HIT CHANNEL ΑΠΟΚΛΕΙΣΙΤΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Απρίλιος 2024. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν θρυλικό μουσικό: τον David Jackson ή Jaxon. Είναι περισσότερο γνωστός ως ο σαξοφωνίστας και φλαουτίστας των πρωτοπόρων του progressive rock Van der Graaf Generator την δεκαετία του ‘70, ηχογραφώντας μαζί τους μνημειώδη albums όπως τα “H to He, Who Am the Only One” (1970), “Pawn Hearts” (1971) και “Still Life” (1976). Έχει παίξει επίσης με το ιδρυτικό μέλος των Van der Graaf Generator, Judge Smith, τους Peter Gabriel, David Cross, Fish, Osanna, Le Orme, Alex Carpani Band, Karperkar’s Constant, Jakko Jakszyk και άλλους. Το Φεβρουάριο, κυκλοφόρησε το πιο πρόσφατο studio album του “Keep Your Lane” σε συνεργασία με τον René van Commenée. Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:
Χρόνια πολλά για χθες (15 Απριλίου)! Κάνατε πάρτι;
Όχι (γέλια), δεν έκανα! Σε αυτή την περίσταση, ήμουν μόνο με τη γυναίκα μου και την κόρη μου, αλλά το Σαββατοκύριακο κάναμε ένα μεγάλο οικογενειακό πάρτι. Έτσι, κάναμε πάρτι λίγο πριν τα γενέθλιά μου.
Είστε ικανοποιημένος με την ανταπόκριση που λάβατε μέχρι τώρα για το album “Keep Your Lane” με τον René van Commenée (drums, κρουστά, synths);
Είμαι πολύ ικανοποιημένος με τις κριτικές και τα σχόλια που κάνει ο κόσμος. Είναι πράγματι πολύ καλά και είχαμε πολλές κριτικές 4 και 5 αστέρων που είναι φανταστικό.
Το “Waving at Strangers” είναι πολύ κινηματογραφικό. Τι σας ενέπνευσε να το γράψετε;
Λοιπόν, χαίρομαι που σ’ αρέσει το τραγούδι. Ήταν μια κασέτα. Έχω έναν παλιό φίλο που ονομάζεται Andrew Keeling που είναι κιθαρίστας και συνθέτης με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους King Crimson. Γράφει βιβλία για τους King Crimson, αλλά του αρέσουν και οι Van der Graaf. Έχει ένα συγκρότημα που ονομάζεται The Gong Farmers και μου ζήτησε να παίξω στους δίσκους τους, αλλά μια μέρα είπε: «Έχω αυτό το παλιό κομμάτι. Δεν ξέρω τι να το κάνω. Είναι μόνο το μέρος της κιθάρας». Είπα: «Θα τ’ ακούσω. Λατρεύω τις ιδέες σου», έτσι ανέπτυξα αυτή τη μελωδία. Είπε: «Συγγνώμη, δεν μπορώ να σου στείλω τα masters γιατί ήταν μια ηχογράφηση που χάθηκε. Έχω απλώς αυτή τη μίξη». Έτσι, ο René κι εγώ δουλέψαμε για να βγάλουμε έναν πολύ καλό ήχο και μετά προσθέσαμε πολλά πράγματα σ’ αυτό. Ο αρχικός συνθέτης μόνο για το μέρος της κιθάρας ήταν ο Andrew Keeling, αυτή η συνεργασία, αλλά ήταν πολύ όμορφη.
Το “Garden Shed” είναι φόρος τιμής στον Clive Jones (σαξόφωνο, φλάουτο) από τους Black Widow. Ποια είναι η ιστορία πίσω από αυτό το τραγούδι;
Κατά τύχη, είναι άλλη μία ιδέα του Andrew Keeling. Είχε μερικές μουσικές ιδέες και μερικούς πολύ καλούς στίχους από τον Clive Jones. Αυτό ήταν πολύ καιρό πριν από το 2014 όταν πέθανε ο Clive. Και πάλι, ο Andrew μοιάζει λίγο με μένα: Κρατάει ιδέες που είναι μισοτελειωμένες σ’ ένα κουτί και μερικές φορές τις κοιτάζει κι εγώ είμαι το ίδιο. Είχε αυτή την ιδέα και είπε: «Έχω αυτή τη μελωδία. Τι νομίζεις;» Έτσι, του παρουσίασα μερικές ιδέες και τις παρουσίασε στον Clive, αλλά μέσα σε λίγους μήνες, ο Clive ήταν πολύ άρρωστος και πέθανε. Έτσι, δεν έγινε τίποτα. Δέκα χρόνια αργότερα, αποφάσισα να πάρω αυτή την ιδέα από τον Clive και τον Andrew και να την αποσυναρμολογήσω ολόκληρη και να την ξαναφτιάξω με τον René. Η ακολουθία των συγχορδιών από τον Andrew Keeling ήταν τόσο ενδιαφέρουσα και οι στίχοι και η ιστορία του άντρα με την αποθήκη, όπου τα πάντα στην ιδιωτική του ζωή ζουν στην αποθήκη και αυτή είναι η απόδρασή του από την πραγματικότητα έγιναν ένα πολύ αστείο κομμάτι. Έτσι, ο René και εγώ προσπαθήσαμε να το κάνουμε πολύ αστείο και περίεργο με τη ακολουθία των συγχορδιών. Στην πραγματικότητα ήταν απλώς φαντασία, απλώς ασυνήθιστες ιδέες και συνεχίσαμε να προσθέτουμε πράγματα και να προσθέτουμε πράγματα. Περάσαμε πολύ καλά.
Πώς σας ήρθε η ιδέα να ξαναδουλέψετε το “Pioneers Over c” (από το “H to He, Who Am the Only One” των Van der Graaf Generator -1970) με τον Colin Edwin (Porcupine Tree) στο μπάσο;
Σωστά. Για πάρα πολλά χρόνια, λάτρευα το κομμάτι “Pioneers Over c” που έγραψα με τον Peter Hammill (φωνή, κιθάρα, πιάνο) τις πολύ-πολύ πρώτες μέρες που μέναμε μαζί σε ένα διαμέρισμα, σε μια γκαρσονιέρα και μοιραζόμασταν ιδέες. Το “Pioneers” πάει πολύ πίσω στο 1970 και οι Van der Graaf έκαναν τελικά μια βερσιόν του, που μ’ άρεσε, αλλά ήταν πολύ δύσκολη μουσική, πολύ δύσκολη να την παίξεις live, οπότε ξεχάστηκε. Υπήρχε ένα project που λεγόταν “Vital” (1978), ένα live album και όλοι όσοι είχαν ήταν στους Van der Graaf, ξαναβρέθηκαν μαζί για να κάνουν αυτόν τον live δίσκο που ονομάστηκε “Vital” και κάποιος είπε: «Ας παίξουμε το “Pioneers Over c”» . Έτσι, παίξαμε το “Pioneers Over c” στο Marquee Club του Λονδίνου, αλλά υπήρχε πρόβλημα με την ηχογράφηση και τα κανάλια του σαξοφώνου δεν ηχογραφήθηκαν. Λοιπόν, ένιωσα λίγο λυπημένος που όλα αυτά τα χρόνια περίμενα ένα live “Pioneers” και μετά ο ήχος μου δεν ήταν σωστός. Ο Guy Evans (drums) έκανε εξαιρετική δουλειά γιατί κατάφερε να σώσει τα μέρη του σαξοφώνου από τα μικρόφωνα των φωνητικών και από τη διαρροή των άλλων μίξεων -το αποκαλούμε «διαρροή» (σ.σ: spill) – αλλά ήμουν λίγο ενοχλημένος και ένιωσα ότι χρειαζόμουν άλλη μια προσπάθεια στο “Pioneers” για να μπορέσω να το κάνω όπως ακριβώς θέλω να το κάνω. Τότε ο René είπε: «Ναι, ας το κάνουμε, αλλά χρειαζόμαστε έναν καλό μπασίστα. Λατρεύω τον Colin Edwin» και είπα: «Λατρεύω τον Colin Edwin και δούλεψα στον δίσκο του που λέγεται ‘Twinscapes’» (2014). Έτσι, του τηλεφώνησα και του είπα: «Θα παίξεις στον δίσκο μας;» και είπε: «Παρακαλώ αφήστε με, θέλω να παίξω σ’ αυτό. Αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα μουσική και την ξέρω από πολύ παλιά». Μετά έπαιξε, αλλά είναι πάρα πολύ δημιουργικός και μας έδωσε όχι ένα μόνο μπάσο, αλλά πολλά μέρη μπάσου και πολλές ιδέες. Έτσι, ο René τα μίξαρε όλα μαζί όπως μίξαρε όλα τα μέρη του σαξοφώνου, του φλάουτου, της σφυρίχτρας και του synth. Ήταν πραγματικά σαν ένα τεράστιο κολάζ ιδεών, αλλά το πλαίσιο για το όλο πράγμα ήταν οι στίχοι και η πρωτότυπη μουσική. Ακούσαμε την πρωτότυπη μουσική μόνο μια φορά και είπαμε: «Σωστά. Ξαναξεκινάμε» και έτσι το κάναμε. Χρειάστηκαν πάρα πολλές μέρες, όχι, μήνες, νομίζω, αλλά δουλεύαμε κατά το lockdown, οπότε δεν υπήρχε βιασύνη.
Το “Felona” ανάγεται στο 1973 όταν εσείς και ο Peter Hammill δουλέψατε μερικές ιδέες για την αγγλόφωνη έκδοση του album “Felona e Sorona” των Le Orme. Πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτό;
Ναι, φυσικά και θα πω. Οι Le Orme και οι Van der Graaf το 1972 ήταν δύο από τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα στην Ιταλία. Εκείνη την εποχή ήταν δημοφιλής μουσική. Ήταν είτε οι Van der Graaf Generator είτε οι Le Orme είτε οι Banco (σ.σ: Banco del Mutual Soccorso) είτε οι PFM (σ.σ: Premiata Forneria Marconi), όλοι ανταγωνίζονταν για το #1 στα chart. Η μεγάλη τους επιτυχία ονομαζόταν “Collage” επίσης από τον δίσκο “Collage” (1971) και έκαναν έναν νέο δίσκο που λεγόταν “Felona e Sorona” και η δισκογραφική τους εταιρεία είπε στον Peter: «Ας κάνουμε μια αγγλική έκδοση γιατί οι Le Orme πρέπει να έρθουν στην Αγγλία και να γίνουν μεγάλοι και στην Αγγλία επίσης» γιατί είναι πάρα πολύ μουσικοί, έχουν υπέροχη μουσική και υπέροχα τραγούδια. Έτσι, ο Peter πήρε τη μουσική και δούλεψε σ’ αυτή. Μου έστειλαν τη μουσική στα ιταλικά, μια κόπια του LP τους και μου είπαν: «Θα συμμετέχεις και θα προσθέσεις μερικά σαξόφωνα;», έτσι θα έκαναν μια μεγάλη επιτυχία οι Le Orme, το οποίο θα ήταν μια αγγλική έκδοση του “Felona e Sorona” και να προσθέσουν φλάουτο και σαξόφωνο από τον David Jackson. Αυτό που συνέβη ήταν ότι ήμασταν πάρα πολύ απασχολημένοι. Ο Peter έκανε τους αγγλικούς στίχους και στο τέλος είπαν: «Θα το τραγουδήσεις, παρακαλώ;» γιατί ο τραγουδιστής τους Aldo Tagliapietra (μπάσο, κιθάρα) ζήτησε από τον Peter να τραγουδήσει χρησιμοποιώντας τη φωνή του, αλλά μετά αποφάσισαν: «Ω, καλά, ίσως δεν χρειαζόμαστε το σαξόφωνο και το φλάουτο τώρα και δεν υπάρχει χρόνος, ο David περιοδεύει, ας τ’ αφήσουμε», οπότε ήμουν πάρα πολύ απογοητευμένος, όπως μπορείς να φανταστείς, είχα κάνει προετοιμασία. Ιδιαίτερα το “Felona” ήταν ένα πολύ γλυκό τραγούδι για φλάουτα, σαξόφωνα και το νέο μου sopranino σαξόφωνο, οπότε άρχισα να το δουλεύω. Αυτό που συνέβη ήταν: Υπήρχε μια γέφυρα μεταξύ του 1973 και πριν από δύο χρόνια όταν ξεκίνησα αυτό το album και η γέφυρα ήταν δύο συναυλίες που έκανα με τον Aldo Tagliapietra: Η μία ήταν στην Ιταλία στο Fasano Festival και η άλλη ήταν μια μεγάλη συναυλία στην Πόλη του Μεξικού με τον Aldo και το καταπληκτικό νεανικό του συγκρότημα. Επειδή έπαιξα όλη τη μουσική ξανά live και την πρόβαρα με το συγκρότημα, σκέφτηκα: «Έλα, θα κάνω τώρα τη δική μου βερσιόν του “Felona” και ας το κάνουμε». Έτσι, αποφάσισα να κάνω μια εκτέλεση του “Felona” και ο René τη λάτρεψε. Είπε: «Ναι, θα κάνω μερικά ενδιαφέροντα κρουστά και θα προσθέσω κάποια εφέ και λίγη αρμονία». Έβαλε επίσης κάποια αρμονία σ’ αυτό. Έτσι, και πάλι, ήταν ένα πολύ δημιουργικό project για τον René και εμένα κατά τη διάρκεια του lockdown.
Υπάρχουν άλλα project με τα οποία ασχολείστε αυτή τη στιγμή;
Λοιπόν, ναι. Αυτή την άνοιξη (σ.σ: του 2024), δουλεύω πάνω σε πολλά projects. Το πιο επείγον για μένα τώρα είναι ένας νέος δίσκος της Dorie Jackson, της κόρης μου. Κάνει ένα νέο LP με τους μουσικούς των Karpekar’s Constant, που είναι ένα συγκρότημα που αγαπώ πολύ, έχω παίξει πολλές συναυλίες και έχω παίξει σε όλους τους δίσκους τους, αλλά τώρα γράφουν ένα folk album μόνο για την Dorie και παίζω κάποιο φλάουτο και κάποιες σφυρίχτρες, μερικά ήπια μέρη, όχι μεγάλα μέρη σαξόφωνου. Έτσι, δουλεύω στο νέο LP και CD της Dorie και δουλεύω σ’ ένα νέο project με τον Judge Smith. Ο Judge Smith ήταν το ιδρυτικό μέλος (σ.σ: drummer και τραγουδιστής) των Van der Graaf Generator και έχω δουλέψει μαζί του για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, μεταξύ 50 και 60 χρόνια και αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον project που ονομάζεται “The Overstayer”. Αφορά ανθρώπους που έρχονται σε χώρες για να ξεφύγουν από προβλήματα και μετά τους διώχνουν, δεν μπορούν να μείνουν στη χώρα στην οποία θέλουν να είναι και πρέπει να είναι. Είναι το καθημερινό πρόβλημα με το οποίο ζούμε σήμερα και είμαι σίγουρος ότι το γνωρίζετε στην Ελλάδα με ανθρώπους που έρχονται στην Ελλάδα με βάρκες, έχουμε ανθρώπους που έρχονται στην Αγγλία με βάρκες και αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ ταλαντούχοι: Γιατροί, δάσκαλοι, κάθε λογής δημιουργικοί άνθρωποι και μετά πρέπει να τους διώξουμε. Έτσι, ο Judge έχει γράψει ένα πολύ ενδιαφέρον project γι’ αυτό που ονομάζεται “The Overstayer”. Ξέρεις, πώς βοηθάμε αυτούς τους ανθρώπους με τα μεγάλα προβλήματα; Δεν χρειάζεται να διώξουμε τους πάντες. Χρειαζόμαστε ανθρώπους, πρέπει να βοηθήσουμε τους ανθρώπους. Αυτός είναι αυτός ο δίσκος. Έχω άλλα δύο project: Ένα project με έναν τύπο στην California που ονομάζεται Don Falcone, δουλεύω γι’ αυτόν. Δουλεύω για έναν τύπο που ονομάζεται Clint Bahr στη Νέα Υόρκη. Και οι δύο αυτοί καλλιτέχνες εμφανίζονται στην ιστοσελίδα μου ως άνθρωποι με τους οποίους έχω συνεργαστεί στο παρελθόν και έχω επίσης κάποιες συναυλίες που αναμένονται στην Ιταλία με ιταλικά συγκροτήματα γιατί πάντα δουλεύω με ιταλικά συγκροτήματα. Μόλις επέστρεψα από τη Γερμανία με τους Alex Carpani Band, και ήταν ένα ιδιαίτερο project με τρεις σαξοφωνίστες (σ.σ: ο ίδιος, ο Theo Travis και ο Alessio Alberghini) που είναι εκπληκτικό. Είναι όνειρο για μένα να παίζω με άλλους σαξοφωνίστες γιατί πάντα γράφω τόσα πολλά μέρη σαξόφωνου. Για πρώτη φορά μπορώ ν’ ακούσω τις ιδέες μου live.
Λατρεύω πραγματικά το album “Another Day” (2018) που κάνατε με τον David Cross (King Crimson -βιολί). Μίλησα μαζί του, επίσης. Μίλησα μαζί του κατά το πρώτο lockdown.
Ω, αλήθεια;
Ναι. Αυτή τη στιγμή, απομαγνητοφωνώ μια συνέντευξη με τον Mel Collins (King Crimson, Camel, Roger Waters -σαξόφωνο). Είναι 62 λεπτά. Είμαι στο 42ο λεπτό.
Καταπληκτικός, καταπληκτικός μουσικός. Μεγάλος παίκτης! Σπουδαίος σαξοφωνίστας! Δουλεύει πολύ με έναν παλιό μου φίλο που ονομάζεται Jakko (σ.σ: Jakszyk – τραγουδιστής και κιθαρίστας των King Crimson).
Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε το μουσικό όραμα που είχατε σε αυτό το album, το “Another Day”;
Ναι, πολύ καλή ερώτηση. Ο David και εγώ πρωτογνωριστήκαμε το 2010 και δεν γνωριζόμασταν, αλλά γνωρίζαμε ο ένας για τον άλλον. Γνωρίζω τον David Cross και τη μεγάλη του φήμη και ήξερε για μένα και συναντηθήκαμε σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης: Υπήρχε ένα ιταλικό συγκρότημα που χρειαζόταν μερικούς μουσικούς για να παίξει μια συναυλία με έναν Αμερικανό μουσικό που λεγόταν Trey Gunn (σ.σ: μέλος των King Crimson από το 1994 έως 2003 -Chapman Stick, Warr κιθάρα), αλλά ο Trey Gunn δεν μπορούσε να έρθει. Έτσι, είπαν: «Εντάξει, ας πάρουμε τον David Jackson και ας πάρουμε τον David Cross για να συνοδεύσουν αυτό το ιταλικό συγκρότημα για να παίξει σ’ αυτό το μεγάλο festival στη Verona». Βρεθήκαμε, λοιπόν, στο αεροδρόμιο και αμέσως γίναμε φίλοι. Ήταν μια μαγική συνάντηση γιατί έχουμε την ίδια ηλικία, έχουμε παρόμοια ιστορία, αυτός με τους King Crimson κι εγώ με τους Van der Graaf. Είμαστε και οι δύο σολίστες. Υπήρχε μια μεγάλη τρύπα στο πρόγραμμα του festival στη Verona. Έτσι, ο David μου είπε: «Αυτοσχεδιάζεις;» και είπα: «Φυσικά, αυτοσχεδιάζω» και είπε: «Κι εγώ». Συζητήσαμε για ένα σχέδιο και έπρεπε να φτιάξουμε μισή ώρα επιπλέον μουσική για το πρόγραμμα. Έτσι, αποφασίσαμε απλώς να βγούμε στη σκηνή και να είμαστε πολύ αστείοι και πολύ δημιουργικοί και παίξαμε μόνο αυτοσχεδιασμούς για μισή ώρα και είχε μεγάλη επιτυχία και είπε: «Πρέπει να το ξανακάνουμε». Έτσι, από εκείνη τη μέρα σχεδόν κάθε λίγους μήνες συναντιόμασταν, αυτοσχεδιάζαμε και ηχογραφούσαμε τα πάντα και μετά από λίγους μήνες είχαμε ένα μεγάλο όγκο από ενδιαφέρουσα μουσική. Συνηθίζαμε να συναντιόμαστε και το αποκαλούσαμε “back compose”.
Βρίσκαμε έναν αυτοσχεδιασμό που ήταν πολύ δυνατός και τον αλλάζαμε και φτιάχναμε ένα κομμάτι και ίσως να προσθέταμε επιπλέον μέρη. Όταν ήταν πολύ δυνατό, το πηγαίναμε σε ένα καταπληκτικό rhythm section: Ο μπασίστας, ο Mick Paul, ο οποίος είναι ένας φανταστικός 6χορδος μπασίστας και ένας drummer ονόματι Craig Blundell (Steven Wilson, Steve Hackett), ο οποίος είναι πάρα πολύ δυνατός διάσημος drummer και πήγαμε στο studio και τους δώσαμε να παίξουν τους αυτοσχεδιασμούς, αλλά δεν κάναμε πρόβα. Ήταν μια πολύ δυνατή μέθοδος. Το μόνο πρόβλημα με το έργο ήταν ότι ο David Cross ήταν πάντα πολύ απασχολημένος και χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να ολοκληρωθεί ο δίσκος, γιατί είχε άλλη προτεραιότητα κι άλλη προτεραιότητα κι άλλη προτεραιότητα. Αλλά υπήρχε μια ειδική ευκαιρία σε αυτόν τον δίσκο επειδή υπήρχαν κάποια τεχνικά προβλήματα με τον ήχο και τα διαφορετικά studios, έτσι ρώτησα τον γιο μου, Jake Jackson (Mark Knopfler, Hans Zimmer, Howard Shore), ο οποίος είναι πολύ γνωστός και πολύ δυνατός μηχανικός ήχου/παραγωγός αν θα βοηθούσε στην επίλυση των προβλημάτων. Έτσι, πήρε το album με όλες τις ηχογραφήσεις και έκανε remaster κάποιο από τον ήχο των drums, ξανάπαιξε τους ήχους των drums με triggers, με εκπληκτική ικανότητα και τεχνολογία, έτσι, ακούγεται σαν να έγιναν όλα σε ένα studio, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι (γέλια). Έκανε ένα πάρα πολύ δυνατό album μ’ όλες τις ιδέες που είχαμε.
Απολαύσατε να κάνετε το “Prog Family” album με τους Osanna (ως Osanna Jackson -2008);
Φυσικά, το απόλαυσα αυτό. Ήταν πάρα πολύ ξεχωριστή στιγμή για μένα γιατί έπαιζα με τους Van der Graaf το 2005, επέστρεψα στην Ιταλία και το ιταλικό κοινό είπε: «Α, ο David είναι ζωντανός! Είναι ακόμα ζωντανός!» (γέλια) και το συγκρότημα Osanna είχε έναν manager, έναν πολύ καλό manager, τον Sergio Blue Sky και ο Sergio ήρθε να με δει και μου είπε: «Θα ‘θελες να παίξεις με τους Osanna γιατί οι Osanna θέλουν να κάνουν ένα album με το όνομα “Prog Family”; Θα ήθελαν να γίνεις μέλος του συγκροτήματος για το “Prog Family”. Δουλεύουν με τον David Cross και κάποιους άλλους ανθρώπους». Τώρα αυτό ήταν σύμπτωση γιατί συνέβη πριν γνωρίσω τον David Cross. Αυτό ήταν το 2008. Έτσι, είπα: «Α, τον David Cross;! Πολύ ενδιαφέρον”. Έτσι, πήγα στη Νάπολη και ηχογράφησα, νομίζω, 12 κομμάτια. Μου έστειλαν τη μουσική για να προετοιμαστώ. Ήταν πέντε πολύ δύσκολες μέρες σ’ ένα studio παίζοντας όλα αυτά τα πολύ δύσκολα κομμάτια, γιατί η μουσική των Osanna είναι πολύ ζόρικη, είναι δύσκολη, αλλά έκανα εξάσκηση σαν τρελός, έπαιξα στον δίσκο και ίσως ήπια πολύ καφέ (γέλια) . Έλεγαν: «Ο David κουράζεται, δώστε του άλλον έναν καφέ. Δώστε του “un altro caffè”. Αμέσως». Ήπια λοιπόν πολύ καφέ και έπαιξα στον δίσκο και αμέσως μετά οι Osanna είπαν: «Έλα, πάμε να περιοδεύσουμε». Έτσι, παίξαμε πάρα πολλές συναυλίες για τον Blue Sky και πήγαμε ακόμη και στην Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, το Μεξικό, πήγαμε σε πολλά μέρη με το “Prog Family”.
Πώς είναι να είστε rock star στην Ιταλία;
(Γέλια) Μπορώ να σου πω κάτι ακόμα για τους Osanna επειδή είναι πολύ ενδιαφέρον; Οι Osanna είχαν έναν πολύ σπουδαίο σαξοφωνίστα που τον έλεγαν Elio D’Anna και έχει σταματήσει να παίζει σαξόφωνο, αλλά ήμουν μεγάλη επιρροή του. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, αντέγραψε τα πολλαπλά σαξόφωνά μου: Ένα, δύο, τρία σαξόφωνα (σ.σ: που παίζονται ταυτόχρονα). Επειδή ήμουν πολύ διάσημος και rock star στην Ιταλία το 1972, ο Elio D’Anna από τους Osanna με αντέγραψε πραγματικά. Τότε, δεν το ήξερα αυτό, αλλά ο Lino (σ.σ: Vairetti -φωνητικά, ρυθμική κιθάρα) από τους Osanna μου είπε: «Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορείς να παίξεις τα μέρη των Osanna γιατί γράφτηκαν στο στυλ σου». Έτσι, όταν πήγα στους Osanna, υπήρχαν πολύ δύσκολα μέρη σαξοφώνου που άκουγα από παλιά και μετά τα ξαναδημιούργησα, αλλά μπόρεσα να τα παίξω πολύ γρήγορα και να παίξω τον αρχικό ήχο των Osanna, μόνο που το έκανα με τον τρόπο μου . Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, το να είμαι rock star ήταν αυτό που είχαν οι Osanna με τον Elio, αλλά ήθελαν και εμένα. Σου λέω, όταν πήγα στην Ιταλία το 1972 ήμουν στο πρωτοσέλιδο κάθε μουσικής εφημερίδας, ακόμη και τοπικών εφημερίδων. Παίζαμε σε μια πόλη και υπήρχε μια φωτογραφία μου, πάντα δική μου, με τα σαξόφωνα, κάτι που ήταν λίγο ενοχλητικό γιατί δεν είμαι εγώ ο τραγουδιστής και είχαμε έναν πάρα πολύ δυνατό τραγουδιστή. Αλλά υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα επειδή κάθε δισκογραφική εταιρεία ήθελε το “Theme One” να είναι το single, το οποίο ήταν ένα instrumental τραγούδι. Έτσι, για να πουλήσουν τον δίσκο έπρεπε να χρησιμοποιήσουν φωτογραφίες μου. Αλλά ήταν πολύ συνηθισμένο για εμάς να κάνουμε πολύ μεγάλες διαδρομές μεταξύ των ιταλικών πόλεων στις περιοδείες, αλλά μπορεί να έβγαινα από ένα αυτοκίνητο και να πήγαινα σ’ ένα καφέ για έναν καφέ στις 6 το πρωί και ο κόσμος φώναζε: “Jack-son! Jack-son! Jack-son!” και προσποιούμουν ότι δεν ήμουν εγώ (γέλια). Ήταν τρελό.
Περάσατε καλά παίζοντας με τον Peter Gabriel στο Reading Festival και στο Friars στο Aylesbury το 1979;
Πέρασα πάρα πολύ καλά! Υπήρξα μεγάλος θαυμαστής του Peter Gabriel, προφανώς, γιατί ήμασταν «αδέρφια» στη Charisma Records, αλλά όταν έγινε Peter Gabriel και όχι Genesis, έγραφε τόσο δυνατό υλικό. Μου ζήτησε το 1979 να έρθω να παίξω με το συγκρότημα, αλλά ήταν η Charisma, η δισκογραφική εταιρεία, που είπε: «Ο David μπορεί να παίξει. Χρειάζεσαι σαξόφωνο για μερικά απ’ αυτά τα τραγούδια. Χρειάζεσαι φλάουτο επίσης για το “Solsbury Hill” και άλλα τέτοια τραγούδια. Ο David μπορεί να το κάνει». Έτσι, πήγα να παίξω με το συγκρότημα και κάναμε πρόβες με το συγκρότημα για μια εβδομάδα, που ήταν η πιο ενδιαφέρουσα εμπειρία που είχα ποτέ, γιατί στο δωμάτιο ήταν ο Phil Collins (σ.σ: Genesis -drums), ο John Giblin (σ.σ: Kate Bush, Phil Collins, Simple Minds -μπάσο), ο Jo Partridge στην κιθάρα, πάρα πολύ εξαιρετικοί μουσικοί. Αλλά ήταν όλοι συνδεδεμένοι μεταξύ τους, είχαν όλοι συσκευές MIDI και ο Peter Gabriel ερχόταν μ’ έναν ρυθμό και μια μηχανή MIDI και όλοι «κατέβαζαν» αυτό το MIDI μέρος των drums, έβαζαν ακουστικά και άκουγαν και μετά άρχιζαν να παίζουν έναν πολύ πιασάρικο ρυθμό και ο Peter άρχιζε να παρουσιάζει τις συγχορδίες. Και να ‘σου το τραγούδι “Biko”, αυτός ο άνθρωπος (σ.σ: o Steve Biko, Νοτιοαφρικανός ακτιβιστής κατά του απαρτχάιντ που δολοφονήθηκε από την αστυνομία) βρίσκεται στις ειδήσεις, στο ραδιόφωνο, στις εφημερίδες, για τη Νότια Αφρική και ο Peter γράφει το τραγούδι του “Biko” κυριολεκτικά μπροστά σου.
Μετά παίξαμε όλα τα παλιά γνωστά τραγούδια, αλλά έκανα πολλή προετοιμασία και μου άρεσε να παίζω στο στυλ μου, με τον τρόπο μου, με το συγκρότημα και ήταν μια υπέροχη ευκαιρία. Αρκετά χρόνια αργότερα, ίσως και είκοσι χρόνια αργότερα, ένας φίλος στην Ιαπωνία μου έγραψε και μου είπε: «Βρήκα μια ηχογράφηση της συναυλίας, τη θέλεις;» Είπα: «Ναι», δεν ήξερα ότι υπήρχε ηχογράφηση, οπότε μου έστειλε από την Ιαπωνία μια ηχογράφηση που έγινε από το BBC της συναυλίας που έπαιξα με τον Peter Gabriel και ήταν μια πολύτιμη εμπειρία να ακούω πώς τα διπλά σαξόφωνά μου ταίριαζαν με τον Peter Gabriel. Πολύ διαφορετικός ήχος για τον Peter Gabriel αλλά ταίριαζε τότε. Νομίζω ότι ταίριαξε πολύ καλά στα τραγούδια και είναι λυπηρό που δεν μου το ξαναζήτησε. Ήμουν πολύ απασχολημένος όταν βγήκε ο δίσκος (σ.σ: “Peter Gabriel” ή “Melt” -1980). Είπε: «Είσαι διαθέσιμος;» και είπα: «Όχι, είμαι μακριά. Δεν μπορώ να παίξω», λοιπόν, κάποιος άλλος έπαιξε το σαξόφωνο που ήταν απογοητευτικό, αλλά αυτή είναι η ζωή. Μια πολύ περίεργη ιστορία, αλλά να προσθέσω σ’ αυτό, δούλευα στην Ιταλία με έναν πολύ σπουδαίο drummer που ονομάζεται Gigi Cavalli Cocchi και μιλούσε γι’ αυτή τη συναυλία του Peter Gabriel και είπε: «Ξέρεις, αυτή ήταν μια ξεχωριστή μέρα για μένα. Σε είδα να παίζεις με τον Peter Gabriel, αλλά πρέπει να σου πω ότι ήταν ο μήνας του μέλιτός μου» και του είπα: «Δεν θα το πιστέψεις, Gigi, αλλά μόλις έλαβα μια κασέτα από την Ιαπωνία. Θα ήθελες να ξανακούσεις αυτή τη συναυλία μετά από 20 χρόνια;» και έκλαψε, είπε: «Ναι! Ω, πόσο υπέροχο! Ήταν τόσο υπέροχες διακοπές γιατί ήμασταν παντρεμένοι μόλις δύο μέρες όταν άκουσα αυτή την συναυλία». Λοιπόν, αυτή είναι μια ωραία ιστορία.
Γιατί φύγατε από τους Van der Graaf Generator αμέσως μετά την επανένωση του 2005;
Δεν ήταν τόσο εύκολο για μένα εκείνη την εποχή, ήμουν πολύ απασχολημένος, είχα πολλές υποχρεώσεις και δεν περίμενα να διαρκέσει το συγκρότημα. Περίμενα να είναι πολύ σύντομο. Ξαφνικά, ήταν διαφορετικά και δεν ένιωθα άνετα με τον τρόπο που ήταν τα πράγματα. Δεν ήμουν στο ίδιο μήκος κύματος με όλους τους άλλους. Όλα ήταν πολύ άβολα για μένα τότε και αποφασίσαμε ότι αυτό ήταν. Δεν ήθελα να συνεχίσω και αποφάσισαν να συνεχίσουν οι τρεις τους μόνο (σ.σ: Peter Hammill, Guy Evans και Hugh Banton), αλλά ήταν μια πολύ πολυάσχολη περίοδος για μένα, είχα πολλές μεγάλες αναθέσεις για να γράψω μεγάλα έργα για θέατρα, για μεγάλες συναυλίες. Λοιπόν, ήμουν τόσο απασχολημένος και δεν περίμενα καθόλου ότι οι Van der Graaf θα συνεχίσουν. Λοιπόν, αυτό τελείωσε για μένα, βλέπεις.
Θυμάστε τον Robert Fripp να ηχογραφεί το “The Emperor in His War Room” (από το “H to He, Who Am the Only One” -1970);
Με μεγάλη λεπτομέρεια. Ηχογραφούσαμε αυτό το τραγούδι “The Emperor in His War Room“ και ο παραγωγός του δίσκου ήταν ένας άνθρωπος που λεγόταν John Anthony και είπε: «Έϊ, είναι υπέροχο, αλλά χρειαζόμαστε κάποια κιθάρα σ’ αυτό το κομμάτι. Γιατί δεν ρωτάμε τον Robert Fripp;» Έτσι, κάλεσαν τον Robert Fripp, ήρθε στο studio και το studio είχε ένα μεγάλο control room όπου μπορούσες να κοιτάζεις από ψηλά τους μουσικούς, αλλά ο Robert Fripp πήγε κάτω, αλλά δεν μπορούσαμε να τον βρούμε γιατί κρυβόταν σε μια γωνία, κάτω από το παράθυρο. Κάποιος λοιπόν κατέβηκε και είπε: «Είσαι καλά; και είπε: «Ναι, είμαι καλά εδώ». Έτσι, είπε: «Πού είναι ο ενισχυτής σου;» και έβαλε τον ενισχυτή του και έβαλε το μικρόφωνό του σ’ αυτόν τον ενισχυτή και δεν ήθελε να είμαστε μαζί του, είπε: «Φύγετε, φύγετε». Έστησαν το μικρόφωνο και είπαν στον Robert που είχε ακουστικά: «Θέλεις να ακούσεις το κομμάτι;» Είπε: «Ναι, παρακαλώ».
Έτσι, του στείλαμε το κομμάτι και έπαιξε μια καταπληκτική κιθάρα με το πρώτο take και κάναμε μια κουβέντα και είπαμε: «Τέλειο, Robert, ερχόμαστε και μιλάμε μαζί σου» γιατί συνήθως μιλάς στους μουσικούς για το τι θέλουν να κάνουν» Έτσι, κάποιος κατέβηκε κάτω, δεν μπορώ να θυμηθώ, μπορεί να ήμουν εγώ, δεν θυμάμαι ποιος κατέβηκε. Κάποιος κατέβηκε κάτω και ανακάλυψε ότι ο Robert έβαζε την κιθάρα του στη θήκη του και την είχε βγάλει από τον ενισχυτή και ήταν έτοιμος να φύγει και είπαμε: «Υπάρχει πρόβλημα, Robert;» και είπε: «Όχι. Το άκουσα, έπαιξα. Δεν το ηχογραφήσατε;» και ο John Anthony ήταν πολύ έμπειρος και είπε: «Μην ανησυχείτε, μην ανησυχείτε! Ο Robert πρέπει να φύγει. Ο Robert είναι πολύ απασχολημένος. Μην ανησυχείτε, το έχουμε. Το έχουμε!» Είπαμε λοιπόν: «Ευχαριστούμε, Robert, ήταν φανταστικό» και είπε: «Αντίο» και έφυγε. Έτσι, το παίξιμο της κιθάρας ήταν το πρώτο take. Δεν ήταν καν μια πρόβα, ήταν άμεσο. Αυτός είναι ο τρόπος του Robert Fripp: Δεν θέλει ν’ ακούει αυτό που παίζει. Θέλει απλώς να αντιδρά εντελώς ενστικτωδώς στη μουσική. Αυτό κάνει ο Robert Fripp.
Σπουδαία ιστορία! Είναι κολακευτικό που ο τραγουδιστής των Iron Maiden, Bruce Dickinson, είναι μεγάλος οπαδός του album “H to He, Who Am the Only One”;
Φυσικά, είναι κολακευτικό. Οποιοσδήποτε είναι πιο διάσημος από εμάς, λέμε «είναι χρυσόσκονη». Αν κάποιος πει ότι του αρέσουν οι Van der Graaf και το πει σε άλλους, είναι υπέροχο. Κάθε μουσικός που ξέρω έχει ανθρώπους που θαυμάζει. Μπορώ να σου πω πολλούς ανθρώπους, μουσικούς που θαυμάζω, αλλά αν πω τους ανθρώπους που θαυμάζω, ελπίζω ότι θα τους ακούσουν. Έτσι, νομίζω ότι άνθρωποι όπως ο Dickinson και άλλοι άνθρωποι, για παράδειγμα, ο Johnny Rotten (σ.σ: Sex Pistols, PiL -φωνητικά), αυτός λάτρευε τους Van der Graaf. Αρκετά γνωστά άτομα, συμπεριλαμβανομένου του David Bowie φυσικά, είπαν ότι τους άρεσαν οι Van der Graaf και ελπίζουμε ότι άλλοι άνθρωποι θα πουν: «Γιατί; Γιατί τους αρέσουν οι Van der Graaf; Α, ναι, είναι πολύ διαφορετικοί. Είναι πολύ πρωτότυποι, αλλά είναι πολύ παθιασμένοι, αυτό για το οποίο γράφουν, το πώς το ερμηνεύουν είναι παθιασμένο, είναι διαφορετικό, είναι έντονο, σου δίνει μια νέα οπτική για τη μουσική και μια νέα οπτική για τις ιστορίες για τις οποίες γράφουν».
Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να μας πείτε λίγα λόγια για το “A Plague of Lighthouse Keepers” (από το “Pawn Hearts” -1971) το οποίο συν-γράψατε;
Ναι, το συν-έγραψα, ακριβώς. Πιστεύω πολύ ακράδαντα ότι όλα ξεκινούν σαν ένας σπόρος που μεγαλώνει και ο σπόρος για το “Plague of Lighthouse Keepers” ήταν μια μουσική που έδειξα στον Peter Hammill. Έπαιζα πιάνο στον Peter. Δεν ήταν εύκολο να του δείξω τραγούδια στο σαξόφωνο, αν και του έδειξα riffs από διπλά πνευστά, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση, του έδειξα αυτή την πολύ μεγάλη μελωδία που είχα και έγινε το φινάλε του “Plague of Lighthouse Keepers”. Ο Peter ενθουσιάστηκε πολύ μ’ αυτή τη μελωδία και έμαθε πώς να την παίζει. Η ιδέα μου για αυτή τη μελωδία είναι ότι αλλάζει κλειδί κάθε φορά αφότου γίνει δυνατή και σταθερή, στο τέλος αυτής της μελωδίας, θ’ αλλάζει κλειδί κάθε φορά όλο και προς τα πάνω. Είπα: «Είναι λίγο δύσκολο να το κάνω αυτό και δεν μπορώ να το παίξω γιατί είναι πολύ τεχνικό, πολύ δύσκολο, αλλά θα σου ζητήσω: Αν σ’ αρέσει αυτό το κομμάτι ας πάρουμε λίγη βοήθεια από τον Hugh (σ.σ: Banton -Hammond) σ’ αυτό, για να μπορέσουμε να το κάνουμε να εξελίσσεται και να αλλάζει και να κλιμακώνεται όλο και περισσότερο».
Του άρεσε αυτή η ιδέα αλλά την ξέχασα εκείνη τη μέρα και ίσως ένα χρόνο αργότερα ο Peter είπε: «Ω, κοίτα, έχω αυτές τις νέες ιδέες για το νέο δίσκο», που ήταν ένα διπλό album, που έγινε γνωστό ως “Pawn Hearts”. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πάνω σ’ αυτό το κομμάτι και είπε: «Ονομάζεται “A Plague of Lighthouse Keepers”» και υπάρχουν πάρα πολλά διαφορετικά μέρη, αλλά το φινάλε είναι αυτή η μελωδία που δουλέψαμε πριν από περίπου ένα χρόνο. Στη συνέχεια, φυσικά, κατά τη δημιουργία του “Plague of Lighthouse Keepers”, πρόσθεσα μερικές ακόμη ιδέες και το ίδιο έκανε ο Hugh και ο Guy, οπότε ήταν σε μεγάλο βαθμό μια συνεργασία το να γράψουμε αυτό το μουσικό κομμάτι, το “A Plague of Lighthouse Keepers”. Και πάλι, λίγο σαν το τραγούδι “Pioneers” ήταν δύσκολο να το παίξεις live επειδή υπήρχαν τόσα πολλά μέρη και υπήρχαν πολλές επικαλύψεις: Το ένα τμήμα επικαλύπτει το άλλο, πολλές μουσικές τεχνικές στις οποίες ήμασταν πρωτοπόροι εκείνη την εποχή. Προσπαθούσαμε να παίξουμε με πολύ διαφορετικό τρόπο live και ήταν δύσκολο, ειδικά καθώς ήμασταν μόνο τέσσερις τότε.
Σας αρέσει η βερσιόν του “The Plague of Lighthouse Keepers” που κάνατε για τη βελγική τηλεόραση;
Ναι φυσικά. Ναι, είναι η μόνη βερσιόν που έχω παίξει του “Lighthouse Keepers” και επειδή το κινηματογραφούσαν, μπορούσαμε να σταματάμε και να ξεκινάμε. Ήταν ένα αστείο γύρισμα γιατί δεν ξέραμε ότι έπρεπε να το κάνουμε μέχρι να φτάσουμε εκεί. Θυμάμαι: «Εντάξει, θα κάνουμε το “Theme One” και μετά είπαν: «Αλλά θα κάνετε το “Lighthouse Keepers”, έτσι δεν είναι;» και είπαμε: «Τι;!» και είπαν: «Ναι, αυτή είναι η συμφωνία, αυτό κλείσαμε». «Α εντάξει. Μπορούμε να έχουμε μια ώρα να το ετοιμάσουμε;» (γέλια) Το ετοιμάσαμε λοιπόν και ενώ ετοιμάζαμε τη μουσική, άναβαν κεριά και έφτιαχναν το σκηνικό του γυρίσματος. Ήταν πολύ διασκεδαστικό να το κάνω γιατί για μένα ήταν φιλοδοξία μιας ολόκληρης ζωής να παίξω το “Lighthouse Keepers”, γιατί υπήρχαν τόσο υπέροχες μουσικές ιδέες σ’ αυτό και υπέροχες μελωδίες και μια υπέροχη ιστορία, επίσης. Πίστευα ότι θα ήταν ένα από τα καλύτερα πράγματα που θα μπορούσαμε να παίξουμε ποτέ, αλλά το κάναμε μόνο μία φορά. Δεν το κάναμε ποτέ live μαζί με μένα στο συγκρότημα, ούτως ή άλλως.
Η διασκευή των Van der Graaf Generator στο “Theme One” (από το “Pawn Hearts” -1971) του George Martin είναι μία από τις καλύτερες όλων των εποχών. Πώς αποφασίσατε να διασκευάσετε αυτό το κομμάτι;
Λοιπόν, ήταν ένα αστείο, πραγματικά. Σου λέω, το 1967 το BBC αποφάσισε ότι το πειρατικό ραδιόφωνο ήταν πλέον τόσο δυνατό που κανείς δεν άκουγε BBC. Είχαν ένα πράγμα που ονομαζόταν «Ελαφρύ Πρόγραμμα», το “Home Service” και κλασική μουσική. Αλλά είπαν: «Όχι, θα έχουμε Radio 1, Radio 2, Radio 3, Radio 4», τώρα έχουν Radio 5 και Radio 6. Αλλά για να το κάνουν γνωστό σε όλους είπαν: «George Martin (σ.σ: παραγωγός των Beatles), γράψε μας μια καλή μελωδία για το Radio One και θα τ’ ονομάσουμε “Theme One”». Τότε, κάθε πρωί, κάθε μα κάθε πρωί στις 7 η ώρα το Radio One ξεκινούσε με την εκτέλεση του “Theme One” από τον George Martin και πολύ συχνά οι Van der Graaf Generator γύριζαν σπίτι από τη βόρεια Αγγλία μ’ αυτοκίνητο, συνήθως μ’ εμένα να οδηγώ και πάντα στις 7 η ώρα έβαζα το Radio One και ξυπνούσα αυτούς τους τύπους, γιατί κοιμόντουσαν όλοι και οδηγούσα πολύ γρήγορα. «Ελάτε, ας ακούσουμε το “Theme One”». Λοιπόν, μάθαμε το “Theme One” από το ραδιόφωνο. Υπήρχε μια μεγάλη εκδήλωση της Charisma στο Μόναχο στο Circus Krone, ένα μεγάλο τσίρκο.
Τέλος πάντων, όλη η δισκογραφική εταιρεία ήταν εκεί, όλα τα γερμανικά και διεθνή στελέχη της Charisma ήταν εκεί και ο Peter Hammill ήταν απασχολημένος σε μια συνέντευξη, αλλά απλώς δεν ήταν εκεί. Το υπόλοιπο συγκρότημα βρισκόταν εκεί και περίμενε και ο manager των Van der Graaf είπε: «Παίξτε κάτι, παίξτε κάτι. Όλοι είναι εδώ. Έρχεται ο Peter. Ο Peter θα έρθει σ’ ένα λεπτό. Απλά παίξτε κάτι». Λοιπόν, πάντα κάναμε για πλάκα εξάσκηση το “Theme One” στα soundchecks και στις πρόβες, οπότε το ξέραμε καλά, είχαμε μια ενορχήστρωσή του που μπορούσαμε να παίξουμε αμέσως. Έτσι, το παίξαμε στο Μόναχο και δεν υπήρχε κόσμος εκεί, ήταν στελέχη και είπαν: «Ω, αυτό είναι φανταστικό! Τι υπέροχη μελωδία! Τι είναι αυτό;» και είπαμε: «Λέγεται “Theme One” του George Martin» και είπαν: «Το θέλουμε αυτό στην Ευρώπη. Θέλουμε να το παίξετε. Ηχογραφήστε το! Ακούγεται φανταστικό». Έτσι, κυριολεκτικά, γυρίσαμε σπίτι, πήγαμε στο studio και ο Peter δεν εμφανίστηκε καν. Το ηχογραφήσαμε και ο John Anthony του έδωσε ένα πολύ ιδιαίτερο phasing εφέ και έγραψα μια cadenza (σ.σ: μέρος συνήθως στο τέλος ενός μουσικού έργου όπου ο σολίστας δείχνει τις ικανότητές του) στο τέλος του, το riff στα διπλά κρουστά «Ντά-τα/ ντι-τι-ντιτί/ ντιντί-τιρί/ ΝΤΑ-ΝΤΑ/ ντι-ντι-ντιντί-ντι». Έτσι, έγραψα αυτό και μέρη προστέθηκαν, κυριολεκτικά αυθόρμητα, έγινε πάρα πολύ γρήγορα. Η Charisma το κυκλοφόρησε και νομίζω ότι τα πήγε πάρα πολύ καλά σε κάθε χώρα, αλλά στην Ιταλία τρελάθηκαν με το “Theme One” και ήταν στο #1 για 17 εβδομάδες, απ’ όσο ξέρω.
Πόσο βοήθησε ο παραγωγός John Anthony στην επιτυχία των Van der Graaf Generator;
Νομίζω ότι ήταν αποφασιστικός, κατά κάποιο τρόπο, γιατί το μόνο είδος ηχογράφησης που ξέραμε εκείνη την εποχή ήταν κάτι που λεγόταν «κασετόφωνο» και πατούσες το κόκκινο κουμπί και μπορούσες να ηχογραφήσεις. Όταν πήγαινες σ’ ένα μεγάλο studio είχαν μια κονσόλα με πάρα πολλά κουμπιά πάνω της, είχαν πολλά μεγάλα μηχανήματα ηχογράφησης σ’ ένα άλλο δωμάτιο μ’ έναν tape operator, κάποιον που χειριζόταν τα μηχανήματα. Κανείς δεν είχε ιδέα πώς να ηχογραφήσει, ακόμη και πώς να βγάλει έναν ήχο. Αλλά ο John Anthony ήταν πολύ έμπειρος παραγωγός και οι μηχανικοί ήχου και οι tape operators εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολύ νέοι, αλλά μάθαιναν πολύ γρήγορα και υπήρχαν πολλοί πολύ καλοί μουσικοί που έμπαιναν και έβγαιναν από το studio πολύ γρήγορα. Θέλω να πω, μια ηχογράφηση που κάναμε για ένα συγκρότημα πριν από τους Van der Graaf, ένα συγκρότημα που λεγόταν Heebalob, δουλεύαμε στο studio και οι μηχανικοί ήχου είπαν: «Πηγαίνετε εκεί και παίξτε και θα σας ηχογραφήσουμε, παιδιά. Εντάξει;»
Μόνο αυτό έκανες και είπαμε: «Ποιος άλλος είναι εδώ;» και είπαν: «Ω ναι, ένας άνθρωπος που ονομάζεται Jimi Hendrix είναι εδώ. Μας έκανε έναν δίσκο που λέγεται “Are You Experienced”» (1967). Έτσι, κανείς δεν ηχογραφούσε τον εαυτό του, όλοι είχαν έναν παραγωγό. Ο John Anthony είχε επίσης πολλές πολύ καλές ιδέες. Μπορούσες να παίξεις κάτι και έλεγε: «Πήγαινε εκεί κάτω στο δωμάτιο και παίξ’ το και ας το ακούσουμε» και θα πρότεινε κάτι τέτοιο ή κάτι άλλο και μετά μας έλεγε πώς να το ηχογραφήσουμε. «Δεν χρειάζεται να έχουμε τη φωνή αυτή τη στιγμή. Χρειαζόμαστε μόνο το σαξόφωνο, το Hammond και τα drums ή το μπάσο και τα drums και το σαξόφωνο». Μας έμαθε πώς να ηχογραφούμε πράγματα και εκ των υστέρων πιστεύω ότι ίσως κάποια απ’ αυτά θα μπορούσαν να παιχτούν καλύτερα ή ίσως να ηχογραφηθούν καλύτερα, αλλά ο John Anthony αποτύπωσε το πνεύμα ή την ουσία εκείνης της στιγμής, εκείνης της ηχογράφησης. Πρέπει να ξέρεις ότι τα πράγματα γίνονταν πάρα πολύ γρήγορα. Ολόκληρο το “The Least We Can Do” (1970), που έγινε ένας πολύ επιτυχημένος δίσκος των Van der Graaf, ο πρώτος δίσκος στον οποίο ήμουν, ούτως ή άλλως, και βγήκε «album του μήνα», ηχογραφήθηκε σε τέσσερις ημέρες. Ήταν πάρα πολύ γρήγορο, πολύ συναρπαστικό, αλλά είχαμε κάποιον που ήταν πολύ έμπειρος να μας βοηθάει.
Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε το νόημα της φωτογραφίας στο εσωτερικό του “Pawn Hearts” με το συγκρότημα να κάνει τον ναζιστικό χαιρετισμό;
Ναι, είναι πολύ λυπηρό, πραγματικά. Εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή, ήταν πολύ δημοφιλές να δοκιμάζεις κάτι ψυχεδελικό, ήταν η εποχή του “Lucy in the Sky with Diamonds (σ.σ: τραγούδι των Beatles υποτίθεται για το LSD -στην πραγματικότητα δεν ήταν) και είχαμε έναν πάρα πολύ σπουδαίος φωτογράφο (σ.σ: Keith Morris -Marc Bolan, Led Zeppelin, Nick Drake) που έκανε πάρα πολλά διαφορετικά είδη φωτογραφιών και πραγματικά βαριόμασταν πολύ: «Ω Θεέ μου, όχι! Αυτό είναι χαζό!» και είπε: «Μην ανησυχείτε, όλα θα είναι ψυχεδελικά. Όλα θα είναι ψυχεδελικά, τα χρώματα θα είναι ροζ και περίεργα. Κάντε κάτι διαφορετικό!» και αρχίσαμε να μιλάμε για το άγαλμα στη Γερμανία σε μια πόλη που ονομάζεται Kaiserslautern και παίζαμε μια γερμανική περιοδεία το 1970 εκεί και θυμόμαστε να ξυπνάμε σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όπου ήμασταν όλοι μαζί, σε έναν μεγάλο κοιτώνα. Ανοίξαμε το παράθυρο το πρωί και υπήρχε αυτό το άγαλμα, ένα άγαλμα των Ναζί, που έμοιαζε ακριβώς έτσι. «Έι, φίλε, ας κάνουμε το Kaiserslautern» και κάναμε κυριολεκτικά αυτή την ηλίθια φωτογραφία και μετά την ξεχάσαμε. Όταν βγήκαν όλες οι φωτογραφίες, η δισκογραφική εταιρεία κοίταξε όλες τις φωτογραφίες και είπε: «Είναι ένα διπλό album, χρειαζόμαστε μια μεγάλη φωτογραφία». Αυτό είναι το σπίτι του manager και απ’ όλες τις φωτογραφίες και τα πορτρέτα, τίποτα δεν τους άρεσε, αυτό είναι το μόνο που τους άρεσε.
Εκείνη την εποχή η δισκογραφική εταιρεία αποφάσιζε τα πάντα. Τους άρεσε η φωτογραφία, είπαν: «Αυτή είναι πολύ δυνατή, είναι πολύ περίεργή. Οι άνθρωποι θα μιλάνε για αυτή», αλλά εξακολουθούν να την συζητούν και είναι λίγο ντροπιαστικό. Υπάρχει ένας άλλος λόγος για τη σημασία της και είχα γράψει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι, γιατί το “Pawn Hearts” σχεδιάστηκε για να γίνει διπλό album -σωστά- με τους Van der Graaf και στην συνέχεια με solo κομμάτια και το solo κομμάτι μου ήταν κάτι με το οποίο έγραψα με τον Peter Hammill και ήταν ένα μεγάλο αντιφασιστικό ανθεμικό κομμάτι για να προσπαθήσω να εξουδετερώσω τους Blackshirts (σ.σ: μελανοχίτωνες). Οι Blackshirts ήταν ένα πολύ δυνατό κίνημα εκείνη την εποχή, πολύ ρατσιστικό κίνημα και ήταν πολύ δυσάρεστο και είχα την ιδέα να γράψω κάτι κατά των Blackshirts και ο Peter συμφωνούσε με αυτό, το γεγονός ότι έγραψε μερικούς καταπληκτικούς στίχους για μένα. Δεν το κάναμε ποτέ τελικά. Δεν τελειώσαμε ποτέ την ηχογράφηση, γιατί ήμασταν πολύ απασχολημένοι και η δισκογραφική εταιρεία είπε: «Όχι, δεν είναι καλή ιδέα. Αυτά τα solo κομμάτια δεν πρόκειται να πουλήσουν. Είναι λίγο περίεργα». Όλα είναι πολύ περίεργα, για να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Είναι τέσσερα πολύ περίεργα μεγάλα κομμάτια, δεν είχαν τελειώσει και η δισκογραφική εταιρεία είπε: «Ας τ’ αφήσουμε όπως είναι και θα βάλουμε αυτή τη φωτογραφία στη μέση» και εκεί βρίσκεται τώρα. Είναι λίγο ενοχλητικό γιατί ακόμα προσπαθώ να το εξηγήσω στους ανθρώπους και είναι δύσκολο.
Παίξατε επίσης στο “The Silent Corner and the Empty Stage” του Peter Hammill (1974) και υπάρχει μια υπέροχη ιστορία με τον Randy California (Spirit -κιθάρα) να ηχογραφεί το “Red Shift”. Θα θέλατε να το μοιραστείτε μαζί μας;
Φυσικά, ναι (γέλια). Πραγματικά ρωτάς μερικά αστεία πράγματα. Ο Randy California ήρθε να παίξει στο “Red Shift” και η ηχογράφηση είχε σχεδόν τελειώσει και μετά ήρθε, έφτασε και είχε καταπληκτικές καουμπόικες μπότες, καταπληκτικά ρούχα και φαινόταν καταπληκτικός και είχε μαζί του μια τεράστια καφέ σακούλα και είχε μέσα στην ζώνη του ένα πάρα πολύ μεγάλο κυνηγητικό μαχαίρι, το οποίο είναι πολύ τρομακτικό, ξέρεις, είναι ένα πολύ δυνατό, μεγάλο μακρύ μαχαίρι. Έδειχνε λίγο -λέμε στα αγγλικά-
“under the weather” (σ.σ: άρρωστος), φαινόταν λίγο κουρασμένος, λίγο αδύναμος και είπε: «Απλώς πρέπει να ξεκουραστώ για λίγο» και μετά κάθισε στη μέση του control room και άνοιξε αυτή τη μεγάλη καφέ τσάντα και ήταν γεμάτη με τεράστια όμορφα λεμόνια και είπε: «Πρέπει να παίξετε;» Κανείς δεν έπρεπε να παίξει, έτσι απλώς έβαλε το λεμόνι στο τραπέζι, έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του και έκοψε το λεμόνι στη μέση, μετά έβαλε το λεμόνι στο στόμα του και έφαγε τα πάντα από το λεμόνι. Μετά, έφαγε το άλλο μισό και μετά συνέχιζε και συνέχιζε, τρώγοντας τα λεμόνια και όλοι σκέφτονταν: «Δεν μπορώ να το πιστέψω! Πώς μπορείς να τρως λεμόνια έτσι;» γιατί σ’ ανατριχιάζει, δεν μπορείς καν να το δεις και εμείς απλώς το είδαμε.
Αποδεικνύεται ότι τα λεμόνια είναι γεμάτα με πολύ συμπυκνωμένη βιταμίνη C και ο Randy California ήταν πολύ διάσημος για το ότι έπαιρνε πολλά ναρκωτικά εκείνη την εποχή και πιστεύαμε ότι ο μόνος τρόπος που μπορούσε να σταθεροποιήσει τον εαυτό του και το σώμα του ήταν δίνοντας στον εαυτό του τεράστιες ποσότητες βιταμίνης C, το οποίο κι έκανε. Μόλις σταθεροποιήθηκε, σηκώθηκε, πήρε την κιθάρα του και έπαιξε ένα καταπληκτικό κιθαριστικό μέρος και λίγο σαν τον Robert Fripp από νωρίτερα, μόλις το έκανε αυτό, πακέταρε την κιθάρα του, έβαλε το μαχαίρι του στη ζώνη του κι έφυγε και αυτό ήταν. Είναι σαν να έρχεται κάποιος από άλλο πλανήτη, παίζοντας καταπληκτική μουσική. Ένας άντρας με πολύ περίεργη εμφάνιση: Πολύ περίεργα ρούχα, ένα μεγάλο μαχαίρι και μια σακούλα λεμόνια και ο Peter ανέφερε κάτι για «ημισφαίρια λεμονιού» ή κάτι τέτοιο. Έγραψε μια ιστορία ή ένα τραγούδι γι’ αυτό, δεν μπορώ να θυμηθώ, αλλά ήταν μια πάρα πολύ εντυπωσιακή εμπειρία, λίγο σαν να παίζεις με τον Robert Fripp. Οι κιθαρίστες δεν ήταν μεγάλο μέρος των Van der Graaf μέχρι που ο ίδιος ο Peter άρχισε να παίζει κιθάρα, φυσικά, προφανώς, αργότερα αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει ο ηλεκτρικός κιθαρίστας στο συγκρότημα. Έτσι, αργότερα το έκανε αυτό μόνος του.
Πόσο σημαντικός είναι για εσάς ο αυτοσχεδιασμός;
Καλή ερώτηση. Είναι κάτι που έκανα από τότε που ήμουν πολύ μικρός. Θυμάμαι ότι έμαθα να παίζω μ’ ένα μικρό ξύλινο φλάουτο όταν ήμουν 5 χρονών και μόλις έμαθα να παίζω τραγούδια, προσπαθούσα να παίζω τα τραγούδια που ήξερα, που ήταν πολύ απλά παιδικά τραγούδια και ήταν πολύ καλές ασκήσεις γιατί έχουν όλο αυτό το θεμελιώδες διάστημα που χρησιμοποιούμε όπως στο “Twinkle, Twinkle” (σ.σ: “Little Star”), με πέμπτες και έκτες και ούτω καθεξής. Μόλις μάθεις τα διαστήματα και συνειδητοποιήσεις ότι θα μπορούσες να παίξεις σε διαφορετικά κλειδιά, για μένα, το επόμενο βήμα μου ήταν: «Ω, θέλω να φτιάξω τα δικά μου τραγούδια», οπότε δεν τ’ ονόμασα «αυτοσχεδιασμό», το ονόμασα «φτιάχνω τραγούδια» και αυτό είναι κάτι που πραγματικά έκανα σ’ όλη μου τη ζωή, ιδιαίτερα στα διπλά πνευστά. Μ’ αρέσει πολύ να παίζω διπλά πνευστά γιατί μου δίνει έναν πολύ δυνατό, δυναμικό ήχο και είναι αρκετά εύκολο για μένα να φτιάχνω ένα νέο τραγούδι κάθε μέρα και τόσα πολλά μέρη των Van der Graaf ή μέρη της δικής μου μουσικής ήταν κυριολεκτικά αυτοσχεδιαστικά όπως το τέλος του “Theme One” έχεις το: «Ντά-ντα/ ντι-ντι/ ντι-ντί/ ντιντί», το riff στα διπλά πνευστά και τόσα άλλα τέτοια. Υπάρχουν πολλά στον νέο μου δίσκο “Keep Your Lane”, πολλά αυτοσχέδια μέρη διπλών πνευστών που τελικά κατέληξαν ειδικά στο “Garden Shed” και ούτω καθεξής. Είναι απλώς αυτοσχεδιαστικά μέρη. Και πάλι, με τον David Cross, αυτός είναι αυτοσχεδιαστής, πάντα ήταν και πάντα θα είναι. Είναι απλώς ένα υπέροχο πράγμα να το κάνεις. Θέλω να πω, μελέτησα και ακολούθησα πάρα πολλούς μουσικούς της jazz που είναι δεξιοτέχνες του αυτοσχεδιασμού πολύ παραπάνω από εμένα, αλλά ενθάρρυναν το πνεύμα του αυτοσχεδιασμού, που πραγματικά προέρχεται από την jazz αλλά φυσικά, είναι στη folk μουσική, είναι σ’ όλες τις μορφές μουσικής και ήταν δημιουργικό και το απολαμβάνω και το λατρεύω. Μ’ αρέσει να το κάνω, ειδικά με άλλους ανθρώπους, επίσης, ώστε να μην ξέρεις τι έρχεται και να είσαι πραγματικά στα όρια της δημιουργικότητας.
Πόσο αντίκτυπο είχε ο Rahsaan Roland Kirk (σαξόφωνο) σε εσάς ως μουσικό;
Τεράστια επιρροή, πραγματικά, γιατί όταν εκείνη την εποχή ήταν τόσο διάσημος, πρέπει να ξέρεις ότι ήμουν σε ένα οικοτροφείο και η εμπειρία μου από δίσκους ήταν από το ραδιόφωνο, όταν άκουγα κρυφά ραδιόφωνο ή πήγαινα στην πόλη για να ψάξω στο δισκάδικο, οπότε αυτό ήταν όλο: Υπήρχε το ραδιόφωνο και υπήρχε το δισκάδικο. Λοιπόν, ο Roland Kirk ήταν στο ραδιόφωνο μ’ ένα τραγούδι που ονομάζεται “We Free Kings” (1962) και αυτό ήταν ένα υπέροχο κομμάτι. Πριν από αυτό, μ’ άρεσε το “Take Five” του Dave Brubeck. Ακολουθούσα πραγματικά τις επιτυχίες, αυτά ήταν επιτυχίες τότε. Και πάλι, ήταν πριν από το Radio One, ήταν ελαφριά μουσική, οπότε άκουγα το BBC, μπορεί να ήταν στο BBC ή μπορεί να ήταν στο Radio Luxembourg ή στο πειρατικό ραδιόφωνο που άκουγα όταν ήμουν νέος. Λοιπόν, άκουσα τη μουσική, αλλά είδα μια φωτογραφία αυτού του τύπου, του Roland Kirk, μ’ όλα τα σαξόφωνα γύρω από το λαιμό του. Δεν ήξερα καν τότε ότι ήταν τυφλός, ήταν μια αποκάλυψη ότι ο άνθρωπος ήταν τυφλός, ότι μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά και να μην μπορεί να δει. Εκείνη την εποχή είχα ένα σαξόφωνο, οπότε ήξερα ότι είναι αρκετά περίπλοκα, χρειάζονται φροντίδα και προσαρμογές.
Πώς μπορούσες να το κάνεις αυτό όταν είσαι τυφλός, πόσο μάλλον να παίζεις ένα, δύο, τρία (σ.σ: σαξόφωνα) ταυτόχρονα και να παίζεις αυτά τα καταπληκτικά τραγούδια; Αλλά νομίζω ότι αυτό που ήταν εκπληκτικά ξεχωριστό σ’ αυτόν ήταν το γεγονός ότι έκανε κάθε δίσκο να ακούγεται διαφορετικός και έβγαζε όλους αυτούς τους καταπληκτικούς ήχους από το σαξόφωνο. Έπειτα, νομίζω ότι μάλλον αυτό προσπάθησα να κάνω στην υπόλοιπη καριέρα μου, με ηλεκτρικά σαξόφωνα και ειδικά μ’ αυτά τα μεταγενέστερα albums. Θέλω να πω, έπαιξα εκατοντάδες και εκατοντάδες διαφορετικά μέρη με όσους διαφορετικούς ήχους μπορώ να δημιουργήσω. Για μένα, το σαξόφωνο είναι ένα από τα πιο δημιουργικά όργανα που υπάρχουν και είναι δεύτερο μετά τη φωνή. Όταν σκέφτεσαι την ανθρώπινη φωνή, είναι το πιο ποικιλόμορφο όργανο που γνωρίζουμε, από υψίφωνες (σ.σ: soparonos) μέχρι μπάσους (σ.σ: ή βαθύφωνους) και χορωδίες. Η ανθρώπινη φωνή είναι άπειρη στο τι μπορείς να κάνεις, αυτό είναι σχεδόν άπειρο και το μουσικό όργανο που είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη φωνή είναι το σαξόφωνο, κατά τη γνώμη μου, και ο Roland Kirk ήταν ο καλύτερος εκφραστής της διαφορετικότητας και της δημιουργικότητας με το σαξόφωνο και τεράστια έμπνευση και εξακολουθώ να εξερευνώ το έργο του μέχρι σήμερα. Έχω δει ακόμη και ταινία του τώρα που φυσικά δεν είχα δει ποτέ.
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον του progressive rock;
Υποθέτω ότι είμαι. Ελπίζω να μην πεθάνει. Μπορώ να σου δώσω ένα παράδειγμα γιατί είμαι αισιόδοξος και ιδιαίτερα στην Ιταλία. Είναι πολύ δυνατό στην Ιταλία. Θυμάμαι που έπαιζα με τους Osanna στη βόρεια Ιταλία και ένας άντρας με πλησίασε και τον κοιτούσα και σκέφτηκα: «Λοιπόν, κάτσε, πρέπει να είναι 60, ναι, είναι 60» και είπε: «Γεια, ήρθα για να σε δω, έκλεψα την μοτοσυκλέτα του πατέρα μου και ήρθα να σε δω σ’ αυτή τη συναυλία. Εδώ είναι ο πατέρας μου, με έχει συγχωρήσει. Εδώ είναι ο γιος μου και εδώ είναι ο εγγονός μου» και κοιτάζω τέσσερις γενιές της ίδιας οικογένειας και ο καθένας ήθελε να μου σφίξει το χέρι και σκέφτηκα: «Δόξα τω Θεώ, αυτό είναι το μέλλον της progressive μουσικής στην Ιταλία» (γέλια). Είναι μια οικογενειακή υπόθεση, όπως το “Prog Family”, είναι μια οικογενειακή επιχείρηση. Ξέρεις, οι άνθρωποι μοιράζονται τη μουσική που αγαπούν με τις γενιές πριν και μετά από αυτούς. Αυτό δεν είναι ακριβώς το ίδιο, φοβάμαι, στην Αγγλία, δεν ξέρω αν είναι το ίδιο στην Ελλάδα, πες μου.
Ακούνε αρκετά pop μουσική, αλλά υπάρχει και ελληνική μουσική όπως το ζεϊμπέκικο, σε ρυθμό 9/8.
Συμφωνώ μ’ αυτό. Για μένα, η prog μουσική είναι ακόμα ζωντανή, μόλις επέστρεψα από τη Γερμανία και πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία έχουν έρθει από διάφορες χώρες στο festival. Έτσι, είναι μια διεθνής μουσική με ανθρώπους που είναι πάρα πολύ πιστοί σ’ αυτήν. Το πρώτο μου πτυχίο όταν πήγα στο πανεπιστήμιο ήταν στην ψυχολογία και σπούδασα την εντύπωση και νομίζω ότι σε πάρα πολλούς νέους τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 εντυπώθηκε η progressive μουσική: Είδωλα όπως οι Jethro Tull, νέοι ήχοι και έπαιρναν αυτόν τον ήχο και αυτή την ιδέα και την εξέλισσαν. Αλλά δεν υποθέτω ότι θα διαρκέσει για πάντα γιατί κανένα μουσικό είδος δεν διαρκεί για πάντα, Είναι μόδα, δυστυχώς και επιχείρηση. Η progressive μουσική ήταν επιτυχημένη τη δεκαετία του ‘60 και τη δεκαετία του ‘70 λόγω των επιχειρηματιών, οι οποίοι έβγαζαν χρήματα από την progressive μουσική, αλλά δεν υπάρχουν τώρα τόσοι πολλοί επιχειρηματίες που μπορούν να βγάλουν χρήματα απ’ αυτήν, επομένως έχει γίνει περισσότερο ακαδημαϊκή, περισσότερο προσωπικό πάθος, αλλά δεν ξέρω αν θα επιβιώσει, εσύ θα μου πεις.
Το ελπίζω.
Κι εγώ το ελπίζω (γέλια), φυσικά.
Είναι το καπέλο σας μηχανοδηγού των γερμανικών σιδηροδρόμων;
Όχι (γέλια), δεν είναι. Εκείνη την εποχή, το 1971, είχα μια κοπέλα και της άρεσε το καπέλο του drummer μας και προσπάθησε να κάνει ένα αντίγραφο του δερμάτινου καπέλου του drummer. Το έφτιαξε και κατά τη γνώμη της βγήκε τρομερά λάθος και θύμωσε πολύ και το πέταξε. Τότε, της είπα: «Κοίτα, αυτό είναι ένα υπέροχο καπέλο. Μην το πετάξεις. Αν δεν σ’ αρέσει, μπορώ να το έχω εγώ;» και είπε: «Δεν με νοιάζει, μπορείς να το έχεις. Είναι χάλια». Εμένα πάντως μ’ άρεσε και ήταν πολύ άνετο, ήταν το τέλειο μέγεθος. Το έβαλα στο κεφάλι μου και ένιωσα άνετα. Έχει πολύ μεγάλο δερμάτινο πάνω μέρος και όταν μπήκε πάνω από το κεφάλι μου και πάνω απ’ τα αυτιά μου, ήταν όπως όταν βάζεις το χέρι σου πίσω απ’ τα αυτιά σου, για ν’ ακούς κάποιον καλύτερα. Όταν βάζεις το χέρι σου πίσω από τ’ αυτιά σου, αυτή ακριβώς είναι η αίσθηση που έχω όταν βάζω το καπέλο. Έτσι, για μένα, αυτό σήμαινε ότι μπορούσα ν’ ακούω καλύτερα τον εαυτό μου. Μπορώ ν’ ακούω τον εαυτό μου καλύτερα στο δωμάτιο ή οπουδήποτε έκανα εξάσκηση, έτσι τρελάθηκα με το καπέλο. Το φορούσα συνέχεια, γιατί άκουγα καλύτερα εμένα.
Όταν έπαιζα στη σκηνή, ήταν ακόμα καλύτερα, γιατί εκείνες τις μέρες δεν υπήρχαν monitors, με βοήθησε ν’ ακούω καλύτερα όλους τους άλλους στο συγκρότημα, ιδιαίτερα τον τραγουδιστή, έτσι μπορούσα ν’ ακούω τι έκανε ο Peter επειδή είχαμε backline. Είχα ένα μεγάλο ηλεκτρικό backline (σ.σ: εξοπλισμός που δεν περιλαμβάνει τα όργανα, όπως ενισχυτές και ηχεία) και με προστάτευε λίγο απ’ τον δικό μου ήχο και σήμαινε ότι μπορούσα ν’ ακούω καλύτερα τους άλλους μουσικούς, αλλά πάνω από όλα ήταν ένα τυχερό καπέλο γιατί το φόρεσα και την 1η Μαΐου 1971 τράβηξαν μια φωτογραφία μου με το καπέλο και την έβαλαν στο πρωτοσέλιδο του Melody Maker και για τον επόμενο χρόνο έγινα σύμβολο και είδωλο, «ο άνθρωπος με το καπέλο», ένα αστείο καπέλο, που κανείς δεν είχε ξαναδεί. Ήταν επίσης πολύ άνετο να το φορέσεις και ζεσταινόσουν και είχα πρόβλημα με τον ιδρώτα να μπαίνει στα μάτια μου, αλλά αυτό το πάνω μέρος ήταν υπέροχο γιατί ήταν σαν υδρορροή για τη βροχή και ο ιδρώτας δεν έμπαινε στα μάτια μου, έτρεχε στα μάγουλά μου, οπότε δεν είχε σημασία το πόσο ζεσταινόμουν παίζοντας συναυλίες. Δεν είχα πρόβλημα με τον ιδρώτα να μπαίνει στα μάτια μου, ο οποίος σε τυφλώνει τελείως όταν γίνεται αυτό. Συνέβαινε, έτσι για πολλούς λόγους το καπέλο έγινε εμβληματικό και τώρα είναι ένα είδος δεισιδαιμονίας για μένα: Αν χάσω το καπέλο, τι θα μου συμβεί; Ω Θεέ μου!
Απολαύσατε την περιοδεία των Van der Graaf Generator στη Βόρεια Ευρώπη με τον Alexis Korner το 1976;
Ναι, την απόλαυσα πάρα πολύ γιατί είμαι πολύ μεγάλος οπαδός του Alexis Korner. Είχα μερικούς από τους δίσκους του και η blues μουσική ήταν μια πολύ σημαντική μετάβαση για μένα. Όταν ήμουν στο σχολείο έπαιζα παραδοσιακή jazz, την λέγαμε “trad jazz”, έπαιζα με έναν bluesman και υπήρχαν όλα αυτά τα διαφορετικά είδη μουσικής: Υπήρχε αγγλική pop μουσική όπως ο Georgie Fame. Η pop μουσική έπαιρνε από τα blues και την jazz, έπαιρνε από διαφορετικά είδη. Ήταν όμως μεγάλος σταρ και πολύ ωραίος άνθρωπος. Ήταν μια απ’ αυτές τις περιοδείες που πας κι ακούς το συγκρότημα και μετά παίζεις. Για εκείνον, το να παίζει support σε μας, ήταν λάθος, πραγματικά, αλλά ήταν ο καλύτερος άνθρωπος. Κατά την άποψή μου, ήταν πιο σημαντικός μουσικός.
Γνωρίσατε τον Robert Wyatt (drums) όταν οι VdGG έκαναν περιοδεία με τους Soft Machine;
Όχι, δεν θυμάμαι πραγματικά να τον συναντάω, για να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Ξέρω τ’ όνομα και ίσως κάποιος είπε: «Αυτός είναι» ή τον είδα, αλλά δεν τον γνώρισα.
Με τον Jimi Hendrix όταν ήσασταν στο ίδιο studio;
Όχι, δεν συναντηθήκαμε. Δεν συναντηθήκαμε, δυστυχώς. Λυπάμαι γι’ αυτό. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα ‘θελα πολύ να γνωρίσω και δεν γνώρισα ποτέ.
Ποια ήταν η αντίδρασή σας την πρώτη φορά που ακούσατε το “Sgt. Pepper» (1967) album των Beatles;
Ω, ήταν υπέροχο. Ήταν μια καλή εποχή για μένα, ήμουν στο πανεπιστήμιο και είχα μερικούς πολύ καλούς φίλους. Ζούσα σε μια μεγάλη κατοικία και είχα μερικούς καλούς μουσικούς που ζούσαν σε δωμάτια κοντά μου και όλοι μοιραζόμασταν δίσκους και ακούγαμε δίσκους. Όλοι είχαμε πικάπ για να παίξουμε τους δίσκους βινυλίου και ο φίλος μου που ήταν καλός κιθαρίστας με μάθαινε να παίζω κιθάρα. Έλαβα μια κιθάρα για τα 21α γενέθλιά μου από την οικογένειά μου. Είπαν: «Τι θα ήθελες;» και είπα: «Θέλω κιθάρα», οπότε έμαθα κιθάρα, αλλά ενώ μάθαινα κιθάρα με τη βοήθεια του φίλου μου, είπε: «Κοίτα, αυτός ο δίσκος λέγεται ‘Sgt. Pepper’» και ήταν καταπληκτικός, όλα άλλαξαν σε μια στιγμή. Θεέ μου!
Σας άρεσαν άλλοι σαξοφωνίστες της εποχής σας όπως ο Dick Heckstall–Smith (Colosseum, Graham Bond Organisation);
Ναι, μου άρεσε. Μ’ άρεσε και τον γνώρισα και μιλούσα για αυτόν στη Γερμανία. Ήταν σπουδαίος bluesman και τεχνίτης, κι επίσης σπουδαίος μουσικός της jazz. Συνήθιζε να παίζει δύο σαξόφωνα, αλλά δεν ήταν πραγματικά επιρροή, δεν μ’ επηρέασε. Δεν αισθανόμουν ότι επηρεάστηκα απ’ αυτόν. Νομίζω ότι ήταν ένα είδος παράλληλης πορείας: Αυτός πήγαινε προς εκείνον τον δρόμο, εγώ πήγαινα προς τον άλλο. Πήγαινα σε μια πολύ πιο modal (σ.σ: jazz) κατεύθυνση για να παίζω τέταρτες και πέμπτες παρά τρίτες και τις αρμονίες και τα πράγματα στο φραζάρισμα που έκανε. Οι Van der Graaf πραγματικά διαμόρφωσαν το παίξιμό μου στα διπλά πνευστά. Είχα δοκιμάσει διάφορα στυλ και διάφορα κλειδιά, αλλά τη στιγμή που ήμουν στους Van der Graaf, ήμουν έτοιμος. Όλη η εξάσκηση που είχα κάνει ήταν για τους Van der Graaf, παρόλο που δεν ήξερα ότι την έκανα.
Ζήσατε μερικές πολύ άγριες καταστάσεις με τους Van der Graaf Generator στην Ιταλία τη δεκαετία του ‘70. Ποια ξεχωρίζει περισσότερο;
Η τελευταία περιοδεία, πραγματικά, το 1975. Όλη η κατάσταση εκείνη τη χρονιά. Έγινε η συναυλία στην Padova. Εκείνη η συναυλία. Όλη η περιοδεία ήταν τρελή γιατί οι Van der Graaf ήταν πάρα πολύ μεγάλοι, αλλά η πολιτική ήταν πάρα πολύ επιθετική εκείνη την εποχή μεταξύ των φασιστών και των κομμουνιστών και οι διοργανωτές έπρεπε να ευθυγραμμιστούν με τους φασίστες για να κάνουν συναυλίες και υπήρχε χιλιάδες κόσμος εκεί στα αθλητικά στάδια, οπότε ήταν καλό μέρος για πολιτική, για πολιτικές ομιλίες και στην συνέχεια οι κομμουνιστές το μόνο που ήθελαν να κάνουν ήταν να προκαλέσουν καυγά και να σταματήσουν τη συναυλία. Έτσι, υπήρξαν αυτά τα γεγονότα που όλα πήγαν στραβά, πραγματικά στραβά, μέχρι που μας έκλεψαν όλο τον εξοπλισμό και σταματήσαμε. Ήταν πάρα πολύ χαοτικό και πολύ τρομακτικό. Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω, πραγματικά. Υπάρχουν πολλές λεπτομερείς ιστορίες για το τι συνέβη, αλλά ναι, ήταν πάρα πολύ δύσκολο.
Πιστεύετε ότι εξαιτίας των υπηρεσιών streaming η ακρόαση ενός album από την αρχή μέχρι το τέλος έχει γίνει ένα είδος χαμένης τέχνης;
(Γέλια) Ναι, το πιστεύω. Είναι μια τέχνη που χάνεται. Ναι, νομίζω ότι είναι, αλλά λέγοντας αυτό όταν έφυγα από τον Van der Graaf το 2005, αυτό έκανα: Πήγα να γράψω τρία μεγάλα έργα. Άνθρωποι μου ζητούσαν να γράψω πράγματα, αυτό αποκαλείται «αναθέσεις». Πήγα και έγραψα ένα μεγάλο κομμάτι που λεγόταν “The House That Cried” και το “The Beam Machine”, έγραψα το “Twinkle” (2007) με τον Judge Smith. Κατά κάποιο τρόπο, ήταν πιο σημαντικά για μένα, ως συνθέτης και ως μουσικός, να έχω δημιουργήσει έργα για άλλους ανθρώπους. Νομίζω ότι η progressive μουσική είναι φανταστική, αλλά για μένα, αλλά κι ό,τι προέκυψε απ’ αυτήν, η επιτυχία και η φήμη της, μου έδωσε ευκαιρίες να γράψω πράγματα για άλλους ανθρώπους, να αναγνωρίσουν αυτό το είδος. Υπάρχουν ακόμη σχέδια να πάω στην Ιταλία για να κάνω ένα από τα μεγάλα μου projects που έγραψα στα αγγλικά που είναι σαν ένα album και είναι ένα μεγάλο show: Περιλαμβάνει χορωδίες, παιδιά να τραγουδούν και να χορεύουν και άτομα με ειδικές ανάγκες να παίζουν. Για μένα, όσο αγαπώ την progressive rock μουσική, μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω αυτό που πιστεύω ότι έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία και αυτό είναι σωστό: Μεγάλα έργα για άλλους ανθρώπους, να είμαι μουσικός της κοινότητας.
Θαυμάζω τους μεγάλους συνθέτες για τα πράγματα που έχουν γράψει για να τα κάνουν άλλοι άνθρωποι. Είχα αυτή την ευλογία, δόξα τω Θεώ, λόγω των Van der Graaf. Χωρίς τους Van der Graaf δεν θα είχα τον σεβασμό, ο κόσμος δεν θα ‘ξερε τι ήμουν ικανός να κάνω. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, οι Van der Graaf ήταν ένα είδος σκαλοπατιού για μένα. Δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου, σε καμία περίπτωση. Μ’ αρέσει πολύ να δουλεύω με την κόρη μου και μου αρέσει το γεγονός ότι ο γιος μου μπόρεσε να με βοηθήσει με το album με τον David Cross και πραγματικά το έσωσε και το έκανε ένα υπέροχο project. Το γεγονός ότι μπορώ να κάνω πράγματα με άλλους ανθρώπους, όχι μόνο μέσα σε ένα μικρό συγκρότημα, το οποίο μερικές φορές είναι λίγο εκτός ελέγχου, κάτι που είναι άβολο μερικές φορές, όπως είπα νωρίτερα. Τα πράγματα μπορεί να γίνουν άβολα και χρειάζεσαι λίγο χώρο, πρέπει να γίνεις ξανά δυνατός και να μην παρασυρθείς από κάτι που είναι πέρα από τον έλεγχό σου: Είναι υπό τον έλεγχο των επιχειρηματιών και των διοργανωτών συναυλιών. Οι μουσικοί μερικές φορές κάνουν λάθος δουλειά και είναι πιόνια, απλώς χειραγωγούνται για να βγάλουν χρήματα οι άνθρωποι, κάτι που φοβάμαι ότι συμβαίνει. Εξακολουθεί να συμβαίνει μέχρι σήμερα: Να σε μανατζάρουν και να σ’ εκμεταλλεύονται.
Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο David Jackson για τον χρόνο του.
Παραγγείλτε το “Keep Your Lane” album από εδώ: https://propermusic.com/products/davidjacksonrenevancommenee–keepyourlane
Official David Jackson website: https://jaxontonewall.com/