας και του φλικόρνου και κάτοχος 7 Βραβείων Grammy, Randy Brecker, μιλάει στο Hit Channel για το "Double Dealin'" album με τον Eric Marienthal, τους Brecker Brothers, τις ηχογραφήσεις του με τους Bruce Springsteen, Todd Rundgren, Jaco Pastorius και Frank Zappa, την συνάντησή του με τον Miles Davis και πολλά άλλα.

HIT CHANNEL ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Απρίλιος 2024. Είχαμε την τεράστια τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν θρύλο της τρομπέτας και του φλικόρνου (flugelhorn) και κάτοχο 7 Βραβείων Grammy: τον Randy Brecker. Είναι περισσότερο γνωστός ως μέλος των Brecker Brothers μαζί με τον μακαρίτη αδερφό του, Michael (σαξόφωνο). Υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος των Blood, Sweat & Tears και έχει παίξει με τους Horace Silver, Bruce Springsteen, Todd Rundgren, Jaco Pastorius, Frank Zappa, Donald Fagen, Dreams, Eleventh House και πολλούς άλλους. Το 2020 κυκλοφόρησε το Double Dealin’” album μαζί με τον Eric Marienthal (σαξόφωνο). Διαβάστε παρακάτω τα όσα πολύ ενδιαφέροντα μας είπε:

 

Πόσο επηρέασε ο Covid τη δημιουργία του “Double Dealin’” (2020) album με τον Eric Marienthal (σαξόφωνο);

- Advertisement -

Λοιπόν, είχε μεγάλη επίδραση γιατί το αρχικό μας σχέδιο ήταν να ηχογραφήσουμε μαζί πιθανώς στο LA, αφού εκεί ζουν και οι δύο εμπλεκόμενοι. Θα πήγαινα εκεί πέρα, αλλά όταν ξέσπασε ο Covid αυτό έγινε αδύνατο, έτσι ηχογραφήσαμε τα πράγματά μας ο καθένας στο studio του στο σπίτι του.

 

Η χημεία που έχετε εσείς και ο Eric Marienthal στο album “Double Dealin” είναι καταπληκτική! Πόσο φυσικά προέκυψε;

Παίζουμε μαζί με διάφορα συγκροτήματα, ιδιαίτερα με τους GRP [All-Star] Big Band και άλλες ηχογραφήσεις. Γνωριζόμαστε πολύ καιρό, πάντα απολαμβάνουμε ο ένας το παίξιμο του άλλου και είμαστε πολύ φίλοι. Στην πραγματικότητα, μόλις κάναμε μαζί την Jazz Cruise στην οποία είναι τώρα ο μουσικός διευθυντής και είμαστε και οι δύο σε αυτές τις κρουαζιέρες για αρκετά χρόνια. Έτσι, είμαστε πολύ στενοί φίλοι και γνωρίζουμε πολύ καλά ο ένας το παίξιμο του άλλου, οπότε ήταν πολύ εύκολο να κάνουμε την ηχογράφηση με τον τρόπο που την κάναμε.

 

Είμαι εθισμένος στο “True North” από το album “Double Dealin’”. Πείτε μας όλα όσα πρέπει να ξέρουμε για αυτό το τραγούδι.

Αυτό είναι επίσης ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια στον δίσκο, αλλά γράφτηκε από τον George Whitty (σ.σ: πλήκτρα, παραγωγή, συν-συνθέτης) και τον Eric, συνεργάστηκαν σε αυτό. Έτσι, μερικά τραγούδια έχουν μια ιστορία. Ο τρόπος που συνέβη αυτό ήταν: Δώσαμε στον George Whitty μερικά τραγούδια μας. Αυτή είναι η ιδέα πίσω απ’ ολόκληρο τον δίσκο: Να έχουμε δύο ή τρία κομμάτια από τον καθένα μας και ξεκινήσαμε όταν ξέσπασε ο Covid. Ο George έκανε τις ακολουθίες και ενορχηστρώσεις όλων των κομματιών και σιγά-σιγά βάζαμε τα μέρη μας αφού είχαμε τις ακολουθίες, σχεδόν την ίδια στιγμή. Νομίζω ότι έκανα την πλειονότητα της δουλειάς στην τρομπέτα και στο φλικόρνο γιατί μερικές φορές υπάρχει μόνο μία τρομπέτα ή ένα φλικόρνο σε κάποια από τα κομμάτια πριν από τον Eric. Αλλά όλοι δουλεύαμε ταυτόχρονα γιατί γνωριζόμαστε τόσο καλά. Απλώς όλα λειτούργησαν τέλεια, ακόμα και στην μίξη του δίσκου δεν είχαμε πρόβλημα, αλλά κι εμένα μ’ αρέσει αυτό το κομμάτι. Το “True North” είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου. Δεν είμαι σίγουρος σε τι ακριβώς αναφέρεται το “True North”, έπρεπε να ρωτήσω τότε. Είναι υπέροχο κομμάτι.

 

Ποια είναι τα τρέχοντα projects με τα οποία ασχολείστε;

Το πιο πρόσφατο, που μόλις κυκλοφόρησε, δεν είναι ένα δικό μου project, αν και υπάρχει ένα για το οποίο θα μιλήσω αργότερα, αλλά το κύριο πράγμα που κάναμε και βγήκε στα μέσα Ιανουαρίου είναι ένας δίσκος που ονομάζεται “The Hidden World of Piloo” από τη σύζυγό μου, Ada Rovatti, η οποία είναι μια υπέροχη σαξοφωνίστρια και συνθέτης. Έγραψε τα πάντα στον δίσκο και εγώ βοήθησα ως συμπαραγωγός να γίνει το πράγμα και απλώς κάνοντας προτάσεις όπως κάνουν οι παραγωγοί, αλλά δεν χρειάστηκε πολύ βοήθεια, ήξερε πραγματικά τι ήθελε. Σ’ αυτή την ηχογράφηση υπάρχουν τέσσερις τραγουδιστές σε διαφορετικά τραγούδια. Έγραψε τους στίχους, τις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων, τις ενορχηστρώσεις των πνευστών που βασικά είναι εκείνη να παίζει alto, τενόρο και βαρύτονο (σ.σ: σαξόφωνο) και φλάουτο κι εγώ παίζω τρομπέτα ή φλικόρνο ή τρομπέτα με σουρντίνα (σ.σ: muted trumpet). Τα κομμάτια στην πραγματικότητα ηχογραφήθηκαν στη Γερμανία, στη Βόννη, σ’ ένα υπέροχο studio εκεί χρησιμοποιώντας κυρίως Ευρωπαίους μουσικούς. Η Ada είναι από την Ιταλία και είχα ηχογραφήσει πολλές φορές στο studio, που λέγεται Hansahaus, εκεί μιξαρίστηκαν μερικοί από τους δίσκους μου με την big band της WDR από έναν σπουδαίο μηχανικό ήχου που ονομάζεται Klaus Genuit, οπότε σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα να χρησιμοποιήσω τους καλούς μου φίλους από την Ευρώπη που ήταν μέλη του συγκροτήματος του Wolfgang Haffner.

Υπάρχει μια αστεία ιστορία: Όταν φτάσαμε εκεί, ο Wolfgang Haffner, ο οποίος είναι ένας πολύ διάσημος Γερμανός drummer, με τον οποίο παίζω πολύ, είναι πολύ δημοφιλής εκεί. Απλώς έκανα περιοδεία μαζί του και τραυμάτισε το χέρι του, οπότε δεν μπορούσε να παίξει, είτε το πιστεύεις είτε όχι. Δεν το ανακαλύψαμε μέχρι που πετάξαμε και πήγαμε με τρένο από το Long Island στη Βόννη της Γερμανίας. Αλλά καταλήξαμε μ’ έναν πολύ καλό νεαρό drummer (σ.σ: Tim Dudek) που κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ, αλλά αποδείχθηκε υπέροχος. Είπαμε: «Ας το δοκιμάσουμε, αφού είμαστε εδώ, ούτως ή άλλως» και ηχογραφήσαμε τα κομμάτια εκεί και μετά πήραμε όλα τα αρχεία και βάλαμε τα μέρη μας, τους τραγουδιστές που όλοι ήταν υπέροχοι. Ο ένας είναι ο Kurt Elling, ο οποίος είναι πολύ γνωστός πλέον σ’ όλο τον κόσμο. Επίσης, η Niki Harris, η οποία υπήρξε τραγουδίστρια δεύτερων φωνητικών της Madonna. Κάνει τις jazz κρουαζιέρες κάθε χρόνο, είναι μια υπέροχη τραγουδίστρια της soul. Επίσης, η Fay Claasen από την Ολλανδία, η οποία είναι παντρεμένη μ’ έναν από τους σαξοφωνίστες της WDR Big Band. Είμαστε θαυμαστές της, είναι πολύ γνωστή στην Ευρώπη, τραγούδησε σ’ ένα (σ.σ: “Hey You (Scintilla of Sonder)”). Και μια νεαρή τραγουδίστρια ονόματι Alma Naidu, τραγούδησε το τέταρτο (σ.σ: “Life Must Go On”).

Αλλά το κυριότερο είναι: Έγραψε όλους τους στίχους και τα κομμάτια με τα φωνητικά βγήκαν απλά υπέροχα. Ο δίσκος είναι τώρα στο #10 με ανοδική τάση στα ραδιοφωνικά charts του JazzWeek, οπότε παίζεται πολύ στο ραδιόφωνο και έχει πολλές διθυραμβικές κριτικές. Ήμασταν πραγματικά πάρα πολλές μέρες στο studio για να γίνουν όλα. Ήταν σαν να φτιάχναμε ένα παζλ, ας πούμε, με τόσα κινούμενα μέρη, αλλά το διασκεδάσαμε πολύ. Εφόσον είμαστε παντρεμένοι, μπορούμε να το κάνουμε μαζί στο studio μας στο υπόγειο, απλώς να σκεφτούμε ιδέες και να ηχογραφήσουμε τα μέρη μας. Είναι αστείο το πώς γίνονται τώρα οι δίσκοι μας, ως επί το πλείστον, με τον καθένα να έχει το δικό του studio στο υπόγειό του ή κάπου στο σπίτι του. Έχουμε κάνει εκατοντάδες projects εκεί. Έχει γίνει μια μικρή βιοτεχνία για εμάς, γιατί οι άνθρωποι μας στέλνουν συνεχώς κομμάτια απ’ όλο τον κόσμο, εννοώ, κυριολεκτικά απ’ όλο τον κόσμο και εμείς ηχογραφούμε και στέλνουμε πίσω τ’ αρχεία, μοιράζουμε αρχεία και κάνουμε δίσκους. Σπάνια κάνω ζωντανή ηχογράφηση (σ.σ: εννοεί σε κανονικό studio με άλλους μουσικούς παρόντες), αν και έκανα μία με τον George Garzone (σαξόφωνο) πρόσφατα στο New Jersey στο Rudy Van Gelder Studio. Υπήρχαν μερικοί σπουδαίοι μουσικοί όπως ο Jeff “Tain” Watts (drums), ο Santi Debriano (κοντραμπάσο) και άλλοι.

 

Πόσο χρήσιμη ήταν η περίοδος που παίζατε με τον Horace Silver (πιάνο) στη μετέπειτα καριέρα σας;

Αυτό είναι το κύριο μέρος της παλιάς μου καριέρας. Έπαιξα με τον Horace σε δύο διαφορετικά συγκροτήματα για σημαντικό χρονικό διάστημα. Το πρώτο συγκρότημα, όλοι ήταν νεαροί μουσικοί, περιλάμβανε τον εαυτό μου στην τρομπέτα και το φλικόρνο, τον Bennie Maupin στο σαξόφωνο και μερικές φορές στο μπάσο κλαρινέτο. Νομίζω ότι έπαιζε λίγο μπάσο κλαρινέτο στο συγκρότημα πριν το “Bitches Brew” (σ.σ: του Miles Davis) και ήταν υπέροχος, ένα από τα είδωλά μου. Ήταν λίγο παλιότερος από μένα στο προσκήνιο και λίγο πιο έμπειρος, αλλά ήταν υπέροχο να παίζεις μαζί του. Τα δύο παιδιά στο rhythm section ήταν ο νεαρός Billy Cobham (σ.σ: Miles Davis, Mahavishnu Orchestra -drums), ο οποίος μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό, νομίζω ότι αυτή είναι μια από τις πρώτες δουλειές του και ο John B. Williams, ο οποίος ήταν ένας υπέροχος νεαρός μπασίστας, σπούδαζε τότε με τον Ron Carter (Miles Davis Quintet). Έτσι, αυτό ήταν το πρώτο συγκρότημα και ήμασταν μαζί σχεδόν δύο χρόνια και κάναμε περιοδείες στην Ευρώπη και σ’ όλες τις ΗΠΑ τον περισσότερο καιρό.

Ήταν απλώς μια καταπληκτική εμπειρία να παίζω μ’ αυτά τα παιδιά και να παίζω με τον Horace, να παίζω όλες αυτές τις υπέροχες συνθέσεις με τις οποίες είχα μεγαλώσει και να βλέπω τον κόσμο, ας το πούμε έτσι. Ταξιδέψαμε σ’ όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, περνούσαμε δύο ή τρεις εβδομάδες στο νότιο Los Angeles παίζοντας γι’ ανθρώπους που ζούσαν σ’ αυτήν την περιοχή. Παίξαμε στο Half Note στην Νέα Υόρκη και μετά στο Village Vanguard, οπότε ήταν μια θετική εμπειρία και μια εμπειρία που άλλαξε τη ζωή μου το να παίζω όλη την υπέροχη μουσική του Horace Silver. Ξαναμπήκα στο συγκρότημα του Horace το 1973, είχα αρκετό χρόνο ελεύθερο και αυτός ξεκινούσε ένα νέο συγκρότημα με τον αδερφό μου, Michael Brecker (τενόρο σαξόφωνο) και τον σπουδαίο Will Lee στο μπάσο, ο οποίος είναι πολύ γνωστός στις ΗΠΑ ως studio μουσικός, αλλά ήταν επίσης σπουδαίος τζαζίστας στο ηλεκτρικό μπάσο και ο πολύ νεαρός Alvin Queen (drums), ήταν μόλις 17 ετών και ηχογραφήσαμε μερικά από αυτά τα τραγούδια σ’ έναν δίσκο που ονομάζεται “In Pursuit of the 27th Man” (1973) του Horace Silver που έγινε ένας από τους πιο παιγμένους δίσκους του Horace και κράτησε περίπου ένα χρόνο και απλά διασκεδάσαμε πολύ. Εξελίχθηκα τόσο πολύ έχοντας τον αδερφό μου εκεί, τον Alvin και τον Will. Λοιπόν, αυτή ήταν άλλη μία σπουδαία περίοδος με τον Horace Silver.

 

Θα μπορούσατε να μοιραστείτε μαζί μας την ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από το “SneakinUp Behind You” από το πρώτο album των Brecker Bros (1975);

Εντάξει. Θα σου πω όλη την ιστορία πίσω από τον δίσκο: Είχα γράψει εννέα συνθέσεις για όλους τους φίλους μου και κάναμε πρόβες για εβδομάδες σε τραγούδια όπως το “Skunk Funk” και το “Sponge” και είχα αποφασίσει να χρησιμοποιήσω τον αδερφό μου στο τενόρο σαξόφωνο και έναν υπέροχο φίλο, τον David Sanborn (alto σαξόφωνο), με τον οποίο πήγα σε κατασκήνωση για μουσικούς, για το σύνολο πνευστών και άτομα που συμμετείχαν σ’ ένα συγκρότημα που είχαμε προηγουμένως που λεγόταν Dreams. Ο Don Grolnick στο πιάνο με τον οποίο ήμουν επίσης στην κατασκήνωση, ο Will Lee ξανά στο μπάσο, ο οποίος ήταν επίσης στους Dreams, ο Chris Parker στα drums και ένας νέος φίλος τότε, ο Steve Khan (κιθάρα). Ήταν σαν ένα συγκρότημα για πρόβες. Ο Steve έγραφε και ο Grolnick έγραφε, μαζευόμασταν κάθε εβδομάδα και προβάραμε τα κομμάτια μας. Στη συνέχεια, όμως, έλαβα ένα τηλεφώνημα από έναν τύπο ονόματι Steve Backer, ο οποίος μόλις είχε υπογράψει ένα συμβόλαιο για παραγωγές μ’ ένα πολύ διάσημο άτομο των δισκογραφικών εταιρειών ονόματι Clive Davis (σ.σ: πρόεδρος της Columbia Records), ο οποίος είχε ξεκινήσει μια νέα δισκογραφική που λεγόταν Arista. Ο Clive, που μας είχε υπογράψει στην Columbia με το συγκρότημα Dreams, ήξερε για εμάς και άκουσε για τη μουσική που έγραφα και μας υπέγραψε χωρίς να μας δει και είπα: «Αυτή είναι μια υπέροχη συμφωνία», αλλά ο Steve είπε ότι υπήρχε ένας όρος.

Ο όρος ήταν: «Θέλω να ονομάσετε το συγκρότημα “The Brecker Brothers”». Στην αρχή είπα: «Όχι, όχι. Αυτός υποτίθεται ότι είναι ένας solo δίσκος που γράφω. Γράφω όλο το υλικό και το έχω ξεκάθαρο στο μυαλό μου. Έχω εννέα κομμάτια που θέλω να ηχογραφήσω», αλλά επέμειναν στην άποψή τους. Ήξεραν ότι ο Michael ήταν ακατέργαστο διαμάντι, είχε αρχίσει να γράφει. Με άλλα λόγια, ήθελαν αυτούς, ήθελαν το όνομα των Brecker Brothers στο εξώφυλλο. Τελικά, ενέδωσα. Ήταν πολύ καλή συμφωνία για να την απορρίψω, παρόλο που ο Michael δεν συμμετείχε πραγματικά. Απλώς έπαιξε στον δίσκο. Δεν είχε σκεφτεί ακόμα να κάνει καριέρα. Εξακολουθούσε να αναπτύσσεται, όπως και ο Sanborn, ο οποίος ήταν το τρίτο άτομο στα πνευστά και είπα στον Clive όταν είχα μια σύσκεψη μαζί του και με τον Steve Backer: «Τώρα, θα φαίνεται αστείο γιατί υπάρχουν τρία πνευστά στο προσκήνιο, οπότε θα φερόμαστε στον David Sanborn σαν να ‘ναι μακρινός ξάδερφός μας ή κάτι τέτοιο, αν πρόκειται να το αποκαλέσετε “Brecker Brothers”». Τέλος πάντων, είχαμε μια δεύτερη σύσκεψη και αυτή αφορoύσε το “Sneakin’ Up Behind You”. Ο Clive με κάλεσε στο γραφείο του. Είχαμε ηχογραφήσει και τα εννέα τραγούδια και πήγαμε πολύ καλά. Ο Steve Backer μας έδωσε συγχαρητήρια πολλές φορές.

Είπε: «Ξέρεις, δεν έχω δουλέψει ποτέ με μουσικούς τόσο επαγγελματικά. Όταν μπαίνετε, ξέρετε ακριβώς τι θα κάνετε και το κάνατε. Συνήθως, με τους jazz μουσικούς με τους οποίους συνεργάζομαι στο studio, έρχονται απροετοίμαστοι και λένε: “Εντάξει, τι θες να παίξεις;” Είναι πιο χαλαρό», αλλά ξέραμε ακριβώς τι έπρεπε να κάνουμε. Ηχογραφήσαμε τα εννέα τραγούδια και ο Clive με κάλεσε σε σύσκεψη και με συνεχάρη για τα ωραία κομμάτια. Είπε: «Ακούγονται υπέροχα, αλλά, νεαρέ, χρειάζεσαι ένα single» και είπα: «Λοιπόν, έχουμε μόνο αυτά τα εννέα τραγούδια» και ήταν πολύ διπλωματικός, αλλά είπε: «Κοίτα, χρειάζεσαι ένα single και εγώ λατρεύω τη μουσική που ηχογραφήσατε, αλλά χωρίς ένα single δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα μ’ αυτό. Χρειάζεσαι ένα single για να πουλήσεις τον δίσκο». Έτσι, επέστρεψα σιγά-σιγά στο προβάδικό μας και εξήγησα την κατάσταση σε όλα τα παιδιά και είχαμε μια μέθοδο: Ήμασταν πολύ καλοί στο να τζαμάρουμε κομμάτια από το τίποτα. Ο Grolick είχε μια ιδέα, είχε μια γραμμή στα πνευστά. Είπε: «Παίξτε αυτή τη γραμμή στα πνευστά», την έπαιζε στο πιάνο: «Τι-τι τι-τι τι-τι τι-τι-τάτ, τι-τι τι-τι-τίτ» Δεν μπορώ να το τραγουδήσω, αλλά αυτή ήταν η αρχική ιδέα. Όλοι άρχισαν να βρίσκουν ιδέες και τζαμάραμε το “Sneakin’ Up Behind You” για περίπου τέσσερις ώρες. Το ηχογραφήσαμε σε κασέτα, είχαμε όλοι κασετόφωνα και μετά τ’ ακούσαμε και το τελειοποιήσαμε λίγο ακόμα. Ο Will Lee σκέφτηκε τον τίτλο και τραγουδά: “Sneeeak-in’ Up Behind You”, σκέφτηκε τους στίχους και έγραψε το μικρό τμήμα στη μέση που ήταν κάπως βασισμένο στην disco.

Πήγαμε στο studio την επόμενη μέρα και ο Clive ήρθε στην ηχογράφηση και ευτυχώς παρακαλούσαμε τον Θεό γιατί αν δεν του άρεσε, θα είχαμε απολυθεί. Αλλά του άρεσε το κομμάτι, ενθουσιάστηκε πολύ όταν το άκουσε. Απλώς βγήκε τρέχοντας από το studio και είπε: «Αυτό είναι, έχετε ένα single!» και ιδού του άρεσε πολύ και το προώθησε και έγινε επιτυχία. Στα R&B charts έφτασε στο #2 στο Billboard. Αυτό πούλησε πραγματικά ολόκληρο τον δίσκο και το επόμενο πράγμα που ξέρουμε είναι ότι είμαστε σε περιοδεία και ανοίγαμε τις συναυλίες γι’ ανθρώπους όπως η Chaka Khan, οι Parliament-Funkadelic και ο δίσκος έφτασε μέχρι το 50 στο Top200 στο Billboard, ως αποτέλεσμα του “Sneakin’ Up Behind You” που έγινε επιτυχία. Έτσι, ήταν τύχη και ο Clive ήταν μια ιδιοφυΐα, ήξερε πώς να πουλάει δίσκους, αυτό είναι σίγουρο. Ο δίσκος κατέληξε να πουλήσει σχεδόν 400.000-500.000 δίσκους και ήμασταν πολύ ενθουσιασμένοι με την επιτυχία. Ξέρεις, αγοράζαμε το Billboard κάθε εβδομάδα για να δούμε πού ήταν στα charts. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα έφτανα τόσο μακριά μ’ αυτό το project. Ήταν σαν χόμπι για μένα γιατί ήμασταν όλοι τόσο απασχολημένοι κάνοντας δίσκους άλλων σε studio ηχογράφησης. Λοιπόν, ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία πώς μεσολάβησε η τύχη στη ζωή μας και ο Clive ήταν υπέροχος κάνοντάς μας παγκοσμίως γνωστούς.

 

Πόσο επηρέασε η “Bitches Brew” περίοδος του Miles Davis τη μουσική των Brecker Brothers;

Όχι και πολύ, στην πραγματικότητα, αν και μου άρεσε, αλλά δεν ήθελα να πάω προς αυτή την κατεύθυνση επειδή ο Miles είχε κάτι πιο ελεύθερο στο μυαλό του. Πίστευα ότι ήταν ιδιοφυΐα από μόνος του. Απλώς νομίζω ότι ήμουν εκεί όταν ο Bennie Maupin, για παράδειγμα, με τον Horace Silver, αγόρασε το μπάσο κλαρινέτο σ’ ένα μαγαζί και άρχισε να εξασκεί το μπάσο κλαρινέτο στο δωμάτιό του. Θέλω να πω ότι ο Miles Davis ήταν αρκετά σοφός ώστε να τ’ ακούσει αυτό και να χρησιμοποιήσει τον ήχο του Bennie στο “Bitches Brew” καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου, χωρίς να παίζει με τους άλλους ανθρώπους αλλά να γίνεται υφή, το μπάσο κλαρινέτο ή μερικές φορές έχοντας δύο μπασίστες, έναν στο κοντραμπάσο και έναν στο ηλεκτρικό να παίζουν ταυτόχρονα. Αλλά ήταν πολύ ελεύθερο το παίξιμο. Όταν πήγαιναν στο studio δεν ήταν καν σίγουροι τι θα έπαιζαν, αντίθετα από τον τρόπο μας όταν πηγαίναμε στο studio. Είχα προετοιμάσει ενορχηστρώσεις για τους πάντες, σχεδόν κάθε νότα ήταν γραμμένη. Φυσικά, υπήρχαν αυτοσχεδιαστικά solos, αλλά είχαμε παρτιτούρες ενώ το “Bitches Brew” δεν είχε παρτιτούρες. Είναι αστείο που το ρωτάς αυτό, μόλις είδα μια ταινία για τον Harvey Brooks, ο οποίος έπαιζε ένα από τα μπάσα στο “Bitches Brew” και εξηγούσε πώς δούλευε ο Miles: Απλώς πήγαινε στο studio και ο Miles έλεγε: «Παίξτε». Έστηναν τον εξοπλισμό τους και έπαιζαν, το ηχογραφούσε, μετά έπαιρναν τις ηχογραφήσεις και επεξεργάζονταν τις ηχογραφήσεις και τις μετέτρεπαν σε μουσική.

Αυτός ο δίσκος δεν είχε μεγάλη επιρροή στους Brecker Brothers. Το αντίθετο και έχω πει την ιστορία: Είχαμε ένα συγκρότημα που λεγόταν Dreams πριν από τους Brecker Brothers με πολλούς ίδιους ανθρώπους. Εμένα, έναν υπέροχος τρομπονίστα ονόματι Barry Rogers, τον Will Lee στο μπάσο, τον Don Grolnick (πιάνο), τον σπουδαίο Billy Cobham στα drums. Προέκυψε από το συγκρότημα του Horace Silver και άλλων. Ήμασταν το μόνιμο συγκρότημα στο Village Gate στη Νέα Υόρκη και εκείνη την εποχή έπαιζα ήδη μ’ ένα πετάλι wah-wah, γιατί στους Dreams, ο John Abercrombie ήταν ο κιθαρίστας και χρησιμοποιούσε το πετάλι wah-wah σε όλα τα solos και υπήρχε μια φορά που δεν μπορούσε να παραβρεθεί στην πρόβα. Όλοι είχαμε ηλεκτρικές υποδοχές στα όργανά μας, για να μπορούμε ν’ ακούμε τον εαυτό μας. Είχαμε ξετρελαθεί μ’ ένα πράγμα που ονομάζεται Condor, κατασκευασμένο από την εταιρεία Hammond, που είχε διαφορετικούς ήχους, αν σκεφτόσουν αντισυμβατικά όπως υδάτινους ήχους, τίποτα το εξαιρετικό, αλλά δεν υπήρχαν και πολλά διαθέσιμα. Σ’ αυτή την πρόβα, ο Abercrombie άφησε το wah-wah του, δεν μπορούσε να έρθει στην πρόβα, έτσι έβαλα το wah-wah του στην σειρά των καρφιών μου του ¼ της ίντσας, και φίλε, στην τρομπέτα ακουγόταν απλά υπέροχο. Φρικάραμε που μπορούσες να χρησιμοποιήσεις πετάλια κιθάρας σε πνευστά και αυτά να είναι υπέροχα, έτσι, πήραμε περισσότερα πετάλια. Ο αδερφός μου, συγκεκριμένα, ακουγόταν καλός σ’ ένα Funk Machine, όπως κι ο Barry και ο Miles έρχονταν και άκουγε τους Dreams.

Ήταν πάντα εκεί πίσω, πάντα ήξερες πότε εμφανιζόταν γιατί όλοι έλεγαν: «Ε, ο Miles είναι εδώ», «Ο Miles είναι εδώ». Δεν μας έλεγε ποτέ τίποτα, απλώς καθόταν πίσω και άκουγε τι κάναμε. Αυτό ήταν ένα υπέροχο συγκρότημα (σ.σ: οι Dreams) που έκανε δύο δίσκους στην Columbia, μας υπέγραψε -πάλι- ο Clive Davis. Δεν είχε ποτέ εμπορική επιτυχία γιατί δεν είχαμε single, αυτό χρειαζόσουν τότε. Αλλά είχε μεγάλη επιρροή σε άλλους μουσικούς στη Νέα Υόρκη, συμπεριλαμβανομένου του Miles Davis, έτσι γινόταν. Ήταν αστείο, χρόνια αργότερα, δεν τον συνάντησα ποτέ πραγματικά, λυπάμαι που είναι μεγάλη ιστορία, αλλά είχαμε ανοίξει ένα club που ονομαζόταν Seventh Avenue South και ένα βράδυ ήταν γεμάτο κόσμο και στεκόμουν δίπλα στον Miles και πήρα το θάρρος και είπα κάτι πραγματικά ηλίθιο: «Γεια, με λένε Randy Brecker, είμαι τρομπετίστας και είμαι μεγάλος θαυμαστής σου, Miles» και γύρισε και με κοίταξε και φορούσε τα γυαλιά ηλίου του, τα μεγάλα γυαλιά ηλίου που ήταν σαν τα μάτια της μύγας και απλώς με κοίταξε και δεν είπε τίποτα. Είπα: «Εντάξει. Λοιπόν, χάρηκα που σε γνώρισα» και δεν μου είπε ούτε μια λέξη ως απάντηση. Έτσι, απογοητευμένος πήγα στο bar και καθόμουν στην άκρη του bar για μια-δυο ώρες και έπινα βότκα για να πνίξω τη λύπη μου που δεν μου απάντησε και άκουσα ένα μικρό φύσημα εκεί και άκουσα: «Αγαπώ το wah-wah μου. Εσύ αγαπάς το wah-wah σου;» και απλώς εξαφανίστηκε. Ήταν ο Miles, μου το ψιθύρισε στο αυτί και μετά έφυγε. Έτσι, νομίζω ότι αναγνώριζε το γεγονός ότι με άκουσε να παίζω wah-wah και άρχισε να το κάνει. Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα παράπλευρη ιστορία της όλης σκηνής εκείνη την εποχή.

 

Είμαι τεράστιος οπαδός του Todd Rundgren κι έχω μιλήσει και μαζί του. Θυμάστε να ηχογραφείτε τα “Dust in the Wind” και “Hello It’s me” από το “Something/Anything?” (1972) album του;

Ω, ο Todd Rundgren, ναι, σίγουρα. Υπάρχουν ορισμένες ηχογραφήσεις που θυμάμαι, γιατί σ’ εκείνη την ηχογράφηση όλοι ήταν στο studio την ίδια στιγμή, έτσι ήθελε να ηχογραφήσει. Δεν υπήρχαν ηχομονωτικοί θάλαμοι, ούτε τίποτα. Οι τραγουδιστές ήταν εκεί, οι μουσικοί ήταν εκεί, στο κέντρο του studio και ηχογραφήσαμε το “Hello It’s Me”. Τζαμάραμε, εγώ, ο Michael και ο κύριος για τον οποίο μίλησα πριν, ο Barry Rogers, ένας σπουδαίος τρομπονίστας. Τζαμάραμε μερικά μέρη πνευστών στην ηχογράφηση, γιατί νωρίτερα προβάραμε λίγο και αυτός ο δίσκος πούλησε ένα εκατομμύριο. Κάναμε μόνο ένα ή δύο takes. Έλεγε: «Ένα, δύο. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα», κάναμε μερικά takes και το επόμενο πράγμα που ξέρουμε είναι ότι ο δίσκος ήταν στα chart και πούλησε εκατομμύρια. Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι ο Todd Rundgren, ο Mike και εγώ είχαμε γνωριστεί νωρίτερα στη Φιλαδέλφεια, όταν ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν μουσικός, είχε αγοράσει ένα όργανο B3 από την Hammond και δεν το έπαιζε πολύ, οπότε κατέληξε να το πουλήσει στο τοπικό rock συγκρότημα από την Φιλαδέλφεια που λεγόταν The Nazz και αποδείχθηκε ότι αυτό ήταν το συγκρότημα του Todd στην Φιλαδέλφεια. Μιλούσαμε μια μέρα και συνειδητοποιήσαμε ότι αγόρασε το όργανο του πατέρα μου στη Φιλαδέλφεια πριν μετακομίσει στη Νέα Υόρκη και γίνει διάσημος. Καταλήξαμε να κάνουμε τον πρώτο δίσκο των Brecker Brothers σε ένα studio που λεγόταν Secret Sound, το οποίο στην πραγματικότητα ανήκε στον Todd. Έτσι τον γνωρίσαμε.

 

Το “Meeting Across the River” (από το “Born to Run” -1975) είναι το αγαπημένο μου τραγούδι του Bruce Springsteen και εσείς παίξατε σε αυτό. Θυμάστε εκείνη την ηχογράφηση;

Ναι, το θυμάμαι κι αυτό. Αυτό το κομμάτι, ειλικρινά, ήταν overdub. Τα είχε ήδη ηχογραφήσει όλα, έτσι απλώς έπαιξα το πνευστό μ’ αυτά που είχαν και εκείνος απόλαυσε αυτό που έπαιξα, οπότε το άφησε εκεί και εξακολουθούν να παίζουν αυτό το κομμάτι. Έχω δει διαφορετικές βερσιόν όπου τα χρησιμοποιούν (σ.σ: τα μέρη του) -κάποιες φορές όχι, κάποιες φορές ναι- αλλά κάποιος μετέγραψε το παίξιμό μου στην τρομπέτα σ’ αυτόν τον δίσκο και πολύ συχνά όποιος παίζει τρομπέτα παίζει το solo μου στις συναυλίες του Bruce. Τον είχα γνωρίσει στο παρελθόν ακριβώς πριν πάμε στο studio και κάναμε παρέα μερικές νύχτες. Η ηχογράφηση τώρα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα όσον αφορά ένα άλλο κομμάτι, το “Tenth Avenue Freeze-Out”, όπου δεν υπήρχε μουσική. Το σύνολο πνευστών ήμουν εγώ, ο Sanborn, ο αδερφός μου και ένας πολύ καλός τρομπονίστας που ονομαζόταν Wayne Andre. Έπρεπε, λοιπόν, να τζαμάρουμε τα μέρη και αυτό ήταν αληθινό rock ‘n’ roll, οπότε ήταν λίγο έξω απ’ τα νερά μου. Είχαμε πρόβλημα να σκεφτούμε τι να παίξουμε, ήταν πραγματικά ένα rock κομμάτι και φτάσαμε στα μισά του τραγουδιού και δεν ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι μ’ αυτό που κάναμε, αλλά ξαφνικά υπήρχε πολλή κινητικότητα και ενέργεια στο control room και ακούμε μια φωνή να λέει: «Ένα λεπτό! Ένα λεπτό! Δεν είναι αυτό! Αυτό ακούγεται χάλια! Δεν το χρειάζεται αυτό το τραγούδι» και αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν ο γνωστός κιθαρίστας του Bruce, ο Miami Steve Van Zandt, ο οποίος έγινε star από μόνος του, αλλά μας βοήθησε πραγματικά τότε. Βοήθησε να γραφτεί η παρτιτούρα, ξεκινήσαμε από την αρχή και μας βρήκε μερικές καλές γραμμές που ταίριαζαν. Ήταν πραγματικά ένας rock ‘n’ roll τύπος. Έτσι, πετάξαμε τα περισσότερα πράγματα που είχαμε κάνει, χρησιμοποιήσαμε τις ιδέες του και ενορχηστρώσαμε τα voicings (σ.σ: ηχηροποιήσεις). Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να γίνει αυτό, αλλά θυμάμαι όλη την ηχογράφηση. Στη συνέχεια, ο Bruce είχε ένα άλλο κομμάτι και έβαλα ένα solo στο “Meeting Across the River”. Μέχρι τότε, ήμουν αρκετά «πτώμα», αλλά είναι ένα καλό solo, έχει πολλή ψυχή. Νομίζω ότι ήμουν πολλές ώρες στο studio. Κρατήσαμε επαφή για λίγο, δεν έχω δει τον Bruce εδώ και πολλά χρόνια, αλλά παντρεύτηκε μια κυρία που γνωρίζαμε ο Mike και εγώ, την Patti Scialfa η οποία είχε μετακομίσει στη Νέα Υόρκη και ήταν ρεσεψιονίστ σε ένα studio, το Mediasound, που δουλεύαμε και οι δύο συχνά. Δούλευε σε τραγούδια και έγραφε στίχους ως ρεσεψιονίστ. Τελικά παντρεύτηκε τον Bruce και εκείνος έκανε κάποιο από το υλικό της και έγινε πολύ γνωστή και είναι ακόμα παντρεμένοι, μετά από τόσα χρόνια.

 

Τι πιστεύετε σήμερα για το “Child is Father to the Man” album των Blood, Sweat & Tears (1968);

Εκείνη την εποχή, το απολάμβανα και τώρα, περισσότερα από 50 χρόνια μετά, νομίζω ότι είναι ένας από τους κλασικούς rock δίσκους της δεκαετίας του ‘60, ένας από τους αγαπημένους μου. Όλα περιστρέφονται γύρω από τον σπουδαίο Al Kooper (σ.σ: Bob Dylan, “Super Session” -Hammond, φωνητικά) που είχε την ιδέα να προσθέσει πνευστά στο συγκρότημα και να χρησιμοποιήσει την ενορχήστρωση στα πνευστά του Fred Lipsius (alto σαξόφωνο), με τον οποίο μιλάω συνέχεια. Ο Fred κυκλοφόρησε νέο δίσκο (σ.σ: “Joy!” -2024). Είναι 80 τώρα, εγώ είμαι 78 και παίζω στο νέο του δίσκο τόσα χρόνια αργότερα. Αλλά νομίζω ότι ο δίσκος “Child is Father to the Man” είναι κλασικός. Κάθε κομμάτι μου ακούγεται υπέροχο. Δεν είναι ο ιδανικός μου τρόπος παιξίματος επειδή ήμουν περισσότερο καλλιτέχνης της jazz, αλλά νομίζω ότι από το rock ‘n’ roll της δεκαετίας του ‘60, ήταν πραγματικά ένας rock ‘n’ roll δίσκος με λίγη soul μέσα του. Σπουδαία κομμάτια, σπουδαίες ενορχηστρώσεις και λάτρευα τον τρόπο που τραγουδούσε ο Al. Λυπήθηκα που τον είδα να φεύγει και άφησα τους Blood, Sweat & Tears, γιατί δεν έπαιζα αρκετά. Έπαιζα μόνο ένα solo τη βραδιά και με κάλεσε ο Horace Silver. Είχαμε μια συνάντηση με το συγκρότημα και τ’ άλλα μέλη του συγκροτήματος είπαν στον Al ότι πίστευαν ότι το συγκρότημα χρειαζόταν έναν βασικό τραγουδιστή και είχαν βρει κάποιον στον Καναδά, ονόματι David Clayton-Thomas.

Ήθελαν να τον φέρουν στο συγκρότημα και να γίνει ο βασικός τραγουδιστής και ο Al δεν το δέχτηκε και είπε: «Όχι, θέλω να είμαι εγώ ο βασικός τραγουδιστής. Αν αυτό θέλετε να κάνετε, εγώ φεύγω» και αποχώρησε από τη συνάντηση. Επέλεξα αυτή την στιγμή να πω: «Ξέρετε, παιδιά, λυπάμαι που το λέω και μ’ αρέσει να παίζω με το συγκρότημα, αλλά δεν παίζω αρκετά και ο Horace Silver με κάλεσε να μπω στο κουιντέτο του, όπου μπορώ πραγματικά να γίνω jazz μουσικός και να παίζω σε κάθε κομμάτι και σ’ ένα σπουδαίο συγκρότημα με τον Billy Cobham στα drums» -τον οποίο κανείς δεν είχε ακούσει ακόμα- «αλλά είναι μια πολύ ωραία ευκαιρία. Θα σας βρω έναν καλό τρομπετίστα να πάρει τη θέση μου, αλλά κι εγώ θα φύγω από το συγκρότημα απόψε» και με παρακάλεσαν να μείνω. Είπαν ότι θα μου δώσουν ίσο μερίδιο, όλοι οι μουσικοί στα πνευστά θα πληρώνονταν το ίδιο με το rhythm section, αλλά είπα: «Όχι, αυτό είναι κάτι που πραγματικά πρέπει να κάνω. Σας εύχομαι καλή τύχη» και μετά την επόμενη μέρα ήμουν στην πρόβα της big band του Joe Henderson και ο φίλος μου, ο Lew Soloff, που καθόταν δίπλα μου, ένας εξαιρετικός τρομπετίστας και δεν ήθελε να πάρει τη δουλειά. Είπα: «Άκου, είμαι σε δύσκολη θέση, Lew, πρέπει να βρω αντικαταστάτη στους Blood, Sweat & Tears γιατί μπαίνω στο συγκρότημα του Horace Silver και θα παίρνεις μισθό είτε δουλεύεις είτε όχι».

Νομίζω ότι ήταν κάπου 100 την εβδομάδα, επομένως, είναι δύο συναυλίες των 50 δολαρίων που δεν χρειάζεται να κάνεις. Πληρώνεσαι ακόμα κι αν δεν δουλεύσεις, παίρνεις μισθό. Έτσι, στο τέλος τον έπεισα να πάρει την θέση μου και μετά τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μπήκαν και έκαναν τον δεύτερο δίσκο (σ.σ: “Blood, Sweat & Tears” -1968) και πούλησε 11 εκατομμύρια αντίτυπα, οπότε ήταν ο #1 δίσκος για ένα χρόνο. Κέρδισε ένα Grammy, το Καλύτερο Album της Χρονιάς, οι μισθοί τους ανέβηκαν κάτά 5000%, όλοι αγόρασαν σπίτια στο Mid Valley. Έβγαζα 250 με τον Horace Silver, και τότε αυτοί έβγαζαν 5000 την εβδομάδα και ο Horace μας κρατούσε τους φόρους, συν ότι έπρεπε να πληρώνουμε εμείς το ξενοδοχείο μας. Έτσι, ο Lew και εγώ πηγαίναμε σε μάθημα τρομπέτας κάθε εβδομάδα και άρχισε να με παίρνει με μια λιμουζίνα για να πάμε μέχρι το New Jersey για να σπουδάσουμε μ’ έναν τύπο που ονομαζόταν Edward Treutel και έμεινε καθ’ όλη την πορεία τους. Αλλά τελικά, μου βγήκε σε καλό γιατί μου άρεσε πολύ να παίζω με τον Horace και άρχισα να γράφω τη δική μου μουσική παρακολουθώντας τον Horace, έγραφα στίχους επειδή ο Horace έγραφε στίχους σ’ όλα αυτά τα κομμάτια. Πραγματικά μ’ έβαλε σε έναν δρόμο που δεν θα είχα ακολουθήσει κανονικά αν δεν είχα μπει στο συγκρότημά του. Ήταν τόση μεγάλη επιρροή στην σύνθεση, στο παίξιμο και στη ζωή μου.

 

Ηχογραφήσατε στο “The Nightfly” (1982) album του Donald Fagen (Steely Dan -φωνητικά, πλήκτρα). Είναι ένα εύκολο άτομο για να συνεργαστείς μαζί του;

Είναι εύκολος, αλλά ταυτόχρονα όλοι η τριανδρία των Steely Dan, που ήταν ο Gary Katz, που ήταν ο παραγωγός τους και ο Walter (σ.σ: Becker), ο κιθαρίστας, ακόμα κι αν ο Walter δεν ήταν εκεί, ήταν πολύ ακριβείς στο τι ήθελαν και ο τρόπος τους να κάνουν δίσκους ήταν να κάνουν πάρα πολλά takes, μερικές φορές 30. Αν είχες ένα solo τέσσερα μέτρα, θα έπαιζες το solo ίσως 20 με 30 φορές και ήξερες ότι θα το έκανες, οπότε κράταγες τις καλύτερες γραμμές σου γι’ αργότερα, γιατί ήξερες ότι θα το έκανες ξανά και ξανά. Αλλά έβγαλαν υπέροχους δίσκους και έτσι δούλευαν. Ήταν καταπληκτικοί συνθέτες και στιχουργοί και ακόμα μερικοί από τους αγαπημένους μου δίσκους που ακούω είναι δικοί τους. Είχαν μεγάλη επιρροή στον τρόπο που συνδύαζαν την jazz με το rock ‘n’ roll και άλλα είδη, οπότε ήταν πάντα ευχάριστο να δουλεύεις γι’ αυτούς, παρόλο που ήταν πολύ σκληρή δουλειά.

 

Πώς συνέβη να περιοδεύσετε με την Word of Mouth big band του Jaco Pastorius;

Ο Jaco είχε ένα συγκρότημα, παίξαμε στον πρώτο του δίσκο (σ.σ: “Jaco Pastorius” -1976). Το όνομα του Jaco κυκλοφορούσε στη Νέα Υόρκη, ήταν τόσο καλός πριν ακόμα πάει εκεί. Όλοι είχαν ακούσει γι’ αυτόν τον καταπληκτικό μπασίστα στη Florida που έπαιζε πράγματα που κανείς δεν έπαιξε ποτέ στο ηλεκτρικό μπάσο, οπότε ήμασταν όλοι περίεργοι για το πώς ακουγόταν. Έμενε στην περιοχή του Fort Lauderdale, στη Florida και τελικά, ο αδερφός μου κι εγώ, βρεθήκαμε στο studio του Bobby Colomby (σ.σ: έκανε και την παραγωγή του album του Jaco). Ο Bobby ήταν ο drummer στους Blood, Sweat & Tears, λίγα χρόνια αργότερα ήμασταν ακόμα στενοί φίλοι στη Νέα Υόρκη, λίγο βορειότερα της πόλης και εκεί ήταν ο Jaco που έκανε τον πρώτο του δίσκο και παίξαμε σ’ ένα κομμάτι που λεγόταν “Come On, Come Over” με τους Sam & Dave. Ο Jaco έκανε όλα αυτά τα καταπληκτικά παίζοντας στο μπάσο, το “Donna Lee”  και ο Herbie Hancock (πλήκτρα) ήταν εκεί, οπότε ήταν υπέροχη εμπειρία. Στη συνέχεια, ο Jaco δημιούργησε ένα συγκρότημα που λεγόταν Word of Mouth με δύο σαξόφωνα, τον αδερφό μου και τον Bob Mintzer στα τενόρο σαξόφωνα. Του άρεσε αυτός ο ήχος και ο Mintzer ήταν υπέροχος ενορχηστρωτής και συνθέτης, έτσι χρησιμοποίησε μερικές από τις ενορχηστρώσεις του Bob με μια big band και είναι στο δίσκο. Αλλά τελικά ο αδερφός μου αντιμετώπιζε προβλήματα με ναρκωτικές ουσίες και αποφάσισε να πάει γι’ απεξάρτηση. Αυτό συνέβη πίσω στο 1982 και σκέφτηκε ότι το να είναι κοντά στον Jaco ίσως δεν ήταν καλή επιρροή, έτσι άφησε το συγκρότημα και ο Jaco μου ζήτησε να πάρω τη θέση του. Ειλικρινά, έτσι συνέβη και έμεινα με τον Jaco για μερικά χρόνια. Κάναμε μια μεγάλη περιοδεία στις ΗΠΑ με λεωφορείο, από την μία ακτή στην άλλη και τελικά πήγαμε στην Ιαπωνία με μια big band και παίξαμε στη Νέα Υόρκη και στο Los Angeles με μια big band, παίξαμε στο Chicago με μια big band από το Chicago, οπότε ήταν συναρπαστικό. Αργότερα, ο Jaco αρρώστησε με ψυχική ασθένεια που ποτέ δεν διαγνώστηκε πραγματικά καθώς επίσης και από κατάχρηση ουσιών, έπαιρνε πάρα πολλά ναρκωτικά και η καριέρα του άρχισε να πέφτει. Έκανε πολλά πράγματα που δεν έπρεπε. Έτσι, η ιστορία είχε θλιβερό τέλος όταν σκοτώθηκε μετά από ξυλοδαρμό από έναν μπράβο σ’ ένα club στην Florida και αυτό ήταν το τέλος της εποχής του Jaco, αλλά ήταν σίγουρα μια τραγική φιγούρα. Ένας από τους σπουδαιότερους μουσικούς που βγάλαμε ποτέ στην Αμερική.

 

Πόση καλλιτεχνική ελευθερία έχετε στα albums των άλλων;

Εξαρτάται. Συνήθως, όχι πολύ. Συνήθως, παίζω μόνο solo και μερικές φορές θέλουν να είναι funky. Ο Horace Silver είναι ένα καλό παράδειγμα. Κάναμε ένα live δίσκο το 1997 με τίτλο “A Prescription for the Blues”. Το συγκρότημα ήταν ο Ron Carter (κοντραμπάσο), ο Louis Hayes (drums), ο Horace Silver, εγώ και ο αδελφός μου, o Mike. Ο Horace μας προειδοποίησε, είπε: «Κοιτάξτε, στις funky μελωδίες» -που ήταν σχεδόν όλα αυτά τα είδη τραγουδιών που βασίζονταν στα blues σ’ αυτόν τον δίσκο, το “A Prescription for the Blues”- είπε: «Δεν θέλω να ακούσω κανένα 16ο, παίξτε τα funky πράγματά σας και θέλω να δω τα κορίτσια να κουνάνε τον πισινό τους στις φούστες τους», είπε σε όλους μας σε μια ομιλία. Κάναμε ένα από τα τραγούδια και ο Mike ήταν πολύ μεθυσμένος, αλλά έπαιξε κάποια 16α και ο Horace κούνησε τα χέρια του και σταμάτησε την εκτέλεση και άρχισε να λέει: «Mike, σου είπα, δεν θέλω κανένα 16ο . Δεν θέλω κανένα “μπλου-μπλου-μπλου-μπλου”. Δεν θέλω τίποτα απ’ αυτά. Θέλω ένα καλό funky solo». Έτσι, για τον Horace Silver αυτό έπρεπε να κάνεις. Υπήρχαν κομμάτια στο ρεπερτόριό του όπου μπορούσες να παίξεις ό,τι θέλεις, αλλά τις περισσότερες φορές έτσι είναι στους δίσκους άλλων, όπου σε προσλαμβάνουν για να κάνεις ένα solo και προσπαθούν να σου πουν το στυλ και να μην παίζεις πολλές ατονικές (σ.σ: outside) νότες. Περιστασιακά, μου ζητούσαν να γράψω ενορχηστρώσεις -παλιά- γι’ ανθρώπους, αυτό ήταν διασκεδαστικό. Έγραψα ενορχηστρώσεις για τον George Benson, την Diana Ross, την Chaka Khan και άλλους. Αυτό το κομμάτι ήταν διασκεδαστικό αλλά έτσι είναι. Στις περισσότερες ηχογραφήσεις, αν δεν έγραφα τα πράγματα, είχαν έναν ενορχηστρωτή και σου πάσαραν την μουσική ή τώρα μας στέλνουν παρτιτούρες, διαβάζουμε τη μουσική, βάζουμε ένα solo και προσπαθούμε να το κρατήσουμε λίγο πιο εμπορικό. Δεν παίζεις πολύ, προσπαθείς να παίξεις κάτι που να ταιριάζει μ’ αυτό που υπάρχει στον δίσκο, αυτό προσπαθούμε να κάνουμε ως session μουσικοί.

 

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της jazz;

Ναι, είμαι αισιόδοξος. Δεν είναι για όλους, αλλά η jazz θα είναι πάντα εδώ γιατί η jazz μουσική επηρεάζει την pop μουσική και τη μουσική σε όλο τον κόσμο, έχει γίνει παγκόσμια πλέον. Οι περισσότεροι καλοί μουσικοί ακούν jazz και την γνωρίζουν και διαχέεται σε πολλά άλλα είδη μουσικής, πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζει ο κόσμος κι αυτό συνέβαινε πάντα. Όλοι οι μουσικοί στην Motown ήταν μουσικοί της jazz, όλοι οι μουσικοί στη Φιλαδέλφεια σ’ όλους αυτούς τους σπουδαίους δίσκους των Gamble and Huff στη διάσημη soul μουσική που βγήκε από τη Φιλαδέλφεια, ήταν και μουσικοί της jazz. Όλοι οι ενορχηστρωτές ήταν μουσικοί της jazz, όπως ο Quincy Jones (σ.σ: παραγωγός Michael Jackson, George Benson) που κατά βάθος ήταν μουσικός της jazz. Το ίδιο με τους The Wrecking Crew στο Los Angeles, όλοι ήταν μουσικοί της jazz που έπαιζαν στους δίσκους των Beach Boys και ο Brian Wilson ήταν μεγάλος οπαδός της jazz. Έτσι, νομίζω ότι η jazz από μόνη της θα είναι πάντα εδώ, αλλά δεν είναι για όλους. Πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα για τη μηχανική του πώς λειτουργεί η μουσική, πρέπει να μάθεις κάτι για τη φόρμα και τον τρόπο που ο αυτοσχεδιασμός βασίζεται σε φόρμες μελωδιών και σε συγχορδίες ή τρόπους και πρέπει να το συσχετίσεις αυτό με τον αυτοσχεδιασμό σου. Η ρυθμική πτυχή πρέπει να ληφθεί υπόψη, δεν είναι όπως τα άλλα είδη μουσικής, πρέπει ν’ αλλάζεις ρυθμό μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αλλά είμαι πολύ αισιόδοξος, υπάρχουν τόσοι πολλοί νέοι σπουδαίοι μουσικοί που παίζουν μοντέρνα jazz, ακόμα πιο μοντέρνα απ’ αυτή που έπαιζα όταν ήμουν νέος. Μπορείς να πας στα πιο μακρινά μέρη του κόσμου και θα βρεις σπουδαίους μουσικούς της jazz.

 

Είχα την τιμή να κάνω μια συνέντευξη με τον Larry Coryell. Είστε περήφανος για την περίοδο που παίζατε με τους Eleventh House;

Ω ναι, ήταν κι αυτό συναρπαστικό. Πέρασα τόσο υπέροχα με τον Larry, που τον γνώρισα το 1962, νομίζω, πριν καν μετακομίσω στη Νέα Υόρκη. Κυνηγούσα την κοπέλα μου εκείνη την εποχή στο Seattle της Washington και ο Larry είχε πιάσει δουλειά σε ένα club που λεγόταν The Embers κάθε βράδυ και πήγαινα κι έπαιζα μαζί του. Έτσι, καταλήξαμε και οι δύο περίπου ένα ή δύο χρόνια αργότερα, είχε ένα συγκρότημα που λεγόταν The Free Spirits, το οποίο ήταν κυριολεκτικά το πρώτο jazz rock συγκρότημα και ήμουν κάπως σαν το έκτο μέλος του συγκροτήματος, έπαιζα μαζί τους συνέχεια. Έτσι, όταν αποφάσισε να δημιουργήσει ένα νέο συγκρότημα ονόματι The Eleventh House, τότε είχα το wah-wah και όλα μου τα πετάλια, μαζί με τον Alphonse Mouzon (drums), είχαν τον Danny Trifan στο μπάσο και τον φίλο μου, τον Mike Mandel στα πλήκτρα. Αυτό έγινε ένα συγκρότημα με μεγάλη επιρροή, έμεινα με τον Larry για σχεδόν ένα χρόνο και έκανα μερικούς δίσκους. Το “Introducing Eleventh House” (1974) νομίζω ότι ξεχωρίζει ως πολύ καλό δείγμα εκείνης της χρονικής περιόδου, είναι ένας από τους αγαπημένους μου δίσκους. Στα 70 μας είχαμε όλοι παραμείνει φίλοι. Πιθανότατα το ξέρεις αυτό: Πήγαμε στη Florida και κάναμε ένα album (σ.σ: το “Seven Secrets” του 2017 των Larry Coryell’s Eleventh House), όπως παλιά, ο Alphonse Mouzon, εγώ, ο Julian Coryell ήταν σ’ αυτό στην κιθάρα, ο Julian είναι γιος του Larry. Ο Mike Mandel δεν έπαιξε σ’ αυτό, αλλά ο John Lee έπαιξε μπάσο, ήταν στους Eleventh House αφότου έφυγα. Ο δίσκος βγήκε πάρα πολύ καλός και είχαμε μεγάλα σχέδια για περιοδεία και ηχογράφηση, παρόλο που ήμασταν όλοι στα 70 μας, ακουγόμασταν καλά. Αλλά ξαφνικά, τόσο ο Larry όσο και ο Alphonse πέθαναν μέσα σε έξι μήνες ο ένας από τον άλλον, οπότε αυτό ήταν το τέλος του συγκροτήματος. Αλλά εξακολουθεί να είναι ένας καλός δίσκος και μου λείπουν και οι δύο πάρα πολύ.

 

Οι Brecker Brothers έπαιξαν στο “Zappa in New York” του Frank Zappa (1978 – ηχογραφήθηκε το 1976 στο Palladium). Πώς προέκυψε;

Αυτό συνέβη επειδή ο Frank Zappa ήταν στη Νέα Υόρκη και χρειαζόταν ένα σύνολο πνευστών και αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το σύνολο από την τηλεοπτική εκπομπή “Saturday Night Live”, αλλά ο τρομπετίστας που ήταν ο φίλος μου ο Alan “Mr. Fabulous” Rubin, για κάποιο λόγο δεν ήθελε να πάρει την δουλειά ή ήταν απασχολημένος. Έπαιξα αρκετά στο “Saturday Night Live” ως δεύτερη τρομπέτα, οπότε με φώναξαν. Επίσης, ο αδερφός μου ήταν στο συγκρότημα, ο Lou Marini (alto σαξόφωνο), ο Tom Malone (τρομπόνι), ο Ronnie Cuber (βαρύτονο σαξόφωνο, κλαρινέτο) και εγώ και έτσι προέκυψε. Είχα κολλήσει εκεί πέρα προσπαθώντας να μάθω όλη τη μουσική του Zappa. Παίξαμε στο θέατρο Palladium της 14ης Οδού για μια εβδομάδα και ηχογραφήσαμε αυτόν τον δίσκο και έγινε πολύ δημοφιλής. Με ρωτάνε γι’ αυτόν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο δίσκο. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν και τις τέσσερις βραδιές, δεν το έχω ακούσει, αλλά υπάρχει κάποιο σπουδαίο παίξιμο απ’ όλους σ’ αυτόν τον δίσκο.

 

Τι σημαίνουν για εσάς τα 7 βραβεία Grammy;

Είναι πάντα ωραίο να κερδίζεις ένα Grammy, γιατί οι συνάδελφοί σου, οι άλλοι μουσικοί, ψηφίζουν. Έτσι, είμαι περήφανος για το γεγονός ότι έχω 7 Grammy και νομίζω ότι προτάθηκα 20 φορές. Ο αδερφός μου είχε 15, φαντάσου, και πέθανε σε ηλικία 56 ετών. Είναι πάντα ωραίο να αναγνωρίζεσαι από άλλους μουσικούς και ανθρώπους της δουλειάς, οπότε σημαίνει πραγματικά πολλά. Τα έχω τοποθετήσει στο studio ηχογράφησης μου μόνο και μόνο για να μου δίνουν έμπνευση να συνεχίσω.

 

Ο Ron Carter (Miles Davis Quintet) μου είπε: «Το πρώτο take στο studio είναι πάντα το καλύτερο, γιατί την πρώτη φορά παίζεις τη μουσική, τη δεύτερη παίζεις τον εαυτό σου». Συμφωνείτε με αυτό;

Ναι, συμφωνώ να προσπαθείς να έχεις τα πάντα ηχογραφημένα, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Τα πρώτα takes είναι πάντα υπέροχα, αλλά υπάρχει μια ορισμένη πτυχή: Εάν το πετύχεις με το πρώτο take, ο κόσμος το κοιτάζει αυτό, είναι ένας ενδιαφέρον τρόπος να το κάνεις και αυτός είναι ο τρόπος που το έκανε ο Miles. Ηχογραφούσε χωρίς να ξέρει καν το κομμάτι. Με τον πρώτο κρότο. Έβαζε τη μουσική στην σκηνή και ηχογραφούσε κι αυτό είναι υπέροχο. Θέλω να πω, είναι ενδιαφέρον ν’ ακούς αυτή τη μουσική, αλλά μ’ αρέσουν τα πράγματα που είναι λίγο πιο οργανωμένα, επομένως έχω την ίδια άποψη με τον Ron Carter. Στο δεύτερο take, αν ξέρεις τη μουσική, μπορείς να βάλεις περισσότερο τον εαυτό σου, μπορείς να χωρέσεις μέσα λίγο καλύτερα, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Νομίζω ότι αυτό εννοούσε, ώστε να οργανώσεις τις σκέψεις σου λίγο καλύτερα. Το  πρώτο take είναι ενδιαφέρον, αλλά δεν ξέρεις τι θ’ ακολουθήσει. Επίσης ο Miles είπε: «Δεν μπορείς να προβάρεις το μέλλον». Ήθελε να πάρει την πρώτη εντύπωση απ’ όλους στο κομμάτι και έχει κάποιο δίκιο, επίσης.

 

Τον περασμένο μήνα έκανα μια συνέντευξη με τον φίλο σας, τον Bill Evans (Miles Davis -σαξόφωνο) και μου είπε ότι δεν υπάρχει προσωπικός χαρακτήρας στην  smooth jazz. Όλοι οι μουσικοί ακούγονται το ίδιο. Συμφωνείτε με αυτό;

Υπάρχουν (σ.σ: σ’ αυτήν) πολλά πράγματα ως είδος που δεν επιτρέπουν πολλά άλλα. Συμφωνώ, αλλά στο κίνημα της smooth jazz υπάρχουν ένας ή δύο ή τρεις πολύ καλοί μουσικοί που μου έρχονται στο μυαλό: Ο Gerald Albright (σαξόφωνο) είναι πολύ καλός και υπάρχουν κι άλλοι. Ο Rick Braun φυσικά στην τρομπέτα, ο οποίος είναι μάλλον ο κορυφαίος, θα έλεγα ότι μεγάλο μέρος της μουσικής του είναι smooth, αλλά έχει αυτή την κλάση. Οι περισσότεροι άνθρωποι σ’ αυτό το στοιχείο είναι επίσης πολύ καλοί showmen ή showgirls. Ξέρεις, δείχνουν ωραίοι, ξέρουν πώς να διασκεδάζουν πραγματικά ένα κοινό και θεωρώ ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Δεν είναι κάτι στο οποίο είμαι πολύ καλός και δεν θέλω να παίζω πολύ smooth μουσική, δεν υπάρχει αρκετή ένταση στη μουσική και σχεδόν όλοι ακούγονται το ίδιο. Αλλά μερικά απ’ αυτά είναι πολύ καλά. Περιστασιακά, είμαι ο guest fusion τύπος σε φεστιβάλ της smooth jazz και όλοι οι άνθρωποι είναι πολύ καλοί. Μου αρέσουν όλοι οι μουσικοί.

 

Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Randy Brecker για τον χρόνο του.

Official Randy Brecker website: https://www.randybrecker.com/

Official Randy Brecker Facebook page: https://www.facebook.com/RandyBrecker/

- Advertisement -

Latest articles

Related articles

Μετάβαση στο περιεχόμενο