Συνέντευξη: Tony Levin (solo, Beat, King Crimson, Peter Gabriel)

Ο θρυλικός μπασίστας Tony Levin μιλάει στο Hit Channel για το καινούργιο του solo studio album, "Bringing It Down to the Bass", την επερχόμενη περιοδεία του με τους Beat, την μουσική των King Crimson από την δεκαετία του '80, τις συνεργασίες του με τους Peter Gabriel και John Lennon και πολλά άλλα.

HIT CHANNEL ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Αύγουστος 2024. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν θρυλικό μουσικό και υπέροχο άνθρωπο: τον Tony Levin. Είναι περισσότερο γνωστός ως μπασίστας των King Crimson από το 1981 και για την δουλειά του με τον Peter Gabriel από το 1977. Είναι επίσης μέλος των Stick Men (παίζοντας Chapman Stick) και των Liquid Tension Experiment κι έχει παίξει με τους John Lennon, Paul Simon, David Bowie, Pink Floyd, Tom Waits, Anderson Bruford Wakeman Howe, Buddy Rich και πολλούς άλλους. Στις 13 Σεπτεμβρίου κυκλοφορεί το νέο του solo studio album, Bringing It Down to the Bass από την Flatiron Recordings με την συμμετοχή των Steve Gadd, Mike Portnoy , Vinnie Colaiuta, Steve Hunter και άλλων. Στις 12 Σεπτεμβρίου ξεκινάει μια Αμερικανή περιοδεία με τους Beat (μαζί με τους Adrian Belew, Steve Vai και Danny Carey) παίζοντας την μουσική των King Crimson από την δεκαετία του ‘80. Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:

 

Σας πήρε 10 χρόνια να κάνετε το “Bringing It Down to the Bass”. Θα μπορούσατε παρακαλώ να μας δώσετε μερικές πολύ βασικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία σύνθεσης και ηχογράφησης του;

- Advertisement -

Δεν πήρε τόσο πολύ επειδή δούλευα συνέχεια σ’ αυτό, πήρε τόσο πολύ επειδή είμαι πολύ τυχερός, κάνω πολλές εξαιρετικές περιοδείες. Αυτό είναι το αγαπημένο μου πράγμα: Να παίζω live και φυσικά είχα την ευκαιρία να παίξω με τον Peter Gabriel και τους King Crimson σε περιοδεία, με τους Stick Men και επίσης με τους Levin Brothers παίζοντας jazz, οπότε αυτό είναι ένα πολύ καλό πρόβλημα που έχω. Έγραφα ένα κομμάτι και το άρχιζα, αλλά δεν είχα τον χρόνο να το ολοκληρώσω και κυρίως να βάλω τους άλλους μουσικούς σ’ αυτό. Έτσι τον τελευταίο χρόνο, όποτε έκανα κάποιο διάλειμμα, αποφάσισα να τελειώσω αυτό το album πριν γίνω πολύ μεγάλος για να το τελειώσω, αστειεύομαι μ’ αυτό. Τον Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο του 2024, έκανα διάλειμμα απ’ οποιαδήποτε ηχογράφηση ή περιοδεία για να τ’ ολοκληρώσω. Λοιπόν, είμαι πολύ χαρούμενος που το τελείωσα. Κάποιο από το υλικό το έγραψα πριν από αρκετό καιρό και κάποιο είναι πολύ νέο, μόλις απ’ τον Απρίλιο και τον Μάιο. Ο τίτλος “Bringing It Down to the Bass” είναι κατάλληλος γιατί πολλές από τις συνθέσεις ήθελα να ξεκινάνε με μια μπασογραμμή ή έναν ήχο μπάσου ή ίσως μια τεχνική παιξίματος μπάσου, ίσως το παίξιμο με τον αντίχειρα ή funk fingers (σ.σ: μπαγκέτες για drums που προσαρμόζονται στα δάχτυλα του μπασίστα -εφεύρεση του Levin), όχι όλα τα τραγούδια, αλλά πολλά απ’ αυτά είναι έτσι, αλλά για μένα το κύριο πράγμα στο album είναι οι άλλοι μουσικοί που έχω σ’ αυτό. Έχω μια υπέροχη ομάδα φίλων που μπόρεσαν να με συνοδεύουν σ’ αυτό και μόνο η λίστα με τα ονόματά τους με κάνει να συνειδητοποιήσω ότι πρέπει να είναι καλός δίσκος, παρόλο που ξεκίνησε από εμένα.

Το album μου “Bringing It Down to the Bass”, όταν το πήγα στη δισκογραφική, αυτή τη συγκεκριμένη Flatiron Records, είπα: «Πρέπει να σας πω ότι επιμένω ότι μέρος του project για μένα είναι ότι θέλω να τραβήξω πορτρέτα του κάθε μπάσου που χρησιμοποίησα, όχι απλώς μια φωτογραφία στο studio, αλλά έξω στον κόσμο που ν’ αντικατοπτρίζει αυτό το όργανο. Αυτό είναι καλλιτεχνικά σημαντικό για μένα, οπότε θα χρειαστεί να έχω ένα βιβλιαράκι». Φυσικά, ανυπομονώ για το μεγάλο 12-ιντσο βιβλιαράκι που συνοδεύει την έκδοση του διπλού LP που θα βγει κάποια στιγμή αργότερα φέτος, αλλά ακόμα και στη συσκευασία του CD, πρέπει να έχω ένα βιβλιαράκι 12 σελίδων μ’ αυτές τις φωτογραφίες και είπαν: «Σίγουρα, κανένα πρόβλημα». Είναι μια υπέροχη εταιρεία που υποστηρίζει το καλλιτεχνικό μου όραμα. Αλλά ούτως ή άλλως, το album προοριζόταν να αφορά το μπάσο με περισσότερους τρόπους και όχι μόνο με τους τίτλους των τραγουδιών και το γεγονός ότι ξεκινήσαμε με τα μέρη του μπάσου και νιώθω ωραία με τα πορτρέτα που σου δίνουν μια αίσθηση του τι είναι το μπάσο. Αν το σκεφτείς, εμείς, οι κιθαρίστες και οι μπασίστες, έχουμε μια ενδιαφέρουσα σχέση με τ’ όργανό μας, γιατί κάθε όργανο είναι μ’ έναν ανεπαίσθητο τρόπο διαφορετικό από τ’ άλλα: Ο ήχος, η αίσθηση, ακόμη και η φυσική αίσθηση του. Λοιπόν, αυτό είναι ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου και αυτό είναι μέρος αυτού του album.

 

Μ’ αρέσει πολύ το Me and My Axe”. Μπορείς σχεδόν να τραγουδήσεις τη μελωδία σ’ αυτό. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό το υπέροχο κομμάτι.

Σίγουρα. Ο τίτλος του είναι κατάλληλος για το album γιατί έχουμε σχέση με τ’ όργανά μας, φυσικά, παρόλο που δεν είναι τραγούδι, ξέρεις, είναι instrumental. Λοιπόν, δεν υπάρχουν στίχοι σ’ αυτό, αλλά τ’ οραματιζόμουν ως ντουέτο, ναι, ανάμεσα σε εμένα και τ’ όργανό μου, αλλά στην πράξη ανάμεσα στο άταστο μπάσο μου που παίζει τη μελωδία και στο ν’ ανταλλάσσω τη μελωδία με τον σπουδαίο Steve Hunter (κιθάρα), τον «Διάκο» (σ.σ: “The Deacon” -το παρατσούκλι του). Έχουμε μεγάλη ιστορία μαζί, εγώ και ο Steve, γιατί παίξαμε φυσικά στο πρώτο solo album του Peter Gabriel (σ.σ: “Peter Gabriel” -1977) και περιοδεύσαμε πολύ μαζί του, αλλά πριν απ’ αυτό είχαμε παίξει μαζί με τον Alice Cooper σ’ αρκετούς δίσκους, έτσι, εγώ κι ο Steve έχουμε μεγάλο παρελθόν και μετά έπρεπε να σκεφτώ ότι αφού φέρνω αυτόν, γιατί να μην φέρω και κάποιους άλλους από το παλιό συγκρότημα του Peter Gabriel. Έτσι, σ’ αυτό το κομμάτι είναι ο Larry Fast που παίζει synthesizer και ο Jerry Marotta που παίζει drums. Κατά κάποιο τρόπο, όπως πολλά από τα κομμάτια του album είναι λίγο βιογραφικό και λίγο ιστορικό επειδή επανενώνονται αυτοί οι μουσικοί και στην φύση του τραγουδιού υπάρχει μια από τις πολύ αγαπημένες μου «φωνές» στην κιθάρα, στην blues κιθάρα ή οποιοδήποτε είδος παίζει, είναι απλώς ένας ωραίος ήχος από την κιθάρα του. Διασκέδασα πολύ ανταλλάσσοντας μαζί του τη μελωδία και μετά φυσικά παίξαμε μαζί την αρμονία κοντά στο τέλος και αυτή είναι η ιστορία μου για τη δημιουργία του κομματιού.

 

Το “Uncle Funkster” με τον Vinnie Colaiuta (Frank Zappa, Jeff Beck -drums) ακούγεται αρκετά προκλητικό τεχνικά. Ήταν δύσκολο να το ηχογραφήσετε;

Ναι, είναι πολύ διαφορετική ιστορία. Αντί για μια σύνθεση που έγραψα, αυτό είναι ντουέτο, μόνο με drums. Ο Vinnie είναι ένας από τους αγαπημένους μου drummers, φυσικά, είναι εξαιρετικός drummer και το Chapman Stick που μπορεί να κάνει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, όπως το μπάσο. Το παίζω ως μπάσο αλλά είναι πολύ διαφορετικό όργανο. Για όσους δεν ξέρουν, το Chapman Stick το παίζεις με hammer-on τεχνική, δεν τραβάς (σ.σ: pluck) τις χορδές και έχει πολύ μεγάλο εύρος γιατί οι χορδές μπάσου κουρδίζονται σε 5ες όχι 4ες, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Οραματιζόμουν: Εντάξει, θα κάνω ένα δίδυμο με τον Vinnie, αλλά αντί να μαζευτούμε σε ένα studio και να το κάνουμε γρήγορα -επειδή μένει στο Los Angeles κι εγώ κοντά στη Νέα Υόρκη- σκέφτηκα ότι έχω έναν νέο τρόπο ηχογράφησης με drums και μπάσο που προέκυψε πολύ σ’ αυτόν τον δίσκο. Είναι καλύτερο απ’ το να κάνεις απλώς το μέρος του μπάσου και να του στείλεις: «Οκ, ορίστε αυτό είναι και παίξε». Λοιπόν, αυτό που έκανα σ’ αυτό το κομμάτι ήταν, έπαιξα το τραγούδι χοντρικά με τον τρόπο που θα το έπαιζα και είπα: «Οκ, Vinnie», ξέρω φυσικά το παίξιμό του, αλλά δεν ήξερα τι θα έκανε, «παίξε μ’ αυτό, αλλά αν θέλεις να κάνεις κάτι λίγο διαφορετικό, προχώρα και κάν’ το». Μετά, όταν τελείωσε, πήρα το κομμάτι του στα drums και έπαιξα το μέρος μου πάνω στο δικό του. Ακούγεται σαν μικρή λεπτομέρεια, αλλά είναι τελείως διαφορετικό απ’ ότι αν τελείωνα το μέρος μου και το έστελνα και έπρεπε να το μάθει και να παίξει πάνω σ’ αυτό. Κατά κάποιο τρόπο, μοιάζει λίγο με τζαμάρισμα γιατί και οι δύο πρέπει να παίξουν ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά έχεις, κατά την άποψή μου, μια σύνθεση που είναι προϊόν και των δύο. Λοιπόν, για εμένα και οι δύο γράψαμε αυτό το κομμάτι, εγώ και ο Vinnie και ναι, έχει πολύ αυτοσχεδιασμό και απλώς πολύ τρελό παίξιμο σ’ αυτό και αυτό οραματιζόμουν γι’ αυτό το κομμάτι. Επίσης, είναι ένα ωραίο διάλειμμα από τις συνθέσεις του album που έχουν πολλούς μουσικούς, να έχεις ξαφνικά αυτό το κομμάτι που είναι στην πραγματικότητα ένα τζαμάρισμα για μερικά λεπτά.

 

Είναι το “Side B/ Turn It Over” επηρεασμένο από το gospel;

(Γέλια) Όχι, δεν νομίζω. Δεν είναι καθόλου gospel. Έχουμε ένα πράγμα στην Αμερική που λέγεται “barbershop quartet”, είναι ένα στυλ τραγουδιού από 4 φωνές χωρίς όργανα και πάντα ήμουν οπαδός του barbershop quartet όταν ήμουν παιδί, είχα πάντα ένα συγκρότημα και αυτό που έκανα παρεμπιπτόντως, όταν έκανα το πρώτο solo album του Peter Gabriel το 1976, έπεισα στον Peter να κάνουμε μια barbershop quartet εισαγωγή σ’ ένα τραγούδι και το κάναμε αυτό live. Ήταν ένα πολύ αστείο μέρος αυτής της πρώτης περιοδείας το 1977. Εντάξει, αυτό δεν έχει πολύ να κάνει με το γιατί έγραψα αυτό το κομμάτι. Όσοι από εμάς είμαστε αρκετά μεγάλοι και μεγαλώσαμε με LP, με δίσκους βινυλίου, σε μένα υπάρχει η εμπειρία να σηκώνομαι και να το αναποδογυρίζω και να μην ξέρω τι θα γίνει στην Β’ πλευρά, στην άλλη του πλευρά. Είναι κάτι περισσότερο από ένα μικρό πράγμα που κάναμε. Έτσι, το σκέφτηκα και έγραψα πραγματικά ένα ποίημα γι’ αυτό και κατέληξε να γίνουν οι στίχοι και μετά αποφάσισα να το τραγουδήσω σε στυλ barbershop quarter. Έπειτα, επειδή μερικές φορές σου έρχονται τρελές ιδέες που δεν είναι ο κανόνας, αποφάσισα στη μέση να κάνω ένα solo στο μπάσο, κάτι που δεν κάνεις ποτέ σ’ αυτό το είδος, σ’ ένα barbershop quartet δεν έχεις ποτέ όργανα. Λοιπόν, είναι ένα barbershop quartet μ’ ένα σύντομο solο μπάσο στη μέση, μόνο και μόνο επειδή ήθελα να το κάνω και ελπίζω ότι αξίζει ν’ ακούσετε τις ποιητικές μου ιδέες σχετικά με την εμπειρία του γυρίσματος του δίσκου.

 

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το “On The Drums” είναι ένα είδος φόρου τιμής στους drummers με τους οποίους έχετε συνεργαστεί;

Αυτή είναι η τέλεια λέξη. Είναι φόρος τιμής; Ναι, είναι. Ήταν τη χρονιά του lockdown, το 2020, όταν δεν υπήρχε δουλειά για εμάς τους μουσικούς μετά την άνοιξη και σκεφτόμασταν: «Εντάξει, τι θα κάνουμε;» Έκανα δύο πράγματα: Έκανα ένα βιβλίο με φωτογραφίες (σ.σ: “Images from the Life on the Road”) με μερικές από τις πολύ καλές μου φωτογραφίες από περιοδείες, ωραία. Αλλά μουσικά δεν ένιωσα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να τελειώσω το album, οπότε δούλεψα σ’ ένα κομμάτι. Αποφάσισα να γράψω μια σύνθεση χρησιμοποιώντας μόνο τα ονόματα των drummers με τους οποίους έχω παίξει. Έχω παίξει με πολλούς drummers, είμαι εδώ πολύ καιρό, οπότε, υπήρχε πολύ υλικό από ονόματα, αλλά τ’ ονόματα δεν έκαναν ομοιοκαταληξία, δεν είχαν το είδος των συλλαβών που κάνουν εύκολο το να γράψεις ένα κομμάτι. Λοιπόν, κοιτάς τώρα το studio μου (σ.σ: στο Zoom), σ’ όλο μου το studio είχα κομμάτια από χαρτί με μικρές μουσικές ιδέες: «Εντάξει, ίσως αυτά τα τρία ονόματα ή ακόμα κι ένα: “Colaiuta, Colaiuta”», έγραψα με τόνο και έκανα 9 μήνες να τα συγκεντρώσω ώστε να γίνουν μια σύνθεση. Δεν ήξερα αν θα ήταν τραγούδι με rhythm section, αλλά αποφάσισα να το κάνω ακριβώς σαν χορωδία με την φωνή μου.

Έτσι, υπάρχουν κάπου οκτώ έως δώδεκα φωνές και αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχουν όργανα σ’ αυτό και νομίζω ότι βγήκε καλό. Είμαι ευχαριστημένος έτσι όπως βγήκε, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα σύνθεση αλλά είναι επίσης και διασκεδαστική, ειδικά αν ξέρεις τους drummers, γιατί είναι απλώς το ένα όνομα μετά το άλλο κ.ο.κ. με τα ονόματα των drummers, αλλά με διαφορετικούς μουσικούς τρόπους. Έχω μερικές άλλες λέξεις στο τέλος που λένε: “On the drums”, που είναι ο τίτλος, αλλά είναι επίσης ο μόνος στίχος που τραγούδησα μετά τ’ όνομα αυτών των drummers και ναι, με λίγα λόγια, είναι ένα «ευχαριστώ» και ένας φόρος τιμής στους πολλούς σπουδαίους drummers με τους οποίους είχα την τύχη να παίξω, οι οποίοι έχουν επηρεάσει το παίξιμό μου στο μπάσο, σίγουρα, όλα αυτά τα χρόνια, από την αρχή για μένα όταν πήγαινα σχολείο. Ήμουν σε σχολείο κλασικής μουσικής, στο Eastman School of Music και ο Steve Gadd (Eric Clapton, Steely Dan, James Taylor), ο σπουδαίος drummers, έτυχε και ήταν τότε στο σχολείο και πραγματικά με καθοδήγησε στο πώς να παίζω jazz. Του είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων και έχει ένα πολύ ωραίο μπαλαντοειδές μέρος σ’ αυτό το τραγούδι.

 

Παρεμπιπτόντως, πρόσφατα έμαθα ότι ο Bob Ludwig, ο σπουδαίος μηχανικός mastering (Led Zeppelin, Jimi Hendrix, The Band, Rush, Bruce Springsteen) ήταν επίσης μαζί σας στο Eastman School of Music.

Ξέρεις αυτό;! Δεν γνώριζα κανέναν που να το ξέρει. Και ήταν τρομπετίστας, πολύ καλός τρομπετίστας. Περίμενα να τον δω σε κάποια συμφωνική ορχήστρα, αλλά χρόνια αφότου αφήσαμε τη σχολική ζωή, φυσικά, έκανε το Gateway Mastering. Σίγουρα ήταν ο master του mastering.

 

Τι σας ενέπνευσε να γράψετε το “Give the Cello Some”;

Αυτό έγινε αφότου πολλές συνθέσεις είχαν πραγματικά δουλευτεί προσεκτικά, μερικές για χρόνια, σκέφτηκα ότι θα βάλω απλώς ένα rock κομμάτι και είχα μερικές τρελές ιδέες για τους στίχους. Δεν ξεκίνησαν με το έχουν σχέση με το τσέλο, αλλά ήθελα να κάνω ένα solo στο τσέλο και αυτό με οδήγησε να σκεφτώ: «Ποιος είναι ο τίτλος;» και δεν τραγουδάω, λέω μερικές λέξεις. Εμείς, οι μουσικοί, μιλάμε για τη φόρμα του κομματιού. Λέμε: «Ας κάνουμε ένα blues, μετά έχεις ένα solo και μετά θα βάλουμε λίγη κιθάρα» ή κάτι τέτοιο. Μιλάμε έτσι, αλλά δεν το βάζουμε αυτό στον δίσκο και απλώς σκέφτηκα: «Θα το αφήσω αυτό στον δίσκο: Τις φωνητικές μου οδηγίες στα άλλα παιδιά». Έχει, λοιπόν, χιούμορ, αλλά είναι επίσης για μένα ένα απλό τραγούδι που rock-άρει, ένα είδος bluesy τραγουδιού. Ένα μικρό σε διάρκεια όπου δίνω solos στο τσέλο και στον αδερφό μου (σ.σ: Peter) στο Hammond και μετά λέω στα παιδιά: «Εντάξει, τελείωσε. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα» και μετά τελειώνει.

 

Το “Coda” είναι πολύ κινηματογραφικό. Ποια ήταν η μουσική σας πρόθεση σε αυτό;

Σ’ ευχαριστώ. Παρεμπιπτόντως, μ’ αρέσουν οι ερωτήσεις σου. Τ’ όνομα τα λέει όλα. Είχα στο μυαλό μου να γράψω κάτι ήσυχο -όχι άλλο rock, υπάρχει πολύ heavy rock στο album- για να το έχω ως τελευταίο κομμάτι. Από την αρχή προοριζόταν να είναι το τελευταίο κομμάτι του album και ξεκίνησα παίζοντας το κομμάτι στο πιάνο, κάποιες συγχορδίες, ήξερα ότι θα σόλαρα από πάνω με το μπάσο μου. Έκανα ένα λάθος. Οποιοσδήποτε κλασικός μουσικός ακούει μπορεί να γελάσει μ’ αυτό. Υπάρχει μια συμφωνία του Mahler, η 5η Συμφωνία, που νομίζω ότι η 2η ή η 3η κίνηση τελειώνει μ’ έναν πολύ ασυνήθιστο τρόπο, με μόνο τα μπάσα της ορχήστρας να παίζουν μια Μι ματζόρε τρίφωνη συγχορδία, και ήθελα να τελειώσω μ’ αυτό. Είναι απλώς ένας πολύ κατάλληλος τρόπος για να τελειώσεις ένα album μπάσου. Σκέφτηκα ότι ίσως κανείς άλλος δεν το έχει χρησιμοποιήσει (γέλια). Δεν επρόκειτο να μιλήσω σε κανέναν γι’ αυτό, αλλά πρόσφατα ανακάλυψα ότι έκανα ένα λάθος: Νόμιζα ότι ήταν Μι ματζόρε, αλλά στην πραγματικότητα το πραγματικό ήταν Ρε ύφεση ματζόρε (γέλια), οπότε, είχε μισό τόνο διαφορά. Στην αρχή σκέφτηκα: «Θα γράψω απλώς ένα ωραίο κομμάτι για να τελειώσω το album, ένα ήσυχο κομμάτι που θα έχει το μπάσο και θα τελειώσω μ’ αυτήν την Μι ματζόρε τρίφωνη συγχορδία και το έκανα και αρχικά, απλώς έπαιζα αυτό το απλό μέρος στο πιάνο και έπαιζα τσέλο.

Έπαιξα τέσσερα μέρη ως κουαρτέτο για τσέλο, ως background στο μπάσο, αλλά ένιωθα ότι, παρόλο που το τσέλο ήταν καλό όπως το έκανα, απλώς δεν ήταν αρκετά καλό. Στην πραγματικότητα είμαι ένας μπασίστας που παίζει τσέλο και κάποιοι άνθρωποι δεν θ΄’ άκουγαν τη διαφορά, αλλά εγώ συνέχιζα να την ακούω και σκέφτηκα ότι το τραγούδι αξίζει κάτι καλύτερο, το album αξίζει κάτι καλύτερο, έτσι, γνωρίζω μια υπέροχη τσελίστρια, τη Linnea Olsson, που περιόδευσε μαζί μου με τον Peter Gabriel. Ζει στη Σουηδία και της ζήτησα να παίξει τα μέρη. Είχα γράψει τα μέρη και τα έπαιξε πολύ καλύτερα. Με έναν ανεπαίσθητο τρόπο, πάρα πολύ καλύτερα από μένα, έτσι ήμουν πολύ χαρούμενος και μόνο ένα μικρό πράγμα για τα credits: Ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη όταν το έκανε και σκέφτηκα ότι θα ήταν αρμόζον ν’ αναφέρω στα credits και το μωρό, γιατί αν το σκεφτείς, το τσέλο ακουμπούσε στο μωρό, οπότε το μωρό κατά κάποιον τρόπο που δεν καταλαβαίνουμε είχε κάποια σχέση μ’ αυτό το κομμάτι. Στα credits λοιπόν του album αναφέρω την Linnea Olsson, αλλά και το μωρό της. Όπως μπορείς να καταλάβεις το album μου είναι σοβαρό, αλλά έχει και μια αίσθηση του χιούμορ που είναι πάντα έτοιμη να βγει προς τα έξω.

 

Θα θέλατε να περιοδεύσετε για το “Bringing It Down to the Bass”;

Θα ‘θελα και σχεδίαζα μια περιοδεία για τον Σεπτέμβριο. Η ημερομηνία κυκλοφορίας είναι 13 Σεπτεμβρίου και σχεδίαζα απλώς μια μικρή περιοδεία που θα ξεκινούσε τότε, αλλά μάντεψε; Κάτι προέκυψε (γέλια) που είναι πολύ ιδιαίτερο και θα μιλήσω γι’ αυτό. Την Beat Tour, έτσι την λέμε, τώρα κάνουμε 65 συναυλίες στις ΗΠΑ και ελπίζουμε να την συνεχίσουμε και του χρόνου, το πού θα πάμε, δεν ξέρω, ούτε καν αν μπορούμε να την συνεχίσουμε. Ο Adrian Belew (σ.σ: King Crimson, David Bowie, Frank Zappa -κιθάρα, φωνητικά) είχε την ιδέα να παίξει τη μουσική των King Crimson από την δεκαετία του ‘80, αυτά τα τρία albums (σ.σ: το “Discipline” του 1981, το “Beat” του 1982 και το “Three of a Perfect Pair” του 1984), όχι με τα αρχικά μέλη, αλλά με μένα, τον  Steve Vai στην κιθάρα και τον Danny Carey από τους Tool στα drums. Λοιπόν, θα είναι τρελό. Ενώ σου μιλάω, πρόκειται να αρχίσουμε πρόβες, οπότε, θα δω πού θα πάει, αλλά κάνω εξάσκηση στο υλικό, εδώ ακριβώς πίσω από την πλάτη μου, εκεί που κοιτάς και είναι δύσκολο. Παρόλο που έπαιξα τα πρωτότυπα μέρη εκεί, υπάρχουν μερικά πολύ δύσκολα πράγματα όπου παίζω ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικούς ρυθμούς και τραγουδάω ταυτόχρονα σ’ έναν τρίτο ρυθμό. Οπότε, ναι, κάνω πολλή εξάσκηση γι’ αυτό. Έχουμε δώσει στον εαυτό μας πολύ χρόνο για πρόβες γιατί θέλουμε πραγματικά να το κάνουμε σωστά. Είναι πολύ συναρπαστική τώρα αυτή η ιδέα και θα είναι πραγματικά διασκεδαστικό να δούμε το πού θα πάμε αυτή τη μουσική. Δεν θα το κάνουμε ακριβώς ίδιο, αλλά το πόσο διαφορετικά θα το κάνουμε είναι κάτι που δεν ξέρω αυτή τη στιγμή και είμαι ενθουσιασμένος να το μάθω.

 

Beat: Tony Levin, Steve Vai, Adrian Belew, Danny Carey

Ξαφνιαστήκατε όταν ο Adrian Belew (κιθάρα, φωνητικά) σας ζήτησε για πρώτη φορά να περιοδεύσετε με τη μουσική του King Crimson από τη δεκαετία του ‘80;

Ναι, εξεπλάγην και να σου πω την αλήθεια δεν ήμουν σίγουρος ότι ήταν για μένα, δεν ήμουν σίγουρος ότι ήθελα να το κάνω. Θα σου πω γιατί: Επειδή το να επανέρχομαι στη μουσική που έκανα παλιά δεν είναι το πιο αγαπημένο μου πράγμα. Δεν το αντιπαθώ, αλλά τ’ αγαπημένο μου πράγμα είναι να κάνω νέα μουσική και μετά να κάνω περιοδείες και να παίζω μουσική που μπορεί να αναπτυχθεί στο δρόμο παίζοντάς την live, που μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι πιο ιδιαίτερο απ’ αυτό που ήταν. Λοιπόν, αυτό το υλικό ήταν σπουδαίο και δεν είπα «όχι», αλλά είπα: «Άσε με να το σκεφτώ αυτό γιατί πρέπει να είμαι 100% σίγουρος για το αν θα παίξω το παλιότερο υλικό». Αλλά μετά μου είπε ποιοι θα έπαιζαν μαζί: Ο Steve Vai και ο Danny Carey και φυσικά όπως κάθε μπασίστας θέλω να παίξω με τον Danny Carey και όπως οποιοσδήποτε rock μουσικός θα μ’ άρεσε να παίξω με τον Steve Vai. Έτσι, ξαφνικά έγινε κάτι που μ’ έκανε να μου τρέχουν τα σάλια, αντί απλώς για την ιδέα να παίξω το υλικό, είναι καλή ιδέα, αλλά δεν μ’ έκανε να μου τρέχουν τα σάλια.

 

Οι περισσότερες από τις  συναυλίες των Beat είναι τώρα sold out ή πρόκειται να γίνουν sold out. Περιμένατε τέτοια ανταπόκριση από τους οπαδούς;

Όχι, δεν το περίμενα, αλλά για να σου πω την αλήθεια δεν το ήξερα καν. Ήξερα ότι πολλές από τις συναυλίες ήταν sold out και γι’ αυτό πρόσθεσαν 22 ακόμα συναυλίες, αλλά δεν έχω παρακολουθήσει τις πωλήσεις. Το management ασχολείται μ’ αυτό και είναι υπέροχο ν’ ακούς ότι ο κόσμος είναι ενθουσιασμένος μ’ αυτό. Είμαι σε επαφή με πολλούς οπαδούς γιατί κάνω πολλές περιοδείες. Μόλις τελείωσα αυτή την περιοδεία με τους Stick Men και μετά όταν συναντούσαμε τους ανθρώπους που ήρθαν στην συναυλίες, ήταν πολλοί που μου είπαν ότι θα έρθουν σε πολλές συναυλίες, περισσότερες από μία. Δύο, τρεις, τέσσερις, κι ένας φίλος είπε ακόμα ότι θα έρθει σε έξι συναυλίες, οπότε, αυτό μου υπονοούσε ότι οι οπαδοί -όχι ότι υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες οπαδοί- είναι πολύ ενθουσιασμένοι και θα έρθουν σε πολλές συναυλίες, το οποίο είναι υπέροχο και μου θύμισε ότι πρέπει να μάθουμε υλικό για περισσότερο από μία συναυλία, ώστε να μπορούμε ν’ αλλάζουμε την συναυλία (σ.σ: το set) από βράδυ σε βράδυ και να μην παίζουμε την ίδια συναυλία. Λοιπόν, είναι όλα συναρπαστικά και υπέροχα, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν παρακολουθώ πραγματικά τις πωλήσεις και τέτοια πράγματα. Εστιάζω μόνο στη μουσική.

 

Κατά τη γνώμη σας, τι κάνει τη μουσική των King Crimson της δεκαετίας του ‘80 που θα παίξετε με τους Beat να παραμένει επίκαιρη μέχρι σήμερα;

Αν η μουσική είναι πολύ καλή, τότε είναι επίκαιρη. Μπορούμε να την κάνουμε επίκαιρη (γέλια). Εξαρτάται από το πόσο καλή είναι και τώρα που την ξανακούω -πραγματικά δεν σπαταλάω τον χρόνο μου ακούγοντας τα albums που έχω κάνει- κάποια από αυτά τα κομμάτια, επίτρεψέ μου να πω, τα παίζω για πολλά χρόνια, επανήρθαμε σ’ αυτά. Αλλά τα περισσότερα απ’ αυτά δεν τα έχω παίξει εδώ και πολύ καιρό και ακούγοντάς τα είναι πολύ ριζοσπαστικά. Τα πάντα σχετικά με το συγκρότημα κατά κάποιο τρόπο -δεν το σχεδιάσαμε έτσι- καθένας από τους τέσσερις μουσικούς έκανε πράγματα που δεν είχε κάνει προηγουμένως και ίσως κανένας δεν είχε κάνει προηγουμένως. Εγώ έφερα, για παράδειγμα, το Chapman Stick, έπαιζα πολύ το Chapman Stick, αντί για μπάσο και δεν το έκανα σε άλλα συγκροτήματα εκείνη την εποχή, οπότε μάλλον ήταν ένα από τα πρώτα rock συγκροτήματα που το είχαν αυτό στο μπάσο. Αυτό ήταν ένα παράδειγμα. Ένα άλλο είναι ότι ο Bill Bruford απλώς παίζει drums διαφορετικά από οποιονδήποτε και διαφορετικά σε κάθε τραγούδι. Πάντα σε ξάφνιαζε και μετά ο Robert Fripp και ο Adrian Belew έχουν μοναδικό ήχο και στυλ στην κιθάρα. Αν το σκεφτείς, όλοι οι σπουδαίοι κιθαρίστες που γνωρίζουμε, πραγματικά, δεν υπάρχει τόσο μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς που έχουν τον δικό τους ήχο, που τον ακούς και λες: «Ω, αυτός είναι ο Robert Fripp» και τον ακούς και λες: «Adrian Belew». Έτσι, το να έχουμε δύο απ’ αυτούς τους τύπους σ’ ένα συγκρότημα το 1981 ήταν κάτι ασυνήθιστο. Στη συνέχεια, πρέπει να προσθέσεις την ποιότητα των συνθέσεων, πολλές απ’ αυτές προέρχονται από τον Robert Fripp και πολλές απ’ αυτές προέρχονται από τον Adrian Belew, σπουδαίοι συνθέτες και οι δύο τους. Όπως είπα, κάνω εξάσκηση τώρα, επανέρχομαι σ’ αυτά και είναι πολύ περίπλοκα αλλά λειτουργούν ως συνθέσεις. Δεν ξέρω πώς θα είναι η συναυλία και ποια προσέγγιση θα ακολουθήσουμε σ’ αυτά τα κομμάτια, αλλά ξέρω ότι θ’ αξίζει μουσικά γιατί οι συνθέσεις είναι εξαιρετικές και οι μουσικοί σπουδαίοι, οπότε, κατά κάποιο τρόπο, δεν μπορεί να πάει στραβά.

 

Έχετε κάποιο αγαπημένο τραγούδι από εκείνη την εποχή των King Crimson;

Δεν έχω, αλλά επίτρεψέ μου να πω για μένα ότι δεν έχω την τάση να έχω αγαπημένα σε ο,τιδήποτε. Λοιπόν, έχω μια αγαπημένη σύζυγο, τη γυναίκα μου και μια αγαπημένη κόρη, την κόρη μου, αλλά εκτός από αυτό, έχω συνήθως μπάσα πίσω μου που λατρεύω. Έχω μια υπέροχη συλλογή από μπάσα, αλλά δεν έχω ένα μοναδικό αγαπημένο. Έχω ένα που χρησιμοποιώ αυτή τη στιγμή λίγο περισσότερο από τ’ άλλα και το ίδιο αν με ρωτήσεις γι’ αυτούς τους επτά σπουδαίους drummers στο album μου, δεν έχω κάποιον αγαπημένο. Στη μουσική, πάντα εκτιμώ ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι να κάνεις πράγματα που υπάρχουν πολλοί μπασίστες που λατρεύω και θαυμάζω, κανένας αγαπημένος, κανένας αγαπημένος drummer. Ακόμη και οι καλλιτέχνες ή οι περιοδείες που έχω κάνει δεν είναι στη φύση μου να διαλέγω κάποιον αγαπημένο.

 

Θα υπάρχει χώρος για πειραματισμό στις συναυλίες των Beat;

Ακόμα δεν έχουμε κάνει πρόβες. Είμαστε μόνο λίγες μέρες μακριά από την έναρξη των προβών, οπότε δεν είμαι σίγουρος πώς θα είναι η συναυλία και ποια κομμάτια θα κάνουμε. Μπορώ σχεδόν να εγγυηθώ ότι θα υπάρχει αυτοσχεδιασμός και πειραματισμός και μερικές από τις συνθέσεις, για παράδειγμα, το “Indiscipline”, που ξεκινά μ’ έναν πολύ απλό ρυθμό μόνο στο Stick και τα drums συνεχίζουν για όσο θέλουν, απλώς παίζουν, λοιπόν, αυτό από μόνο του έχει πολύ αυτοσχεδιασμό για τον drummer, αλλά μπορώ να εγγυηθώ ότι θα υπάρξει αυτοσχεδιασμός, το αν θα υπάρχει ένα συγκεκριμένο κομμάτι όπου απλώς παίζουμε κάτι διαφορετικό κάθε βράδυ, δεν το ξέρω ακόμα. Νομίζω ότι μάλλον θα υπάρξει.

 

Ανυπομονείτε να πάτε στις πρόβες των Beat για να δείτε πώς θα είναι η αλληλεπίδρασή σας με τον Danny Carey;

Έχεις απόλυτο δίκιο. Είμαι ενθουσιασμένος μ’ αυτό, απέχει μόνο λίγες μέρες και είμαι σίγουρος ότι θα είναι καλή. Αλλά το σκεφτόμαστε, γι’ αυτό ζούμε εμείς οι μπασίστες: Να παίξουμε μ’ έναν πραγματικά σπουδαίο drummer που δεν έχουμε παίξει. Έχω παίξει λίγο με τον Danny όταν ανέβηκε να παίξει με τους King Crimson, αλλά δεν έχω παίξει πραγματικά μαζί του, μόνο οι δυο μας. Είμαι πολύ ενθουσιασμένος μ’ αυτό, δεν μπορεί να πάει στραβά, ξέρω ότι θα είναι υπέροχο, αλλά δεν ξέρω πώς ακριβώς θα είναι και ανυπομονώ.

 

Έχετε ακούσει τίποτα για ευρωπαϊκή περιοδεία των Beat;

Όχι, δεν έχω ακούσει και ρώτησα, γιατί μ’ αρέσει να περιοδεύω στην Ευρώπη, μ’ αρέσει πολύ και τελευταία δεν κατάφερα να το κάνω τόσο πολύ και το εκτιμώ πολύ όταν πηγαίνω εκεί. Κοιτάζουν την επόμενη χρονιά και δεν έχουν αναφέρει ότι η Ευρώπη αποτελεί μια πιθανότητα, επομένως, εκ των προτέρων, εμείς, οι rock μουσικοί, δεν μπορούμε να πούμε τι πραγματικά θα συμβεί, αλλά μπορώ να πω, σίγουρα, δυστυχώς, δεν υπάρχει σ’ αυτό το σημείο πλάνο να έρθουμε στην Ευρώπη.

 

Ξέρω ότι είναι πολύ νωρίς τώρα, αλλά θα θέλατε να δημιουργήσετε κάποια νέα μουσική με τους Beat στο μέλλον;

Ναι, ούτε αυτό έχει συζητηθεί, αλλά έχουμε μιλήσει για το σε ποιο σημείο θα πρέπει να ηχογραφήσουμε την συναυλία και να την αφήσουμε να κυκλοφορήσει στο κοινό. Δεν έχει συζητηθεί και θα δω αν θα συζητηθεί. Πραγματικά, όταν έχεις ένα συγκρότημα σαν αυτό, που δεν είναι τύποι που είναι full time σ’ αυτό το συγκρότημα, η κατάσταση που αντιμετωπίζεις πάντα είναι ότι οι μουσικοί που είναι σε άλλα συγκροτήματα, ο Danny, για παράδειγμα, που είναι στους Tool,  έτσι, όταν οι Tool κάνουν περιοδείες και ηχογραφούν τα albums τους, δεν μπορεί να κάνει περιοδεία με τους Beat κι εγώ αν είμαι στους King Crimson και αν είμαι έξω με τον Peter Gabriel, δεν μπορώ να το κάνω. Έτσι, το χρονικό πλαίσιο είναι σημαντικό. Γι’ αυτό μας πήρε τόσα χρόνια. Νομίζω ότι ο Adrian σχεδίαζε αυτή την περιοδεία εδώ και τέσσερα ή πέντε χρόνια. Πραγματικά, ξεκίνησε νωρίς, αλλά έμπλεξε με το lockdown, τον ιό και μετά με τα προγράμματα των ανθρώπων και πρέπει να είσαι σίγουρος ότι έχεις τους κατάλληλους ανθρώπους. Ο Steve Vai είναι επίσης εξαιρετικά πολυάσχολος από μόνος του, δεν ξέρουμε πότε έχουμε χρόνο. Λοιπόν, αυτό που ξέρω είναι ότι θα περιοδεύσουμε για το υπόλοιπο της χρονιάς, θα κάνουμε αυτές τις 65 συναυλίες και μάλλον θα κάνουμε κάτι, αλλά δεν ξέρω πού, την Άνοιξη του 2025 και μετά απ’ αυτό, δεν ξέρω. Ελπίζω να το κάνουμε. Ελπίζω να τα κάνουμε όλα: Περισσότερες περιοδείες, γράψιμο και ηχογράφηση.

 

Είστε ικανοποιημένος με το τελικό αποτέλεσμα του ντοκιμαντέρ “In the Court of the Crimson King: Crimson at 50” (2022);

(Γέλια) Δεν νομίζω ότι η έκφραση «είμαι ικανοποιημένος μ’ αυτό» έχει καμία σχέση με το πώς νιώθω γι’ αυτό. Το είδα, όπως οι οπαδοί, όταν βγήκε και ήμουν κατάπληκτος απ’ αυτό, είναι πολύ καλό ντοκιμαντέρ. Είναι πολύ βαρύ, πολύ αστείο και αισθάνθηκα ότι δείχνει το δράμα και τη βαρύτητα των King Crimson, αλλά δείχνει επίσης και το χιούμορ που υπάρχει στα παρασκήνια που συνεχίζεται, το έδειξε πολύ καλά. Η αλήθεια είναι ότι εγώ ασχολιόμουν μόνο με το χιούμορ και τη μουσική, με την ένταση των συνθέσεων και με το να παίζω συναυλίες. Δεν ασχολήθηκα ποτέ με το δράμα που γνωρίζω τώρα (γέλια), επειδή είδα το ντοκιμαντέρ. Έτσι, ήμουν σαν τον οποιονδήποτε που δεν ήξερε πολλά για τους King Crimson, ήμουν κατάπληκτος με το πόσο βαριά ήταν κάποια από την ιστορία, στην οποία μπήκα χωρίς να το συνειδητοποιήσω και επίσης γνωρίζω πολύ καλά ότι όλα μου τα χρόνια στο συγκρότημα δεν συμμετείχα στο βαρύ δράμα.

 

Ήταν λίγο υπερβολικό το line up των King Crimson με τους τρεις drummers;

Θα σου πω την πραγματική ιστορία: Με τον Robert Fripp, έμαθα από νωρίς να έχω μεγάλο σεβασμό για τ’ όραμά του για το τι θα μπορούσαν να κάνουν οι King Crimson και είναι εκπληκτικό αν το σκεφτείς. Αυτός είχε επίσης πολύ σεβασμό για το πώς παίζω μόνος μου το μπάσο. Στη δεκαετία του ’80 αυτό δεν έπαιζε ρόλο, κάναμε ό,τι κάναμε. Στη δεκαετία του ‘90, ήρθε σε μένα και μου είπε: «Εσύ παίζεις το Chapman Stick, αλλά θα φέρω ένα ακόμα παίχτη Chapman Stick, τον Trey Gunn». Η σκέψη μου ήταν: «Αυτό δεν είναι καλή ιδέα αν αυτό σημαίνει ότι ο καθένας θα πρέπει να παίζει το μισό, συν ότι αυτός είναι ένας τύπος που δεν ξέρω καθόλου». Αλλά επειδή το όραμα του Robert είναι πραγματικά αυτό που είναι οι King Crimson, πήρα μια βαθιά ανάσα και είπα: «Λοιπόν, όχι μόνο θα το κάνω, αλλά θα προσπαθήσω να το κάνω υπέροχο μουσικά». Αυτό που δεν ήξερα, ήταν ότι ο Trey Gunn δεν ήταν απλώς ένας ακόμα παίκτης του Stick, είναι σπουδαίος μουσικός, έχει μεγάλη ευαισθησία σ’ αυτό που κάνω, οπότε ο Trey και εγώ δουλέψαμε πολύ σκληρά. Δεν ήταν εύκολο, αλλά βρήκαμε μηχανισμούς ώστε και οι δύο να παίζουμε αυτό που θα έπαιζε προηγουμένως ένα άτομο. Έτσι, ως συνήθως με τον Robert, η ιδέα ήταν ριζοσπαστική και δεν ήταν αυτό που περιμένεις και μ’ έπιασε απροετοίμαστο, αλλά όταν συμφώνησα, ήταν εντάξει.

Τώρα, 15 χρόνια αργότερα, ο Robert μου τηλεφώνησε ξανά και είπε: «Έχω μια ιδέα: Τρεις drummers» και μου κόπηκε η ανάσα και δεν το είπα, αλλά το σκέφτηκα: «Αυτό θα κάνει τα πράγματα πολύ δύσκολα για μένα. Θα πρέπει να παίζω πολύ λιγότερο. Πρέπει ν’ αλλάξω λίγο τον ήχο μου και να μετακινηθώ πιο χαμηλά», γιατί θα συμβαίνουν τόσα πράγματα εκεί κάτω. Αλλά φυσικά είπα: «Ναι, θα το κάνω» και πάλι δεν συνειδητοποίησα ότι οι τρεις drummers που επέλεξε δεν κοπανούσαν απλώς και έπαιζαν όλοι το ίδιο μέρος στα drums, αλλά δούλεψαν με περίτεχνες μεθόδους και τρόπους, νέους τρόπους. Επανεφηύραν το rock drumming για τρεις drummers και βρήκαν τρόπους να μην κοπανούν τα πράγματα. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο μπόρεσα να διατηρήσω ίδιο τον ήχο μου, αλλά έπαιζα λίγο πιο φλύαρα ή λίγο περισσότερο απ’ ό,τι έκανα μ’ έναν drummer, γιατί ένιωθα ότι υπήρχε χώρος γι’ αυτό. Έτσι, για να συνοψίσω όλα αυτά που είπα, με τα χρόνια έμαθα να σέβομαι το όραμα του Robert για το τι θα μπορούσαν να κάνουν οι King Crimson και επίσης καταλαβαίνω ότι είναι πολύ καλός -εξαιρετικός, πραγματικά- στο να βρίσκει τους κατάλληλους ανθρώπους για να εφαρμόσει τ’ όραμά του, τους σωστούς μουσικούς. Απλώς δεν επιβάλλει την ιδέα σε κανένα μουσικό.

 

Άρα, είναι ο Robert Fripp εύκολο άτομο για να δουλέψεις μαζί του;

Τώρα, ο κόσμος που έχει δει το ντοκιμαντέρ, έχει δει το χιούμορ στα παρασκήνια που έχει ο Robert, γιατί ακόμα και κι αν κάναμε πολύ σοβαρές συναυλίες με τους King Crimson και είναι σοβαρές (γέλια), ειδικά η 3ωρη συναυλία που κάναμε για χρόνια και μας έπαιρνε πολλή συγκέντρωση και ενέργεια, αλλά ταυτόχρονα στα παρασκήνια κάναμε πλάκα και είναι πραγματικά ένα χαλαρό συγκρότημα, υπό αυτή την έννοια, όταν δεν είμαστε στη σκηνή. Υπάρχει, λοιπόν, αυτή η πλευρά του Robert. Επίσης, υπάρχει η πολύ έντονη, απαιτητική πλευρά του αλλά δεν είναι έτσι με τους άλλους μουσικούς. Έτσι, το να είμαι μαζί του στο συγκρότημα ήταν πάντα εύκολο για μένα και επίσης ο Robert είναι μοναδικός άνθρωπος. Συμπεριφέρεται διαφορετικά από πολλούς άλλους ανθρώπους, αλλά είναι πολύ σταθερός (σ.σ: consistent). Έμαθα, για παράδειγμα, όταν βρισκόμαστε σε περιοδεία και τον βλέπω στο ξενοδοχείο για πρωινό, ξέρω ότι ακούει μουσική και φτιάχνει το setlist για την επόμενη μέρα και δεν θέλει να κάτσει με μένα για πρωινό, έτσι κάθομαι σε διαφορετικό τραπέζι. Δεν με πειράζει αυτό, αλλά το καλό είναι ότι είναι σταθερός, δεν είναι ότι κάποιες φορές με απομακρύνει με νόημα ή κάτι τέτοιο. Απλώς έτσι είναι και είναι εύκολο να τα πηγαίνεις καλά με ανθρώπους που είναι σταθεροί στη συμπεριφορά τους.

 

Παρεμπιπτόντως, ο Mel Collins (σαξόφωνο, φλάουτο) μου είπε τον Μάρτιο ότι υπάρχουν σχέδια για ένα νέο studio album των King Crimson. Υπάρχει κάποιο νεότερο γι’ αυτό;

Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό (γέλια). Δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι γι’ αυτό, οπότε, λυπάμαι, δεν έχω κανένα νεότερο για σένα. Αυτό συμβαίνει όταν προσπαθούμε να προβλέψουμε το μέλλον σε μια συνέντευξη. Ίσως θα υπάρξει κάποιο, αλλά προσπαθώ να μην λέω: «Αυτό θα συμβεί του χρόνου» γιατί τα πράγματα αλλάζουν στο rock.

 

Πώς επηρέασε ο Covid τη δημιουργία του albumLiquid Tension Experiment 3” (2021);

Λοιπόν, είχαμε την τολμηρή ιδέα να μαζευτούμε και να το γράψουμε και να το ηχογραφήσουμε ακριβώς κατά τη διάρκεια του lockdown. Εκείνο το καλοκαίρι (σ.σ: του 2020) δεν συνέβαινε τίποτα άλλο για μένα και έξι μήνες μετά και ήμουν πολύ διστακτικός να το κάνω, όπως μπορείς να το φανταστείς. Ήταν επικίνδυνο και δεν ήταν ασφαλές να βγεις έξω και να μείνεις σ’ ένα ξενοδοχείο κάπου, αλλά το κάναμε, όσο πιο προσεκτικός μπορείς να είσαι, για να σχηματίσουμε αυτό που λέμε «φούσκα» και να μην αλληλεπιδράσουμε με άλλους ανθρώπους. Ήμασταν τυχεροί που κανείς δεν αρρώστησε και κατέληξε πολύ ιδιαίτερο και άξιζε τον κόπο να κάνουμε αυτό το album. Ειλικρινά, αν δεν υπήρχε το lockdown δεν θα είχαμε κάνει αυτό το album γιατί αυτοί θα ήταν απασχολημένοι με τους Dream Theater και εγώ θα ήμουν απασχολημένος με τους King Crimson.

 

Πόσο έχει αλλάξει η προσέγγιση σας στο μπάσο με τα χρόνια;

Αυτή είναι μια εξαιρετική ερώτηση και πιθανότατα θα χρειαζόταν κάποιος άλλος για να την αναλύσει, δεν το σκέφτομαι αυτό. Δεν ξοδεύω χρόνο αναλύοντας το παίξιμό μου, αλλά αισθάνομαι νέος παίκτης επειδή πάντα προσπαθώ να μαθαίνω νέα πράγματα. Θα τα εφαρμόσω; Αυτή είναι άλλη ιστορία, για να την αξιολογήσει κάποιος άλλος. Αλλά ακούω άλλους μπασίστες και δοκιμάζω νέες τεχνικές και ιδέες και προσπαθώ να ξεφύγω από το ίδιο παλιό παίξιμο, αυτό που είχα, όχι επειδή δεν μ’ αρέσει αυτό που έκανα, αλλά επειδή αυτό είναι μέρος του να είσαι μουσικός, να είσαι μπασίστας. Αυτό προσπαθώ να κάνω. Δεν εγγυώμαι ότι το καταφέρνω, αλλά όπως σκέφτομαι κοιτάζοντας προς τα έξω, έτσι είναι. Πριν από μερικά χρόνια ήμουν σε περιοδεία με τους King Crimson, αλλά έκανα διαδικτυακά μαθήματα μπάσου, ένα πράγμα που λέγεται: “Scott’s Bass Lessons” και γράφτηκα για το πολύ βασικό: «Πώς να κρατάς το μπάσο – Πώς να παίξεις μια μόνο νότα». Μου φάνηκε πολύ αστείο το γεγονός ότι πριν από την συναυλία όλοι έκαναν εξάσκηση τη μουσική των King Crimson και εγώ ήμουν στο καμαρίνι μου και έπαιζα μια νότα ξανά και ξανά και κοιτούσα το δάχτυλό μου και προσπαθούσα να σιγουρευτώ ότι έχω τη σωστή τεχνική. Έτσι, παρόλο που δεν το έκανα αυτό όλη τη χρονιά, μόνο για λίγους μήνες, αυτό είναι ένα παράδειγμα του πώς νιώθω για το παίξιμό μου. Είμαι πολύ χαρούμενος να μαθαίνω νέες τεχνικές ή να βελτιώνω τις παλιές μου τεχνικές.

 

Πόσο διαφορετική είναι η δυναμική του rhythm section ανάμεσα στο να παίζεις με τον Pat Mastelotto και τον Steve Gadd ή τον Mike Portnoy ή τον Manu Katché;

Εντελώς διαφορετική. Κάθε drummer είναι πολύ διαφορετικός. Δεν το αναλύω και σκέφτομαι: «Ω, πώς είναι αυτό διαφορετικό;», «τι κάνω μ’ αυτόν τον μουσικό;». Απλώς παίζω μαζί τους και προσπαθώ να δεθώ και πραγματικά να το κάνω. Μ’ όλους αυτούς τους μουσικούς που ανέφερες και μ’ όλους τους μουσικούς με τους οποίους παίζω πολύ, είναι πολύ εύκολο γιατί παίζουμε μαζί για χρόνια, ξέρουμε ο ένας το παίξιμο του άλλου και μπορούμε να εκπλήξουμε ο ένας τον άλλον, αλλά εξακολουθεί να είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Δεν είναι ένα πράγμα του τύπου: «Λοιπόν, εντάξει, πρέπει να μάθω έναν νέο τρόπο να παίζω». Έτσι, είναι μια πραγματικά διασκεδαστική εμπειρία και είναι διαφορετική κάθε φορά και είναι διαφορετική με κάθε drummer, αλλά είναι εύκολο για εμάς που παίζουμε μαζί για πολύ καιρό.

 

Πόσο δύσκολο είναι να παραμείνεις ήρεμος στο studio όταν δουλεύεις με ανθρώπους όπως ο John Lennon ή ο Paul Simon;

Βρίσκομαι εκεί για τη μουσική, οπότε ακόμα κι αν το άτομο είναι διάσημο ή αν είναι άγνωστο, κατά κάποιο τρόπο, είναι το ίδιο. Δεν είμαι πολύ οπαδός, ακόμα κι αν λατρεύω τη μουσική ενός ατόμου, δεν συμπεριφέρομαι σαν οπαδός και δεν έχω κίνητρο να συμπεριφέρομαι σαν οπαδός. Λοιπόν, ο John, για παράδειγμα, τον συνάντησα και ενθουσιάστηκα που είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω, πόσο μάλλον να κάνω μουσική μαζί του, αλλά είμαστε εδώ για να κάνουμε μουσική και είμαι εδώ για να παίξω μπάσο, οπότε η νοοτροπία μου και το συναίσθημά μου είναι το ίδιο είτε κάποιος είναι πολύ διάσημος είτε κάνει το πρώτο του album.

 

John Lennon and Tony Levin

Εγώ, ως οπαδός, θα ήθελα περισσότερα για τον John Lennon. Πώς ήταν στο studio;

Πρώτα απ’ όλα, ο John δεν με επέλεξε για το album (σ.σ: “Double Fantasy” -1980), ήταν ο παραγωγός, ο Jack Douglas (Aerosmith), με τον οποίο είχα συνεργαστεί στο παρελθόν. Έτσι, μπήκα στο studio, ήξερα όλους τους μουσικούς, δεν γνώριζα τον John, δεν γνώριζα τη Yoko και τα πρώτα του λόγια ήταν: «Μου λένε ότι είσαι καλός, απλώς μην παίξεις πολλές νότες» και χαμογέλασα. Το είπε για δύο λόγους: Ήταν πολύ Νεοϋορκέζος, από κάθε άποψη, ζούσε στη Νέα Υόρκη και συμπεριφερόταν σαν Νεοϋορκέζος. Ήταν ένας ντόμπρος τρόπος να πει «γεια», που με έκανε να χαμογελάσω επειδή ήμουν τότε Νεοϋορκέζος και ζούσα στη Νέα Υόρκη και είναι μια συμπεριφορά που την έχω συνηθίσει. Αλλά επίσης επειδή ήξερα ότι δεν γνώριζε τι είδους μπασίστας είμαι, αλλά ήξερα ότι δεν θα έπαιζα πάρα πολλές νότες και δεν υπήρχε τίποτα για ν’ ανησυχώ και κατάλαβα πώς αυτός θα μπορούσε ν’ ανησυχεί λίγο. Λέει κάποιος: «Είμαι πολύ καλός μπασίστας», θα μπορούσε να σημαίνει ότι θα παίξω πάρα πολύ και παντού πάνω στη μουσική του, οπότε το αντιμετώπισε αμέσως, όπως ήταν ο τρόπος του, ότι αντιμετώπιζε τα πράγματα αμέσως. Εντάξει, λοιπόν, οι ηχογραφήσεις ήταν διασκεδαστικές, υπήρχε πολύ τζαμάρισμα ενδιάμεσα. Του άρεσε να παίζει κομμάτια του Buddy Holly, παλιά κομμάτια από τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 και τζαμάραμε και ο John έλεγε ξαφνικά: «Οκ, ας το κάνουμε. Ας κάνουμε το τραγούδι» και το κάναμε σε ένα ή δύο takes. Δεν μας πήρε πολύ χρόνο να κάνουμε τα τραγούδια του. Μου έπαιζε το τραγούδι και πρόκειται για ένα τραγούδι του John Lennon και οι σκέψεις μου ήταν: «Θα υπάρχουν χίλιοι μπασίστες που θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό πολύ καλά και είμαι τόσο τυχερός που είμαι αυτός που τυχαίνει να είναι εδώ. Θα μπορούσε να ήταν κάποιος διαφορετικός. Δεν ξέρω καν γιατί είμαι εγώ», αλλά εκτίμησα ιδιαίτερα την εμπειρία του να βρίσκομαι εκεί και αυτό υπήρχε σ’ όλες τις ηχογραφήσεις. Έβγαλαν δύο albums (σ.σ: επίσης το “Milk and Honey” -1984) απ’ αυτές, αλλά ήμασταν μαζί στο studio μόνο για δύο εβδομάδες.

 

Ποια είναι η ιστορία πίσω από τον εκπληκτικό σας ήχο στο μπάσο στο “Dont Give Up” του Peter Gabriel (από το “So” -1986);

(Γέλια) Θα σου πω αυτή την ιστορία γιατί τη θυμάμαι. Στην αρχή έπαιζα με πένα στο μπάσο και το κάναμε στην Αγγλία, στο studio του Peter που ήταν δίπλα στο μεγάλο σπίτι που είχε εκείνη την εποχή. Ήταν (σ.σ: το studio) στον στάβλο του σπιτιού και μέναμε στο σπίτι τρεις ή τέσσερις εβδομάδες, πολύ καιρό. Μόλις είχα παιδί, την κόρη μου, η οποία ήταν δύο μηνών και δεν ήθελα ν’ αφήσω αυτή και τη μητέρα της, οπότε ήρθαν μαζί μου. Λοιπόν, αυτό που είχα κάνει ήταν: Γέμισα τη θήκη του μπάσου μου με τις πάνες της, τις έβαλα παντού στη θήκη του μπάσου μου, δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό, γιατί σίγουρα έχουν πάνες στην Αγγλία -τις λένε “nappies”, παρεμπιπτόντως- στην Αμερική τις λέμε “diapers”. Το δεύτερο μισό του κομματιού, του “Don’t Give Up”, πηγαίνει σ’ ένα διαφορετικό είδος groove, το οποίο ηχογραφήσαμε ξεχωριστά και έψαξα παντού στο studio για να βάλω κάποιο υλικό για απόσβεση (σ.σ: dampening -να μην ακούγεται ο ήχος) κάτω από τις χορδές του μπάσου για να το κάνω πιο μπάσο (σ.σ: bassier) και πιο βροντερό και με λιγότερο sustain, είναι κάτι που κάνω πολύ. Τα περισσότερα studios έχουν τριγύρω κάποιο καλώδιο από αφρώδες καουτσούκ ή κάποια είδη καουτσούκ ή μπορείς να το κάνεις ακόμα και με ύφασμα. Δεν βρήκα τίποτα, αλλά υπήρχαν οι πάνες στη θήκη του μπάσου, οπότε έβαλα μια από τις πάνες της κόρης μου κάτω από τις χορδές του μπάσου και έτσι έβγαλα τον ήχο για το δεύτερο μισό του κομματιού “Don’t Give Up”. Είναι τώρα 39 ετών και μ’ αρέσει να της θυμίζω εκείνη την ιστορία όταν ήταν μόλις δύο μηνών, ότι αυτή έπαιξε ένα μικρό ρόλο σ’ αυτό το τραγούδι.

 

Θυμάστε τη συναυλία στην Αθήνα με τον Peter Gabriel το 1987, που κυκλοφόρησε σε DVD το 2013 ως “Live in Athens 1987”;

Ναι, αυτή την συναυλία αλλά και την βιντεοσκόπηση, γιατί μείναμε μετά και κάναμε περισσότερες επαναλήψεις, ώστε φυσικά να έχουν πλάνα κι από διαφορετικές γωνίες. Ήταν πολύ ξεχωριστή, ήταν μια από τις μοναδικές φορές που πήγα στην Αθήνα και ήμασταν εκεί για πολύ καιρό μετά, έτσι κατάφερα να επισκεφτώ λίγο την Ελλάδα. Ήταν πραγματικά ξεχωριστή.

 

Tony Levin and Peter Gabriel

Μετανιώνετε που απορρίψατε την πρόταση να περιοδεύσετε με τους Pink Floyd το 1987 για το albumMomentary Lapse of Reason” στο οποίο και παίξατε;

Σ’ ευχαριστώ που έκανες την έρευνά σου για μένα. «Μετανιώνω» είναι η λάθος λέξη. Θα έκανα ξανά το ίδιο, αλλά είναι ατυχία που δεν μπόρεσα να το κάνω. Θα λάτρευα να το κάνω και έτσι συμβαίνει με τους freelance μουσικούς και ίσως τους ελεύθερους επαγγελματίες σ’ οποιονδήποτε τομέα: Σε μια τυχερή χρονιά, σε παίρνουν τηλέφωνο για καλά πράγματα που μπορείς να τα κάνεις όλα. Κάποιες χρονιές, δεν είσαι τόσο τυχερός και είτε δεν σε παίρνει κανένας τηλέφωνο είτε σε καλούν για δύο καλά πράγματα ταυτόχρονα. Έτσι, τον Μάιο εκείνης της χρονιάς, ηχογραφούσα με τους Pink Floyd και ήμουν σε διάλειμμα από την περιοδεία του Peter Gabriel που συνεχιζόταν και ο David Gilmour με ρώτησε αν θα ήθελα να περιοδεύσω με το συγκρότημα από τον Σεπτέμβρη, αλλά η περιοδεία του Peter μόλις τελείωνε στα τέλη Σεπτέμβρη και δεν μπορούσα να κάνω και τις δύο και θα ‘θελα να κάνω και τις δύο. Αν υπήρχε ένας μήνας ανάμεσά τους, θα έκανα και τις δύο, αλλά η υποχρέωση και η καρδιά μου, φυσικά, ήταν να μείνω με τον Peter και να μην φύγω. Θα μπορούσα να του ζητήσω να φύγω πριν το τέλος της περιοδείας του, αλλά αυτό θα μου φαινόταν λάθος. Έτσι, επέλεξα να ολοκληρώσω την περιοδεία του Peter και να μην κάνω των Pink Floyd. Και μια μικρή ιστορία για το πόσο σπουδαίος άνθρωπος είναι ο David Gilmour, φυσικά, κατάλαβε ότι δεν θα το έκανα και πήρε κάποιον άλλο, αλλά στο τέλος αυτής της περιοδείας των Pink Floyd περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα, με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε αν θα ήθελα να έρθω στην τελευταία συναυλία, που ήταν στο New Jersey και να τους βοηθήσω να γιορτάσουν το τέλος της περιοδείας και σκέφτηκα: «Τι γλυκό είναι αυτό εκ μέρους του που με θυμάται ακόμα. Είμαι ο τύπος που δεν έκανε την περιοδεία και τρώει τον χρόνο του από την περιοδεία για να σκεφτεί να με πάρει τηλέφωνο. Άρα, είναι σπουδαίος τύπος».

 

Γιατί δεν υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα στους μπασίστες; Θέλω να πω, εσείς, ο Nathan East, ο Leland Sklar, ο Billy Sheehan, όλοι αγαπιέστε μεταξύ σας.

Αυτό συμβαίνει επειδή είμαστε μουσικοί. Δεν ξέρω κανέναν μουσικό που να νιώθει συναισθήματα που δεν είναι καλά για άλλους μουσικούς, ειδικά καλούς μουσικούς που θαυμάζουμε ο ένας τον άλλον, μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον. Μιλάω τώρα για μπασίστες, μαθαίνω απ’ αυτούς που ανέφερες και άλλους και ξέρεις, χαίρομαι για την επιτυχία τους. Νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί μουσικοί στον πλανήτη Γη που είναι πολύ καλοί και κάποιοι από εμάς είναι πιο τυχεροί από άλλους και πέσαμε σε καλές καταστάσεις. Για μένα ήταν που γνώρισα τον Peter Gabriel και τον Robert Fripp, θα μπορούσε να είχε συμβεί σε κάποιον άλλο αντί για μένα, σε κάποιον εξίσου ταλαντούχο. Οπότε, εκτιμώ την τύχη μου και το ταλέντο των μπασιστών που είναι εδώ και προσπαθώ να μαθαίνω απ’ αυτούς. Ένα πράγμα για τους μπασίστες: Σπάνια βλέπουμε ο ένας τον άλλον, γιατί είναι μόνο ένας. Μερικές φορές υπάρχουν δύο drummers αλλά ως επί το πλείστον μόνο ένας μπασίστας σ’ ένα συγκρότημα, επομένως, δεν βλεπόμαστε πολύ, αλλά όλοι αυτοί οι τύποι που ανέφερες είναι καλοί τύποι και φίλοι μου. Δεν νομίζω ότι συμβαίνει μόνο στο μπάσο. Οι drummers που ξέρω έχουν κοινότητα και επικοινωνούν συνέχεια μεταξύ τους και έχουν καλή σχέση.

 

Ο Ron Carter (Miles Davis Quintet -κοντραμπάσο) μου είπε πέρυσι ότι το πρώτο take στο studio είναι πάντα το καλύτερο, γιατί την πρώτη φορά παίζεις τη μουσική, τη δεύτερη παίζεις τον εαυτό σου. Συμφωνείτε μ’ αυτό;

Λοιπόν, αυτό είναι ένα υπέροχο απόφθεγμα και χαίρομαι που το θυμάσαι και χαίρομαι που το μοιράζεσαι μαζί μου. Νομίζω ότι είναι εν μέρει αλήθεια. Μίλησα για μπασίστες, επίτρεψέ μου να προσθέσω ότι θαυμάζω τον Ron Carter, είναι στην κορυφή αυτής της λίστας και έμαθα πολλά απ’ αυτόν. Ναι, αυτό είναι υπέροχο. Είμαι στον χώρο του rock, όχι στον χώρο της jazz και υπάρχει άλλος ένας παράγοντας για να προσθέσω σ’ αυτή την σωστή γνώμη που έχει: Πρέπει να δουλέψω με τον ρυθμό και στο στυλ που νιώθει άνετα ο καλλιτέχνης. Έτσι, ένας καλλιτέχνης της jazz συνήθως λόγω του budget πάει και κάνει τον δίσκο σε μία ή δύο ή τρεις ή τέσσερις μέρες. Ένας rock καλλιτέχνης μπορεί να κάνει έναν μήνα, οπότε, αν είμαι στο studio με τον Peter Gabriel για ένα μήνα για να κάνω 8 κομμάτια, όχι, δεν είναι σωστό να πω μετά το πρώτο take: «Αυτό είναι, φεύγω». Μπορώ να πω στον μηχανικό ήχου: «Αυτό το take που έκανα είναι πολύ καλό. Μπορείς σε παρακαλώ να το σημειώσεις και να του βάλεις ένα αστέρι γιατί ήταν πολύ καλό;». Αλλά με τα χρόνια αυτό που έμαθα να κάνω είναι να προσαρμόζω τον ρυθμό ανάπτυξης του μέρους μου στον ρυθμό του καλλιτέχνη με τον οποίο αυτό θα λειτουργήσει. Δεν θα είναι σωστό αν τελειοποιήσω το μέρος μου σ’ αυτό που συμβαίνει τη Δευτέρα, αλλά το μέρος όλων των άλλων είναι διαφορετικό την Πέμπτη, στο ίδιο κομμάτι, τότε καλύτερα να ετοιμαστώ να βρω ένα πιο κατάλληλο μέρος την Πέμπτη. Έτσι, προσαρμόζομαι στο χρονικό πλαίσιο. Είμαι πολύ χαρούμενος όταν γίνεται γρήγορα, όταν μπορεί να γίνει μ’ ένα ή δύο takes, δεν με πειράζει, αυτός είναι ο φυσικός ρυθμός με τον οποίο δουλεύω, αλλά έχω συνηθίσει να δουλεύω με καλλιτέχνες, για παράδειγμα, τον Paul Simon, που μας έφερνε διαφορετικές φορές να παίξουμε το ίδιο τραγούδι. Αυτό ήταν διαφορετικό, ο ρυθμός ήταν διαφορετικός και γενικά δεν συνέχιζα το μέρος του μπάσου από την προηγούμενη μέρα.

 

Υπάρχουν σχέδια για νέο album και περιοδείες από τους Stick Men;

Πάντα περιοδείες. Μόλις τελειώσαμε την περιοδεία. Θα περιοδεύσουμε στην Ευρώπη τον ερχόμενο Μάρτιο και έχουμε αφήσει ανοιχτό το φθινόπωρο. Δεν μ’ αρέσει να σκέφτομαι τόσο μακριά, αλλά το φθινόπωρο του 2025 είμαι σίγουρος ότι θα κάνουμε κάτι, αλλά εξαρτάται λίγο από πράγματα όπως ο Peter Gabriel και οι Beat (γέλια) και πόσος χρόνος έχει απομείνει στο πρόγραμμα. Τον τελευταίο καιρό δεν πηγαίνουμε στο studio, αλλά ανταλλάσσουμε αρχεία και προσπαθούμε να προσθέσουμε νέο υλικό για κάθε περιοδεία και πότε θα κυκλοφορήσουμε μια ηχογράφηση αυτού του νέου υλικού, εξαρτάται πραγματικά από τ’ άλλα παιδιά στο συγκρότημα, δεν παίρνω εγώ αυτές τις αποφάσεις. Αλλά σίγουρα θα υπάρξει album από εμάς του χρόνου.

 

Τι πρόσθεσαν οι David Cross (King Crimson -βιολί) και Mel Collins στον ήχο των Stick Men όταν περιόδευσαν μαζί σας ως καλεσμένοι;

Είναι πολύ ιδιαίτερο να έχουμε έναν καλεσμένο. Κάνουμε πολλές περιοδείες μόνοι μας και μας αρέσει αυτό, αλλά αυτοί είναι μια μουσική απόλαυση για εμάς. Αυτοί οι τύποι, είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους στον τρόπο που παίζουν, πολύ περισσότερος αυτοσχεδιασμός με τον Mel και με τον David προσθέσαμε το “Starless” και τα κλασικά πράγματα στα οποία έχει παίξει. Ήταν λοιπόν μια υπέροχη απόλαυση και με τους δύο και φυσικά απολαύσαμε την ευκαιρία να κυκλοφορήσουμε το album απ’ εκείνες τις live συναυλίες (σ.σ: το “Midori” με τον David Cross και το “Roppongi” με τον Mel Collins) μαζί τους. Ελπίζω στο μέλλον οι Stick Men να έχουν καλεσμένους που θα μας συνοδεύσουν στην περιοδεία. Το σκεφτήκαμε τον τελευταίο χρόνο, αλλά δεν το έχουμε κάνει τελευταία, αλλά μπορεί να το κάνουμε στην επόμενη περιοδεία μας.

 

Έχετε κάποια ονόματα στο μυαλό σας;

Καθόλου. Όχι, δεν έχουμε σχέδια γι’ αυτό. Είναι κάτι που μπορεί να προκύψει ένα μήνα πριν από την περιοδεία, μπορεί να το κάνουμε ή όχι, αλλά υπάρχει μεγάλο περιθώριο επειδή υπάρχουν πολλοί μουσικοί. Κάναμε μια πολύ σύντομη περιοδεία στην Ιαπωνία με τον Gary Husband (σ.σ: Allan Holdsworth, John McLaughlin), η οποία ήταν πολύ διαφορετική. Ένας υπέροχος πιανίστας και drummer, αλλά τον είχαμε να παίζει πλήκτρα στην περιοδεία που τελείωσε ακριβώς στην αρχή του lockdown για τον Covid, έτσι, το ηχογραφήσαμε για μια συναυλία και αυτό είναι το album που βγήκε (σ.σ: “Owari” – 2020). Αλλά το έχουμε κάνει με αρκετούς καλεσμένους και συνήθως το αποφασίζουμε περίπου ένα μήνα πριν την περιοδεία.

 

Πόση καλλιτεχνική ελευθερία έχετε στα albums των άλλων;

Πολύ καλή ερώτηση. Διαφέρει πολύ ανάλογα με το ποιος είναι ο καλλιτέχνης. Μερικές φορές θέλουν να αποφασίζω ολοκληρωτικά εγώ το τι θα παίξω, μερικές φορές θέλουν να είναι μια συνεργασία μεταξύ μας, με το οποίο νιώθω πολύ άνετα και μερικές φορές έχουν μια αρκετά συγκεκριμένη ιδέα για το τι θέλουν να παίξω. Μιλάω τώρα, όχι για τον Peter Gabriel και τον Paul Simon, που πηγαίναμε στο studio για πολύ καιρό και δουλεύουμε τα πράγματα, αλλά κάνω πολλές ηχογραφήσεις απ’ εδώ το home studio μου όπου οι άνθρωποι μου στέλνουν αρχεία και ανταλλάσσουμε emails, αλλά δεν το συζητάμε τόσο πολύ και μερικές φορές έχουν ένα demo μπάσο. Στην πραγματικότητα, τους ρωτάω αν έχουν μια ιδέα για το μπάσο και να μου δώσουν ένα demo αρχείο μπάσου για να το ακούσω και ίσως να ενσωματώσω κάποιο απ’ αυτό για τα μέρη του μπάσου μου. Λοιπόν, με νοιάζει τι θέλει ο καλλιτέχνης για το μέρος του μπάσου γιατί αυτός έγραψε το κομμάτι και υπάρχει ευαισθησία ως προς αυτό, που είναι σημαντικό, αλλά επίσης νιώθω πιο άνετα όταν είμαι εγώ υπεύθυνος για το μέρος του μπάσου και σ’ αυτό είμαι εν μέρει εγώ και εν μέρει αυτοί.

 

Κοιτάζοντας πίσω, ήταν η δεκαετία του ‘80 καλή δεκαετία για τη μουσική;

Ναι, φυσικά και ήταν και βγήκαν πολλά υπέροχα πράγματα, αλλά όπως καταλαβαίνεις από την προηγούμενη συζήτηση, δεν είμαι κάποιος που εστιάζει στο παρελθόν, επομένως, δεν σκέφτηκα ποτέ αυτό που είπες μέχρι τώρα που το είπες. Ναι, φυσικά τότε βγήκε πολλή σπουδαία μουσική.

 

Πιστεύετε ότι λόγω των υπηρεσιών streaming η ακρόαση ενός album από την αρχή μέχρι το τέλος γίνεται ένα είδος τέχνης που χάνεται;

Δεν έχω επαφή με το πώς ακούνε μουσική οι άλλοι και εγώ, από την οπτική μου, δεν έχω τον χρόνο ν’ ακούω άλλη μουσική που θα ήθελα να είχα. Το γεγονός της πολύ τυχερής ζωής μου ως freelance μουσικός είναι ότι σχεδόν πάντα μελετώ μουσική που είτε παίζω -στην περίπτωση των Beat αυτό ακριβώς συμβαίνει, παίζω σύντομα- είτε μελετάω κάτι που έρχεται σε ένα μήνα ή μερικές εβδομάδες. Κάθε τόσο, έχω την ευκαιρία να ακούω ένα ή δύο κομμάτια στα οποία δεν δουλεύω ή πρόκειται να δουλέψω, αλλά συνήθως ο περισσότερος χρόνος μου αφιερώνεται σ’ αυτή τη μουσική, αυτό δεν είναι τρομερό πρόβλημα, αλλά μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο για ν’ ακούω νέα μουσική από άλλους ανθρώπους και μερικές φορές ακούω, αλλά όχι τόσο όσο οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζω.

 

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της progressive μουσικής;

Σίγουρα, ξέρω πολλούς ανθρώπους που την λατρεύουν. Οι οπαδοί βρίσκονται εκεί και αυτοί είναι σημαντικό μέρος της και νομίζω ότι υπάρχουν σπουδαίοι μουσικοί σε όλο τον πλανήτη που κάνουν καταπληκτική μουσική σε όλα τα είδη, αλλά ιδιαίτερα στο progressive rock. Είμαι λάτρης αυτού του είδους μουσικής και γίνονται πολλά που είναι υπέροχα. Έτσι, μπορώ να περιμένω συναρπαστική, εκπληκτική νέα μουσική απ’ αυτό το είδος.

 

Jack Bruce and Tony Levin

Ήταν λίγο περίεργο να ηχογραφείτε με τους Anderson Bruford Wakeman και Howe το 1989;

Όχι περίεργο, ήταν τιμή μου που μου ζητήθηκε να το κάνω. Για μένα, οι Yes χωρίς τον Chris Squire (μπάσο) δεν είναι Yes, όλοι το ξέρουμε αυτό και δεν ήθελα να μιμηθώ ή να προσπαθήσω να γίνω ο Chris Squire. Αλλά δεν ήταν παράξενο. Τα παιδιά με ήθελαν και κάναμε ένα album που ήταν αξιοπρεπές, ήταν πολύ καλό. Μετά, βγήκαμε σε περιοδεία και επρόκειτο να παίξω το υλικό των Yes, τα μέρη του Chris Squire. Βρέθηκα στη δύσκολη διαδικασία του «πόσο ακριβώς παίζω τα μέρη του και πόσο βάζω τον εαυτό μου σ’ αυτό;» Και αντιμετώπισα την ίδια κατάσταση κι όταν οι King Crimson άρχισαν να κάνουν τα κλασικά μέρη μπάσου του John Wetton. Η απόφαση του τι είναι σημαντικό, τι πρέπει να κρατηθεί, αλλά αν είμαι σε περιοδεία παίζοντας σ’ ένα συγκρότημα, θέλω να είμαι ο εαυτός μου.

 

Σας άρεσαν άλλοι μπασίστες όπως ο Jack Bruce (Cream) ή ο John Entwistle (The Who);

Φυσικά, και οι δύο και έχω μια υπέροχη φωτογραφία μου με τον Jack Bruce όταν τον συνάντησα. Είμαι οπαδός, επηρεασμένος και από τους δύο. Όπως πολλοί μπασίστες, ναι, επηρεάστηκα και από τους δύο. Δεν γνώρισα τον John Entwistle, αλλά έχει κάνει σπουδαία πράγματα.

 

Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Tony Levin για τον χρόνο του.

Official Tony Levin website: https://tonylevin.com/

Official Tony Levin Facebook page: https://www.facebook.com/tonylevinofficial/

Official Beat website: https://beat-tour.com/

 

- Advertisement -

Latest articles

Related articles

Μετάβαση στο περιεχόμενο