Συνέντευξη: Lee Ritenour

Ο Lee Ritenour μιλάει στο Hit Channel για το πιο πρόσφατο album του, "Dreamcatcher", για το "Larry & Lee" album του 1995 με τον Larry Carlton, την συμμετοχή του στο "The Wall" των Pink Floyd και το πώς διόρθωσε το solo του George Benson στο "Give Me the Night".

HIT CHANNEL ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Μάρτιος 2024. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν θρυλικό κιθαρίστα: Lee Ritenour. Από το 1976 έχει μια αξιοσημείωτη solo καριέρα, κερδίζοντας ένα βραβείο Grammy το 1986. Ως session musician έχει ηχογραφήσει με τους Pink Floyd, Steely Dan, George Benson, Aretha Franklin, Barbra Streisand, BB King και πολλούς άλλους. Το 2020, κυκλοφόρησε το πιο πρόσφατο studio album του, Dreamcatcher”. Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:

 

Πώς σας ήρθε η ιδέα να κάνετε το πρώτο σας album με solo κιθάρα, το “Dreamcatcher”;

- Advertisement -

Λοιπόν, νομίζω ότι ήταν στο πίσω μέρος του μυαλού μου για πολλά χρόνια. Πάντα ήμουν ο τύπος του συγκροτήματος, είτε στους δικούς μου δίσκους, είτε με drummer, μπασίστα και πληκτρά, πάντα με σπουδαίους μουσικούς ή στις πρώτες μέρες των Fourplay ή όταν έκανα τις ηχογραφήσεις μου με άλλους ανθρώπους. Ο τρόπος που έγραφα μουσική, ο τρόπος που παρήγαγα μουσική, έκανα πάντα περισσότερες παραγωγές με άλλους μουσικούς, αλλά το μόνο πράγμα που δεν είχα κάνει ποτέ ήταν ένας δίσκος solo κιθάρας. Έτσι, ήταν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να το κάνω αυτό και πώς θα ‘ταν αυτό που θα έκανα και μετά συνέβη ο Covid και όλα σταμάτησαν. Είπα λοιπόν στον εαυτό μου και στην οικογένειά μου: «Φαντάζομαι ότι ήρθε η ώρα να κάνω τον δίσκο solo κιθάρας» (γέλια).

 

Πόσο επηρέασε η καταστροφή από πυρκαγιά του σπιτιού και του studio σας το 2018 την δημιουργία του album “Dreamcatcher”;

Τώρα κάθομαι στο νέο μου studio, το οποίο είναι μέρος του νέου σπιτιού. Έτσι, είμαστε πίσω στο νέο σπίτι, χρειάστηκαν 5 ½ χρόνια. Ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή που χάσαμε το σπίτι, αλλά είχαμε καλή ασφάλεια και είχαμε ανθρώπους που μας βοήθησαν, οπότε χρειάστηκε τεράστιος όγκος δουλειάς και χρημάτων και εξακολουθεί να χρειάζεται, ξέρεις. Είχα αγοράσει το αρχικό ακίνητο όταν ήμουν 27 ετών, λοιπόν, είμαι 71 τώρα. Το σπίτι για μένα είναι σχεδόν σαν τη μουσική και τις κιθάρες. Είναι μέρος του αίματός μου, οπότε ήταν σημαντικό να το ξαναχτίσω.

 

Πόσο συναισθηματικό ήταν για εσάς να γράψετε το “The Lighthouse” ως φόρο τιμής στο club που παρακολουθήσατε τους πρώτους σας μουσικούς  ήρωες όπως τον Wes Montgomery;

Η ιστορία είναι αρκετά γνωστή τώρα: Μεγάλωσα στο Los Angeles, είμαι γέννημα-θρέμμα του Los Angeles και μεγάλωσα μόνο 10-15 λεπτά με το αυτοκίνητο από το The Lighthouse, με όρους Los Angeles, αυτό είναι πολύ κοντά. Έτσι, ο μπαμπάς μου με πήγαινε με το αυτοκίνητο εκεί για ν’ ακούσω πολλούς ανθρώπους και φυσικά τον Wes Montgomery. Τον γνώρισα όταν ήμουν πολύ μικρός και καθόμουν στο Lighthouse, αλλά αργότερα όταν γνώρισα τις κόρες του, αφού είχα κάνει το album “Wes Bound” (1993), ήρθαν και ο Wes συνήθιζε να λέει ότι ερχόταν αυτό το μικρό παιδί και καθόταν στο bar (γέλια), γιατί εκείνες τις μέρες τα μικρά παιδιά μπορούσαν να κάθονται στο bar. Το bar ήταν το καλύτερο μέρος για να παρακολουθήσεις τη σκηνή γιατί καθόσουν σ’ ένα σκαμπό και μπορούσες να δεις τη σκηνή πολύ καθαρά. Αλλά το Lighthouse ήταν σημαντικό για μένα γιατί κατάφερα να δω τον Wes Montgomery, τον Kenny Burrell, τον Joe Pass και τον Oscar Peterson. Πολλοί καταπληκτικοί σπουδαίοι μουσικοί της jazz ήρθαν στο Lighthouse.

 

Το κομμάτι “DG” είναι αφιερωμένο στον επί χρόνια φίλο και συνεργάτη σας, Dave Grusin (πιάνο, πλήκτρα). Γιατί αποφασίσατε να γράψετε ένα τραγούδι γι’ αυτόν;

Ο Dave είναι ο καλύτερός μου φίλος, είναι ο πιο κολλητός μου. Βγαίνει ένας νέος δίσκος που ονομάζεται “Brazil”, που θα κυκλοφορήσει αυτή την άνοιξη και το καλοκαίρι και κατεβήκαμε στη Βραζιλία για να ηχογραφήσουμε αυτόν τον δίσκο. Είναι απίστευτος μουσικός συνεργάτης. Έχουμε κάνει τόσα πολλά projects μαζί είτε είναι τα albums μου, τα albums του, τα soundtracks των ταινιών του, περιοδεύοντας μαζί μου, μεγάλες συναυλίες και μικρά clubs. Έχουμε κάνει πολλή παρέα, πολλά δείπνα, οπότε είμαστε σαν αδέρφια. Για μένα, το να γράψω αυτό το τραγούδι για τον DG, για τον Dave Grusin, είναι πολύ απλή μελωδία και συνέχισα να επανα-εναρμονίζω τη μελωδία με διαφορετικές συγχορδίες πάνω απ’ αυτή τη μελωδία. Έτσι, ξεκινά πολύ απλά και μετά αρχίζει να εξελίσσεται και αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει ο Dave Grusin είτε γράφει μουσική για μια ταινία είτε γράφει ένα τραγούδι για ένα από τα projects μας. Είναι μάστορας στην αρμονία.

 

Μου αρέσει πολύ το “Abbott Kinney” από το “Dreamcatcheralbum σας. Τι σας ενέπνευσε να το γράψετε;

Όπως ανέφερα, όταν δούλευα στον δίσκο, ήταν την εποχή του Covid. Είχαμε ήδη χάσει το σπίτι, οπότε είχα στήσει το studio μου σε ένα άλλο σπίτι που νοικιάζαμε. Και πάλι, χάρη στην ασφάλεια, νοικιάζαμε αυτό το σπίτι και είχα ένα δωμάτιο ως studio και ήταν αρκετά καλό. Αλλά ήταν ακριβώς σε μια περιοχή όπου ήταν συνήθως μια πολύ δημοφιλής περιοχή: Η Santa Monica, η Marina del Rey, η Venice και μια πολύ δημοφιλής οδός που ονομάζεται Abbott Kinney και η Abott Kinney είναι πάντα γεμάτη κόσμο. Είναι απλώς φίσκα και υπάρχουν καλά εστιατόρια, μικρά καφέ και καταστήματα. Είναι μια πολύ διάσημη περιοχή στη Venice. Έτσι, συνήθως είναι γεμάτη κόσμο, αλλά κατά τη διάρκεια του Covid, ειδικά όταν όλα ήταν κλειστά, μια μέρα ήμουν με το ποδήλατό μου στην Abbott Kinney και ήταν εντελώς άδεια. Κανείς δεν ήταν έξω και έλεγαν στον κόσμο να μείνει μέσα. Ήταν λίγο υπερβολικό αυτό που πρότειναν: Κανείς δεν μπορούσε να ταξιδέψει, κανείς δεν μπορούσε να πάει πουθενά, τα εστιατόρια ήταν κλειστά, ήταν μια καταστροφή. Αλλά ανέβηκα στο ποδήλατο και οδηγούσα τριγύρω και κατέβαινα την Abbott Kinney και η Abbott Kinney ήταν εντελώς άδεια. Δεν την είχα ξαναδεί έτσι, ακόμα και στις 4:00 το πρωί. Αλλά ξαφνικά, άκουσα αυτή την κιθάρα να jam-άρει με πολλή παραμόρφωση και κάποιος -δεν ξέρω αν ήταν παιδί, άντρας ή κορίτσι ή επαγγελματίας ή ερασιτέχνης- ακουγόταν πολύ καλό, αλλά ό,τι κι αν έκαναν, διασκέδαζαν και έπαιζαν δυνατά, απλώς jam-άροντας μ’ αυτή την παραμόρφωση της rock κιθάρας. Τρανταζόταν όλος ο δρόμος και γέλασα μόνος μου και είπα: «Εντάξει, αυτό είναι σημάδι. Πρέπει να κάνω ένα τέτοιο τραγούδι»

 

Δυσκολεύεστε να βρείτε τίτλους για instrumental κομμάτια;

Μερικές φορές, όταν έχω έναν τίτλο στο μυαλό μου και υπάρχει ένας λόγος γι’ αυτόν τον τίτλο, μερικές φορές βοηθά στη σύνθεση του τραγουδιού. Έτσι, το “Abbott Kinney” ήταν ένα τέλειο παράδειγμα. Φυσικά, έπρεπε να ονομάσω το τραγούδι “Abbott Kinney”, αλλά γι’ αυτόν τον λόγο.

 

Ξαφνιαστήκατε όταν κερδίσατε το βραβείο Grammy για την Καλύτερη Ενορχήστρωση σε Instrumental για το “Early AM Attitude” το 1986;

Ήταν πριν πολύ καιρό (γέλια). Ήταν για το “Harlequin” (1985), το album που κάναμε εγώ και ο Dave Grusin, ο δίσκος με θέμα τη Βραζιλία. Και πάλι, αυτό είναι μόνο ένα κομμάτι της ιστορίας του Dave και εμού. Νομίζω ότι είχα 16 υποψηφιότητες για Grammy και αυτή τη νίκη και μετά ο Dave -δεν ξέρω- έχει 10 νίκες και ένα σωρό υποψηφιότητες. Είναι ωραίο να σ’ αναγνωρίζουν οι συνάδελφοί σου, αλλά και πάλι, όπως λένε όλοι, ως επί το πλείστον, απλώς εκτιμούν την αξία των καλλιτεχνών και αναγνωρίζουν ότι κάνουν καλή δουλειά. Έτσι, το εκτιμούμε αυτό. Ο Dave Grusin είναι το τέλειο παράδειγμα, η γυναίκα του εκνευριζόταν πάντα μαζί του -λένε οι φήμες- γιατί ο Dave είχε τόσα βραβεία: Oscar, Grammys και κάθε λογής βραβεία και είναι στριμωγμένα στο μπάνιο και στα ράφια και όχι πολύ οργανωμένα. Μερικοί άνθρωποι έχουν τα πάντα παραταγμένα τέλεια στον τοίχο και ο Dave ήταν πολύ πιο χαλαρός μ’ αυτό. Έτσι, τα βραβεία δεν σε βοηθούν να κάνεις καλύτερη μουσική. Αυτό δεν λειτουργεί έτσι, αλλά είναι ωραίο να σ’ αναγνωρίζουν.

 

Διασκεδάσατε όταν κάνατε το albumLarry & Lee” με τον Larry Carlton το 1995;

Ναι, στην πραγματικότητα, το διασκέδασα. Κατέληξα να κάνω την παραγωγή σε μεγάλο μέρος του δίσκου και ο Larry κατά κάποιον τρόπο μπαινόβγαινε. Φυσικά, έπαιζε πάντα υπέροχα και συνεισέφερε μερικά τραγούδια και όταν κάναμε την ηχογράφηση είχε τον drummer του που ζήτησε και μερικές φορές είχαμε τον Abraham Laboriel (μπάσο), που λατρεύαμε και οι δύο ή είχαμε τον Greg Mathieson (πιάνο, πλήκτρα) ή κάποιον άλλον που χρησιμοποίησα. Γνωριζόμασταν μια ζωή και ήμασταν πάντα κατά κάποιο τρόπο ανταγωνιστές, αλλά η GRP Records, ο Larry Rosen τότε, ο συνεργάτης του Dave Grusin στην GRP Records, μας πρότεινε πραγματικά να κάνουμε το δίσκο. Ήταν το 1995. Αργότερα ο Larry μου είπε ότι ασχολήθηκε λιγότερο με τον δίσκο επειδή εξακολουθούσε να έχει παρενέργειες στο σώμα του από το παυσίπονο που έπαιρνε για τον πυροβολισμό που δέχτηκε, παρόλο που συνέβη χρόνια νωρίτερα (σ.σ: το 1988). Τότε δεν ζούσε στο Los Angeles. Προφανώς και ασχολήθηκε πολύ με τον δίσκο, ο μισός δίσκος ήταν δικός του, αλλά μου άφησε πολλά από τα καθήκοντα της παραγωγής. Αυτό που επρόκειτο να πω για αυτόν τον δίσκο είναι ότι τώρα στο streaming, ακούς Larry Carlton σε streaming ή ακούς Lee Ritenour σε streaming και αρκετά συχνά το album “Larry & Lee” εμφανίζεται στο streaming και ακούγεται πραγματικά πολύ καλό (γέλια).

 

Πόσο έχει αλλάξει η προσέγγισή σας στην κιθάρα με τα χρόνια;

Ξεκίνησα ως studio μουσικός πριν από παρά πολύ καιρό και ήμουν πάντα πολύ καλός στην ρυθμική, θεωρώ τον εαυτό μου καλό παίχτη στην lead, αλλά όταν έκανα το πρώτο μου album με τίτλο “First Course” στην Epic το 1976 -πολύ καιρό πριν- τα παιδιά του συγκροτήματος, θυμάμαι τον Tom Scott στο σαξόφωνο, τον Harvey Mason στα drums και μερικούς άλλους μουσικούς, οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν όλοι φίλοι, αλλά με δυσκόλευαν. Έλεγαν: «Ω, είσαι στη θέση του οδηγού τώρα, είσαι ο αρχηγός». Έτσι, αυτή ήταν μια ενδιαφέρουσα μετάβαση γιατί ως studio μουσικός η δουλειά σου είναι να υποστηρίζεις όλους τους άλλους και να τους κάνεις ν’ ακούγονται καλά και όταν είσαι ο ηγέτης στον δίσκο, δουλειά σου είναι να κάνεις τον εαυτό σου ν’ ακούγεται καλά. Φυσικά, εξακολουθείς να κάνεις τους άλλους μουσικούς στο συγκρότημα ν’ ακούγονται καλά, αλλά υποτίθεται ότι αυτοί θα κάνουν εσένα ν’ ακούγεσαι καλά. Ανησυχούσα πάντα γι’ αυτό: Είχα αρκετή από την προσωπικότητά μου στον πρώτο δίσκο; Και αποδείχθηκε ότι είχα, ήταν ήδη εκεί όταν έκανα τον πρώτο δίσκο και ήταν το 1976, οπότε τότε ήμουν 24 ετών.

 

Απολαύσατε την ηχογράφηση του “Lay It Down” με τον John Scofield (Miles Davis -κιθάρα) στο album σας “6 String Theory” (2010);

Το “Lay It Down” με τον Scofield; Απολύτως! Πάντα λάτρευα των John, ακόμα τον λατρεύω. Είναι διαχρονικός στην κιθάρα. Νομίζω ότι όταν ξεκίνησε να παίζει και να κάνει το δικό του πράγμα, που ήταν επίσης πριν πάρα πολλά χρόνια και με τον τρόπο που το κάνει τώρα, είχε ένα στυλ που μπορούσε να συνδυάζεται με jazz τύπους, funk τύπους, rock τύπους και blues τύπους και ήταν πάντα ο John Scofield. Έτσι, όταν έγραψα το “Lay It Down”, το έγραψα για τους δυο μας και μαζευτήκαμε και ηχογραφήσαμε το κομμάτι και απλά έπαιξε απίστευτα σ’ αυτό το τραγούδι και είμαι μεγάλος οπαδός του.

 

Ποια ήταν η ιδέα πίσω από τον διαγωνισμό 6 String Theory με πολλούς σπουδαίους μουσικούς ως κριτές (Steve Lukather, Andy Summers, Joe Bonamassa, Pat Martino και άλλους);

Λοιπόν, η ιδέα για το Ίδρυμα 6 String Theory προέκυψε από το δίσκο, γιατί στο δίσκο η ιδέα μου ήταν να παρουσιάσω την κιθάρα να παίζει jazz, rock, blues, country, κλασική και folk σε συνοδευτική κιθάρα, όλα τα σπουδαία διαφορετικά είδη κιθαριστικού παιξίματος που ήθελα σ’ έναν δίσκο και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να κάνω αυτόν τον δίσκο και τον έκανα μαζί με τον παραγωγό John Burk, ο οποίος ήταν τότε στην Concord Records, τώρα είναι στην Candid Records, μια νέα δισκογραφική, όπου θα βγει το νέο μου βραζιλιάνικο album. Έτσι, ο John και εγώ σκεφτήκαμε ότι θα ήταν πολύ ωραίο να έχουμε όλους αυτούς τους καταπληκτικούς κιθαρίστες σε έναν δίσκο, είτε ήταν ο George Benson είτε ο Steve Lukather, όλοι αυτοί οι τύποι. Τότε, την ίδια στιγμή που είχαμε όλους αυτούς τους απίστευτους μουσικούς, σκέφτηκα: «Δεν θα ήταν υπέροχο να έχουμε έναν διαγωνισμό που ο νικητής του διαγωνισμού θα μπορούσε επίσης να παίξει στο δίσκο;» Έτσι, το κάναμε και ένας νεαρός κλασικός κιθαρίστας (σ.σ.: Shon Doublil) το κέρδισε τότε. Έπρεπε να σταματήσουμε αυτό το Ίδρυμα την εποχή του Covid, γιατί ήταν πολύ τρελό να το συνεχίσουμε εκείνη την εποχή, αλλά το έχω πολύ στο μυαλό μου να το ξεκινήσω και πάλι. Σχεδιάζω άλλο ένα 6 String project που έρχεται πολύ σύντομα.

 

Με πολλούς καλεσμένους;

Ναι, θέλω να βγει το 2025 και θέλω να έχω 25 κιθαρίστες (γέλια).

 

Κάποια ονόματα;

Λοιπόν, θα κρατήσω τα ονόματα γιατί δεν έχουμε κάνει ακόμα τις προσκλήσεις. Υπάρχουν μερικοί καινούργιοι, νεαροί απίθανοι κιθαρίστες εκεί έξω και φυσικά οι καθιερωμένοι. Λοιπόν, έχω πολλές ιδέες. Πρέπει να το κρατήσω μυστικό προς το παρόν.

 

Θα μπορούσατε παρακαλώ να μοιραστείτε μαζί μας την υπέροχη ιστορία για τη συμμετοχή σας στο τραγούδι του George Benson Give Me the Night” (1980);

(Γέλια) Ο George είναι και πάλι κάποιος που μεγάλωσα μαζί του πριν τον γνωρίσω, ακούγοντάς τον και πάντα εκπλήσσομαι με το πόσο καταπληκτικός ήταν στους πρώτους δίσκους του, αλλά και ως καλεσμένος σ’ εκείνες τις Creed Taylor-CTI παραγωγές στις οποίες έπαιζε. Είχε τον ήχο, τις ικανότητες και τον χρόνο και τον ρυθμό. Έτσι, έτυχε να παίξουμε αρκετά μαζί. Λόγω του υπόβαθρού μου ως studio μουσικός, πάντα μ’ αρέσει να παίζω ρυθμική κιθάρα και να παίζω και τα συνοδευτικά μέρη. Έχω παίξει σε πολλούς δίσκους του George Benson ως δεύτερη κιθάρα και ο George πάντα αστειευόταν ότι όποτε ήταν ο Lee στους δίσκους του, θα έκανε επιτυχία (γέλια). Έτσι, ο Quincy Jones άρχισε να κάνει παραγωγή στο “Give Me the Night” του George Benson και είχα ήδη δουλέψει πολύ με τον Quincy και λάτρευα τον Quincy. Ο Quincy με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Ξέρεις, κάνουμε (σ.σ: δίσκο με) τον George Benson. Θα δουλέψεις στον δίσκο και θέλω να φρεσκάρεις τον ήχο του με ίσως μερικά διακριτικά πετάλια ή εφέ, απλώς να είσαι υπεύθυνος για να κάνεις τον ήχο του σημερινό». Φυσικά, δεν χρειάστηκε να κάνω πολλά. Ο ήχος του George είναι ο ήχος του George, είναι ήδη υπέροχος και το πιο σημαντικό: Δεν θέλεις να μπλέξεις και πολύ μ’ αυτό (γέλια).

Αλλά ούτως ή άλλως, κάναμε αρκετές ηχογραφήσεις και ο Quincy, ως συνήθως, είχε όλους τους καλύτερους μουσικούς στον δίσκο. Λοιπόν, τελειώσαμε σχεδόν με τον δίσκο και ο Quincy και ο Bruce Swedien μίξαραν τον δίσκο και ο George είχε ήδη επιστρέψει στο σπίτι του στη Χαβάη, επομένως δεν ήταν στο LA και ο δίσκος γινόταν στο Los Angeles. Τον έκαναν στο studio που δεν υπάρχει πια στο Burbank που λεγόταν Kendun Recorders και είχα σπίτι πολύ κοντά σ’ αυτό το studio και ένα βράδυ με πήραν τηλέφωνο αργά. Νομίζω ότι κοιμόμουν και έλαβα αυτό το τηλεφώνημα από τον Quincy και μου λέει (σ.σ: μιμείται τη φωνή του): «Ritenour, πρέπει να κατέβεις εκεί κάτω!» «Πού κάτω;» είπα. «Στο studio. Τα κάναμε θάλασσα και σβήσαμε μέρος του solo του George στο “Give Me the Night” και πρέπει να το φτιάξεις». Είπα: «Πού είναι ο George;» και είπε: «Ο George είναι πίσω στη Χαβάη. Πρέπει να στείλουμε τον δίσκο αύριο. Πρέπει να το τελειώσουμε. Κάναμε λάθος». Νομίζω ότι ο δεύτερος μηχανικός ήχου πάτησε κατά λάθος «εγγραφή» και πήγε να ηχογραφήσει στο κανάλι που ήταν το solo του George και ήταν στο τέλος του solo όταν ο δεύτερος μηχανικός ήχου έκοψε ένα μικρό μέρος του. Ήταν μεγάλο λάθος, δυστυχώς. Έτσι, είναι περίπου 11 ή 12 το βράδυ ή κάτι τέτοιο και κατεβαίνω στο studio και μου το παίζουν και μου λένε: «Lee, ο εξοπλισμός του George είναι εδώ. Η κιθάρα του είναι εδώ». Είπα: «Δεν μπορώ να παίξω με την κιθάρα του George» γιατί οι χορδές του George είναι πολύ χοντρές. Έτσι, λένε: «Πρέπει να βγάλουμε αυτόν τον ήχο, πρέπει να ακούγεσαι σαν τον George».

Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, είχαν μια μικρή κασέτα με το solo του George που έδωσαν στον George και του είπαν: «Είναι εντάξει; Το εγκρίνεις αυτό;» Έτσι, το solo υπήρχε εκεί και ο δεύτερος μηχανικός ήχου είχε σβήσει μόνο μερικά μέτρα, αλλά ήταν αρκετό και κατέστρεψε, θυμάμαι, το τέλος του solo. Στήσαμε λοιπόν τον εξοπλισμό του George και έβγαλα την κιθάρα του, την έπαιξα για λίγο και την συνήθισα και μετά άκουγα την κασέτα ξανά και ξανά και ξανά και συνεχίσαμε να μπαλώνουμε και να συγκρίνουμε τον ήχο και τελικά διορθώσαμε το solo. Τότε, ο Quincy μου είπε: «Lee, δεν πρέπει ποτέ να πεις στον George αυτό που συνέβη. Μην του το πεις ποτέ. Το υποσχεσαι;» «Εντάξει. Το υπόσχομαι». Έτσι, βγήκε ο δίσκος, ήταν μεγάλη επιτυχία και μετά, περίπου 10 χρόνια μετά -πλέον το “Give Me the Night” έχει γίνει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του- και ο George και εγώ περπατούσαμε στο αεροδρόμιο με τις κιθάρες μας και πηγαίναμε στο ίδιο festival ή κάτι τέτοιο και του είπα: «George, πρέπει να σου πω μια ιστορία. Υποτίθεται ότι δεν πρέπει να σου πω αυτή την ιστορία, αλλά 10 χρόνια αργότερα, νομίζω ότι είναι εντάξει να σου την πω τώρα». Έτσι, είπα στον George την ιστορία για το “Give Me the Night”, που διόρθωσα το solo του και το όλο πράγμα και εκείνος και εγώ γελάσαμε πολύ. Πίστευε ότι ήταν η καλύτερη ιστορία (γέλια).

 

Πώς συνέβη να παίξετε στα τραγούδια “One of My Turns” και “Comfortably Numb” από το “The Wallalbum των Pink Floyd (1979);

Ο παραγωγός ήταν ο Bob Ezrin (σ.σ: Alice Cooper), ένας υπέροχος τύπος, και είχα δουλέψει μαζί του σ’ ένα-δυο άλλα projects στα οποία είχε κάνει παραγωγή. Μ’ άρεσε να δουλεύω μαζί του και με είχε καλέσει εκ των προτέρων να πάω και να παίξω λίγη ακουστική κιθάρα γιατί του άρεσε το παίξιμό μου στην ακουστική κιθάρα και μας ήθελε (σ.σ: τον Lee και τον David Gilmour) να παίξουμε μαζί και να τον συνοδεύσω στην ακουστική κιθάρα. Έτσι, κατεβαίνω στο studio και φέρνω αυτό το μεγάλο μπαούλο με κιθάρες, κάπου 21 κιθάρες μέσα σ’ αυτό το τεράστιο μπαούλο. Σκέφτηκα μέσα μου: «Το συγκρότημα θα πάθει πλάκα μ’ αυτό» όταν έφτασα μ’ όλη μου την πεταλιέρα. Αλλά τότε εγώ ήμουν αυτός που έπαθε πλάκα γιατί αυτό το studio, λεγόταν Producers Workshop και δεν ήταν πολύ μεγάλο studio, αλλά ήταν παραταγμένες στις βάσεις για κιθάρες… Δεν ξέρω πόσες κιθάρες είχε αυτός ο τύπος, αλλά είχε όλες τις καλύτερες κιθάρες στον κόσμο και ήταν άψογα παραταγμένες, σε καλή κατάσταση: Ηλεκτρικές, ακουστικές, 12χορδες, κλασικές, Strats, Les Pauls, οτιδήποτε. Ο τύπος είχε τα πάντα. Λοιπόν, είχε πλάκα. Όταν μπήκα στο studio, δούλευαν στο solo για το “Another Brick in the Wall”.

Αυτός (σ.σ: Bob Ezrin) είπε: «Τι γνώμη έχεις για το solo;» Νομίζω ότι το solo είναι πολύ σύντομο, είναι 8 μέτρα ή κάτι τέτοιο, δεν είναι πολύ μεγάλο. Είπε: «Δεν μπορούμε να βρούμε πώς να τελειώσουμε το solo. Δεν είμαστε ευχαριστημένοι με το τέλος. Θα σε πείραζε να παίξεις μερικά πράγματα; Δεν θα χρησιμοποιήσουμε τίποτα από αυτά που θα κάνεις, αλλά χρειαζόμαστε κάποιες άλλες ιδέες, κάποια έμπνευση». Είπα: «Ναι, σίγουρα». Είπε: «Αφήστε με να ακούσω το solo και τον ήχο». Έτσι, έστησα τον εξοπλισμό μου και προσπάθησα να πλησιάσω λίγο τον ήχο του και μου έπαιξαν το κομμάτι πολλές φορές και μετά έριξα μερικές ιδέες, όχι για πολύ ώρα, περίπου 30 λεπτά. Κάναμε -δεν ξέρω, δεν θυμάμαι πραγματικά- ίσως 10 takes και είπαν: «Εντάξει. Αυτό είναι υπέροχο. Ας προχωρήσουμε τώρα. Είναι ένα σωρό καλές ιδέες. Σ’ ευχαριστούμε Lee, γι’ αυτή τη μικρή βοήθεια». Έτσι, προχωρήσαμε στο ακουστικό κομμάτι που παίξαμε μαζί. Δεν μπορώ να θυμηθώ με ποιο τραγούδι ξεκινήσαμε (γέλια). Μετά, αρχίσαμε να δουλεύουμε για τον λόγο που βρισκόμουν εκεί, αλλά ένα χρόνο αργότερα, όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος -τους έπαιρνε μια ζωή για να κάνουν τους δίσκους τους- μ’ ενδιέφερε πολύ να ακούσω το τέλος αυτού του solo και σίγουρα δεν ήμουν εγώ αλλά είχα την αίσθηση ότι ίσως υπήρχε μια μικρή έμπνευση από αυτό που έκανα.

 

Έχω διαβάσει ότι παίξατε και στο “Run Like Hell” από το “The Wall”. Είναι αλήθεια;

Λοιπόν, κι εγώ το έχω διαβάσει αυτό (γέλια). Νομίζω ότι έπαιξα, αλλά δεν νομίζω ότι έλαβα credit γι’ αυτό. Αλλά μπορώ ν’ ακούσω και το μέρος της κιθάρας μου σε αυτό. Ήταν λίγο νευρικοί τότε γιατί ήταν συγκρότημα. Ένα πάρα πολύ διάσημο συγκρότημα και υποτίθεται ότι έκαναν τα πάντα μόνοι τους, αλλά είχαν λίγους καλεσμένους, είχαν κάποιους τραγουδιστές για δεύτερα φωνητικά, είχαν μερικούς άλλους ανθρώπους να δανείζουν τον ήχο τους στο album και το album είχε τόσο τεράστιο, μεγάλο ήχο. Μερικές φορές χρειάζονταν επιπλέον ανθρώπους. Οπότε, νομίζω ότι είμαι και σε αυτό το κομμάτι, αλλά ξέρεις, πάει πολύς καιρός (γέλια).

 

Ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία για εσάς να παίξετε στο albumFree Ride” (1977) του Dizzy Gillespie (με τον Lalo Schifrin -πλήκτρα);

Το αστείο με αυτές τις ηχογραφήσεις, νομίζω ότι ο Lalo Schifrin ήταν ο παραγωγός, και ήταν στα Fantasy Studios και τα Fantasy Studios ήταν στο Berkeley. Έκαναν πάντα αυτά τα jazz albums και μερικοί πολύ διάσημοι τζαζίστες έκαναν τους δίσκους τους, αλλά όταν φώναζαν εμένα ή τον Harvey Mason (σ.σ: Fourplay, The Headhunters -drums) ή μερικά άλλα παιδιά από το Los Angeles, κυρίως τον Harvey κι εμένα, πηγαίναμε και ηχογραφούσαμε, αλλά πάντα ήλπιζαν ότι θα ηχογραφούσαν κάτι πιο εμπορικό, πιο σύγχρονο με νεότερο ήχο. Μερικές φορές η Patrice Rushen (πιάνο, φωνητικά) ήταν σ’ αυτές τις ηχογραφήσεις και ο Ed Greene ή ο Harvey Mason στα drums. Μερικές φορές υπήρχαν τέσσερις ή πέντε διαφορετικοί μουσικοί που έρχονταν από το LA και δάνειζαν τον ήχο σε αυτούς τους δίσκους. Έτσι, με τον ίδιο τρόπο  δούλεψα σ’ έναν δίσκο του Dizzy Gillespie και σ’ έναν δίσκο του Sonny Rollins και αυτοί οι τύποι ήταν θεοί για μένα, απόλυτοι ήρωες, αλλά μας ζητήθηκε να κάνουμε τα πιο εμπορικά κομμάτια. Αυτό που θέλαμε να κάνουμε ο Harvey κι εγώ ήταν να παίξουμε λίγη jazz μ’ αυτούς τους τύπους, αλλά ήθελαν να προσθέσουμε περισσότερο απ’ αυτόν τον σύγχρονο ήχο του Los Angeles τότε στην δεκαετία του ‘70. Λοιπόν, αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι δεν ήταν πάντα τα καλύτερα κομμάτια ή οι καλύτεροι δίσκοι που έκαναν αυτοί οι τύποι, αλλά ήταν τιμή μου να δουλέψω μ’ αυτούς, ήταν τιμή μου να δουλέψω με τον Sonny και αργότερα κατάφερα να τον συναντήσω και να κάνω παρέα με τον Dizzy, ήταν πάντα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στο Montreux Jazz Festival ή σ’ αυτά τα μέρη, οπότε ήταν τιμή μου να είμαι σ’ αυτούς τους δίσκους.

 

Έχετε αναμνήσεις από τις ηχογραφήσεις του “Deacon Blues” με τους Steely Dan (από το άλμπουμ “Aja” του 1977);

Δεν δούλεψα τόσο πολύ στους δίσκους των Steely Dan όσο κάποιοι άλλοι τύποι όπως ο Dean Parks και ο Larry Carlton, αλλά πάντα με καλούσαν πολύ για να ηχογραφήσω στους δίσκους τους, αλλά πάντα ήμουν ήδη κλεισμένος, οπότε μ’ έπαιρναν τηλέφωνο: «Έι Lee, τι κάνεις απόψε;» ή «Τι κάνεις αύριο;» και έλεγα: «Θεέ μου, λυπάμαι πολύ, μακάρι να μπορούσα να έρθω να ηχογραφήσω μαζί σας, αλλά είμαι ήδη κλεισμένος», γιατί εκείνη την εποχή κάναμε τρεις ηχογραφήσεις την ημέρα, μερικές φορές επτά μέρες την βδομάδα. Έτσι, όταν κατάφερα να παίξω στο “Deacon Blues” στο album “Aja”, σ’ έβαζαν να κάνεις overdub και overdub και overdub και κρατούσαν όλα τα μέρη και μετά το ενορχήστρωναν και το εξέταζαν σχολαστικά. Δεν ήξερες αν είσαι στον δίσκο μέχρι να βγει ο δίσκος (γέλια). Λοιπόν, θυμάμαι μια ηχογράφηση με τον David Foster (πλήκτρα), τον Michael Omartian (πλήκτρα), τον Jay Graydon (κιθάρα), τον Dean Parks και εμένα, ήμασταν όλοι μαζί σε μια μεγάλη ηχογράφηση και το “Aja” μόλις είχε βγει και όλοι ρωτούσαν: «Εσύ τα κατάφερες; Είσαι στο δίσκο;» (γέλια) Πολύ αστείο. Έκαναν όμως απίστευτους δίσκους και μέχρι σήμερα, τα τραγούδια είναι υπέροχα, οι στίχοι είναι υπέροχοι, η παραγωγή είναι εξαιρετική. Είμαι μεγάλος οπαδός.

 

Πόσο αντίκτυπο είχαν σε σας τα μαθήματα κιθάρας που κάνατε με τον Joe Pass και τον Barney Kessel;

Ο πραγματικός αντίκτυπος ήταν από έναν τύπο που λεγόταν Duke Miller που μου έμαθε όλα όσα ξέρω για την κιθάρα, αλλά ο Joe Pass ήταν ένας από τους αγαπημένους μου κιθαρίστες όλων των εποχών. Έτσι, ο πατέρας μου του τηλεφώνησε μια μέρα, νομίζω ότι ήμουν περίπου 16 ετών, και βρήκε τον αριθμό του Joe Pass από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Εκείνες τις μέρες είχαμε αυτούς τους μεγάλους τηλεφωνικούς καταλόγους και το ιταλικό του όνομα (σ.σ: Passalacqua) ήταν στον τηλεφωνικό κατάλογο και ο μπαμπάς μου τον βρήκε και του είπε: «Έχω έναν πολύ ταλαντούχο γιο, μπορεί να κάνει ένα μάθημα κιθάρας μαζί σας;» Ο πατέρας μου δεν ήταν ντροπαλός. Έτσι, πήγαμε οδικώς στην κοιλάδα του San Fernando, που ήταν πολύ μακριά από το σπίτι μας και ο Joe είχε τον χώρο του πίσω από το γκαράζ του. Είχε ένα μικρό δωμάτιο μουσικής, ένα ξεχωριστό δωμάτιο μετά το γκαράζ. Έτσι, μπήκα εκεί και ο Joe ήταν πάντα σκληρή προσωπικότητα, Ιταλός. Είπε: «Λοιπόν, παιδί, παίξε μου κάτι» και είμαι πολύ νευρικός. Πολύ νευρικός. Προσπαθώ να σκεφτώ ακριβώς πόσο χρονών ήμουν. Μπορεί να ήμουν 14, 15 ή 16, κάπου εκεί γύρω. Του έπαιξα μερικά πράγματα και μετά ο Joe λέει: «Λοιπόν, τι θέλεις να μάθεις από μένα;» και είπα: «Θέλω να μάθω πώς να παίζω jazz όπως εσείς, κύριε Pass». Είπε: «Χμ, εντάξει. Λοιπόν, όταν παίζω αυτή τη μινόρε συγχορδία 7ης και πηγαίνω στην συγχορδία 5ης  και μετά πηγαίνω στη πρώτη συγχορδία, μερικές φορές κάνω αυτή την κλίμακα και μερικές φορές και μετά θα κάνω αυτή την αλλαγή και μετά θα κάνω αυτό το arpeggio και αυτή την κλίμακα». Παίζει όλα τα πράγματα και ακούω και είπα: «Με συγχωρείτε, κύριε Pass, αλλά δεν μου μοιάζει ποτέ όταν ακούω το παίξιμό σας και τους δίσκους σας, ότι ακούγεται σαν να παίζετε κλίμακες» και είπε: «Ω, όχι, έτσι το εξηγώ. Δεν το σκέφτομαι έτσι. Να σου πω, θα παίξω κάτι, αν σου αρέσει κάτι, σταμάτα με και θα σου το δείξω» (γέλια). Έτσι, αυτό ήταν το μάθημα και η αλήθεια του πράγματος είναι ότι ο Joe μεγάλωσε παίζοντας με το αυτί. Επηρεάστηκε από όλους αυτούς τους μεγάλους μουσικούς της jazz και ανέπτυξε αυτό το απίστευτο αυτί και μπορούσε να αντιγράψει τον Charlie Parker ή τον Dizzy Gillespie ή τον Bill Evans, όποιον άκουγε και είχε αυτή την υπέροχη αίσθηση στην κιθάρα και φυσικά είχε το δικό του στυλ. Έτσι, δεν έμαθα ποτέ να παίζω όπως ο Joe Pass, αλλά σίγουρα μ’ άρεσε να δουλεύω μαζί του.

 

Είστε ο μόνος σπουδαίος jazz κιθαρίστας που δεν έχει παίξει ακόμα στην Ελλάδα. Είναι πιθανόν να παίξετε σύντομα στην Ελλάδα;

Φίλε, έχω καθυστερήσει. Ελπίζω κάποια μέρα, πριν γεράσω πολύ (γέλια).

 

Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Lee Ritenour.

Παραγγείλτε το “Dreamcatcher” album από εδώ: https://lnk.to/LeeRitenour

Official Lee Ritenour website: https://leeritenour.com/

Official Lee Ritenour Facebook page: https://www.facebook.com/LeeRitenourMusic/

- Advertisement -

Latest articles

Related articles

Μετάβαση στο περιεχόμενο