Συνέντευξη: Γιώργος Φακανάς (YFG – Yiorgos Fakanas Group)

Ο διεθνώς αναγνωρισμένος jazz μπασίστας και συνθέτης Γιώργος Φακανάς μιλάει στο Hit Channel για το πιο πρόσφατο album του, "Topaz", τις προηγούμενες και επερχόμενες κυκλοφορίες του, τις συνεργασίες του με παγκόσμιας κλάσης μουσικούς όπως οι Lenny White, Guthrie Govan, Mike Stern κ.ά, την μουσική διδασκαλία μέσω του Ωδείου Τέχνης Γ. Φακανάς και τις συναυλίες που έχει φιλοξενήσει στο συναυλιακό χώρο Αθηνά Live.

HIT CHANNEL ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Απρίλιος 2024. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν εξαιρετικά ταλαντούχο μπασίστα, συνθέτη και καθηγητή μουσικής: τον Γιώργο Φακανά. Από την δεκαετία του ’80 με τους Iskra και στην συνέχεια και μέχρι σήμερα με το προσωπικό του συγκρότημα, τους YFG (Yiorgos Fakanas Group) έχει διαγράψει μια αξιοσημείωτη πορεία στο χώρο της διεθνούς Jazz σκηνής συνεργαζόμενος με τεράστιες μορφές όπως τους Mike Stern, Anthony Jackson, Guthrie Govan, HoracioEl NegroHernández, Lenny White και πολλούς άλλους. Ως ιδρυτής του Ωδείου Τέχνης Γ. Φακανάς εφαρμόζει την φιλοσοφία του για την σύγχρονη μουσική στο τρόπο διδασκαλίας και στο χώρο συναυλιών που βρίσκεται στο ωδείο του, το Αθηνά Live, έχει φιλοξενήσει συναυλίες των Steve Gadd, Allan Holdsworth, Dennis Chambers, Dave Weckl, Simon Phillips, Andy Timmons, Bill Evans κ.ά. Το πιο πρόσφατο album του Γιώργο Φακανά είναι το “Topaz” που κυκλοφόρησε το 2022. Διαβάστε παρακάτω τα όσο ενδιαφέροντα μας είπε:

 

Ποια είναι η μακρά ιστορία πίσω από την σουίτα “Topaz” από το ομώνυμο album του 2022;

- Advertisement -

Tο Νοέμβρη του 1993 το Μέγαρο Μουσικής μου έκανε την τιμή να μου παραγγείλει να γράψω δύο έργα για τη «Μεγάλη Βραδιά της Jazz». Το ένα από τα δύο ήταν το “Topaz” που ήταν μια σύνθεση για jazz ensemble και ορχήστρα εγχόρδων. Έτυχε να οριστεί η παρουσίαση αυτού του έργου, στα γενέθλια του ενός έτους γιού μου, οπότε αφιέρωσα το έργο σ’ αυτόν και έδωσα στο έργο το όνομα “Topaz”, γιατί μου είχαν πει ότι η τυχερή πέτρα του Σκορπιού (που ήταν το ζώδιό του), είναι το τοπάζι. Στην ορχηστρική μουσική, πολλές φορές, οι τίτλοι είναι αφιερώσεις ή συμβολισμοί και σε πάρα πολλές περιπτώσεις δεν έχουν να κάνουν με το μουσικό περιεχόμενο. Το έργο διαρκούσε γύρω στα 25-30 λεπτά σε live εκτέλεση. Δεν επιχείρησα να το ηχογραφήσω παρά αρκετά χρόνια μετά όπως ήταν στην αρχική του μορφή: με ορχήστρα εγχόρδων και με  jazz ensemble. Πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι το “Topaz” αποτελεί το πρώτο τριτορευματικό έργο (Third Sream: Συνδυασμός της jazz και της συμφωνικής μουσικής) από Έλληνα συνθέτη που παρουσιάστηκε live.

 

Η σουίτα “Topaz” γράφτηκε για jazz συγκρότημα και κλασσική ορχήστρα. Ήταν πρόκληση για εσάς να ενσωματώσετε τα εμφανή latin και funk στοιχεία στη συγκεκριμένη σουίτα;

Πράγματι, ο χαρακτήρας του κομματιού βασίζεται, σε ένα μεγάλο μέρος του σε στοιχεία από την latin και μερικώς σε εκείνα του funk ιδιώματος. Ο κυριότερος λόγος που με οδήγησε σε αυτή την επιλογή ήταν η συμμετοχή της ορχήστρας εγχόρδων. Τα έγχορδα ήταν μια ελληνική καταπληκτική ομάδα, με προεξάρχουσα την Νίνα Πατρικίδου. Δεν παρέδωσα μια σύνθεση  βασισμένη στο swing, διότι ήξερα ότι θα υπήρχε μια δυσκολία στο performance των εγχόρδων. Συνήθως τα έγχορδα δεν έχουν την εμπειρία να ερμηνεύσουν αυτό που λέμε “triplet feel” και που είναι το χαρακτηριστικό της Jazz μουσικής. Οπότε, για να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο και πραγματικά η παρουσίαση αυτής της δουλειάς να είναι όσο πιο αξιοπρεπής και άψογη γίνεται, προτίμησα να γράψω κάτι που δεν θα βασιζόταν στο triplet feel. Θα είχε να κάνει μεν με την αρμονική δομή της jazz , αλλά με latin ή funk λογικές. Το έργο από μόνο του, όπως παίχτηκε live, δεν θα μπορούσε να αρκέσει για ένα CD, κι έτσι δύο χρόνια πριν την οριστική ηχογράφηση, έγραψα και τα υπόλοιπα επτά κομμάτια τα οποία, θεώρησα σωστό, να είναι ακριβώς στην ίδια ηχοχρωματική λογική με το “Topaz”. Έτσι λοιπόν προέκυψε μια ολοκληρωμένη δουλειά, το συγκεκριμένο CD, που διαρκεί γύρω στα 75-76 λεπτά.

 

Στο “Aromi” από το “Topaz” το παίξιμό στο μπάσο είναι εκπληκτικό. Τι σας ενέπνευσε για να παίξετε έτσι;

Κοίτα, το πιο σημαντικό πράγμα σε μια jazz σύνθεση είναι ο αυτοσχεδιασμός. Αυτό σημαίνει ότι πάντοτε υπάρχει μια συγκεκριμένη αρμονική σειρά, μια σειρά από ακόρντα δηλαδή, όπου πάνω εκεί καλείται ο κάθε μουσικός ν’ αυτοσχεδιάσει. Όσο λοιπόν πιο εμπεριστατωμένη είναι η αρμονική σειρά, τόσο πιο πολύ θα σ’ εμπνεύσει προκειμένου να παίξεις μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Κάθε φορά που έχω ν’ αντιμετωπίσω ένα solo, προσπαθώ αυτό να είναι σαν μια σύνθεση μέσα στην σύνθεση. Όποτε κανείς το πετυχαίνει αυτό, δημιουργεί μία μοναδική μουσική στιγμή. Κάτι τέτοιο προσπαθώ κι εγώ να κάνω πάντα. Δεν ξέρω αν σε αυτό το κομμάτι έχω κάνει κάτι το ιδιαίτερο, αλλά όπως και να ‘χει σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

 

Στο “Topazalbum συμμετέχουν μεταξύ άλλων οι HoracioEl NegroHernández (drums) Steve Weingart (πλήκτρα), Bob Franceschini (τενόρο σαξόφωνο). Μπορείτε να μας περιγράψετε την διαδικασία σύνθεσης και ηχογράφησής του;

Η σύνθεση είναι μια μοναχική περιπέτεια, δεν έχει να κάνει με τους υπόλοιπους συντελεστές. Οπότε είμαι πάντοτε εγώ μ’ ένα χαρτί κι ένα μολύβι, χωρίς να έχω μουσικά όργανα μπροστά μου. Έτσι γράφω όλο το “score”,  δηλαδή ό,τι πρόκειται να παίξουν όλοι οι μουσικοί που θα πάρουν μέρος. Έτσι έγινε και  όταν έγραφα το “Topaz”, πριν από 30 χρόνια, αλλά και όταν έγραψα και τις υπόλοιπες συνθέσεις που είναι πιο πρόσφατες. Πολύς κόσμος νομίζει ότι χρειάζεται να βρεθούμε, ας πούμε, μπροστά στη θάλασσα για να εμπνευστούμε! Ότι υπάρχουν κάποια εξωτερικά ερεθίσματα τα οποία μας δίνουνε τροφή. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Τις περισσότερες φορές είμαστε σ’ ένα γραφείο, σ’ έναν χώρο πιο κλειστό, ακριβώς για να μπορέσουμε να συγκεντρωθούμε και να γράψουμε αυτό που πιστεύουμε ότι θα ακουστεί όσο το δυνατόν καλύτερα στον κόσμο, στο κοινό. Όταν ολοκληρωθεί η σύνθεση του έργου, τότε το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να επιλέξεις εκείνους τους μουσικούς που πιστεύεις ότι θα μπορέσουν να με τον καλύτερο τρόπο να ερμηνεύσουν αυτό που έχεις γράψει. Εγώ συνεργάζομαι πολλά χρόνια και με τους προαναφερθέντες ξένους μουσικούς, αλλά και με μια ομάδα Ελλήνων μουσικών, με τους οποίους έχουμε συμπράξει είτε σε ηχογραφήσεις είτε σε live.

Ο πολύ καλός μου φίλος, Horacio “El Negro” Hernández, πέρα από το ότι είναι ένας από τους καλύτερους drummers στο κόσμο, είναι και απόλυτα εξειδικευμένος σε ότι έχει να κάνει με την latin μουσική, όντας φυσικά και ο ίδιος Κουβανός. Ο Bob Franceschini έχει παίξει και σε άλλες δισκογραφικές μου δουλειές. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερους και πλέον γνωστούς Νεοϋορκέζους σαξοφωνίστες.  Ο Steve Weingart είναι ο πιανίστας/ κιμπορντίστας που γνώρισα όταν το group του Dave Weckl (drums) είχε έρθει να παίξει στο Αθηνά Live, στην σκηνή που έχουμε μέσα στο Ωδείο Τέχνης Φακανά. Εκτός από εκπληκτικός πιανίστας, είναι  και υπέροχος συνθέτης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση παίζει τα πιάνα του δίσκου και ότι υπάρχει από άλλα ηλεκτρονικά πληκτροφόρα όργανα. Όμως κοντά σ’ όλους αυτούς υπάρχει μία μεγάλη ομάδα Ελλήνων μουσικών που ήρθαν και συμμετείχαν σε αυτή την δισκογραφική απόπειρα με τον καλύτερο τρόπο, όπως πάντα.  Είμαι ένας μουσικός που μέσα από μια πορεία που ξεπερνάει τα 40 χρόνια, έχω αναπτύξει φιλίες και πολύ καλές σχέσεις με πάρα πολλούς κορυφαίους Έλληνες μουσικούς. Μερικοί απ’ αυτούς βρίσκονται και σ’ αυτό το CD. Αναφέρομαι στους: Δημήτρη Σεβδαλή (πιάνο), Τάκη Πατερέλη (τενόρο σαξόφωνο), David Lynch (σοπράνο σαξόφωνο), Αντώνη Ανδρέου (τρομπόνι), Νίνα Πατρικίδου (πρώτο και δεύτερο βιολί), Μαρίνα Κολοβού (τσέλο), Γιώργο Γεωργιάδη (κοντραμπάσο) και Δημήτρη Αγγελάκη (βιμπράφωνο).

 

Πώς προέκυψε το album “Secrets” album με τον Lenny White (Return to Forever -drums);

O τρόπος που έγινε αυτό το CD είναι λίγο περίεργος: Ο Lenny White, αυτός ο θρύλος των drums, ήταν καταρχάς στην Αθήνα για να παίξει και πάλι στο Αθηνά Live Club, όταν του πρότεινα να ηχογραφήσουμε δική μου μουσική. Κάναμε αυτή την ηχογράφηση, εννοείται φυσικά πως έπαιξε εκπληκτικά όπως πάντα, αλλά δεν υπήρχε ο χρόνος να προσθέσουμε άλλα όργανα και να κάνουμε μια σοβαρή επεξεργασία γιατί έπρεπε κι εκείνος να φύγει.  Κράτησα το drumming του σε πέντε κομμάτια και κάνοντας επεξεργασία μόνο στα τύμπανα είχα μια βάση : το παίξιμο του Lenny White ! Πάνω στα drums του Lenny -κι αυτό νομίζω ότι πρέπει να είναι μια παγκόσμια πρωτοτυπία- έγραψα μουσική. Δεν υπήρχε δηλαδή μουσική στην οποία βάλαμε τα drums, αλλά αντίθετα drumming, το οποίο είχα μπροστά μου σε πέντε διαφορετικές εκτελέσεις, όπου πάνω στο παίξιμό του, συνέθεσα μουσική… Αυτό ήταν και για μένα μια τεράστια άσκηση και νομίζω ότι όταν σε λίγο καιρό βγει το CD, θα είναι μια μεγάλη έκπληξη για τον κόσμο, όταν μάλιστα ξέρει αυτή την ιστορία: Ότι στην περίπτωση αυτή τα πράγματα έγιναν ανάποδα: Δεν είχαμε συνθέσεις όπου ήρθε ο drummer κι έπαιξε πάνω. Είχαμε έναν drummer που παίζει χωρίς συνθέσεις και πάνω σ’ αυτόν γράφτηκε όλη η μουσική.  Τελευταία φορά που βρεθήκαμε, ήτανε στο Los Angeles στην διάρκεια της διεθνούς έκθεσης NAMM που γίνεται εκεί, και είχε ενθουσιαστεί με το αποτέλεσμα, όπως έχουν ενθουσιαστεί όλοι όσοι πήρανε μέρος. Αυτό είναι το “Secrets” που έρχεται.

 

Τι αναμνήσεις έχετε από το live albumThe NestLive in Athens” (Yiorgos Fakanas Group -YFG -2018) με τον Guthrie Govan στην κιθάρα;

Αυτό λοιπόν είναι μια εντελώς διαφορετική δουλειά απ’ αυτές που συζητήσαμε μέχρι τώρα. Σ’  αυτό το live album συμμετέχουν οι Guthrie Govan στην κιθάρα,  ο Μένιος Πασιαλής στα τύμπανα, ο Δημήτρης Σεβδαλής στα keyboards κι εγώ στο μπάσο. Με τον Guthrie παίζουμε τα τελευταία οκτώ χρόνια, κι έχουμε κάνει και πολλές συναυλίες μαζί. Μετά από μια  περιοδεία σε όλη την Ιταλία, στην Τουρκία, στην Σουηδία, δύο συναυλίες στην Αθήνα, ηχογραφήσαμε αυτό το live CD στην Αθήνα. Ο Gurthrie είναι ένας από τους σπουδαιότερους κιθαρίστες που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στη Γη και είναι μεγάλη τιμή και για μας που είναι ο κιθαρίστας του group μας.  Αυτό που με ευχαρίστησε ιδιαίτερα ήταν ότι πριν από μια βδομάδα τέσσερις ραδιοφωνικοί παραγωγοί από το Σικάγο, το Νιου Τζέρσεϊ και την Νέα Υόρκη, ανέδειξαν το album αυτό σαν το καλύτερο live album αυτής της εποχής και μάλιστα ανέφεραν ότι ο Guthrie Govan σ’ αυτό το album έχει παίξει μ’ ένα τρόπο μοναδικό, καλύτερο απ’ οποιαδήποτε άλλη δουλειά έχει κάνει μέχρι σήμερα μ’ οποιοδήποτε άλλο σχήμα. Αυτό καταλαβαίνουμε ότι είναι πάρα πολύ τιμητικό για μας και για τη μουσική μου αλλά και για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, διότι και ο Σεβδαλής και ο Πασιαλής παίζουν εκπληκτικά μέσα σ’ αυτό το live cd. Η αλήθεια είναι ότι  περάσαμε  πολύ όμορφα διότι έχουμε μια πάρα πολύ καλή σχέση μεταξύ μας και βεβαίως και με τον Guthrie, ο οποίος πέρα από ένας υπέροχος μουσικός είναι κι ένας αληθινά καλός φίλος μας. Οι αναμνήσεις λοιπόν είναι καταπληκτικές διότι δεν έχουν να κάνουν μόνο με μια ηχογράφηση, αλλά έχουν να κάνουν με μια σειρά συναυλιών που έγιναν σε διάφορες χώρες.  Είναι βέβαια ένα CD εντελώς ξεχωριστό απ’ όλες τις άλλες δουλειές μου διότι έχει την ενέργεια μιας live μπάντας που παίζει πάρα πολύ δυναμικά με προεξάρχοντα τον ήχο μιας ηλεκτρικής κιθάρας έτσι όπως δύσκολα θ’ ακούσουμε σε άλλες περιπτώσεις.

 

M’ αρέσει πολύ το solo σας στο “Volonta” από το “The NestLive in Athens”. Μπορείτε να πείτε λίγα λόγια γι’ αυτό;

Η λέξη είναι ιταλική και σημαίνει «θέληση». Το κομμάτι έχει πρωτοηχογραφηθεί στο CD “Maestro” (2011). Εκεί έπαιζε κιθάρα ο Bireli Lagrene και στα τύμπανα ήταν ο θρυλικός Alex Acuna των Weather Report και όχι μόνο (σ.σ: Lee Ritenour, Ella Fitzgerald, Donna Summer, κ.ά). Τώρα το solo που έχω κάνει στο “Nest” όπως και όλα τα υπόλοιπα solos είναι σίγουρα επηρεασμένο από την ενέργεια της ζωντανής παρουσίας του κόσμου και της ανταπόκρισης που μπορεί να έχει σ’ έναν μουσικό όταν καλείται να ολοκληρώσει μια εντός και εκτός εισαγωγικών jazz σύνθεση με τον αυτοσχεδιασμό του. Δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει για μένα κάτι το διαφορετικό από την λογική που έχω κάθε φορά που καλούμαι να κάνω έναν αυτοσχεδιασμό μπροστά στον κόσμο.  Χαίρομαι πολύ που άρεσε αυτό το solo στο “Volonta” αλλά για μένα είναι ακόμα μια μέρα στη δουλειά που λέμε και βέβαια προσπαθώ κάθε φορά με την ενέργεια ν’ αυξάνω το εκφραστικό μου λεξιλόγιο μέσα από την διαδικασία της εκτέλεσης στο μπάσο. Χαίρομαι όταν μπορεί να γίνεται σαν μια διαπίστωση και από οποιονδήποτε το ακούει. Είναι μέσα στην συνεχή πορεία του να παίζεις όσο καλύτερα μπορείς σε κάθε εμφάνιση.

 

Πόσο δύσκολο ήταν να φέρετε θρύλους όπως οι Steve Gadd (Eric Clapton, Al Di Meola, Paul McCartneydrums), Billy Cobham (Miles Davis, Mahavishnu Orchestradrums), Simon Phillips (The Who, Jeff Beck, Totodrums), Mike Stern (Miles Davis -κιθάρα) και πολλοί άλλοι στην Ελλάδα;

Αυτό ήταν ένα όνειρο δικό μου κι ένα όνειρο βέβαια ενός πολύ μεγάλου κοινού που ακούει δημιουργική μουσική στην Ελλάδα. Ξεκινήσαμε από τον Μάρτιο του 2003, φέρνοντας τον Mike Stern για πρώτη φορά και μετά πήραμε φόρα από αυτή την συναυλία κι έχουμε κάνει πάνω από 300 μετακλήσεις όχι μόνο Αμερικάνων, αλλά κι Ευρωπαίων μουσικών από την jazz, το fusion, το latin, τις μουσικές δηλαδή που κι εγώ λατρεύω. Αν ήτανε δύσκολο; Φυσικά κι είναι δύσκολο το να κάνεις τέτοιες μετακλήσεις χωρίς τη βοήθεια κανενός, δηλαδή εννοώ ούτε του κράτους ούτε και κάποιου που θα μπορούσε να συμβάλλει σ’ αυτή την ιστορία. Είναι πάντοτε ένα μεγάλο ρίσκο που πρέπει να το πάρεις, γιατί αν δεν το πάρεις, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Ευτυχώς, ο κόσμος μας έχει στηρίξει πολύ σ’ όλες αυτές τις μετακλήσεις που έχουμε κάνει. Δηλαδή στο κοινό οφείλουμε την επιτυχία αυτής της σειράς των συναυλιών που συνεχίζεται εδώ και 21 χρόνια στο Αθηνά Live και πιστεύουμε να συνεχίσει γι’ άλλα τόσα. Πρόσφατα  ήταν ο Scott Henderson εδώ, (σ.σ: η συνέντευξη έγινε 13/4)  ο κιθαρίστας Michael Lee Firkins με τους Stu Hamm (Joe Satriani, Frank Gambale, Steve Vai) στο μπάσο και τον Chad Wackerman (σ.σ: Alan Holdsworth, Frank Zappa, Steve Vai -drums), το group του Bill Evans (σ.σ: Miles Davis -σαξόφωνο) με τον γιοτου Jaco, τον Felix Pastorius (μπάσο), τον Keith Carlock (drums) και τον John Medeski (πλήκτρα, Hammond).

Δηλαδή συνεχίζουμε να φέρνουμε ονόματα που είναι πραγματικά ένα ζητούμενο πολλών χρόνων και από πολλές γενιές. Αν ξεκινήσουμε από ανθρώπους σαν τον Pat Martino, τον Allan Holdsworth, τον Steve Gadd, τον Dave Weckl, τον Mike Stern, Steve Vai, Victor Wooten… και ποιον άλλο να πρωτοπώ, είναι πάρα πολλά τα ονόματα και φτάσουμε μέχρι τους πιο σημερινούς τον Jojo Mayer, Greg Howe, Aristocrats και πολλούς άλλους που έχουμε στα σκαριά για να φέρουμε. Καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για μια πορεία πάρα πολύ μεγάλη και που είμαστε πάρα πολύ υπερήφανοι που μπορέσαμε να δώσουμε στο ελληνικό κοινό τη δυνατότητα να προσεγγίσει στο ένα μέτρο τους ήρωές του. Θα παραμένει να είναι δύσκολο όσο το ελληνικό κράτος δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί την πολιτιστική αξία τέτοιων πράξεων ούτως ώστε να μπορέσει να διευκολύνει με τον οποιοδήποτε τρόπο θα νόμιζε εκείνο ως κράτος τέτοιες προσπάθειες και τέτοιες κινήσεις προκειμένου ν΄ ανεβαίνει και το επίπεδό μας σαν ακροατές. Είναι πάρα πολύ σημαντικό και για εμάς σαν πολίτες αυτής της χώρας.

 

Ποιους άλλους να αναμένουμε στο Αθηνά Live;

Δεν μπορώ ακόμα ν’ ανακοινώσω με ευκρίνεια το τι θα συμβεί την επόμενη σεζόν. Προς το παρόν γνωρίζουμε ότι περιμένουμε Jeff Berlin, Dennis Chambers, Dave Weckl, Tom Kennedy, Eric Marienthal, Lari Basilio, Omar Hakim και ότι άλλο κανονιστεί στην πορεία… Ήδη είμαστε σε επαφές για group που θα έρθουν να παίξουν αυτόνομα δηλαδή θα έρθει ένας καλλιτέχνης με το δικό του group, αλλά και για κάποιες μετακλήσεις μουσικών που θα κάνουμε, όπως το κάνουμε πάρα πολλά χρόνια τώρα που θα παίξουνε με το YFG, το Yiorgos Fakanas Group, σαν προσκεκλημένοι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις κάνουμε μία μίξη και παίζουμε δικιά μου μουσική και μουσική του προσκεκλημένου. Έτσι ξεκίνησε κι η συνεργασία μας με τον Govan άλλωστε και με πάρα πολλούς άλλους με τους οποίους έχουμε παίξει κι εδώ και στο εξωτερικό.

 

Πόσο έχει αλλάξει η προσέγγισή σας στο μπάσο με τα χρόνια;

Νομίζω ότι κάθε μέρα προσπαθώ ν’ ανακαλύψω και κάτι καινούργιο. Αυτό είναι το καλό με τη μουσική: Δεν σ’ αφήνει να ρουτινιάσεις ποτέ. Όταν ασχολείσαι με την μουσική τέχνη, όσο προσπαθείς, ανεβαίνεις και γίνεσαι καλύτερος κάθε μέρα. Η μουσική είναι τόσο μεγάλη σαν περιεχόμενο και σαν ιδέα που όπως λέω συγκεκριμένα: «Σ’ αυτή την ζωή δεν προλαβαίνουμε να μάθουμε παρά μόνο το ντο. Τις υπόλοιπες νότες θα τις μάθουμε στο «μέλλον», αν υπάρχει… Ίσως σε κάποια άλλη ζωή… Εγώ προσωπικά αυτό που μπορώ να πω είναι ότι από τα 14 μου και μέχρι όσο χρονών είμαι τώρα, προσπαθώ να μελετάω σχεδόν καθημερινά ψάχνοντας συνεχώς καινούργιες ιστορίες να διηγηθώ με τ’ όργανό μου. Αυτό άλλοτε το πετυχαίνει κανείς, άλλοτε αισθάνεται να έχει μια πάρα πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση κι άλλοτε αισθάνεται πάρα πολύ μικρός μπροστά σ’ αυτό που λέγεται μουσική. Όλα λοιπόν εξαρτώνται από την μελέτη… Μάλιστα αυτή είναι η προτροπή που θα ‘κανα σ’ όλο τον κόσμο που ασχολείται με τη μουσική: Είναι ένα θείο δώρο που πρέπει να το απολαμβάνουμε καθημερινά είτε είναι χόμπι είτε είναι επάγγελμα.  Δεν μπορώ με ακρίβεια να πω ποια είναι τα στάδια της εξέλιξής μου και αν υπάρχει τέτοια εξέλιξη. Εγώ παλεύω καθημερινά με στόχο να πάω πιο μπροστά. Προφανώς  το πώς έπαιζα πριν 30 και 40 χρόνια και το πώς παίζω σήμερα, λογικά θα πρέπει να αποδεικνύει μια εξελικτική διαδικασία. Εύχομαι αυτή να είναι προς το καλό.

 

Πόσο σημαντικός είναι ο αυτοσχεδιασμός για σας;

Από την ώρα που αποφάσισα ν’ ασχοληθώ στη ζωή μου με την διεθνή γλώσσα της jazz, ο αυτοσχεδιασμός παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο. Είναι εκείνο το στοιχείο το οποίο μας κάνει κάθε φορά να παίζουμε μεν τα ίδια κομμάτια αλλά να μην ακούγονται ίδια. Ο αυτοσχεδιασμός σου επιβάλλει για κάποια λεπτά ή δευτερόλεπτα, να συνθέσεις επί σκηνής προκειμένου να συνεχιστεί μια γραμμένη σύνθεση.  Αυτό, μαζί με άλλα στοιχεία φυσικά, είναι που κάνει τη σχέση μας με τη μουσική συναρπαστική, μοναδική και απαραίτητη. Μιλάω για όλους εμάς που ασχολούμαστε με τη Jazz και τον αυτοσχεδιασμό. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι κάτι που διδάσκεται. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να γνωρίζει ο κόσμος και οι μελλοντικοί μουσικοί. Έχει συγκεκριμένες νόρμες, γίνεται πάνω από συγκεκριμένες φόρμες γι’ αυτό και κάποιος πρέπει να εξασκηθεί σ’ αυτά πριν ν’ αποπειραθεί ν’ αυτοσχεδιάσει.

 

Ποιες είναι οι επιρροές σας στο μπάσο;

Πλέον δεν μπορώ να πω κάποια συγκεκριμένη επιρροή. Όταν ήμουν πιο μικρός μ’ άρεσαν και κάποιοι συγκεκριμένοι μπασίστες, κάποια συγκεκριμένα κομμάτια κλπ. Όσο όμως μεγαλώνεις καταλαβαίνεις ότι μπορείς να έχεις επιρροές στην μουσική σου διαδικασία από παντού κι από πολλά μουσικά είδη. Θα μπορούσα να μιλήσω για το παρελθόν, σε ηλικία 14 χρονών, όταν άκουσα κάποια στιγμή το “School Days” (1976) του Stanley Clarke και είπα: «Κοίτα να δεις πως μπορεί να παίζεται το μπάσο». Τότε  έκατσα κι έκανα transcription σ’ όλο το δίσκο προκειμένου να καταλάβω ακριβώς τι γινότανε. Μετά ο Jaco Pastorius, μετά ο Anthony Jackson και τόσοι άλλοι μπασίστες οι οποίοι μ’ επηρέασαν.  Όταν ήμουνα μικρός, άκουγα rock, metal, latin, funk, soul. Ενδεχομένως όλα αυτά να δημιούργησαν αυτό που από κάποια στιγμή και μετά άρχισα να είμαι εγώ. Μετά άρχισα να γράφω τη δική μου μουσική και ν’ ανακαλύπτω πλέον την δικιά μου ταυτότητα. Τώρα πια ακούω πάρα πολλή κλασική μουσική, ακούω και μουσικές που κάνουνε συνάδελφοί μου στο μουσικό είδος με το οποίο ασχολούμαι, αλλά δεν μπορώ κάτι να ονοματίσω ως συγκεκριμένη επιρροή. Με ιντριγκάρουν τα πάντα, μπορεί από κάτι πάρα πολύ απλό, από μια πολύ απλή μελωδική γραμμή να επηρεαστώ και να γράψω ένα ολόκληρο έργο. Οπότε οι επιρροές μου πλέον θα έλεγα ότι είναι η ίδια η ζωή όπως κυλάει και τίποτα άλλο.

 

Είναι λίγο σουρεαλιστικό που είστε πλέον στενός φίλος με τους Anthony Jackson και τον Mike Stern;

Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι μόνο με αυτούς… Θα μπορούσε να είναι σουρεαλιστικό εάν δεχόμασταν τη λογική ότι η ελληνική πραγματικότητα είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμβαδίσει με κάποιες πραγματικότητες στο εξωτερικό είτε αυτό πρόκειται για μουσική είτε και για άλλους τομείς. Εγώ νομίζω ότι δεν είναι καθόλου σουρεαλιστικό γιατί αν έχεις μια αξία και αυτή την αξία πραγματικά μπορέσεις και την προβάλλεις μέσα από κάποιο συγκεκριμένο έργο τίποτα δεν είναι αδύνατο. Ήρθα σ’ επαφή με αυτούς τους μουσικούς, κι αυτοί με αποδέχτηκαν όχι μόνο σαν μουσικό αλλά και σαν άνθρωπο. Με μερικά από τα ονόματα που ανέφερες μιλάω σχεδόν καθημερινά. Είμαστε άνθρωποι που έχουμε ίδιους προβληματισμούς, θέλουμε να δημιουργήσουμε κοινά πράγματα, θέλουμε να κινηθούμε μέσα στον χώρο της μουσικής αλλά και μέσα στον χώρο της προσωπικής επαφής η οποία μας δίνει και πάρα πολλά καινούργια ερεθίσματα. Λοιπόν, δεν το βλέπω εγώ σουρεαλιστικό, απλά κάνουμε την ίδια δουλειά.

Δεν είναι δύσκολο άνθρωποι οι οποίοι κάνουν την ίδια δουλειά να επικοινωνούν. Βέβαια άλλος την κάνει με περισσότερη επιτυχία και άλλος με λιγότερη, αλλά αυτό λίγο μας επηρεάζει στην σχέση μας. Αυτό που μας επηρεάζει περισσότερο είναι ο κοινός στόχος και η κοινή γλώσσα την οποία μιλάμε. Αυτό εγώ βιώνω αυτή την στιγμή κι αν θέλεις αυτή είναι ίσως και η μεγαλύτερη ικανοποίηση, η οποία μπορεί να έρχεται από το εξωτερικό, μπορεί να έρχεται από το εσωτερικό, δεν έχει σημασία. Πάντως η ικανοποίηση είναι ότι μπορείς να επικοινωνήσεις με ανθρώπους που, ναι, κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσε ίσως να είναι και σουρεαλιστικό. Για μας δεν είναι. Είναι μια πραγματικότητα συνεργασίας, αλληλοσεβασμού, αλληλοκατανόησης και ίδιου στόχου και οράματος.

 

Το να παίζετε με διαφορετικούς ανθρώπους είναι κι αυτό ένα είδος εξέλιξης;

Ένας μουσικός ο οποίος έχει την μουσική σαν ένα αέναο ταξίδι, επιδιώκει πάντοτε να παίξει μ’ όσους περισσότερους μουσικούς γίνεται. Οπότε ναι, φυσικά, μ’ οποιονδήποτε και να παίξεις, είτε πρόκειται για  Έλληνα μουσικό είτε για μουσικό του εξωτερικού, σίγουρα αυτό θα σε εξελίξει, φτάνει να είναι μουσικοί οι οποίοι έχουν τους ίδιους στόχους. Όχι  να παίζουν το ίδιο είδος μουσικής, απλά να έχουν τους ίδιους στόχους. Δηλαδή το να ψάχνουνε μέσα στην μουσική διαδικασία καθημερινά προκειμένου να βρούνε κάτι καλύτερο, κάτι που θα μπορούσε να τους αντιπροσωπεύει και να τους δίνει ώθηση προς το μέλλον. Όταν παίζεις με τέτοιους μουσικούς σίγουρα εξελίσσεσαι κι ο ίδιος, γιατί μαθαίνεις. Ο μουσικός είναι ένας αιώνιος μαθητής.

 

Ο Ron Carter (Miles Davis Quintet -κοντραμπάσο) μου είπε πέρσι ότι το πρώτο take στο studio είναι πάντα το καλύτερο γιατί την πρώτη φορά παίζεις την μουσική, την δεύτερη φορά παίζεις τον εαυτό σου. Συμφωνείτε μ’ αυτό;

Ναι, συμφωνώ. Το λέμε συνέχεια αυτό ότι το πρώτο solo είναι το καλύτερο. Όταν ξεκινήσεις να παίξεις ένα κομμάτι, έχεις εκείνη την ώρα όλη την ενέργεια που σου δίνει αυτό το νέο ερέθισμα, οπότε οι πιθανότητες να κάνεις κάτι πολύ καλό με το πρώτο take που λέμε είναι πάρα πολύ μεγάλες. Δεν μπορώ να πω ότι αυτό είναι απόλυτο, ισχύει όμως σ’ ένα μεγάλο ποσοστό. Εγώ τα solos που έχω στους δίσκους, τις περισσότερες φορές είναι one take, είναι δηλαδή η πρώτη απόπειρα να το πω έτσι. Μπορεί να κάνεις και δεύτερη και τρίτη προσπάθεια, αλλά καταλήγεις τις περισσότερες φορές: «Ας κρατήσουμε το πρώτο», γιατί το πρώτο ήταν πιο ουσιαστικό και είχε περισσότερα εκφραστικά στοιχεία απ’ ότι στη συνέχεια που αρχίζει πια και μπαίνει το τεχνικό κομμάτι και αρχίζεις και ψάχνεις με άλλες παραμέτρους. Στην αρχή παίζεις με όλη την εκφραστικότητα που μπορεί να σου προκαλεί η σύνθεση που έχεις μπροστά σου.

 

Στις μέρες μας αρκετά albums ηχογραφούνται εξ αποστάσεως μέσω ανταλλαγής ψηφιακών αρχείων. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι έτσι δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ των μουσικών, ο ένας παίζει πάνω στις γραμμές που έχει ήδη ηχογραφήσει ο άλλος, ενώ όταν βρίσκονται όλοι στον ίδιο χώρο είναι διαφορετικά. Ισχύει αυτό στην πράξη;

Εξαρτάται από το ποιοι είναι οι μουσικοί. Δηλαδή όταν έχουμε μουσικούς ενός πολύ υψηλού επιπέδου που γνωρίζουν πάρα πολύ καλά την τέχνη της συνοδείας και του αυτοσχεδιασμού, ακόμα κι αν παίζουν σε δύο διαφορετικές χώρες και σε δυο διαφορετικές χρονικές στιγμές, δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση ν’ αντιληφθεί κανένας ακροατής ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν ήταν αυτή την στιγμή στο ίδιο δωμάτιο. Αυτό το λέω κατηγορηματικά, το ‘χω ζήσει και το ‘χω βιώσει. Στους μουσικούς που αναφερόμαστε, δηλαδή στην jazz μουσική, στην fusion, γενικότερα στη δημιουργική μουσική, υπάρχει η ικανότητα ακόμα κι αν βρίσκονται ο ένας στη μία χώρα κι ο άλλος στην άλλη χώρα να παρουσιάσουν ένα παίξιμο όπου υπάρχει ένα απόλυτο interaction χωρίς κανείς να μπορεί να καταλάβει την απόσταση που υπήρχε μεταξύ τους όταν ηχογραφούσαν.

 

Υπάρχει σωστό ή λάθος στην jazz;

Φυσικά και υπάρχει σωστό ή λάθος. Υπάρχει κόσμος που νομίζει ότι στη jazz μουσική όταν αυτοσχεδιάζουμε παίζουμε ό,τι θέλουμε. Αυτό είναι ένα τεράστιο, μεγάλο λάθος. Είπα προηγουμένως ότι ο αυτοσχεδιασμός διδάσκεται: Έχει συγκεκριμένους κανόνες, συγκεκριμένες αρμονικές ακολουθίες, οι οποίες πρέπει να είναι εις γνώσιν του εκτελεστή, διαφορετικά αυτό που θα παίξει δεν είναι jazz. Με ποια έννοια; Ότι υπάρχει κι ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο, ένα vocabulary, μία σειρά από φράσεις που κάθε φορά καθορίζουν και την διαφορετική εποχή της jazz και φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Αυτά είναι πράγματα που κανείς πρέπει να τα γνωρίζει. Αν λοιπόν παίξω σ’ ένα κομμάτι εγώ κάτι το οποίο δεν ταιριάζει και δεν εμπεριέχει όλη αυτή τη γνώση, θα ‘χω κάνει λάθος. Φυσικά αυτό είναι κάτι που διορθώνεται είτε εκπαιδευόμενος περισσότερο στο μουσικό είδος και στο στυλ το οποίο προσπαθώ να παίξω είτε πηγαίνοντας σ’ ένα ωδείο προκειμένου να μάθω ποιο είναι το γλωσσάρι της jazz. Εμείς οι μουσικοί όταν ακούμε έναν μουσικό να λέει ότι παίζει jazz, όταν πραγματικά διαπιστώνουμε ότι έχει όλο αυτό το background, συνηθίζουμε να λέμε μεταξύ μας μεταξύ σοβαρού κι αστείου: «Αυτός είναι κανονικός».

 

Ο Tony Williams (drums) έφυγε από την Βοστώνη και σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο συγκρότημα του Miles Davis. Υπάρχουν αυτού του είδους οι ευκαιρίες στις μέρες μας;

Φυσικά και υπάρχουν φτάνει να υπάρξουνε κι αντίστοιχοι Tony Williams. Αν υπάρχουν παιδιά -17 χρονών είσαι παιδί- που έχουν πραγματικά τις δυνατότητες να παίξουν σε τέτοιο υψηλό επίπεδο, ενδεχομένως να έχουν την ευκαιρία. Βέβαια αυτή τη στιγμή η υπερπληροφόρηση ίσως μειώνει αυτή την πιθανότητα. Γενικά πάντως ισχύει αυτό που είπα, ότι αν ένα παιδί έχει αυτό το πολύ υψηλό επίπεδο, φυσικά και μπορεί να του δοθεί μια ευκαιρία να παίξει και με μουσικούς που μπορεί να είναι μεγαλύτερης ηλικίας βέβαια, αλλά να έχει την ικανότητα να είναι μαζί τους. Να πω το παράδειγμα του Herbie Hancock που έπαιξε στο Ηρώδειο πέρσι το καλοκαίρι. Ο Herbie Hanock είναι 83 και ο drummer του (σ.σ: Jaylen Petinaud), 23.

 

Mε την απόσταση του χρόνου τι έκανε τους Iskra να ξεχωρίσουν την δεκαετία του ’80;

Τώρα με πας αρκετά πίσω. Το group  Iskra [David Lynch (σαξόφωνο, φλάουτο), Τάκης Φαραζής (πιάνο), Γιώργος Φακανάς (μπάσο), Νίκος Τουλιάτος (drums, κρουστά), Τάκης Μπαρμπέρης (κιθάρα) και Λεωνίδας Πλιάτσικας που δυστυχώς δεν ζει)] ήταν πρωτοπόρο για την εποχή του γιατί ήταν το πρώτο πραγματικά jazz fusion group που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα και που επηρέασε πάρα πολύ και πολλούς μουσικούς. Έπειτα, μην ξεχνάμε ότι και οι μουσικοί που το αποτελούσαν, έκαναν όλοι, μετά τη διάλυση του γκρουπ, πολύ σοβαρές πορείες. Επίσης, πρέπει να πούμε ότι και σαν group συμμετείχαμε και στην ελληνική τραγουδοποιία. Ήταν η πρώτη φορά που μέσα σ’ ελληνικά τραγούδια ακούστηκαν solos μπάσου, drums, πιάνο, σαξόφωνο… Γενικά, περάσαμε από μια διαδικασία που περιείχε αυτοσχεδιασμούς προερχόμενους από την jazz καλλιέργειά μας, και που τότε την εντάξαμε, πρώτοι εμείς στην ελληνική τραγουδοποιία.  Να θυμίσω και τη συμμετοχή μας, στη μουσική συνθετών όπως ο Θάνος Μικρούτσικος. Οπότε οι Iskra ήτανε μια πρωτοπορία για την εποχή. Εγώ θυμάμαι αυτή την εποχή με πάρα πολύ αγάπη. Θεωρώ ότι αν είχαμε και σήμερα το Iskra σίγουρα θα κάναμε πολλά και καινούργια πράγματα. Όλοι αυτοί οι μουσικοί, δημιούργησαν και συνεχίζουν να δημιουργούν. Είναι super προσωπικότητες όλοι τους μέχρι σήμερα.

 

Είστε ευχαριστημένος από την προβολή που έχει η jazz από τα ΜΜΕ στην Ελλάδα;

Όχι φυσικά! Η Jazz δεν έχει καμία προβολή. Η προβολή είναι τυχαία και ακόμη και αν κάνεις κάτιπάρα πολύ μεγάλο ούτε τότε θα προβληθεί όπως πρέπει. Τα ΜΜΕ έχουν άλλες κατευθύνσεις. Η κατεύθυνσή τους είναι σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την επιφάνεια, δεν θα πάνε ποτέ βαθύτερα. Έχει να κάνει με ότι είναι μέτριο, με ότι είναι κακό, με ότι προβάλλεται δημόσια εξαιτίας της προσωπικής ζωής και όχι της δημιουργικότητάς του. Έχει να κάνει δηλαδή με ένα πανηγύρι που βλέπουμε συνέχεια και  που η jazz δεν θα μπορούσε να είναι μέσα σ’ αυτό. Βέβαια, εγώ προσωπικά, επειδή είμαι μουσικός πάρα πολλά χρόνια, μπορώ να πω ότι είμαι ικανοποιημένος από την προβολή που έχω πάρει στον Ελληνικό χώρο.  Άλλα είναι πολύ κρίμα να πηγαίνω στο Τόκιο όπου κάνω συναυλία και να βρίσκω στα δισκάδικα του Τόκιο τους δίσκους μου και να μην τους βρίσκω στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει κάποια διαφήμιση, σημαίνει πολλά πράγματα και δείχνει και μια πραγματικότητα.

 

Ο Miroslav Vitous (Weather Report -μπάσο) μου είπε ότι η jazz πέθανε, η jazz τελείωσε επειδή δεν υπάρχουν πλέον σπουδαίες μουσικές προσωπικότητες όπως ο Wayne Shorter και ο Herbie Hancock. Συμφωνείτε μ’ αυτό;

Ότι δεν υπάρχουν μεγάλες προσωπικότητες αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, κι εγώ έχω αναρωτηθεί πάρα πολλές φορές αν θα βγουν κάποιοι μουσικοί οι οποίοι θα μπορέσουν ν’ αντικαταστήσουν αυτά τα θηρία. Αλλά η jazz δεν πέθανε. Ακόμα και αν δεν υπάρχουν κάποιοι τόσο μεγάλοι πρωτοπόροι, υπάρχουν πάρα πολλοί μουσικοί, υπάρχουν πάρα πολλά σχολειά που βγάζουνε καινούργια παιδιά, άρα η ελπίδα παραμένει και θα παραμένει ζωντανή και κάποια στιγμή θέλω να πιστεύω ότι θα βγουν και τέτοιοι μουσικοί αυτού του επιπέδου. Ίσως να έχουνε βγει ήδη: Να ‘ναι ανάμεσά μας. Αλλά αυτή η υπερπληροφόρηση και η εξομοίωση μ’ όλο τον κόσμο που γίνεται μέσα απ’ τα ΜΜΕ, ίσως να εμποδίζει το να λάμψουν ορισμένα αστέρια που μπορεί αυτή τη στιγμή να ‘ναι δίπλα μας. Όχι, σίγουρα η Jazz δεν πέθανε!  Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι μπορεί η μουσική βιομηχανία να μην έχει να μας δώσει τίποτα, η Μουσική όμως έχει να μας δώσει ακόμα πάρα πολλά. Παρακαλώ, το «Μουσική» να το γράφουμε με κεφαλαίο.

 

Σε τι διαφέρει η φιλοσοφία του Ωδείου Τέχνης Γ. Φακανάς από τα υπόλοιπα στην Ελλάδα;

Στη σοβαρότητα και στην αλήθεια. Στην μη εμπορικότητα. Ξεκίνησε από την ιδέα που είχα να δημιουργηθεί ένας εκπαιδευτικός οργανισμός που να καλύπτει, εκτός από τις σπουδές στην κλασική μουσική, και τη μελέτη της σύγχρονης μουσικής. Αυτό σε μια εποχή που δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο. Μας ενδιαφέρει λοιπόν ο σπουδαστής που θα ‘ρθει εδώ, να μάθει σοβαρά μουσική και να κάνει μια πλήρη σειρά από μαθήματα προκειμένου να κατακτήσει ένα πτυχίο ή ένα δίπλωμα. Μιλάω για τη σύγχρονη μουσική εκπαίδευση γιατί το ωδείο μας, κακά τα ψέματα, έχει το χαρακτήρα ενός σύγχρονου ωδείου όπως εγώ το ονειρεύτηκα όταν ήμουν 19 χρονών.

 

Διδάσκετε καθημερινά πολλές ώρες. Πότε προλαβαίνετε να γράψετε μουσική, να ηχογραφήσετε, να κάνετε συναυλίες, να γράψετε βιβλία;

Δεν ξέρω κι εγώ πώς συμβαίνει αυτό. Πραγματικά είναι τόσες πολλές οι υποχρεώσεις που λογικά μέσα σ’ ένα 24ωρο δεν μπορεί κάποιος να τις προλάβει. Είναι όμως όλα τόσο όμορφα και δημιουργικά, που ακόμα κι αν είμαι κουρασμένος θα βρω τον τρόπο και το χρόνο να τα φέρω σε πέρας.

 

Το 1980 σε πολύ νεαρή ηλικία ηχογραφήσατε την «Λιλιπούπολη» με τον Μάνο Χατζιδάκι στην διεύθυνση ορχήστρας. Πόσο σας επηρέασε αυτή η συνεργασία;

Δεν μ’ επηρέασε μουσικά. Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι μια από τις πιο μεγάλες προσωπικότητες της Ελλάδας αλλά εγώ κινήθηκα σ’ εντελώς διαφορετικά πλαίσια. Οπότε μ’ επηρέασε περισσότερο η ανταλλαγή κάποιων σκέψεων και το ότι συνυπήρξαμε στο studio βλέποντας πώς δουλεύει εκείνος. Επηρεάστηκα όμως στον τρόπο που αντιλαμβάνεται κάποιος την συμμετοχή του καλλιτεχνικού έργου στο κοινωνικό γίγνεσθαι μέσα από το συναίσθημα. Να επαναλάβω ότι πρόκειται για μια από τις πιο λαμπερές προσωπικότητες που έχουν περάσει ποτέ από την χώρα, τον 20ο αιώνα κυρίως.

 

Οι «Γραμμές των Οριζόντων» (1991) του Θάνου Μικρούτσικο είναι το μόνο album με Ελληνικό στίχο που έχω αγοράσει, στο οποίο παίζετε μπάσο. Τι θυμάστε από αυτήν την ηχογράφηση;

Οι «Γραμμές των Οριζόντων» ήταν μια ηχογράφηση που έγινε μετά από εκατοντάδες συναυλίες που είχαμε κάνει σε όλη την Ελλάδα. Ήταν μια μάζωξη πολλών γνωστών τραγουδιστών, όπου παίξαμε πολύ γνωστά κομμάτια. Παίζω μπάσο σε όλο το δίσκο, και σε κάποια κομμάτια η συμβολή μου ήταν και στην ενορχήστρωση, όπως είναι το «Kuro Siwo», το «Μαχαίρι» και άλλα. Η session συμμετοχή μου σ’ αυτή την ηχογράφηση, είχε να κάνει και με την εκτίμηση που έτρεφα στο Θάνο αλλά και στην καλή και φιλική μας σχέση. Ελπίζω αυτό ν’ αποτυπώνεται και στον δίσκο… (γέλια).

 

Τι γνώμη έχετε για τους rock και metal μουσικούς που παίζουν στα μπουζούκια;

Πολύ καλά κάνουν. Αν θεωρούν ότι κάνουν μια δουλειά που μπορεί να βοηθήσει τη διαβίωσή τους, κανένα πρόβλημα. Σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα κάτι αρνητικό για κάτι τέτοιο. Αυτό όμως που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι ακόμα κι αν παίζουν σε κάποια μουσική που δεν τους αντιπροσωπεύει, καλό θα ήταν να το κάνουν με κέφι και με απόλυτο επαγγελματισμό. Έχω ακούσει πολλές φορές να παίζει κάποιος σ’ ένα νυχτερινό μαγαζί κι όλη την υπόλοιπη μέρα να διαμαρτύρεται για την ατυχία του. Θεωρώ ότι όλες τις δουλειές που κάνει ένας μουσικός πρέπει να τις κάνει με χαρά και αγάπη στο μουσικό αποτέλεσμα. Αυτή την στιγμή υπάρχουν στην Ελλάδα πάρα πολλές πίστες τις οποίες εγώ μόνο σκυλάδικα θα μπορούσα να τις ονομάσω. Και τις ονομάζω έτσι, γιατί μέσα σ’ αυτούς τους χώρους υπάρχει συγκεκριμένη νοοτροπία και απολίτιστο περιβάλλον. Ο μουσικός εκεί μέσα κάνει απλά τη δουλειά του και πολύ καλά κάνει.

 

Πιστεύετε ότι λόγω των υπηρεσιών streaming η ακρόαση ενός album από την αρχή μέχρι το τέλος γίνεται πλέον ένα είδος τέχνης που χάνεται;

Γενικά, η λογική του streaming στερεί από τον ακροατή τη δυνατότητα ν’ αντιληφθεί την ψυχή και την πρόθεση ενός καλλιτέχνη. Συνήθως ο ακροατής ακούει πάρα πολύ λίγο από το προτεινόμενο έργο και επίσης κάτω από όχι πολύ καλές ηχητικές συνθήκες. Το να ακούει κάποιος μουσική από το κινητό του ή μ’ ένα ζευγάρι ακουστικά στ’ αυτιά δεν έχει καμμία σχέση  μ’ εμάς που καθόμασταν -και καθόμαστε ακόμα δηλαδή- απέναντι από ένα πολύ καλό στερεοφωνικό προκειμένου ν’ ακούσουμε μουσική. Είναι μια περίπτωση το streaming η οποία δεν συμβαδίζει με την ηχητική απόλαυση καθώς επίσης και την πλήρη γνώση από τον ακροατή, των προθέσεων ενός καλλιτέχνη και αυτό δυστυχώς μειώνει τα καλά έργα αλλά και τις καλές προθέσεις.

 

Ποια albums είχαν την μεγαλύτερη επίδραση σε σας ως ακροατή;

Ωχ. Δεν μπορώ να πω συγκεκριμένα albums. Είπα προηγουμένως για το “School Days” του Stanley Clarke. Ήταν επίσης και τα albums του Miles, του Ron Carter σαν το “Piccolo” (1977), του Herbie Hancock την funky περίοδο αλλά και την jazz. Επίσης albums με τους VSOP δηλαδή με τον Herbie Hancock και των Head Hunters. Σίγουρα υπάρχουν και άλλα πολλά…

 

Ο Herbie Hancock επηρεάστηκε στους Head Hunters από τους Sly and the Family Stone και τον James Brown.

Ναι, μάλιστα. Εγώ άκουσα απευθείας την funky αντίληψη του Herbie από κείνη την εποχή, από πολύ μικρός σε ηλικία. Από τα πρώτα LP που πήρα ήταν και η μουσική του Chick Corea βέβαια. Αλλά όλα αυτά επαναλαμβάνω είναι πλέον στο παρελθόν. Αυτή τη στιγμή μπορεί να μ’ επηρεάσει το ο,τιδήποτε. Το ίδιο ισχύει και για albums που μπορεί να βγουν, φτάνει να βγούνε albums και να μην βγαίνουνε μέσω του streaming, ένα κομμάτι εδώ κι ένα κομμάτι παραπέρα.

 

O Bill Evans (Miles Davis -σαξόφωνο), τον οποίο θα φέρετε σε μερικές βδομάδες, μου είπε πρόσφατα ότι στην smooth jazz δεν υπάρχει προσωπικός χαρακτήρας, όλοι οι μουσικοί ακούγονται το ίδιο ενώ στην jazz ακούς μία νότα του Wayne Shorter και καταλαβαίνεις ότι είναι ο Wayne Shorter. Συμφωνείτε μ’ αυτό;

Θα πω ότι η βασική επιδίωξη κάθε μουσικού είναι να βρει την προσωπική του ταυτότητα και τον προσωπικό του ήχο. Αν κάποιος ακούσει κάτι από τις μουσικές που κάνω και πει: «Α, αυτό που ακούω είναι Φακανάς» για μένα είναι νίκη. Δεν μ’ ενδιαφέρει αν του αρέσει ή δεν του αρέσει. Δεν είναι υποχρεωμένος να του αρέσει, αλλά αν διακρίνει μέσα από το παίξιμο, μέσα από την σύνθεση την προσωπική ταυτότητα του συνθέτη κι εκτελεστή, αυτό είναι μια πολύ μεγάλη επιτυχία. Συμφωνώ με τον Bill Evans αν είπε κάτι τέτοιο, αλλά από την άλλη πλευρά δεν χρειάζεται να είναι ο Wayne Shorter για να επιδιώξουμε κάτι τέτοιο. Πρέπει όλοι οι μουσικοί να φτάσουμε σ’ ένα επίπεδο όπου μέσω του παιξίματός μας να προβάλλεται η ταυτότητά μας. Βεβαίως όταν μιλάμε για προσωπικότητες όπως είναι ο Wayne Shorther, ο Herbie Hancock ή ο Miles ή στα τύμπανα ο Weckl ή ο Steve Gadd κλπ, φυσικά και μπορούμε να το αντιληφθούμε αμέσως, γι’ αυτό άλλωστε είναι και τόσο μεγάλες προσωπικότητες.

 

Δεν έχω μια κανονική ερώτηση να κάνω, αλλά σήμερα το μεσημέρι σκέφτηκα κάτι, δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα, ότι εσείς πραγματικά είστε από τους ελάχιστους Έλληνες που κάνουνε διεθνή καριέρα με έδρα την Ελλάδα. Δηλαδή, δεν ξέρω πόσοι μπορούνε να πούνε πραγματικά στην Ελλάδα ότι κάνουνε διεθνή καριέρα. Λέω: «Πραγματικά κάνει διεθνή καριέρα». Το λένε και κάποιοι άλλοι που δεν τους ξέρουνε ένα χιλιόμετρο μακριά από τα σύνορα.

Να ορίσουμε κατ’ αρχήν τι εννοούμε με τον όρο «διεθνής καριέρα». Υπάρχουν μουσικοί που φεύγουν έξω με κάποιον Έλληνα τραγουδιστή και παίζουνε για το ελληνικό κοινό του εξωτερικού και αυτό ενδεχομένως θεωρείται διεθνής καριέρα. Δεν θα συμφωνήσω και πολύ μ’ αυτό… Εγώ όσες φορές έχω παίξει τη μουσική μου στο εξωτερικό,  δεν έχω παίξει ποτέ μου μπροστά σε ελληνικό κοινό.  Όλες μου οι συναυλίες ήταν για το κοινό της χώρας που βρισκόμουν. Για μένα αυτό σημαίνει διεθνής καριέρα, δηλαδή καριέρα που περιλαμβάνει και την εξωτερική δραστηριότητα.

 

Δηλαδή πάει ο Γιαπωνέζος ν’ ακούσει τον Φακανά.

Ναι, φυσικά. Όταν ήμασταν στο Τόκιο παίξαμε νομίζω τέσσερις μέρες, δύο παραστάσεις την ημέρα. Οκτώ sold out παραστάσεις όπου το κοινό  ήταν μόνο Γιαπωνέζοι, που σημειωτέον κάποιοι από αυτούς κρατούσαν και Ελληνικές σημαιούλες. Μόνο μία μέρα, σε κάποια παράσταση ήρθε ο Έλληνας πρέσβης γιατί άκουσε ότι υπάρχει Ελληνικό σχήμα εκεί. Ελληνικό βέβαια κατά το μεγαλύτερο μέρος του με τους Πατερέλη (σαξόφωνο), Ανδρέου (τρομπόνι), Σεβδαλή (πλήκτρα) κι εμένα στο μπάσο και με guests τον Horacio “El Negro”, και τον Anthony Jackson. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν  εγώ ανακοίνωνα στο μικρόφωνο τον τίτλο του επόμενου τραγουδιού που θα παίξουμε, από το πρώτο τραπέζι άκουγα τους ανθρώπους που καθόντουσαν εκεί να τραγουδάνε την εισαγωγή. Δηλαδή είχαν απόλυτη επίγνωση του τι είχαν πάει να ακούσουν. Ήξεραν τα κομμάτια, κάτι που δεν το έχω συναντήσει στην Ελλάδα. Πολύ σπάνια το κοινό να ξέρει δικό μου κομμάτι σ’ επίπεδο να το τραγουδήσει. Αυτό το έχω ζήσει στο εξωτερικό και το έχω ζήσει αρκετές φορές. Τέλος πάντων, η εξωτερική καριέρα, ή καλύτερα η «εξωτερική πορεία» να το λέμε, έχει να κάνει και με ποιόν παίζεις,  σε ποιους χώρους παίζεις και κάτω από ποιες επαγγελματικές συνθήκες. Είναι πολλά τα θέματα, Θοδωρή, που παίζουν ρόλο για να μπορεί να πει κανείς ότι κάνει καριέρα στο εξωτερικό.

 

Είναι και το πώς το πουλάνε.

Φυσικά και το πουλάνε… Πρόσφατα κάποιος λαϊκός τραγουδιστής έγραφε “world tour”. Στην Αυστραλία, στο Μόναχο, στο Βέλγιο παίζουν για τους Έλληνες. Δεν θα το έλεγα αυτό  διεθνή καριέρα. Εγώ προσωπικά δεν έχω Έλληνες fans -δεν ξέρω, μπορεί και να ‘χω- αλλά  στο εξωτερικό. Παίξαμε στην Ουψάλα, στη Σουηδία και είχαμε 2.500 κοινό. Ήταν όλοι Σουηδοί, που επί δέκα λεπτά ήταν όρθιοι και χειροκροτούσαν (ευτυχώς που έχω και video για του λόγου το αληθές). Γνώριζαν εμένα και τη μουσική μου, πούλησα πολλά CDs . Ίσως αυτό να μπορούσαμε να το πούμε και διεθνή καριέρα… Ύστερα είναι και με ποιες συνθήκες πας στο εξωτερικό… Την πρώτη φορά που βγήκα στο εξωτερικό με την Eurojazz, το 1980 με την Ορχήστρα Jazz Big Band της ΕΟΚ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης δηλαδή. Επρόκειτο για μία ορχήστρα που ήταν στελεχωμένη από τους καλύτερους μουσικούς της Ευρώπης κάτω των 23 χρόνων. Επιλεγμένοι, με εξετάσεις, με διαγωνισμούς, ήμουν ο μόνος Έλληνας, 19 ετών τότε,  που πέρασε απ’ αυτή την φάση και εκπροσώπησα την Ελλάδα μέχρι τα 23 μου.  Μάλιστα είχα βγει και καλύτερος Νέος Μπασίστας της Ευρώπης. Στην Ελλάδα δεν έμαθαν τίποτα απ’ όλα αυτά. Έχω δημοσιεύματα από τους Times του Λονδίνου, που τα αναφέρουν αυτά που σου λέω… Στην Ελλάδα πήγαινα τότε στο Υπουργείο και μου λέγανε: «Γιώργο, μπράβο σου που εκπροσωπείς την Ελλάδα» κι εγώ τους έλεγα: «Πληρώστε μου τουλάχιστον το αεροπορικό εισιτήριο για να πάω στο Λονδίνο που ήταν η έδρα μας». Ακόμα το περιμένω αυτό το εισιτήριο… από το ’80 (γέλια).

 

Είναι και θέμα marketing. Άμα το πουλάει αυτός καλύτερα, μπορεί ο άλλος ο αφελής, ο άμαθος, να πιστέψει αυτόν που λέει ότι κάνει καριέρα στο εξωτερικό και να μην πιστέψει εσάς που έχετε εξώφυλλο από περιοδικό στην Αρμενία, που στην Ελλάδα…

Έχω δημοσιεύματα να σου δείξω από Ιαπωνικά περιοδικά, συνεντεύξεις… από Αμερική, το περιοδικό Bass Player με 7σέλιδο αφιέρωμα και ανάλυση της παρτιτούρας μου (που εκεί βάζουν μόνο Αμερικάνους ή Ευρωπαίους που μένουν Αμερική) , από Γαλλία το περιοδικό “Bassiste”, από Αγγλία συνεντεύξεις και αναφορές στα CDs μου. Δεν ξέρω και αν πρέπει να τα λέω.. Όσον αφορά στο Facebook, για μένα είναι επαγγελματικό εργαλείο… Δεν θα βάλω σέλφι και φωτογραφίες πίνοντας καφέ… Αυτά δεν είναι για μένα. Εμένα το Facebook κι όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν να κάνουν με το επάγγελμά μου, όχι για να προβάλλω την ιδιωτική μου ζωή… Αυτή είναι δικό μου θέμα, και δεν αφορά και κανένα.

 

Ένα μεγάλο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Γιώργο Φακανά για τον χρόνο του.

Αγοράστε το “Topaz” από εδώ: https://giorgos.fakanas.com/product/topaz/

Επίσημο site του Γιώργου Φακανά: https://giorgos.fakanas.com/

Σελίδα του Γιώργου Φακανά στο Facebook: https://www.facebook.com/yiorgos.fakanas

- Advertisement -

Latest articles

Related articles

Μετάβαση στο περιεχόμενο