Συνέντευξη: Mel Collins (Dire Straits Legacy, King Crimson, Roger Waters, Camel)

Ο Mel Collins μιλάει στο Hit Channel για τις επερχόμενες συναυλίες των Dire Straits Legacy στην Ελλάδα, εξηγεί γιατί οι King Crimson δεν έχουν πεθάνει ακόμα, και θυμάται ιστορίες από τις συνεργασίες του με τους Roger Waters, Camel, Eric Clapton, Rolling Stones και πολλά άλλα.

HIT CHANNEL ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Μάρτιος 2024. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν θρυλικό μουσικό: τον Mel Collins. Είναι περισσότερο γνωστός ως ο σαξοφωνίστας και φλαουτίστας των King Crimson στις αρχές της δεκαετίας του ’70 (ηχογραφώντας τα In the Wake of Poseidon, Lizard και Islands albums) και αργότερα από το 2014 ως το 2021. Έχει παίξει επίσης με τους Dire Straits, Roger Waters, the Rolling Stones, Camel, Eric Clapton, Tina Turner, Alvin Lee, Alexis Korner, Bad Company, Gerry Rafferty, Bryan Ferry, Clannad, Rick Wright και πολλούς άλλους. Αυτή την εποχή περιοδεύει με τους Dire Straits Legacy όπου συμμετέχουν τέσσερα πρώην μέλη των Dire Straits. Στα τέλη Ιουνίου/αρχές Ιουλίου οι Dire Straits Legacy θα δώσουν συναυλίες στην Ελλάδα (αγοράστε εδώ τα εισιτήριά σας ). Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:

 

Ποια είναι η ιδέα πίσω από τους Dire Straits Legacy;

- Advertisement -

Είναι βασικά επειδή μας αρέσει να παίζουμε την μουσική των Dire Straits. Τέσσερις από μας ήμασταν στους Dire Straits. Ήμουν σε μια πρώιμη σύνθεση το 1982, όταν μπήκα στο συγκρότημα. Ο Alan Clark είναι ο πληκτράς, που ήταν εκεί πριν από μένα και ήταν μαζί τους μέχρι πρόσφατα (σ.σ: το 1992). Ο Danny Cummings, στα κρουστά και στα φωνητικά, ήταν επίσης στους Dire Straits και ο Phil Palmer, ο κιθαρίστας. Έτσι, και οι 4 ήμασταν πρώην μέλη των Dire Straits και όπως είπα, απολαμβάνουμε να παίζουμε τη μουσική και μου δόθηκε η ευκαιρία να επιστρέψω και να παίξω με τον Marco Caviglia, τον lead κιθαρίστα. Ήταν η ιδέα του, καταρχήν, να παίξει τη μουσική των Dire Straits και αρχίσαμε να παίζουμε μαζί του πριν από 7-8 χρόνια και το συνεχίσαμε και στο κοινό φαινόταν ν’ αρέσει ο τρόπος που παίζαμε. Είμαστε τα αρχικά μέλη, οπότε θα παίξουμε σωστά και η μουσική είναι για όλους. Έχουμε όλες τις ηλικίες να έρχονται στις συναυλίες: Μικροί, μεγάλοι, γονείς, παιδιά. Είναι ένα πολύ ποικίλο κοινό και το λατρεύουν. Τους αρέσει η μουσική, την οποία απολαμβάνουμε να παίζουμε. Λοιπόν, πραγματικά αυτή είναι η ιδέα αυτού.

 

Κατά τη γνώμη σας, τι κάνει τη μουσική των Dire Straits να εξακολουθεί να είναι επίκαιρη 40+ χρόνια μετά;

Επειδή είναι καλά τραγούδια. Ο Mark Knopfler (κιθάρα, φωνητικά) είναι φανταστικός συνθέτης και έχει γράψει τόσα πολλά διαφορετικά μελωδικά τραγούδια καθώς και rock τραγούδια. Είναι επίκαιρη σήμερα όπως ήταν στη δεκαετία του ‘80, λόγω του γεγονότος ότι τα τραγούδια είναι τόσο καλά και αυτό περνάει στο κοινό.

 

Τι πρέπει να περιμένουν οι οπαδοί από τις συναυλίες των Dire Straits Legacy στην Ελλάδα στα τέλη Ιουνίου;

Ναι, παίζουμε στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη (σ.σ: μιλήσαμε στις 23 Μαρτίου, από τότε προστέθηκαν το Ηράκλειο και τα Χανιά). Θα περιμένουν ή θα λάβουν τη μουσική των Dire Straits στα καλύτερά της. Ο Mark Knopfler προφανώς κάνει τις δικές του solo περιοδείες τώρα και δεν θέλει να παίζει πια αυτή τη μουσική. Έτσι, είμαστε εκεί για να καλύψουμε αυτό το κενό βασικά και μπορούν να περιμένουν την μουσική των Dire Straits καλοπαιγμένη.

 

Υπάρχουν νέα από τους Kokomo;

Δυστυχώς, ο Frank (σ.σ: Collins), ο τραγουδιστής είναι λίγο αδιάθετος και ο Neil Hubbard, ο κιθαρίστας, παρομοίως, επειδή όλοι γερνάμε. Απ’ όσο ξέρω υπάρχει μια συναυλία στο Royal Albert Hall τον Μάιο, την οποία δεν μπορώ να κάνω, γιατί θα είμαι στη Βραζιλία με τους Dire Straits Legacy. Αλλά ξέρω ότι παίζουν εκεί support στους Average White Band, γιατί όταν περιόδευα με τους Kokomo στη δεκαετία του ‘70, κάναμε μια ολόκληρη περιοδεία στην Αμερική, Ανατολική και Δυτική, παίζοντας support στους Average White Band, οι οποίοι είχαν τεράστια επιτυχία εκείνη την εποχή με το “Cut the Cake” (1973) album και το “Pick Up the Pieces”, το single (σ.σ: από το album “AWB” -1974). Βρισκόμασταν μαζί και νοιαζόταν πολύ ο ένας για τον άλλον, είχαμε αμοιβαίο σεβασμό γιατί και τα δύο συγκροτήματα έπαιζαν στη σκηνή του Λονδίνου γι’ αρκετό καιρό και ήταν ωραίο να ξαναβρεθούμε με τους Average White Band. Λοιπόν, αυτή είναι η ιδέα αυτού. Αυτό έρχεται τον Μάιο, που θα είναι ίσως η τελευταία φορά που οι Kokomo θα μαζευτούν, δεν ξέρω. Δυστυχώς, δεν θα είμαι εκεί, αλλά τους εύχομαι φυσικά τα καλύτερα.

 

Είστε ικανοποιημένος με το τελικό αποτέλεσμα του ντοκιμαντέρ “In the Court of the Crimson King: Crimson at 50” (2022) ;

Ναι, νομίζω ότι όλοι είμαστε. Ήμασταν όλοι ευχάριστα έκπληκτοι. Ο Toby Amies (σ.σ: σκηνοθέτης) έκανε εξαιρετική δουλειά. Περιόδευσε μαζί μας για περίπου ένα χρόνο. Ήρθε στην περιοδεία, όχι συνέχεια, αλλά σε διάφορα σημεία και πέρασε πολλές ώρες για να τα ετοιμάσει όλα. Αρχικά, είχε πρόβλημα με τον Robert, επειδή ο Robert δεν ήθελε να δώσει συνέντευξη. Μετά, αργότερα, άλλαξε γνώμη. Όταν ο Robert είδε κάποιο από το αμοντάριστο υλικό, ξέρεις, κάποια πράγματα από την ταινία, κατάλαβε ότι ήταν στην πραγματικότητα ένα πολύ μεγάλο project και ο Toby τα είχε πάει πολύ καλά. Ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι μ’ αυτό, για να είμαι ειλικρινής.

 

Ήταν λίγο υπερβολικό το lineup των King Crimson με τους τρεις drummers;

Αυτό ήταν η ιδέα του Robert και όλοι πιστεύαμε ότι δεν θα λειτουργήσει, πραγματικά το πιστεύαμε. Σκεφτόμασταν: «Αυτό είναι τρελό. Τρεις drummers;» Αλλά ο Gavin Harrison (σ.σ: Porcupine Tree –drums) οργάνωσε τα drums, έτσι ώστε να μην βαράνε μόνο επειδικτικά τρεις drummers και να κάνουν πολύ θόρυβο. Ήταν όλα οργανωμένα, όλα ενορχηστρωμένα και αυτό στη συνέχεια λειτούργησε. Όλοι είδαμε ότι λειτούργησε πολύ καλά και ήταν ένα πείραμα, στην αρχή, αλλά αποδείχθηκε ότι άξιζε τον κόπο. Νομίζω ότι το απολαύσαμε όλοι. Ήταν δυνατά (γέλια), αλλά ήταν πολύ καλό και οι drummers έβλεπαν ο ένας τον άλλον. Ο Gavin, φυσικά, ήταν ο τεχνικός drummer και ο Pat Matelotto (σ.σ: Mr. Mister) είναι περισσότερο rock drummer και στην συνέχεια είχαμε τον Bill Rieflin (σ.σ: REM), μετά αρρώστησε και δεν μπορούσε να συνεχίσει, και πήραμε τον Jeremy Stacey (σ.σ: Noel Gallagher’s High Flying Birds) στα drums και τα πλήκτρα, παίζει και πλήκτρα. Έτσι, είχαμε τρεις διαφορετικούς παίχτες που συνεργάστηκαν πολύ καλά, με τον Gavin Harrison να ενορχηστρώνει τα πάντα.

 

Πιστεύετε ότι τα albums των King Crimson στα οποία παίξατε, όπως το “Lizard” (1970) και το “Islands” (1971) θα έπρεπε να έχουν μεγαλύτερη αναγνώριση;

Ναι. Στην πραγματικότητα, το “Lizard” είναι το αγαπημένο μου album απ’ όλα τα albums. Για μένα, προφανώς, ήταν πολύ πρώιμο και είχα προσληφθεί ως session μουσικός. Τότε δεν ήμουν μέλος του συγκροτήματος. Εκτός από το “Islands”. Το “Islands” ήταν συλλογικό έργο και φυσικά το “Earthbound” (σ.σ: live album -1972), αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ναι, νομίζω ότι αξίζει να τ’ ακούσεις. Στην πραγματικότητα, με το συγκρότημα που είχαμε με τους King Crimson, το τελευταίο συγκρότημα, μας έδωσε τη δυνατότητα να παίξουμε πολύ απ’ αυτό το υλικό που οι King Crimson δεν είχαν παίξει ποτέ πριν live. Παίξαμε πολλά από τα “Islands” και “Lizard”, τα οποία δεν είχαν παιχτεί ποτέ πριν, εν μέρει επειδή ο Adrian Belew (κιθάρα) δεν ήθελε να τα παίξει, για να είμαι ειλικρινής.

 

Ηχογραφήσατε το “Starless” από το “Red” (1974) ως session μουσικός. Πώς συνέβη αυτό;

Ήταν την εποχή που έκανα πραγματικά πολλή session δουλειά, το κύριο εισόδημά μου ήταν οι ηχογραφήσεις και έτυχε να βρεθώ σε αυτό το studio, που ήταν τα Olympic Barnes Studios και μου είχαν ζητήσει να πάω και να παίξω με τους Humble Pie του Steve Marriott. Έτσι, ήμουν στο studio στο διάδρομο και δούλευα με τους Humble Pie και οι King Crimson ήταν σ’ ένα άλλο studio, λίγο πιο κάτω, και ειδωθήκαμε και ο Robert είχε ήδη ρωτήσει αν θα ήμουν διαθέσιμος και φυσικά βρισκόμουν εκεί στο studio. Έτσι, μετά τις ηχογραφήσεις με τους Humble Pie, μπήκα εκεί που είχαν στήσει οι King Crimson και στην συνέχεια έπαιξα σε μεγάλο βαθμό το “Starless” με τα πρώτα takes. Στην πραγματικότητα δεν είχα ακούσει το τραγούδι νωρίτερα και δεν είχα καμία ευκαιρία γι’ αυτό. Ήταν πραγματικά μόνο αυτοσχεδιασμός από την μεριά μου, ούτως ή άλλως. Έτσι έγινε.

 

Παρεμπιπτόντως, ποιος έπαιξε κοντραμπάσο και τσέλο στο “Starless”; Δεν αναφέρουν κανένα όνομα στα credits.

Αυτό είναι καλό θέμα. Δεν ξέρω. Πρέπει να μάθω. Θα σου πω όταν έρθουμε στην Αθήνα. Πραγματικά δεν ξέρω γι’ αυτό. Θα ήθελα να μάθω κι ο ίδιος. Οπότε, ίσως την επόμενη φορά να σου πω.

 

Είχατε μπει στους King Crimson όταν ο Elton John έκανε οντισιόν για τη θέση του τραγουδιστή στις ηχογραφήσεις του “In the Wake of Poseidon” (1970);

Δεν ήμουν εκεί, οπότε δεν είχα ακούσει γι’ αυτό νωρίτερα. Λοιπόν, αυτή πρέπει να είναι μια άλλη ιστορία που δεν ξέρω (γέλια), συγγνώμη.

 

Πόσο έχει αλλάξει η σχέση σας με τον Robert Fripp όλα αυτά τα χρόνια;

Ω, 100% αλλαγή! Ήταν πολύ δύσκολο να δουλέψω μαζί του. Είμαι βέβαιος ότι έχεις ακούσει ιστορίες, αλλά τον πρώτο καιρό, ήμουν νέος, ήμουν 22 και νομίζω ήμουν λίγο υπερβολικά ενθουσιώδης για τον Robert. Ο Robert είχε ν’ αντιμετωπίσει τα δικά του προβλήματα, τους δικούς του δαίμονες και δεν ήταν πολύ συμπονετικός μαζί μου εκείνη την εποχή και κάποτε μου ανέφερε ότι πίστευε ότι δεν θα γίνω ποτέ συνθέτης. Ετοίμαζα κάποια μέρη και κάποια riffs για να τα κάνουμε ίσως τραγούδι και εκείνος αρνιόταν να τα παίξει και αυτός ήταν κυρίως ο λόγος που σταματήσαμε το συγκρότημα εκείνη την εποχή. Ο Ian Wallace (drums) κι εγώ ήμασταν καλοί φίλοι και δεν του άρεσε ο τρόπος που μου μιλούσε ο Robert και τελικά έφυγα από το προβάδικο κλαίγοντας και σκέφτηκα: «Αυτό είναι, δεν μπορώ να δουλέψω άλλο με τον Robert». Πραγματικά με ρώτησε όταν τελειώσαμε, έπρεπε να κάνουμε άλλη μια περιοδεία στην Αμερική, για την οποία είχαμε συμβόλαιο. Στο τέλος αυτής της περιοδείας, όταν χωρίσαμε τους δρόμους μας, με ρώτησε αν θα συνεχίσω στο συγκρότημα. Σκόπευε να φτιάξει μια άλλη σύνθεση των King Crimson με τον John Wetton (Family -μπάσο) και τον Bill Bruford (Yes -drums) και στο τέλος τον David Cross (βιολί) κ.λπ. Αλλά είπα «όχι», δεν ένιωθα πραγματικά ότι θα μπορούσα να συνεχίσω μαζί του γιατί είχα πολλή μουσική να παίξω.

Ήθελα να δοκιμάσω διαφορετικά είδη, έπαιξα με τους Clannad για 10 χρόνια, το ιρλανδικό συγκρότημα. Έπαιξα με τον Pino Daniele στην Ιταλία, επίσης για μεγάλο χρονικό διάστημα και όλα αυτά ήταν διαφορετικά είδη μουσικής, κάτι που ήταν υπέροχο για μένα. Μ’ αρέσει να μαθαίνω και να παίζω σε διαφορετικές καταστάσεις και σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Έπαιξα ακόμη και με ένα ισπανικό heavy metal συγκρότημα, τους Barón Rojo, τη δεκαετία του ‘80. Έκανα μια ολόκληρη περιοδεία μαζί τους, κάτι που ήταν λίγο περίεργο γιατί ο κόσμος δεν ήθελε πραγματικά να δει ένα σαξόφωνο σ’ ένα heavy metal συγκρότημα, αλλά το έκανα. Το έκανα με τον δικό μου τρόπο. Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν: Ο Jakko Jakszyk (φωνητικά, κιθάρα) δημιούργησε αυτό το νέο συγκρότημα το 2002 που λεγόταν 21st Century Schizoid Band και αυτό ήταν με τον Michael Giles, τον αρχικό drummer, τον Ian McDonald, τον αρχικό σαξοφωνίστα και φλαουτίστα και μετά βγάλαμε αυτό το συγκρότημα σε περιοδεία. Στην αρχή αυτού, ο Robert είχε ακούσει για την ιδέα ότι θα κάναμε κάτι μαζί και ο Jakko είχε έρθει σε επαφή για να βεβαιωθεί ότι αυτός ενέκρινε το project. Έπειτα, με πήρε τηλέφωνο ο Robert, 30 χρόνια αργότερα, λέγοντας ότι λυπόταν που με πλήγωσε εκείνη την εποχή, και λυπόταν για όλα τα άσχημα πράγματα που μου είπε,  το οποίο ηρέμησε τα πνεύματα και ξεκίνησε ένα είδος νέας σχέσης, που τελικά μας οδήγησε να σχηματίσουμε το 2014 τη νέα σύνθεση των King Crimson και είχε αλλάξει εντελώς. Είχε περάσει τόσα πολλά, φαντάζομαι και έχω ακούσει ότι είχε αλλάξει, ήταν πολύ καλός μαζί μου και δεν θα το πιστέψεις, γίναμε φίλοι (γέλια). Ναι, αυτό έγινε. Έτσι άλλαξε.

 

Απολαύσατε να τζαμάρετε με τον Steve Marriott (Small Faces, Humble Pie -φωνητικά, κιθάρα), τον Alexis Korner και τον Boz Burrell (King Crimson, Bad Company -φωνητικά, μπάσο) κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας σας στις ΗΠΑ με τους King Crimson στη δεκαετία του ‘70;

Ναι, ήταν υπέροχο. Νομίζω ότι ήμασταν όλοι τόσο εκνευρισμένοι με τους King Crimson και τον Robert και το να δουλεύουμε μαζί του στη σκηνή, κάτι που εκείνη την εποχή ήταν τόσο δύσκολο. Αν έκανες λάθος, ήταν εκεί στο σκαμπό του και σε αγριοκοιτούσε. Ήξερες ότι είχες κάνει λάθος, στο έλεγε ο Robert. Ανταποκρίθηκα σ’ αυτό (σ.σ: να τζαμάρει με τους Alexis Korner, Steve Marriott και Boz Burrell): Το γεγονός ότι ήταν τόσο χαλαρωτικό να επιστρέφεις στο ξενοδοχείο και να πίνεις δύο ποτά και μετά να βγάζεις τα όργανα και να παίζεις, όπως λες, με τον Alexis Korner, ο οποίος ήταν «ο πατέρας των λευκών blues», όπως τον αποκαλούσαν στην Αγγλία και ο Alexis ήταν καταλυτικός για πολλούς μουσικούς. Ταίριαζε όλα τα είδη των ανθρώπων και έκανε το ίδιο και με εμάς, με τον Boz και τον Ian και είχαμε αυτό το συγκρότημα που ονομαζόταν Snape (σ.σ: Alexis Korner & Snape – “Accidentally Born in New Orleans” album -1972), το οποίο βγάλαμε σε περιοδεία και υπάρχει κάπου ένα διπλό album στην πραγματικότητα (σ.σ: Alexis Korner & Peter Thorup with Snape -“Live on Tour in Germany” -1973) με τους Snape και είχε πλάκα. Επιστρέφοντας στους King Crimson εκείνη την εποχή ήταν τόσο τεταμένα στη σκηνή. Μας άρεσε να επιστρέφουμε και να παίζουμε με τα άλλα παιδιά που ήταν στην περιοδεία. Στην πραγματικότητα ήταν περιοδεία-πακέτο με headliners τους Humble Pie, μετά τους King Crimson, μετά νομίζω ότι ήταν οι Black Oak Arakansas, ένα αμερικάνικο συγκρότημα και οι Alexis Korner & Peter Thorup (κιθάρα, φωνητικά) που άνοιγαν την συναυλία. Έτσι, ήταν μια υπέροχη περιοδεία και διασκεδάσαμε πολύ, όπως μπορείς να φανταστείς.

 

Υπάρχουν νεότερα για το album που κάνετε με τον Jakko Jakszyk (King Crimson -φωνητικά, κιθάρα);

Ναι, μόλις ξεκινάμε αυτό το project για την επανέκδοση του “A Scarcity of Miracles” (2011) και υπάρχουν πολλά outtakes σε αυτό: Έπαιζα διαφορετικά όργανα σε διαφορετικά κομμάτια. Εκείνη την εποχή, διαλέξαμε τα καλύτερα και αυτό ήταν το album. Αλλά τώρα, το ξανακοιτάμε και αρχίζουμε να ηχογραφούμε κάποια πράγματα. Επίσης, το νεότερο υλικό που δημιουργούμε με τους King Crimson. Θα κάνουμε ένα album μ’ αυτά τα τραγούδια.

 

Ποιοι θα είναι οι άλλοι μουσικοί;

Ο Gavin Harrison, εγώ, ο Robert, πιθανώς ο Tony Levin (Peter Gabriel, Stick Men -μπάσο), ίσως ο Pat Mastelotto επίσης. Θα δούμε πώς θα εξελιχθεί, αλλά είναι ένα project το οποίο περιμένουμε με ανυπομονησία. Οι King Crimson δεν έχουν πεθάνει ακόμα (γέλια), ξέρεις, συνεχίζουν. Στον Robert αρέσει ν’ αλλάζει γνώμη συχνά και νομίζω ότι είναι πολύ ενθουσιώδης μ’ αυτήν την ιδέα, οπότε υπάρχει κάτι για ν’ αναμένουμε επίσης.

 

Άρα, θα υπάρχει ένα album με τα outtakes και ένα ξεχωριστό νέο album ή όλα σε ένα;

Όχι, θα υπάρχουν δύο ξεχωριστά album. Αυτή είναι η ιδέα αυτή τη στιγμή. Λοιπόν, είναι μια επανέκδοση του “Scarcity of Miracles”, και μετά θα δούμε πώς θα τα πάμε με το νέο υλικό με τους King Crimson.

 

Τι πρόσθεσε το παίξιμό σας στους Stick Men όταν περιοδεύσατε μαζί τους το 2017;

Το βρήκα δύσκολο γιατί δεν κάναμε πρόβες και αυτοί παίζουν μαζί τόσο συχνά για αρκετά χρόνια τώρα. Μου ήταν δύσκολο να προσθέσω στο συγκρότημα, οπότε δεν είμαι 100% σίγουρος τι πρόσθεσα στο συγκρότημα. Θα ήθελα να είχα κάνει περισσότερες πρόβες και να είχαμε δουλέψει κάποιες ιδέες, αντί να βγούμε μόνο για τζαμάρισμα, έτσι όπως ήταν, πραγματικά.

 

Πόση καλλιτεχνική ελευθερία έχετε σε δίσκους άλλων;

Συνήθως, οι άνθρωποι με καλούν γι’ αυτό που κάνω. Τα sessions εκεί δεν είναι τα ίδια, ούτως ή άλλως. Δεν υπάρχουν τα sessions που έκανα παλιά. Έκανα 3 ή 4 sessions κάθε εβδομάδα, ενδεχομένως και περισσότερα. Ο πατέρας μου (σ.σ: Derek Collins -σαξόφωνο, περιόδευσε με τις Judy Garland και Shirley Bassey) συνήθιζε να κάνει 3 ή 4 sessions κάθε μέρα (γέλια) στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, αλλά αυτές τις μέρες δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα. Περιστασιακά δουλεύω για την Cleopatra Records στην Αμερική. Έβγαλαν albums, για παράδειγμα, ο William Shatner, ο Captain Kirk (σ.σ: από το “Star Trek”), ξέρεις, έκανε ένα χριστουγεννιάτικο album (σ.σ: “Shatner Claus -The Christmas Album” -2018), στο οποίο είμαι σε μερικά κομμάτια. Μου στέλνουν αρχεία και τ’ ακούω για ν’ αποφασίσω τι όργανο θα παίξω και τι να παίξω στα κομμάτια και στέλνω πίσω τα αρχεία. Αυτή είναι η Cleopatra Records. Αλλά είναι πολύ λίγα τα sessions τώρα, για να είμαι ειλικρινής και αν υπάρχουν, συνήθως μου ζητείται να κάνω κάτι μ’ ένα νέο project, όταν δεν υπάρχουν πολλά διαθέσιμα χρήματα, κάτι που χαίρομαι να κάνω. Έτσι, ούτως ή άλλως, όσον αφορά τα sessions δεν έχω τόση πολλή δουλειά.

 

Ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία να περιοδεύετε το 1985 με τον Roger Waters όταν ο Eric Clapton ήταν στο συγκρότημα του;

Ήταν πολύ περίεργη κατάσταση. Νομίζω ότι ο Eric δεν ήταν πολύ ευχαριστημένος μ’ αυτό. Μόλις ξεπέρασε τα προβλήματά του και βγήκε σε περιοδεία μαζί μας και φυσικά ήταν σχεδόν ένα μεγάλο τραγούδι, το album “Pros and Cons of Hitch Hiking” (1984). Ο Eric δεν ήταν τόσο ενθουσιασμένος. Ήταν εντάξει, περάσαμε καλά, γνώρισα τον Roger πολύ καλά, αλλά μετά δεν είχε τεράστια επιτυχία. Έχω μεγάλο σεβασμό για τον Roger γιατί ανέλαβε να κάνει αυτό το solo πράγμα και στους Pink Floyd κανείς δεν ήξερε τ’ ονόματά τους εκείνη την εποχή. Λοιπόν, πηγαίναμε στην Αμερική και οι άνθρωποι έλεγαν: «Τι κάνεις;» και έλεγα: «Παίζω με τον Roger Waters» και έλεγαν: «Roger Waters;! Ποιος είναι αυτός;» Δεν φαινόταν να γνωρίζουν τ’ όνομά του. Το δούλεψε αυτό, χτίζοντας τ’ όνομα και χτίζοντας τ’ όνομα μέχρι τώρα, όπου έχει και πάλι τεράστια επιτυχία. Τον είδαμε, στην πραγματικότητα, έμενε στο Sunset Marquis στην California και έπαιζε σ’ ένα από τα γήπεδα εκεί -δεν θυμάμαι ποιο ήταν- και πήγαμε με τους King Crimson, παίζαμε το Greek Theatre και ο Roger έμενε στο ίδιο ξενοδοχείο. Όταν φτάσαμε, πήγαμε στη συναυλία, κάποιος ήξερε κάποιον που μπορούσε να βρει εισιτήρια και μπήκαμε και είδαμε την συναυλία και ήταν εκεί για λίγες μέρες. Εμείς με το που φτάναμε φεύγαμε, αλλά εκείνο το βράδυ ο Roger άκουσε ότι ήμουν εκεί με τους King Crimson και με φώναξε και κάναμε μια υπέροχη κουβέντα και ανανεώσαμε τη φιλία που είχαμε πριν, την εποχή που δεν ήμουν και τόσο καλό άτομο (γέλια), αλλά ούτως ή άλλως αυτό είναι άλλη ιστορία. Έτσι, ο Roger είναι ένας πολύ δυνατός χαρακτήρας, όπως ξέρεις και έχει γράψει μερικά υπέροχα τραγούδια και ήταν ενδιαφέρον να δουλέψω μαζί του και ελπίζω ότι θα ξαναδουλέψω μαζί του σε κάποια φάση.

 

Έχετε πει ότι όταν ξεκίνησε τη solo καριέρα του έπεσε θύμα της ανώνυμης εικόνας των Pink Floyd. Είχε μεγάλη πίεση για να γίνει γνωστός στο κοινό;

Ναι, πάρα πολύ. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια περιοδεία που κάναμε όταν οι Pink Floyd ήταν σε περιοδεία τρεις εβδομάδες μετά από μας και ξέρω ότι ο Roger ήταν πιεσμένος, κοιτούσε τις κριτικές. Ήταν παρόμοιες συναυλίες, κατά κάποιον τρόπο. Προφανώς, ο Roger έπαιζε τραγούδια των Pink Floyd, φυσικά, που έγραψε, οπότε, υπήρχαν πολλές συγκρίσεις και αυτό δημιουργούσε πίεση στον Roger, πραγματικά δημιουργούσε. Αλλά το ξεπέρασε και τα πάει πολύ καλά τώρα.

 

Διασκεδάσατε κάνοντας το albumRain Dances” (1977) με τους Camel;

Ναι, ήταν υπέροχη εποχή, στην πραγματικότητα. Το ξανασκέφτομαι τώρα: Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο καλή ήταν η μουσική. Είχα έρθει από τους King Crimson και ήμουν λίγο προκατειλημμένος όσον αφορά το prog rock. Πίστευα ότι οι Camel ήταν καλά παιδιά και είχαν ωραία τραγούδια. Ο Andy Latimer (κιθάρα, φωνητικά) συγκεκριμένα ήταν εξαιρετικός παίκτης, είχε ωραίο ήχο, αλλά δεν ήμουν πεπεισμένος για το τι κάναμε. Αλλά η κοπέλα μου που γνώρισα στη Χιλή και είναι οπαδός των Camel, μου έπαιξε μέρος του “Rain Dances” και τα live πράγματα που κάναμε, ήταν μια συναυλία για το BBC που κάναμε (σ.σ: “BBC Sight & Sound – Live at the Hippodrome 1977”) και είναι καλά, έμεινα πραγματικά έκπληκτος. Ήταν ένα καλό συγκρότημα και ήταν υπέροχα τραγούδια, γι’ αυτό έχω αλλάξει γνώμη όσον αφορά τους Camel.

 

Έχω παρακολουθήσει το “Total PressureLive in Concert 1984” (2007) DVD των Camel  και η απόδοσή σας στο “Rhayader Goes to Town” στο Hammersmith είναι φανταστική. Πείτε μας λίγα λόγια για την προσέγγισή σας σ’ αυτό;

Ζούσα στο Chiswick, το οποίο είναι στην πραγματικότητα πιο πέρα από το Hammersmith όπου βρίσκεται το Apollo. Ο Andy και το συγκρότημα έρχονταν στην πόλη για να παίξουν στο Apollo και επειδή θα το κινηματογραφούσαν, με ρώτησαν αν θα ‘θελα να πάω και να παίξω μαζί τους, απλώς να παίξω σε μερικά τραγούδια και αυτό έκανα. Πήγα και ξανά, δεν έγιναν πολλές πρόβες, ήταν ένα πέρασμα, αν και τότε δεν ήμουν πολύ χαρούμενος. Ήμουν πάντα τόσο επικριτικός με τον εαυτό μου και πίστευα ότι δεν είχα παίξει πολύ καλά. Στην πραγματικότητα, έφτασα στο σημείο να μπεκροπίνω λίγο στο καμαρίνι και ο Andy με παρουσίασε στη σκηνή και ήμουν ακόμα στο καμαρίνι, οπότε δεν νομίζω ότι κατούρησα (γέλια), κάτι που ήταν λίγο ανόητο γιατί είναι πολύ καλό όπως ευγενικά είπες. Λοιπόν, ήταν άλλο ένα πράγμα που μου ζητήθηκε να κάνω τελευταία στιγμή και μετά -στο μυαλό μου- δεν έχω αρκετό χρόνο για πρόβες, αλλά στην πραγματικότητα συχνά βγαίνει πολύ καλό, επειδή το βλέπω αυτό με περισσότερο αυτοσχεδιαστικό τρόπο  και για να είμαι ειλικρινής μερικές φορές παίζω καλύτερα έτσι.

 

Ξέρω ότι ο Eric Clapton ήταν πραγματικά υποστηρικτικός μαζί σας όταν παίξατε στο “Core” από το “Slowhand” (1977). Είναι κολακευτικό που άνθρωποι όπως ο Eric Clapton σέβονται το ταλέντο σας;

Ναι, ήταν πολύ καλός μαζί μου. Με κάλεσαν και ο Eric έκανε αυτό το album, το “Slowhand” με τον Glyn Johns, ως παραγωγό και είχε αυτό το κομμάτι, στο οποίο ήθελε να βάλει σαξόφωνο, αλλά το έκανε live στο studio με το συγκρότημα του, κάναμε πολλά τέτοια όπως ξέρεις εκείνη την εποχή. Ήταν πολύ περισσότερο οικογενειακά στο studio, παίζοντας όλοι μαζί live αντί για overdubs και overdubs. Έτσι, ο Eric μου έδειξε το τραγούδι και ήταν ένα αμερικάνικο συγκρότημα που είχε εκείνη την εποχή και ήταν πραγματικά λίγο ψυχροί απέναντί μου, μ’ αυτόν τον λευκό, μακρυμάλλη νεαρό σαξοφωνίστα από την Αγγλία και δεν νομίζω ότι πίστευαν ότι ήμουν πολύ καλός. Αλλά ο Eric ήταν πάρα πολύ ευγενικός και κατάλαβε ποια ήταν η κατάσταση και πηγαίναμε μαζί στην pub και με καλούσε μαζί του και μου είπε: «Ξέρεις, Mel, το ‘χεις! Έχω παίξει με τον King Curtis (σαξόφωνο), έχω παίξει με την Aretha (σ.σ: Franklin), έχω παίξει με τον ένα και με τον άλλο και το ‘χεις, ρε παιδί μου!», που ήταν πολύ γλυκό εκ μέρους του. Χρειάστηκαν τρεις μέρες για να τελειώσει το τραγούδι, γιατί ο Eric είχε τα προβλήματά του σ’ εκείνη τη φάση, αλλά ήταν τόσο ωραίος και έπαιζε υπέροχα. Δεν μπορείς να του το αφαιρέσεις αυτό. Μπορεί να ήταν στην pub κάποιο διάστημα, αλλά έπαιζε ακόμα υπέροχα. Με χαλάρωσε, βασικά, γιατί ήμουν εξαιρετικά νευρικός με την κατάσταση και πάλι δεν ήμουν στο συγκρότημα, ήταν δύσκολο, αλλά ήταν εντάξει, λειτούργησε.

 

Ξαφνιαστήκατε όταν ο Mick Jagger σας ζήτησε να ηχογραφήσετε το “Miss You” (1978) με τους Rolling Stones;

Ναι. Ήμουν στη Γαλλία, ήμουν στην ίδια χώρα, δούλευα στο solo album του Rick Wright “Wet Dream” (1978), στο οποίο στην πραγματικότητα έχει πρόσφατα γίνει remix, και είχα τελειώσει με τον Rick. Νομίζω ότι ήμουν εκεί για δύο μέρες, πήγα με τον Snowy White (σ.σ: Think Lizzy, Pink Floyd), τον κιθαρίστα και έπαιξα σ’ όλο αυτό το album. Με πήρε τηλέφωνο ο Mark Fenwick, ο οποίος ήταν ο manager των Roxy Music, εκείνη την εποχή, και περιόδευσα με τον Bryan Ferry (σ.σ: Roxy Music -φωνητικά) στην πρώτη του solo περιοδεία. Αυτό ήταν το 1977 νομίζω και η σύνδεση ήταν ο Chris Kimsey, ο οποίος ήταν ο παραγωγός στο επόμενο album των Stones (σ.σ: “Some Girls” -1978) και αυτοί ήταν στο Παρίσι και εγώ ήμουν στη Νίκαια με τον Rick Wright κάνοντας αυτό το album. Στη συνέχεια, μου ζητήθηκε να πάω στο studio με τους Stones, κάτι που ήταν πολύ συναρπαστικό για μένα. Πάντα είχα την φιλοδοξία να παίξω με τους Stones. Έτσι, άφησα τον Rick Wright και ανέβηκα στο Παρίσι και μ’ έβαλαν σ’ ένα ξενοδοχείο και μου είπαν ότι ο Mick (σ.σ: Jagger – φωνητικά) μόλις είχε ολοκληρώσει μερικά από τα κομμάτια του album και ήθελε να ξεκουραστεί. Έτσι, απλώς περιμέναμε στο ξενοδοχείο. Το τηλεφώνημα έγινε μερικές ώρες αργότερα: Θα μπορούσα να περιμένω, επειδή ο Mick δεν ήταν ακόμα έτοιμος; Αυτό τράβηξε όλη τη νύχτα. Βρίσκομαι εκεί μισοκοιμισμένος και περιμένω τηλέφωνο. Ήρθε η επόμενη μέρα. Δούλευαν 24 ώρες την ημέρα σ’ αυτό το studio της EMI στο Παρίσι. Τελικά, με κάλεσαν να πάω περίπου στις 4 το απόγευμα της επόμενης μέρας και ο Mick ήταν εκεί με την Jerry Hall, εκείνη την εποχή, και η Jerry Hall ήταν στην περιοδεία με τον Bryan, ήταν η περιοδεία που έκανα πριν, οπότε την γνώριζα.

Ο Mick ήταν λίγο αβέβαιος όσον αφορά εμένα, δεν ήξερε τίποτα για μένα, αλλά μπήκαμε και ηχογραφήσαμε το “Miss You” και δοκιμάσαμε διαφορετικά πράγματα και διαφορετικά όργανα ή οτιδήποτε άλλο και ένας-ένας, έφταναν οι άλλοι Stones. Έφτασε ο Ronnie Wood (κιθάρα), τον ήξερα πολύ καλά και ήρθε και είπε ένα «γεια», ήταν ένα μεγάλο studio και έστησε στη γωνία τον εξοπλισμό του. Στη συνέχεια, μπήκε μέσα ο Keith (σ.σ: Richards) και ο Keith περπάτησε προς το μέρος μου και πήγα να του σφίξω το χέρι και με προσπέρασε πηγαίνοντας στο πίσω μέρος του studio και κάθισε σε ένα σκαμπό διαβάζοντας το Melody Maker και μ’ αγνόησε εντελώς, κάτι που ήταν πολύ ξενερωτικό, αλλά έκτοτε συνειδητοποίησα ότι ο άνθρωπός του ήταν ο Bobby Keys (σαξόφωνο), αυτός ήταν η αδελφή-ψυχή του. Αν διαβάσεις το βιβλίο του (σ.σ: “Life” -2010), ο Bobby Keys είχε αποκλειστεί από τους The Stones εκείνη την εποχή και ο Mick δεν τον είχε στο συγκρότημα, έτσι, ο Mick προχώρησε και έκλεισε εμένα μέσω του Chris Kimsey, του παραγωγού. Είχα δουλέψει με τον Chris στους Bad Company και σε άλλα project. Έτσι, ο Chris με είχε συστήσει. Τέλος πάντων, αυτό πέρασε και δοκίμασα ένα άλλο κομμάτι, όπου ξέχασα ακόμη και τ’ όνομα του τραγουδιού, αλλά βγήκε εντάξει. Υπήρχε επίσης μια καφετιέρα στο studio και ο κόσμος περιφερόταν για να πάρει καφέ και σάντουιτς απ’ αυτόν τον χώρο στο πίσω μέρος του studio. Φυσικά, εγώ προσπαθώ να παίξω το solo της ζωής μου ενώ συμβαίνουν όλα αυτά και μετά μπαίνει ο Keith και με αγνοεί. Οπότε, ήταν τρομακτικό, για να είμαι ειλικρινής (γέλια), αλλά αυτή είναι η ιστορία πίσω απ’ αυτό.

 

Απογοητευτήκατε με τη συμπεριφορά του Keith Richards απέναντί σας όταν ηχογραφήσατε το “Miss You”;

Ήταν απογοητευτικό, ναι. Δεν ήξερα ποιο ήταν το λάθος και προφανώς συνέβαινε ένα ολόκληρο ζήτημα και όπως είπα, ήταν σ’ ένα στούντιο επί 24 ώρες για τρεις μήνες, κάθε μέρα, σε κάποια φάση. Τώρα ξέρω ότι ο Mick και ο Keith δεν μιλούσαν, οπότε το να προχωρήσει ο Mick και να με κλείσει χωρίς πιθανώς να συμβουλευτεί τον Keith, ήταν υπερβολικό για να το δεχτεί και υποθέτω ότι αυτό ήταν το πρόβλημα. Αλλά, ναι, ήταν απογοητευτικό γιατί δεν ήξερα τον Keith και τον σεβόμουν πολύ και τώρα έχω δει ντοκιμαντέρ και ο Keith φαίνεται πολύ καλός. Έτσι, νομίζω ότι ήταν ένα από εκείνα τα ατυχή πράγματα και απλά έτυχε να είμαι εκεί το λάθος άτομο τη λάθος στιγμή. Αλλά είμαι πολύ χαρούμενος που είμαι στο album, είναι μεγάλη αναγνώριση για μένα.

 

Πώς ήταν να παίζετε με το πρώτο σας επαγγελματικό συγκρότημα τους Dagoes στο StarClub στο Αμβούργο το 1965;

Ω Θεέ μου, έχει περάσει πολύς καιρός! Ναι, έπαιζα με αυτό το συγκρότημα, αποκαλούνταν The Dagoes. Ήταν τέσσερις Αγγλο-Ινδοί και δύο λευκοί Βρετανοί και πραγματικά περάσαμε υπέροχα και για μένα αυτή ήταν η αρχή. Βρήκαμε μια δουλειά στο The Star-Club που έπαιζαν οι Beatles στο Αμβούργο και νομίζω ότι παίζαμε συνεχώς για ένα μήνα εκεί και δεν ήμασταν πολύ καλοί, αυτό είναι σίγουρο. Κάπως έτσι, πήγαμε εκεί και γίναμε επαγγελματίες και μετά επιστρέψαμε απ’ αυτό και δεν υπήρχε δουλειά. Τα άλλα παιδιά απλώς επέστρεψαν στις κανονικές τους δουλειές και επειδή ο πατέρας μου ήταν μουσικός και η μητέρα μου τραγουδίστρια και είναι στην οικογένεια (σ.σ: η μουσική), θα παρέμενα επαγγελματίας και ευτυχώς το κατάφερα, επειδή οι γονείς μου εξακολουθούσαν να με στηρίζουν, ήμουν μόλις 18 τότε. Έτσι, δεν χρειάστηκε να επιστρέψω στη δουλειά, αλλά ήμουν επαγγελματίας και θα παρέμενα επαγγελματίας και αυτό είναι (γέλια). Είχε πολύ πλάκα, μάθαμε πολλά για τον κόσμο στο Αμβούργο. Ήταν απίστευτα, ξέρεις, πράγματα που δεν είχαμε ξαναδεί.

 

Παίξατε στο άλμπουμ “Desire” του Bob Dylan. Γιατί δεν αναφέρεστε στα credits σ’ αυτό;

Συμμετείχαν τόσοι πολλοί μουσικοί. Πήγαμε ως Kokomo και νομίζω ότι ο Bob Dylan προσπαθούσε να βρει μια άλλη σύνθεση παρόμοια με τους The Band που είχε νωρίτερα. Ήθελε ένα συγκρότημα και νομίζω ότι δοκίμασε τους Dave Mason Band πριν από εμάς στο studio, κάτι που δεν λειτούργησε. Τότε, οι Kokomo, παίζαμε στη Νέα Υόρκη εκείνη την εποχή, οπότε ήταν ωραίο πράγμα να σου ζητήσουν να  το κάνεις, απλώς να πας στα Columbia Studios και να κάνεις αυτές τις ηχογραφήσεις με τον Bob Dylan. Ο Eric Clapton ήταν εκεί, δεν θα μπορούσα τώρα να σου πω τους διάφορους μουσικούς που ήταν εκεί τους οποίους δεν γνώριζα και ο τρομπετίστας, ο Mike Lawrence και βρεθήκαμε χωρίς να έχουμε παίξει ποτέ μαζί και ήταν πραγματικά μια πολύ ευχάριστη περίσταση. Ο Bob απλώς περπατούσε στο studio παίζοντας μερικές συγχορδίες και μας έδειχνε το τραγούδι και μετά έπρεπε να το κάνουμε και το κάναμε σ’ ένα ή δύο takes. Ποτέ δεν μπήκαμε στο control room, επειδή ήταν γεμάτο κόσμο, έτσι, δεν ακούσαμε ποτέ κανένα από τα κομμάτια. Αυτή ήταν η πρώτη μέρα και μετά ζητήθηκε σε κάποιους από εμάς να επιστρέψουν για τη δεύτερη μέρα και σε κάποιους όχι και ο Bob έκανε το ίδιο πράγμα ξανά την επόμενη μέρα. Πραγματικά δεν είχαμε ιδέα τι συνέβη: Δεν ξέρω αν είμαι στο album ή όχι, για να είμαι ειλικρινής. Σήμερα κανείς μας δεν ξέρει.

 

Έχετε αναμνήσεις από την συναυλία των 21st Century Schizoid Band στην Αθήνα το 2003;

Ναι, είναι η πρώτη φορά που εγώ ή οποιοσδήποτε από εμάς βρισκόταν στην Ελλάδα, νομίζω. Αυτό ήταν στην αρχή του, πραγματικά, και το project ήταν πολύ καινούργιο και ήμασταν εντάξει, το δουλεύαμε με τον Michael Giles (τύμπανα), τον Ian McDonald (σαξόφωνο, φλάουτο) και εμένα. Η ιδέα να παίξουμε όλοι μαζί ήταν λίγο περίεργη στην αρχή, αλλά ο Jakko (σ.σ: Jakszyk -φωνητικά, κιθάρα) ήταν αποφασισμένος να το πραγματοποιήσει και ο Michael Giles στην πραγματικότητα είναι ο πεθερός του. Λοιπόν, η Αθήνα ήταν υπέροχη, αλλά υπάρχει μια ολόκληρη ιστορία με τον Jakko να μην μπορεί να πετάξει επειδή υπήρχε ένα πρόβλημα με τις αεροπορικές εταιρείες: Δεν δεχόντουσαν την κιθάρα του Jakko στο αεροπλάνο και δεν είχε σκληρή θήκη γι’ αυτήν. Δεν μπορούσε να την βάλει στις αποσκευές, οπότε ο Jakko έχασε την πτήση, έπρεπε να πάει σπίτι, να πάρει μια σκληρή θήκη και να επιστρέψει αργότερα και να πάρει μια άλλη πτήση, κάτι που το κατάφερε και ήρθε περίπου στις 10:00 το βράδυ την προηγούμενη μέρα της συναυλίας. Έτσι, αυτή ήταν η αρχή, αλλά η ίδια η συναυλία νομίζω ότι βγήκε αρκετά καλή.

 

Ποιες είναι οι πρώτες σας μουσικές επιρροές;

Ήμουν μεγάλος οπαδός του Paul Desmond, του alto σαξοφωνίστα που έγραψε το “Take Five” και το έπαιξε με τους Dave Brubeck Quartet. Ο Stan Getz, σε μεγάλο βαθμό η cool (σ.σ: jazz) σχολή, όπως τους αποκαλούσαν εκείνη την εποχή, κάποιοι από τη Δυτική Ακτή της Αμερικής, πολύ μουσικοί, μελωδικοί παίκτες και αυτή ήταν μεγάλη επιρροή για μένα. Στην πραγματικότητα, μπορείς ν’ ακούσεις το παίξιμό μου στο “Cirkus” (σ.σ: από το “Lizard” των King Crimson -1970), το solo που κάνω στο alto είναι πολύ Paul Desmond (γέλια). Λυπάμαι που πρέπει να το παραδεχτώ, αλλά αυτή ήταν η επιρροή μου. Τότε, είχα ήδη ανακαλύψει τον Charlie Parker και τον John Coltrane και έγιναν οι ήρωές μου και ο Sonny Rollins και υπάρχουν πολλοί τέτοιοι. Ο πατέρας μου ήταν σαξοφωνίστας, που πραγματικά αυτός τα ξεκίνησε όλα και σπουδαίος κλαρινετίστας, στο στυλ του Benny Goodman. Έτσι, μεγάλωσα μ’ αυτό και ακούγοντας big bands. Όταν εμφανίστηκαν οι Rolling Stones και οι Beatles, αποφάσισα ότι ήθελα να γίνω rock ‘n’ roller. Αυτός είναι ο μόνος λόγος που δεν έγινα ακραιφνής jazz-ίστας, που είναι ο τρόπος που παίζω τώρα. Αλλά αυτοί είναι οι επιρροές μου: Ο Stan Getz και ο Paul Desmond, σίγουρα.

 

Alvin Lee, Mel Collins & Steve Thompson

Περάσατε καλά περιοδεύοντας και ηχογραφώντας το “In Flight” (1974) live album με τον Alvin Lee (Ten Years After -κιθάρα, φωνητικά);

Ναι, ήταν υπέροχα, στην πραγματικότητα. Αυτό περιλάμβανε τρεις τραγουδιστές των Kokomo (σ.σ: Dyan Birch, Frank Collins, Paddie McHugh), όπως πιθανότατα γνωρίζεις και μερικούς καλούς φίλους μου: Τον Tim Hinkley στα πλήκτρα με τον οποίο κρατάω ακόμα επαφή, ζει στο Nashville τώρα. Ο Ian Wallace φυσικά, από τους King Crimson and ο Boz (σ.σ: Burrell -μπασίστας των King Crimson και Bad Company). Υπήρχε ένας κύκλος από εμάς, που παίζαμε όλοι μαζί συναυλίες, κάναμε πολλά τζαμαρίσματα ή οτιδήποτε άλλο. Παίζαμε οπουδήποτε ανά πάσα στιγμή. Πραγματικά, μας άρεσε να παίζουμε. Έτσι, ο Alvin ήταν μέρος αυτού του κύκλου και τα πηγαίναμε πολύ καλά. Δυστυχώς, όταν βγήκαμε σε περιοδεία με το συγκρότημα, κάποια μέλη δεν ήταν. Νομίζω ότι ήμασταν μόνο εγώ και ο Ian απ’ αυτό το συγκρότημα, ένας πληκτράς ονόματι Ronnie Leahy (Stone the Crows) και ένας μπασίστας ονόματι Steve Thompson (John Mayall) και μερικοί τραγουδιστές και ένας παίχτης conga και πήγαμε στην Αμερική. Ο Alvin είχε manager τον Dee Anthony, ο οποίος ήταν μεγάλος manager εκείνη την εποχή. Ήταν manager των Humble Pie και του Peter Frampton και των Supertramp, νομίζω τελικά, στην Αμερική, ούτως ή άλλως. Είχε πολύ πλάκα. Για μένα, ήταν υπέροχο να παίζω μερικά από τα παλιά rock ‘n’ roll πράγματα που λάτρευε ο Alvin: Elvis και πολλά από τα τραγούδια του από την rock ‘n’ roll εποχή του. Έτσι, διασκεδάσαμε πολύ μ’ αυτό. Δυστυχώς, υπήρχε ένα πρόβλημα: Οι Ten Years After ήταν τόσο μεγάλοι μετά το Woodstock και τα λοιπά, αλλά το να βγεις έξω ως solo καλλιτέχνης όπως με τον Roger Waters, είναι πολύ δύσκολο. Πρέπει να το χτίσεις: Ο κόσμος ξέρει τους Ten Years After, δεν ξέρει τον Alvin Lee, επομένως πρέπει να συνεχίσεις να δουλεύεις σ’ αυτό και απλώς δεν λειτούργησε. Νομίζω ότι είχαμε το συγκρότημα για περίπου έξι μήνες και στη συνέχεια έσβησε, πραγματικά.

 

Ποια ήταν η αντίδρασή σας όταν μάθατε ότι ο πατέρας σας, Derek, θα έπαιζε στο “Savoy Truffle” των Beatles (από το “White Album” -1968);

Ω ναι, δεν τ’ ήξερα αυτό. Μόλις πρόσφατα το ανακάλυψα, δεν μας το ‘πε. Δούλευε συνέχεια όπως ανέφερα προηγουμένως, δούλευε με κάθε λογής κόσμο και δεν τον έβλεπα. Ήταν έξω, δούλευε. Έτσι, δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτό μέχρι πρόσφατα. Η κοπέλα μου μου έδειξε μια λίστα από σαξοφωνίστες που είχαν παίξει με τους Beatles και ο πατέρας μου ήταν μέσα (γέλια), όπως λες. Αυτό είναι πολύ πρόσφατο για μένα, δεν το ‘ξερα.

 

Πόσο σημαντικός είναι για εσάς ο αυτοσχεδιασμός;

Είναι τα πάντα, πραγματικά. Δεν υπήρξα ποτέ πολύ καλός αντιγραφέας όταν πρόκειται για solo. Για παράδειγμα, ο Roger Waters όταν παίζαμε το “Money”, που φυσικά είναι ένα από τα διάσημα τραγούδια του, ήθελε το solo ακριβώς ίδιο και εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν το κάνω πολύ καλά. Είμαι υπερβολικά αυτοσχεδιαστής, οπότε είχαμε πρόβλημα μ’ αυτό. Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα εκείνη την εποχή, αλλά το solo ήταν από έναν τύπο που ονομαζόταν Dick Parry που έπαιξε αρκετές φορές με τους Pink Floyd και περιόδευσε μαζί τους στην ακμή τους και ήταν στο studio μαζί τους και ηχογράφησε αυτό το solo. Επίσης, ήταν σε 7/4, αργότερα το solo της κιθάρας είναι σε 4/4, αλλά άφησαν τον σαξόφωνο να προσπαθήσει να βγάλει αυτό τον ρυθμό 7/4 και αυτό δεν είναι εύκολο, να προσπαθήσεις να αντιγράψεις ένα solo και να το βγάλεις νότα-νότα. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί άνθρωποι μπορούν να το κάνουν, αλλά εγώ δεν το κάνω πολύ καλά, λοιπόν, είμαι αυτοσχεδιαστής, αυτό κάνω. Πήγαινα στο studio και ο κόσμος έλεγε: «Μπορείς να παίξεις σαν τον David Sanborn;» Η απάντηση σ’ αυτό είναι: «Λοιπόν, αν θες τον David Sanborn, κλείσε τον David Sanborn ή τον Wayne Shorter ή οποιονδήποτε άλλο». Δεν είναι σωστό να λες τέτοιο πράγμα σε κάποιον που είναι καλός στον αυτοσχεδιασμό.

 

Πώς ήταν να μεγαλώνεις στο Λονδίνο στα swinging sixties;

Είχε πολύ πλάκα. Ήταν υπέροχα και δεν θα το ‘χανα για τίποτα στον κόσμο. Ήταν φανταστική εποχή. Δεν νομίζω ότι καταλάβαμε πόσο υπέροχη ήταν, αλλά σίγουρα διασκεδάσαμε πολύ και είχαμε πολύ καλή μουσική. Στην πραγματικότητα -βγαίνοντας λίγο εκτός θέματος- η jazz σκηνή στην Αγγλία ήταν πολύ υγιής τότε. Ήταν ο Keith Tippett (πιάνο), ο John Surman (σαξόφωνο, κλαρινέτο), ο Alan Skidmore (σαξόφωνο), όλοι αυτοί οι νεαροί μουσικοί που έπαιζαν jazz μ’ έναν νέο τρόπο και δεν είχαν επηρεαστεί απαραίτητα από το rock ή οτιδήποτε άλλο, αλλά αργότερα έγινε ένα ξαφνικά μια διασταύρωση του rock με την jazz, fusion και οτιδήποτε άλλο. Αλλά εκείνη την εποχή, ήταν πολύ υγιής. Πήγαινα κι έβλεπα τα συγκροτήματα όταν ήμουν 18 και 19 και κανείς δεν ερχόταν μαζί μου επειδή ήταν jazz. Έβλεπα τους Tubby Hayes (σαξόφωνο), Ronnie Scott (σαξόφωνο), John Surman, Alan Skidmore και Keith Tippett. Ήταν υπέροχο να πηγαίνω και να βλέπω όλους αυτούς τους μουσικούς να παίζουν και πάλι κατά το μεγαλύτερο μέρος της, αυτοσχεδιαστική μουσική και αυτό μ’ επηρέασε πραγματικά επίσης.

 

Ξέρω ότι λατρεύατε να δουλεύετε με τον Gerry Rafferty. Τι το ιδιαίτερο είχε;

Ο Gerry Rafferty είχε υπέροχη φωνή, ήταν τόσο μουσικός. Η ψυχή του έβγαινε μέσα από τη φωνή του, άκουγες την ψυχή του. Αυτός και ο Pino Daniele από την Ιταλία ήταν οι πιο μουσικοί καλλιτέχνες με τους οποίους δούλεψα και ειδικά ο Gerry. Απλώς λυπήθηκα που δεν έκανα το “Baker Street” (σ.σ: από το “City to City” -1978), ήταν ατυχία, αλλά κατάφερα να παίξω στη σκηνή μαζί του και ήταν πραγματικός φίλος και κάποιος που ανέκαθεν θεωρούσα τον καλύτερο και πιο μουσικό καλλιτέχνη με τον οποίο έχω δουλέψει.

 

Υπήρχε κάποιου είδους ανταγωνισμός ανάμεσα σε εσάς και τον Dick HeckstallSmith (Colosseum, John Mayall -σαξόφωνο);

Βασικά, όχι. Δεν ήταν καθόλου τέτοιος τύπος: Ήταν ο ωραιότερος άνθρωπος. Δεν τον γνώρισα πολύ καλά γιατί ήταν πριν από μένα, πραγματικά, λίγα χρόνια μεγαλύτερος από εμένα, αλλά παίξαμε λίγο μαζί. Δυστυχώς, θα ‘θελα να ‘παιζα περισσότερο μαζί του. Για λίγο έχασα εκείνη την εποχή με τον Alexis Korner και τους Graham Bond Organisation με τους Jack Bruce και Ginger Baker, φυσικά. Αυτό ήταν λίγο νωρίτερα από μένα, πριν μπω στη σκηνή και πήγαινα κι έβλεπα αυτά τα συγκροτήματα, αλλά δεν ήμουν πραγματικά μέρος της και μόνο αργότερα συνάντησα τον Dick, ξανά μέσω του Alexis Korner. Όπως λέω, ήταν τόσο καταλυτικός για τους μουσικούς, αλλά δεν τον γνώριζα πολύ καλά. Σίγουρα εκεί δεν υπήρχε κανένας ανταγωνισμός.

 

Έχετε σκεφτεί ποτέ να γράψετε την αυτοβιογραφία σας; Θα είχε πολύ ενδιαφέρον.

Το σκέφτομαι τελευταία. Έχει πολλή δουλειά, αλλά νομίζω ότι πρέπει να το κάνω. Σ’ ευχαριστώ που τ’ ανέφερες. Θα ‘πρεπε. Υπάρχουν πολλές ιστορίες και πολλά να ειπωθούν. Οπότε, ναι, θα το ‘θελα πολύ. Απλώς πρέπει να έχω την ησυχία μου, οπότε μετά θ’ αρχίσω να γράφω.

 

Πιστεύετε ότι η δημοφιλής μουσική στις δεκαετίας του ‘60 και του ‘70 ήταν πολύ καλύτερη από τη σημερινή;

Νομίζω ότι η σύνθεση των τραγουδιών ήταν καλύτερη. Η pop μουσική του σήμερα, όλοι δυσκολευόμαστε να συμμεριστούμε αυτά τα κορεάτικα συγκροτήματα αγοριών και κοριτσιών και η ιαπωνικού στυλ pop είναι κάτι που δεν νιώθω. Δεν έχει την ψυχή που αναζητώ, που ανέφερα πριν. Θα ‘πρεπε να διστάσω να πω ότι τότε ήταν καλύτερα, αλλά ήταν (γέλια).

 

Πηγαίνατε στο Speakeasy Club. Συναντήσατε άτομα όπως τον Jimi Hendrix, τον John Lennon, τον Keith Moon και τον Ginger Baker που σύχναζαν εκεί;

Και πάλι, αυτό ήταν λίγο πριν από μένα. Ήταν όλοι εκεί πιθανώς 5 ή 6 χρόνια πριν πάω εκεί, οπότε δεν πρόλαβα να γνωρίσω κανέναν. Επίσης, δεν είμαι ο πιο πιεστικός άνθρωπος, δεν ήμουν εκείνη την εποχή, ήμουν αρκετά ντροπαλός, οπότε δεν κατάφερα ποτέ πραγματικά να τους γνωρίσω, για να είμαι ειλικρινής. Έκανα κάποια δουλειά με τον George Harrison στο studio, σ’ ένα συγκρότημα που ονομαζόταν Splinter που ήταν παραγωγός και μου ζήτησαν να κάνω κάποια δουλειά στα πνευστά, να γράψω πνευστά για μερικά από τα κομμάτια. Έτσι, πήγα να συναντήσω τον George στο σπίτι του, το Friar Park, που ήταν μια υπέροχη εμπειρία για μένα και ήταν τόσο ευχάριστος, ήταν πολύ ωραίος. Πήγαμε στο studio και ακούσαμε τα κομμάτια και μετά φυσικά ήμουν στο studio αλλά δεν τον είδα μετά και τα περισσότερα παιδιά είχαν αποσυρθεί ή ήταν στην Αμερική ή σε διαφορετικούς κύκλους από κείνες τις μέρες που πήγαιναν όλοι στο το Speakeasy. Οπότε, και πάλι άργησα.

 

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον του progressive rock;

Έτσι νομίζω. Υπάρχει τώρα μια τεράστια αγορά που έχει αναπτυχθεί στην οποία μπήκαμε με τους King Crimson δουλεύοντας για επτά χρόνια στο δρόμο, κάνοντας περιοδείες παντού, πραγματικά, εκτός από την Αυστραλία, δεν περιοδεύσαμε στην Αυστραλία ή τη Νέα Ζηλανδία. Είδαμε το κοινό να μεγαλώνει και να μεγαλώνει και όλη την σκηνή ν’ αναπτύσσεται, κάτι που δείχνει ότι οι άνθρωποι θέλουν να βλέπουν live μουσική και θέλουν να βλέπουν τους μουσικούς που υπάρχουν ακόμα τριγύρω, φυσικά. Οπότε, είμαι αρκετά θετικός για την όλη σκηνή. Νομίζω ότι υπάρχει μια νέα γενιά ανθρώπων που τους ενδιαφέρει το παίξιμο, κάτι που τους οδηγεί να έρθουν και να βλέπουν συγκροτήματα όπως οι King Crimson. Είναι ακόμα εκεί, για πόσο καιρό δεν ξέρω, αλλά νιώθω θετικά γι’ αυτό.

 

Γιατί δεν έχετε προσωπική ιστοσελίδα ή σελίδα στο Facebook;

Και πάλι, αυτό είναι ένα άλλο πράγμα που με ρωτούν οι άνθρωποι και δεν μ’ ενδιέφερε τόσο πολύ αυτό. Δεν πίστευα ότι υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι που να θέλουν να μου μιλήσουν ή να επικοινωνήσουν μαζί μου και μόλις πρόσφατα, για να είμαι ειλικρινής, με τους Dire Straits Legacy βρίσκω ότι πηγαίνω σε συναυλίες και έχω ανθρώπους έξω να με περιμένουν με μια αγκαλιά album για να τα υπογράψω και αυτό συνέβη πρόσφατα αρκετά συχνά. Είναι εκνευριστικό για τα άλλα παιδιά του συγκροτήματος, που κάθονται όλοι στο van και με περιμένουν κι εγώ υπογράφω όλα αυτά τα albums (γέλια). Λοιπόν, νομίζω ότι αυτό επίσης πρέπει ν’ αναθεωρηθεί. Θα πρέπει πραγματικά να σκεφτώ να το κάνω ή να ζητήσω από κάποιον να με βοηθήσει με την ιστοσελίδα.

 

Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Mel Collins για τον χρόνο του.

Official Dire Straits Legacy website: https://www.dslegacy.com/

Official King Crimson website: https://dgmlive.com/

Official King Crimson Facebook page: https://www.facebook.com/kingcrimsonofficial/

- Advertisement -

Latest articles

Related articles

Μετάβαση στο περιεχόμενο