HIT CHANNEL ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Δεκέμβριος 2025. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν πολύ ταλαντούχο μουσικό: τον Patrick Campbell-Lyons. Είναι περισσότερο γνωστός ως ιδρυτικό μέλος, κιθαρίστας και τραγουδιστής των Nirvana, ενός από τα πιο πρωτότυπα συγκροτήματα της δεκαετίας του ‘60. Το ντεμπούτο τους, “The Story of Simon Simopath” (1967) είναι το πρώτο concept album που κυκλοφόρησε ποτέ και θεωρείται ένα από τα πρώτα δείγματα της Βρετανικής ψυχεδελικής μουσικής. Η Madfish Records μόλις κυκλοφόρησε ένα box set με 12 CD με τίτλο “Nirvana – The Show Must Go On”. Ο Patrick Campbell-Lyons έχει επίσης μια αξιόλογη solo καριέρα και το 2009 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του, “Psychedelic Days”. Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:
Είστε ευχαριστημένος με το τελικό αποτέλεσμα του box set “Nirvana – The Show Must Go On”;
Είμαι εκστατικά χαρούμενος γι’ αυτό. Όταν λέω «εκστατικά» εννοώ ότι το να τα βλέπω όλα μαζεμένα μετά από 50 χρόνια δουλειάς σε ένα εξαιρετικά καλο-παρουσιασμένο πακέτο -το ίδιο το box set- που έφτιαξε η Madfish/Snapper, με κάνει να νιώθω ότι αυτά που έχω κάνει ήταν πολύ αξιόλογα.
Πιστεύετε ότι το box set “Nirvana – The Show Must Go On” είναι επίσης μια καλή ευκαιρία για να μάθουν οι νεότεροι τη μουσική των Nirvana;
Α, σίγουρα. Κάθε κυκλοφορία που έχουν βγάλει τα τελευταία χρόνια, όπως το box set βινυλίου που λεγόταν “Songlife”, πριν από τέσσερα χρόνια. Η Island/Universal είχε κυκλοφορήσει διάφορες συλλογές και κάθε φορά, νέοι άνθρωποι επιβιβάζονται στο πλοίο των Nirvana, στο τρένο των Nirvana. Μερικές φορές, φυσικά, οι άνθρωποι μας βρίσκουν τυχαία λόγω του άλλου συγκροτήματος Nirvana. Η παρουσία μας είναι πολύ έντονη στο διαδίκτυο λόγω αυτών των κυκλοφοριών και της συνεχούς προβολής. Ένα απ’ τα σημαντικά πράγματα συνέβη πριν από πέντε χρόνια, το “Rainbow Chaser” (σ.σ: από το “All of Us” -1968), ένα από τα καλύτερα τραγούδια μας, χρησιμοποιήθηκε σε μια πολύ διάσημη και βραβευμένη αμερικανική τηλεοπτική σειρά που λέγεται Ted Lasso. Έλαβε πολλά βραβεία Emmy. Στο πρώτο επεισόδιο της πρώτης σεζόν χρησιμοποίησαν το “Rainbow Chaser” και στο πέμπτο επεισόδιο της τρίτης σεζόν χρησιμοποίησαν ένα τραγούδι μας που ονομάζεται “Oh, What a Performance” (σ.σ: b-side σε single και bonus track στο “All of Us”). Φυσικά, αυτό έχει φέρει πολύ κόσμο επειδή η παρουσία μας στο Spotify αυξήθηκε περίπου κατά 1.000%.
Ποια είναι τα projects με τα οποία ασχολείστε αυτήν τη στιγμή;
Τώρα δεν ασχολούμαι με κανένα άλλο project εκτός από την προώθηση του box set. Δεν έχω γράψει τραγούδια για ένα χρόνο επειδή ήμουν άρρωστος. Δεν σήμαινε ότι δεν ήμουν δημιουργικός. Κάνω άλλα πράγματα. Γράφω, έχω γράψει πολλή ποίηση. Απλώς δεν έπιασα κιθάρα ή δεν πήγα στο πιάνο για ένα χρόνο, αλλά το σκέφτομαι. Έχω 6-7 τραγούδια που κανείς δεν έχει ακούσει ότι δούλευα μέχρι πριν από δύο χρόνια και κάποιες εταιρείες έχουν δείξει ενδιαφέρον γι’ αυτά. Έτσι, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα τώρα που νιώθω πολύ καλύτερα, να επιστρέψω σ’ αυτά και ελπίζω να τα ολοκληρώσω τη νέα χρονιά. Αλλά ξέρεις, όταν έχεις ένα project όπως το “The Show Must Go On”, μπορείς να κάνεις πολλή προώθηση για αυτό και αυτό σε κρατάει απασχολημένο και διατηρεί το μυαλό σου πνευματικά ενεργό. Το “The Show Must Go On” είναι μια μεταφορά για τη ζωή, όπως πιθανώς γνωρίζεις: Η παράσταση συνεχίζεται. Δώσαμε αυτόν τον τίτλο σ’ ένα τραγούδι μας στο δεύτερο album μας, το “All of Us” και αυτό ήταν πριν καν οι Queen έχουν τραγούδι με τίτλο “The Show Must Go On” (σ.σ: από το “Innuendo” -1991). Η ιδέα τώρα που η Madfish ονόμασε αυτό το box set “The Show Must Go On” μοιάζει σαν ένας τέλειος κύκλος. Τώρα η παράσταση συνεχίζεται, η παράσταση έχει συνεχιστεί και η παράσταση θα συνεχιστεί για τον Άλεξ Σπυρόπουλο (πλήκτρα, φωνητικά), τον συνεργάτη και φίλο μου και για μένα ως άτομο. Για τους τραγουδοποιούς, τους μουσικούς και τους δημιουργικούς ανθρώπους, νομίζω ότι η παράσταση συνεχίζεται μέχρι την τελευταία σου πνοή.
Πώς σας ήρθε το concept του “The Story of Simon Simopath” (1967);
Το να το περιγράψω σε μερικές προτάσεις δεν είναι εύκολο γιατί ήταν κάτι που συνέβη καθώς είχαμε τα πρώτα μας τραγούδια και μόλις είχαμε υπογράψει με την Island Records. Είχαμε 5 ή 6 τραγούδια που τους άρεσαν και υπογράψαμε συμβόλαιο για 3 albums με βάση αυτά τα τραγούδια και κατά τη διαδικασία της σύνθεσης και της δημιουργίας των αρχικών demo μας -τα οποία κάναμε μόνοι μας- νιώσαμε ότι κάτι συνέβαινε, ότι τα τραγούδια είχαν ένα νήμα, είχαν μια σύνδεση. Είναι σαν τους συγγραφείς, τους συγγραφείς βιβλίων, τους στιχουργούς, τους γλύπτες, τους ζωγράφους, όλοι φτιάχνουν κάτι από το τίποτα. Τίποτα δεν υπάρχει και μετά κάτι υπάρχει. Συζητήσαμε αρκετές φορές γι’ αυτό, όταν πρωτογνώρισα τον Άλεξ, ως φίλο. Θυμάμαι μια συζήτηση που είχαμε ότι η σύνθεση τραγουδιών ήταν λίγο σαν να πηγαίνεις κόντρα στον Νόμο της Φυσικής, ας πούμε, γιατί αυτό είναι: Φτιάχνεις κάτι από το τίποτα. Έχεις μια κιθάρα, έχεις ένα πιάνο και μετά… μαγεία, δημιουργείς κάτι από το πουθενά. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της κατάστασης, ήμασταν σε μια πολύ πνευματική κατάσταση όσον αφορά αυτά τα πράγματα, καθώς ήμασταν στη δεκαετία του ’60 και ήμασταν βαθιά χωμένοι στην κουλτούρα της σε πολλά επίπεδα.
Εμφανίστηκε αυτός ο Simon αλλά το όνομά του δεν ήταν “Simopath”, το όνομά του ήταν Simon Psychopath και τελικά με μερικά ακόμη τραγούδια βρεθήκαμε να χτίζουμε ένα μικρό οπτικό σενάριο, επειδή και οι δύο ενδιαφερόμασταν για τον κινηματογράφο. Μιλούσαμε γι’ αυτό κάθε μέρα επειδή δουλεύαμε κάθε μέρα. Την πρώτη φορά που μιλήσαμε γι’ αυτό, το χαρακτηρίζαμε «παντομίμα για ενήλικες». Η «παντομίμα», όπως πιθανώς γνωρίζεις, είναι μια λέξη ιταλικής (σ.σ: και ελληνικής) προέλευσης, είναι μια παράσταση για νέους και μεγάλους, όλοι μπορούν να πάνε σε μια παράσταση παντομίμας, αλλά εμείς ονομάζαμε το project μας «παντομίμα για ενήλικες». Τελικά, το όνομά του έγινε Simon Simopath και το έχουμε χρησιμοποιήσει σε αρκετές περιπτώσεις σε άλλες δουλειές που κάναμε, αλλά ποτέ δεν είδαμε κάποιον να το αντιλαμβάνεται. Μόλις έγινε χαρακτήρας, απογειώθηκε και είχε τα «Φτερά της Αγάπης» (“Wings of Love”), πετούσε και δεν ήταν πια ο Simon Psychopath. Ή ίσως ένα μέρος του ήταν ακόμα, δεν ξέρω. Δεν χρειάζεται να κάνεις πολλές ερωτήσεις γι’ αυτά τα πράγματα.
Είμαι εθισμένος στο “Pentecost Hotel” (από το “The Story of Simon Simopath”). Τι σας ενέπνευσε να το γράψετε αυτό;
Ένα όνειρο, που πριν από το όνειρο ίσως περιελάμβανε αρκετή απόλαυση με μαριχουάνα. Δεν είναι όπως είπαν κάποιοι ότι ήταν τραγούδι για το LSD. Δεν είχε καμία σχέση με LSD, αλλά εκείνη την εποχή κάπνιζα αρκετή κάνναβη και έπαιρνα αμφεταμίνες και τέτοια, όπως πολλοί άλλοι. Είδα αυτό το όνειρο, μια εξωσωματική εμπειρία, όπου ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου αλλά κοίταζα τον εαυτό μου από ψηλά, αλλά μετά για κάποιο λόγο, όλα συνέβαιναν στο νερό. Το όνειρο έγινε συνειδητό (σ.σ: lucid dream) και υπήρχε νερό σ’ αυτό, ένιωθα ότι ήμουν στον ωκεανό, αλλά εξακολουθούσα να έχω επίγνωση ότι κοιτούσα τον εαυτό μου και στον πυθμένα του ωκεανού, στον βυθό, υπήρχε μια ξύλινη βάρκα μήκους περίπου 10 μέτρων, όχι μεγάλη, και φυσικά, ήταν εκεί πέρα για αρκετό καιρό και υπήρχαν ψάρια που κολυμπούσαν μέσα, ήταν καλυμμένη με άμμο, το σπασμένο κατάρτι της ήταν ακόμα πάνω και το όνομα στο πλάι της βάρκας ήταν “Pentecost Hotel”. Είσαι ακόμα εθισμένος;
Ναι, είναι εθιστικό τραγούδι. Γιατί δεν κυκλοφορήσατε ποτέ το “Life Ain’t Easy” σε album ή ως single; Είναι φανταστικό τραγούδι.
Ναι, θέλω να πω, αυτό είναι ένα από τ’ αγαπημένα μου τραγούδια από τις συνθέσεις που δούλεψα με τον Άλεξ Σπυρόπουλο. Τα τελευταία χρόνια, έγραψα ένα βιβλίο γι’ αυτή την εποχή (σ.σ: “Psychedelic Days”) και έκανα περιοδεία στην Αμερική προωθώντας το βιβλίο και έφτιαξα ένα μικρό συγκρότημα. Στην πραγματικότητα, ήταν ένα συγκρότημα που έπαιζε με τον Dave Davies (κιθάρα) των Kinks όταν βγήκε και έκανε κάποιες συναυλίες. Όταν έκανα εκδηλώσεις ανάγνωσης του βιβλίου, έπαιζα περίπου 10 τραγούδια των Nirvana live και πάντα έπαιζα το “Life Ain’t Easy” επειδή ήταν ξεχωριστό τραγούδι για μένα. Ήταν πάντα ένα από τα πιο αγαπημένα και ευπρόσδεκτα κομμάτια. Δεν μπήκε στα αρχικά albums επειδή συνηθίζαμε να βάζουμε τραγούδια στην άκρη. Νομίζω ότι το πήγαμε στη δισκογραφική εταιρεία για το “All of Us” και δεν μπήκε, ήταν ένα απ’ αυτά που αφήσαμε στην άκρη γι’ αργότερα. Όπως πολλοί συνθέτες, γράφεις 10 τραγούδια για να έχεις ένα καλό τραγούδι. Μετά έχεις μερικά μέτρια που στο τέλος ολόκληρης της δουλειάς φαίνονται καλά. Για το “Life Ain’t Easy” είχαμε ένα πολύ καλό demo που μας άρεσε, αλλά υπήρχαν μερικά λάθη στο demo, όταν το κάναμε, χρησιμοποιούσαμε δύο Revox (σ.σ: συσκευές ηχογράφησης). Υπήρχαν μερικά λάθη στην ηχογράφηση του demo, τότε τα λέγαμε «σφάλματα» (σ.σ: “glitches”), όπου ήμασταν εκτός τόνου ή συνέβαινε κάτι στη φωνή και άρχιζε λίγο να τρεμοπαίζει και μερικές φορές ντρεπόμασταν λίγο να το παίξουμε. Αλλά το παίξαμε στη δισκογραφική εταιρεία και τους άρεσε, αλλά δεν τους άρεσε τόσο όσο τους άρεσαν τ’ άλλα. Δεν το πιέσαμε πολύ γιατί σκεφτήκαμε: «Απλώς δεν βγάλαμε τον καλύτερο εαυτό μας σ’ αυτό». Συμφωνώ μαζί σου, όταν τ’ ακούω τώρα, έχει γίνει ένα από τα αγαπημένα μου, αλλά μην ξεχνάς ότι έχει ρεμιξαριστεί μερικές φορές και έχει επεξεργαστεί ψηφιακά.
Όταν ηχογραφήσατε το “The Story of Simon Simopath”, είχατε συνειδητοποιήσει ότι ήταν το πρώτο concept άλμπουμ που ηχογραφήθηκε ποτέ;
Όχι. Μονολεκτική απάντηση: Όχι. Δεν ήξερα καν τι σήμαινε η λέξη “concept”. Δεν ήξερα. Ζούσαμε λίγο στον κόσμο μας, δεν ανήκαμε σ’ όλη αυτή την pop σκηνή. Είχαμε τη δική μας κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Έτσι, δεν ήμουν εξοικειωμένος με πράγματα όπως τα concept albums, αλλά νομίζω ότι τα περισσότερα από αυτά βγήκαν μετά από μας. Το “Simon Simopath” (σ.σ: κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1967) ήταν πριν από το concept album των Small Faces (σ.σ: “Odgens’ Nut Gone Flake” -1968) ή το concept album των Moody Blues (σ.σ: “Days of Future Passed” -Νοέμβριος 1967). Αλλά κανένα από αυτά -παρόλο που βγήκαν αργότερα- δεν είχε αυτή την πολύ δυνατή οπτική ιδέα που θα μπορούσε σχεδόν να είναι ένα θεατρικό μιούζικαλ ή μια ταινία κινουμένων σχεδίων. Στην πραγματικότητα, ο Chris Blackwell, το αφεντικό της Island, έδωσε σ’ έναν Πολωνό σκηνοθέτη κάποια χρήματα και ο τύπος πήγε σ’ αυτόν με ένα προσχέδιο των στίχων του album και όλα τα σχετικά και του πρότεινε ότι ίσως θα έκανε μια εκδοχή αυτού σε κινούμενα σχέδια, η οποία θα ‘πρεπε να ήταν φανταστική, αλλά δεν κατάφερε να το πετύχει.
Πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος του Chris Blackwell (ιδιοκτήτη της Island Records) στην δισκογραφική καριέρα των Nirvana;
Ήταν τα πάντα. Τα πάντα. Έγραψα ένα κεφάλαιο στο βιβλίο για τον Chris λεπτομερώς. Φυσικά, είναι 25-30 σελίδες και για να τ’ αναφέρω όλα εδώ με λίγα λόγια για σένα, δεν είναι εύκολο. Ο Chris ήταν ξεχωριστός άνθρωπος: Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που σου δίνουν συμβόλαια, αλλά δεν υπάρχει τίποτα πίσω απ’ αυτό. Δίνουν συμβόλαια σε 10 άτομα και μετά τους πετούν σαν σκατά στον τοίχο, ελπίζοντας ότι ένα θα κολλήσει στον τοίχο. Η Island Records δεν ήταν τέτοιου είδους δισκογραφική εταιρεία. Κάθε μέλος της Island Records που υπέγραψε εκεί ένιωθε σαν οικογένεια, χάρη στον Chris Blackwell, επειδή έτσι την έφτιαξε και γι’ αυτό παραμένει ακόμα και σήμερα η πιο διαχρονική και πιο ευρηματική ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία που υπήρξε ποτέ. Ήταν πρώτος σε όλα. Ήταν πρώτος στα εξώφυλλα εκείνης της εποχής. Ξεκίνησε ως ένας άνθρωπος που ήρθε από την Τζαμάικα, ήταν αυτοδημιούργητος πλούσιος, είχε χάσει πολλά χρήματα σε άλλα projects στην Αμερική ή τις Δυτικές Ινδίες. Νομίζω ότι ένας από τους γονείς του ήταν Τζαμαϊκανός και ένας Βρετανός. Ο πατέρας του, πολύ παλιά, είχε κάποια σχέση με την εισαγωγή ζάχαρης και τέτοια πράγματα. Ήρθε για να αποδείξει τι αξίζει και φυσικά ξεκίνησε με τη reggae μουσική και την calypso. Όταν είδε τι συνέβαινε στο Λονδίνο σκέφτηκε: «Λοιπόν, θα το δοκιμάσω» και ήταν καινοτόμος.
Οι περισσότερες δισκογραφικές εταιρείες λένε: «Τα πνευματικά σου δικαιώματα θα είναι αυτά» και θα περιμένεις τα χρήματά σου, αν τα πάρεις ποτέ, επειδή αφαιρούν ποσά για αυτό κι εκείνο και «αγόρασες ένα πουκάμισο και εμείς το πληρώσαμε». Η Island Records είχε τους Traffic, Spooky Tooth, The Smoke, Nick Drake, John Martyn και φυσικά είχαμε τους Free, ήταν πολύ σημαντικοί. Επίσης, υπήρχε ένα συγκρότημα που λεγόταν Wynder K. Frog (σ.σ: Mick Weaver -Hammond) και υπήρχαν δύο συνθέτες: Ο Jackie Edwards που έγραψε το “Keep on Running” (σ.σ.: #1 επιτυχία για τους Spencer Davis Group) και ο Jimmy Cliff. Τους έφερε από την Τζαμάικα, δούλεψαν λίγο, ήταν εκεί, αλλά δεν είχαν κυκλοφορίες με το ροζ βινύλιο (σ.σ: μέχρι το 1970-71). Ανέφερα για τα πνευματικά δικαιώματα όταν υπέγραφες μια συμφωνία. Ο Chris Blackwell έκανε κάτι πολύ έξυπνο: Πλήρωνε σ’ όλους μισθό, έναν πολύ ανεκτό μισθό. Όλοι οι καλλιτέχνες εμφανίζονταν στην Oxford Street κάθε Παρασκευή και παίρναμε τις αμοιβές μας. Ο Alex και εγώ, νομίζω, παίρναμε ο καθένας 60 λίρες την εβδομάδα. Ήταν πολλά λεφτά εκείνες τις μέρες (γέλια). Το ενοίκιό μου ήταν μόλις 7 λίρες. Φυσικά, συναντούσες τους πάντες εκεί.
Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: Όταν ρώτησες «Πόσο σημαντικός ήταν ο Chris;», είπα «Τα πάντα». Τα είχε σκεφτεί όλα. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν στην πορεία, αλλά σε έκανε να νιώθεις πολύ άνετα, ένιωθες πολύ ασφαλής και σου έδινε επιλογές. Μας είπε: «Μπορείτε να είστε συγκρότημα, αν αυτό θέλετε». Αφού το αρχικό μας line-up απλώς δεν λειτούργησε όσον αφορά την προσπάθεια να παίξουμε live, ήταν εντάξει στο studio, αλλά ακόμα και στο studio πήγαμε πολύ γρήγορα στις ορχήστρες, όπως μπορείς να ακούσεις στο “Simon Simopath”. Μερικές από τις αρχικές ηχογραφήσεις μας που εμφανίστηκαν αργότερα, πράγματα όπως το “I Believe in Magic” (σ.σ: b-side στο “Tiny Goddess”), τις είχαμε κάνει με το αρχικό συγκρότημα με τσέλο και Γαλλικό κόρνο. Μετά, ο Άλεξ και εγώ ακολουθήσαμε τον δικό μας δρόμο και ο Chris είπε: «Θα σας βρω ένα νέο συγκρότημα ή μπορείτε να γίνετε συνθέτες πλήρους απασχόλησης και θα πληρώσω εγώ τα έξοδα ηχογράφησης, όποια κι αν είναι αυτά». Το κόστος ηχογράφησης πρέπει να ήταν πολλά λεφτά, επειδή μας έβαλε με έναν ενορχηστρωτή που ονομαζόταν Syd Dale, ο οποίος ήταν πάρα πολύ ταλαντούχος, ιδιοφυΐα θα έλεγα. Πρέπει να τον έχεις ακουστά επειδή βρίσκεται στα credits του album. Ο Syd Dale έφερε στη συνέχεια άτομα όπως ο Herbie Flowers στο μπάσο, ήταν ο μπασίστας στο “Walk on the Wild Side” (1972) του Lou Reed. Είχαμε έναν καλό drummer, τον Clem Cattini (σ.σ: The Tornados, The Kinks), τα αρχικά μας demos εμπλουτίστηκαν με εξαιρετικούς πληκτράδες και είχαμε έγχορδα και πνευστά, βιολί, τσέλο και είχαμε τρεις πολύ αξιαγάπητες τραγουδίστριες. Αυτός φρόντισε για όλα.
Φυσικά, αργότερα, όταν αρχίσαμε να βγάζουμε λεφτά, πήρε τα λεφτά πίσω, αλλά ποτέ δεν έβγαλε λεφτά από τους αρχικούς δίσκους της Island. Ο Chris Blackwell δεν έβγαλε χρήματα μέχρι που έκανε το remix του “Exodus” (1977) album των Bob Marley and The Wailers. Τότε ήταν που άρχισε να έχει κέρδος, επειδή είχε επενδύσει τόσα πολλά λεφτά σε πράγματα όπως ο Cat Stevens, οι Roxy Music… Η δισκογραφική άλλαξε αφού φύγαμε, το βινύλιο άλλαξε, δεν ήταν πια ροζ, ήταν άσπρο μ’ έναν φοίνικα πάνω του και συνέχισε να το κάνει. Νομίζω ότι σταμάτησε την κατάσταση με τους μισθούς μόλις τελείωσε το ροζ βινύλιο (σ.σ.: το 1970-‘71). Άλλαζε με τον καιρό, επειδή αυτά τα νέα συγκροτήματα είχαν managers και έκαναν συναυλίες, οπότε, ήταν διαφορετική ιστορία. Αλλά το μωρό που ήταν η Island Records και τα παιδιά που είχε η Island Records, όπως σου ανέφερα, εμείς, αυτή η ομάδα ανθρώπων, ήμασταν κοντά, ήμασταν πολύ καλοί φίλοι. Ξέχασα ν’ αναφέρω τον Jimmy Miller, τον παραγωγό που μετά έγινε παραγωγός των Rolling Stones, ήταν εκεί. Ο Jimmy Miller εκείνη την εποχή ήταν παραγωγός των Traffic. Νομίζω ότι ο Chris μπορεί να του είχε μιλήσει ώστε να ενδιαφερθεί να κάνει παραγωγή στους Nirvana, αλλά πίστευε ότι δεν ήμασταν αρκετά funky, επειδή ο Jimmy ήταν επίσης και drummer, αλλά όντως έπαιξε drums σε μερικά κομμάτια. Αν έχεις το box set ή αν μπορείς να το αποκτήσεις, υπάρχει μια εκτέλεση του “Tiny Goddess”, παίζει drums σ’ αυτήν και είναι περίπου 10 φορές καλύτερη από την αρχική. Απάντησα καλά στην ερώτησή σου;
Ναι, τέλεια. Παρακαλώ πείτε μας λίγα λόγια για τη δημιουργία του “Rainbow Chaser” (από το “All of Us” -1968) που είναι το πρώτο βρετανικό τραγούδι που περιλαμβάνει flanging (phasing) σ’ όλο το τραγούδι.
Και πάλι, έχει πλήρη ορχήστρα. Δεν ήταν δική μας ιδέα να έχουμε phasing, αλλά όταν κάναμε το demo, το κάναμε σ’ ένα μέρος που γράφαμε και ηχογραφούσαμε λίγο και χρησιμοποιούσαμε μικρά όργανα εδώ κι εκεί. Είχα ένα ξυλόφωνο, είχαμε μερικές φυσαρμόνικες και είχαμε βάλει κρουστά που τ’ ανακατεύαμε με μαράκες σ’ ένα κουτί, ηχογραφήσαμε τρεις φυσαρμόνικες τη μία πάνω στην άλλη και μιμούμασταν ήχους πνευστών. Ξέραμε ότι θα υπήρχαν πνευστά σ’ αυτό το τραγούδι, οπότε βάλαμε τη δική μας εκδοχή πνευστών στο demo, με έναν πολύ απλό αλλά αρκετά δημιουργικό τρόπο. Αυτή ήταν η ομορφιά εκείνης της εποχής, επειδή υπήρχαν περιορισμοί, το studio είχε τέσσερα κανάλια. Όταν πρόσθεσαν άλλα τέσσερα, είχες οκτώ. Η ιδέα ήταν πάντα καλή όταν κάναμε τα demos, αλλά η μαγεία συνέβη όταν πήγαμε να δούμε τον Syd Dale με το “Rainbow Chaser” και του παίξαμε το demo μας και προφανώς του άρεσε το τραγούδι. Κάναμε μερικές συνηθισμένες ηχογραφήσεις μαζί του και μας εξήγησε μερικά πράγματα που θα έκανε: Θα έβαζε πνευστά, εδώ θα ήταν τα έγχορδα, οι φωνές των κοριτσιών, κλπ. Όταν το ηχογραφήσαμε στο studio, ενώ ακούγαμε ένα από τα takes, η μπομπίνα 2 ιντσών έφυγε από το καρούλι και πέταξε μακριά. Ενώ έφευγε από τη μηχανή, ο μηχανικός ήχου δεν μπορούσε να πάει να τη σταματήσει, έκανε (σ.σ: κάνει έναν ήχο συρσίματος): «γζζζγζζζ» καθώς χαλάρωνε το καρούλι.
Όλα αυτά συνέβησαν στο Pye studio #2 και ο ήχος που έκανε ήταν σαν αεροπλάνο που απογειωνόταν και όλοι είχαν πανικοβληθεί, αλλά κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον και ο Άλεξ μου είπε: «Ω, αυτός είναι υπέροχος ήχος. Είναι απίστευτος! Τι συμβαίνει; Ίσως μπορούμε να ρωτήσουμε τον μηχανικό ήχου αν μπορεί να το γυρίσει πίσω (σ.σ: rewind) και να το βρει». Αυτό ακριβώς έκαναν: Έκαναν rewind και όταν το μιξάρανε, το πρόσθεσαν όλο. Οπότε, είναι ατύχημα. Θα έλεγα ότι είναι ένα όμορφο ατύχημα, γιατί όταν ακούς σήμερα κάτι τέτοιο στο ραδιόφωνο ή οπουδήποτε, ακόμα και σε μικρά ηχεία, είναι τόσο δυνατό. Όποιο και αν ήταν το εφέ τότε, δεν το πείραξαν πολύ, πρόσθεσαν λίγη συμπίεση και echo. Είναι ενδιαφέρον ότι, στο box set, υπάρχει μια βερσιόν χωρίς τα πνευστά, επειδή βρήκαν τα outtakes, είναι καλή, αλλά φυσικά, μόλις ακούσεις την βερσιόν με τα πνευστά, δεν θα την ξεχάσεις. Αλλά ξέρεις, όπως και στη ζωή, πιθανότατα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που θα έλεγαν: «Ω, άκουσα στο box set την αρχική βερσιόν που κάνατε χωρίς το phasing και μ’ αρέσει περισσότερο», επειδή έτσι είναι οι άνθρωποι και γι’ αυτό άνθρωποι σαν αυτούς στην Madfish είναι τόσο επιτυχημένοι με τα box sets τους επειδή έχουν πελάτες σαν αυτούς.
Το “Tiny Goddess” είναι ένα καταπληκτικό ανθεμικό τραγούδι. Ποια είναι η ιστορία πίσω απ’ αυτό;
Θα ήθελα να πιστεύω ότι υπήρχε κάτι που πυροδότησε αυτόν τον στίχο που έχει να κάνει μ’ έναν άντρα που έκανε κάτι ή έφυγε από κάτι. Ήταν πίσω από τα κάγκελα, ήταν στη φυλακή, αλλά δεν ήταν πραγματικά ένοχος για τίποτα. Η πρωταγωνίστρια του έγραφε ένα γράμμα λέγοντας πράγματα όπως «μου λείπει να είμαι μαζί σου» και «Σε βλέπω στο περιβόλι» όπου (σ.σ: απαγγέλλει τους στίχους) : “Orchards smell of sweet perfume/ The mountainside is now in bloom/ And I am here waiting”. Το τραγούδι ήταν επηρεασμένο από τον Albinoni (σ.σ: Ιταλό μπαρόκ συνθέτη του 18ου αιώνα), νομίζω, επειδή ο Άλεξ και εγώ είχαμε ακούσει αρκετή μπαρόκ μουσική εκείνης της εποχής. Ο Άλεξ μεγάλωσε σε διαφορετική κουλτούρα από τη δική μου και ίσως αυτό έκανε τη συνεργασία πολύ ενδιαφέρουσα και διαφορετική και καταφέραμε να αναπτύξουμε κάτι που ήταν μοναδικό. Ο Άλεξ προερχόταν από κλασικό υπόβαθρο και όταν ζούσε στο Παρίσι απολάμβανε την jazz. Εγώ κατάγομαι από την Ιρλανδία όπου μεγάλωσα με παραδοσιακή μουσική που δεν απέχει πολύ από το είδος της μουσικής με μπουζούκι στην Ελλάδα, με μαντολίνα και μπουζούκια, αυτά τα πράγματα, όπως οι Chieftains, αυτή ήταν η μουσική που αγάπησα μόλις την άκουσα. Άκουσα πολλή θρησκευτική μουσική σε χορωδίες, άκουσα λίγη ελαφριά όπερα που κάναμε στο σχολείο, αλλά κυρίως αυτό που άκουγα ήταν στο ραδιόφωνο και ήταν rock ‘n’ roll που ερχόταν από την Αμερική. Μετά, όταν ήρθα στο Λονδίνο, έκανα αυτό, και ο Άλεξ έφερε μαζί του το υπόβαθρό του. Νομίζω ότι αυτό που μας συνέδεσε ήταν κάτι που ανακάλυψα όταν έζησα στην Ελλάδα γι’ αρκετά χρόνια. Ξέρεις, οι Ιρλανδοί ήταν πολύ συνδεδεμένοι με τη γη, λόγω της ιστορίας και του παρελθόντος μας και πιθανώς λόγω της εκμετάλλευσής μας από όλους -εκτός από τους Ρωμαίους-, ειδικά από τους Άγγλους. Είχαμε λιμούς, δύσκολες στιγμές και ήμασταν απομονωμένοι εκεί έξω στον Ατλαντικό. Η Ελλάδα έχει μια σειρά από νησιά και διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι έχουν στο αίμα τους αυτή τη βαθιά σύνδεση με το δικό τους τοπίο και τη γη. Είχα μέσα μου αυτό το συναίσθημα, αλλά μετά διάβασα Καζαντζάκη και μόλις διάβασα Καζαντζάκη ήξερα ότι το συναίσθημα μου ήταν σωστό. Συγγνώμη που απομακρύνθηκα τόσο πολύ από την ερώτησή σου.
Όχι, όχι, όχι! Το λατρεύω! Νομίζω ότι στην προηγούμενη ζωή μου -αν είχα κάποια- ήμουν Ιρλανδός, επειδή έχω αυτή την αντιδραστική (rebellious) νοοτροπία.
Λοιπόν, να ‘σαι, έκανα κάθε λέξη που είπα να σημαίνει κάτι για σένα. Εμείς, οι Ιρλανδοί, είμαστε βασικά Κέλτες, αλλά οι Κέλτες ήρθαν από την Ευρώπη και κάπου διασταυρώθηκαν οι πορείες, δεν ξέρω. Νομίζω ότι είναι πιο αρχαίο απ’ αυτό, ανάγεται σε πράγματα όπως η πέτρα, το νερό, η γη, οι ήχοι, αυτό που ακούς μέσα στη μήτρα της μητέρας σου πριν γεννηθείς. Φυσικά, διαπίστωσα ότι ήμασταν μια αρκετά μητριαρχική κοινωνία, όπως ήταν και η Ιρλανδία. Δεν είναι πάντα κάτι υπέροχο, στη σύγχρονη εποχή, αλλά είναι σημαντικό. Η κυριαρχία των γυναικών, από οποιαδήποτε άποψη, στην Ελλάδα ή στην Ιρλανδία, μπορεί να ήταν λίγο μειωμένη στην ορατότητα και σ’ αυτό που τους επιτρεπόταν να εκφράσουν. Μπορούν ακόμα να είναι αρκετά ισχυρές όταν θέλουν, ειδικά ως μητέρες. Οι άνθρωποι μαθαίνουν περισσότερα γι’ αυτό, αλλά ποτέ δεν εμβαθύνουν. Έχετε τις δικές σας ιστορίες: Ο γιος που σκοτώνει τον πατέρα (σ.σ: Οιδίποδας).
Ποιο είναι το νόημα του εξωφύλλου του “All of Us” (1968) album;
Απλά, είχαμε αρχίσει να γράφουμε τα τραγούδια και πήγαμε στη Γερμανία για να κάνουμε μια τηλεοπτική εκπομπή που ονομαζόταν “Beat Club”, την οποία μπορείς να βρεις ακόμα και σήμερα. Για κάποιο λόγο, ο Άλεξ δεν ήρθε. Δεν ξέρω αν φοβόταν τ’ αεροπλάνα ή κάτι άλλο. Τέλος πάντων, είχαμε ένα συγκρότημα για τηλεοπτικές εκπομπές και πράγματα που κάναμε. Πήγαμε στο Beat Club, κάναμε το “Pentecost Hotel” και παραγωγός ήταν ένας άντρας που ονομαζόταν Michael Leckebusch, ο οποίος έγινε μεγάλος οπαδός μας. Υπήρχε ένας άλλος σκηνοθέτης που ονομαζόταν Horst Königstein. Δεν ξέρω αν ο Leckebusch είναι ακόμα ζωντανός ή όχι (σ.σ: πέθανε το 2000), αλλά ήταν μεγαλύτερος από εμάς. Ξέρω ότι προχώρησε και είχε μια καλή καριέρα στον κινηματογράφο. Το συγκρότημα επέστρεψε στο ξενοδοχείο του κάπου, πέρασαν καλά, αλλά μπορούσες να περάσεις καλά σε πολλά μέρη εκείνη την εποχή. Μου πρότεινε να πάω σε μια μικρή έκθεση που θα έκανε επειδή είχε σκηνοθετήσει μια παραγωγή του «Άμλετ» σε ένα μικρό θέατρο και όλα ήταν ασπρόμαυρα: Είχε δύο Άμλετ, έναν λευκό Άμλετ και έναν μαύρο Άμλετ, η σκηνή ήταν ασπρόμαυρη, όλοι οι ηθοποιοί ήταν λευκοί και μαύροι και η έκθεση που την συνόδευε γινόταν σε αυτό το θέατρο.
Σ’ αυτό το θέατρο, υπήρχε ένα πρόγραμμα που σου έλεγε τι θέμα είχε η έκθεση και υπήρχε ένα κύριο έργο και σ’ αυτό το κύριο έργο, είδα αυτή τη φωτογραφία και σκέφτηκα: «Ουάου, τι είναι αυτό;! Δεν μπορώ να το πιστέψω. Πώς γίνεται να έχεις τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Ναπολέοντα, τον Αννίβα, όλους στον ίδιο στρατό; Είναι αδύνατο». Ήμουν ακόμα αρκετά αφελής, δεν είχα ταξιδέψει πολύ μέχρι που ξεκίνησαν όλα αυτά εκτός Ιρλανδίας και μετά μετακόμισα στην Αγγλία. Είχα πάει στην Ισπανία μία ή δύο φορές από την Αγγλία και κατέβηκα στην Ελλάδα με τον Άλεξ, αλλά όσον αφορά την ευρωπαϊκή ήπειρο, ήμουν λίγο αδαής και καλλιτεχνικά αδαής. Είδα αυτή τη φωτογραφία και έκανα κάποιες ερωτήσεις και μου είπαν ότι ήταν ένα στιγμιότυπο από μια ταινία της Leni Riefenstahl, η οποία έκανε ταινίες προπαγάνδας για τον Χίτλερ. Νομίζω ότι αυτή η φωτογραφία ήταν σε μια απ’ αυτές τις ταινίες. Τέλος πάντων, όταν κανείς δεν με κοιτούσε, έσκισα τη φωτογραφία απ’ το βιβλίο. Την έκρυψα και την πήρα μαζί μου και αυτή η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι αυτή που βρίσκεται στο εξώφυλλο. Δεν θα το δεις με γυμνό μάτι, αλλά αν την κοιτάξεις με μεγεθυντικό φακό, στο κέντρο του εξωφύλλου του album, θα δεις μια λεπτή λευκή γραμμή που δεν μπόρεσα να εξαφανίσω. Πήρα ένα ζεστό σίδερο και προσπάθησα να ισιώσω λίγο τα πράγματα. Αυτοσχεδιασμός. Τέλος πάντων, ήταν τόσο καλή, κανείς δεν έκανε ερωτήσεις και πέρασε όταν την υποβάλαμε για το εξώφυλλο.
Όλοι σκέφτηκαν: «Καταπληκτικό εξώφυλλο» και κανείς δεν φάνηκε ποτέ να ενοχλείται ή κάνει νύξεις τότε για το υπονοούμενο και τα μηνύματα που θα μπορούσε να στείλει, ούτε κι εγώ. Στην άγνοιά μου, απλώς νόμιζα ότι ήταν μια υπέροχη φωτογραφία, αλλά αργότερα διάβασα για τη Leni Riefenstahl και ανακάλυψα ποια ήταν. Στην πραγματικότητα, εντόπισα -όπως πιθανότατα έκαναν πολλοί άνθρωποι- την ταινία από την οποία πάρθηκε και αυτή είναι η ιστορία. Νομίζω ότι η Leni Riefenstahl είχε σχέση με τον Γκέμπελς ή μ’ έναν από αυτούς τους ανθρώπους σ’ αυτήν την ομάδα. Την χρηματοδοτούσε για να κάνει ορειβατικές ταινίες, κάτι που έκανε πολύ, διακινδυνεύοντας συνεχώς τη ζωή της. Ήταν αρκετά έξω από τα συνηθισμένα και τα τελευταία χρόνια πήγε στο Σουδάν και έζησε με τους ιθαγενείς εκεί (σ.σ: τους Νούμπα). Είναι πάρα πολύ ψηλοί, όλοι είναι πάνω από 1,80 μ., αλλά έζησε μαζί τους για περίπου δύο χρόνια και φωτογράφισε τη ζωή και την ιστορία τους και τα πάντα. Στην πιο πρόσφατη δουλειά της, όταν μετακόμισε στην Αμερική όταν κόντευε τα 80, κατάφερε με κάποιο τρόπο να πείσει τις αρχές εκεί ότι θα μπορούσε να κολυμπήσει κάτω από το νερό για να τραβήξει υποβρύχιες φωτογραφίες. Σε αυτή την ηλικία, πρέπει να πάρεις άδεια και το έκανε και τράβηξε καταπληκτικές φωτογραφίες ψαριών. Τι γυναίκα!
Το “Christopher Lucifer” (από το “Markos III” -1970) γράφτηκε για τον Chris Blackwell; Αρχικά, νόμιζα ότι ήταν ένα είδος απάντησης στο “Lucifer Sam” των Pink Floyd (από το “The Piper at the Gates of Dawn” -1967).
Όχι, δεν είχε καμία σχέση με τους Pink Floyd. Απολύτως καμία. Νομίζω ότι πρέπει να το αφήσεις στη φαντασία σου. Σου είπα ότι ο Chris Blackwell ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, αλλά για να κάνεις αυτό που έκανε μ’ αυτή την εταιρεία πρέπει να ρισκάρεις, πρέπει να πιστεύεις στον εαυτό σου, πρέπει να πιστεύεις ότι μπορείς να είσαι νικητής και αυτό απαιτεί λίγο ένστικτο τζογαδόρου. Οπότε, το αφήνουμε εκεί. Είναι ένα καλό τραγούδι, αν και δεν είναι απ’ τα αγαπημένα μου, αλλά είναι ένα κομμάτι κοινωνικού σχολιασμού εκείνης της εποχής. Αυτό είναι όλο: Δημιουργικός κοινωνικός σχολιασμός.
Ποιες ήταν οι επιρροές σας όταν σχηματίσατε τους Nirvana;
Σου είπα ότι έφερα μόνο ό,τι ήξερα. Νωρίτερα άκουγα κυρίως αμερικάνικη μουσική. Ήμουν σ’ ένα blues συγκρότημα πριν γνωρίσω τον Alex που ονομαζόταν The Second Thoughts. Ήμουν σ’ αυτό το συγκρότημα και φυσικά αυτό είχε επηρεαστεί από τους Bo Diddley, Chuck Berry, Howlin’ Wolf, Mose Allison, όλους αυτούς τους ανθρώπους. Οπότε, έφερνα αυτό. Είχα περίπου 6 ή 7 albums που άκουγα. Είχα ένα album του Mose Allison που έπαιζα συνέχεια. Είχα ένα album του Frank Zappa που μ’ άρεσε, είχα ένα album του Tim Buckley που μ’ άρεσε. Δεν μπορώ να τα θυμηθώ όλα τώρα, αλλά είχα 6 ή 7 albums που άκουγα εκ περιτροπής. Oι επιρροές του Άλεξ κι εμένα ήταν περισσότερο εσωτερικές παρά εξωτερικές. Μόλις αρχίσαμε να δημιουργούμε μουσική, πολύ σπάνια ακούγαμε τη μουσική κάποιου άλλου.
Ακούγατε Karlheinz Stockhausen όπως άκουγαν άλλα συγκροτήματα της εποχής σας;
Ο Alex με σύστησε σ’ αυτόν τον κόσμο: Την πειραματική μουσική, την συγκεκριμένη μουσική (σ.σ: musique concrète). Θυμάμαι κάποτε λέγαμε να κάνουμε κάτι στο πιάνο όταν φτιάχναμε ένα από τα demo μας και μας ήρθε η ιδέα να βάλουμε κάτι στο εσωτερικό των χορδών του πιάνου, για ν’ αλλάξουμε λίγο τον ήχο. Αυτό που κάναμε ήταν: Είχαμε μια ηλεκτρική ξυριστική μηχανή και την βάλαμε μέσα και κινούνταν στις χορδές και το ηχογραφήσαμε. Ο Άλεξ μου είπε ότι αυτός ο τύπος, ο Stockhausen, έκανε τέτοια πράγματα και ανέφερε και κάποιον άλλο, τον Terry Riley. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν τον κόσμο της πειραματικής, ηλεκτρονικής, avant-garde μουσικής. Νομίζω ότι ο Άλεξ πριν τον γνωρίσω, άκουγε πολύ τους Jazz Messengers και τον Miles Davis, επειδή δεν είχε blues ή αμερικανικό μουσικό υπόβαθρο, είχε ευρωπαϊκό υπόβαθρο. Ξεκίνησε την πορεία του, στην πραγματικότητα, όταν πήγε στο Παρίσι. Αυτό που άκουγε στην Ελλάδα δεν ήταν μουσική με μπουζούκι, ήταν περισσότερο κλασική μουσική που άκουγε στο σπίτι του.

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας την ιστορία με τον Salvador Dali στην γαλλική τηλεοπτική εκπομπή “Improvisation on a Sunday Afternoon” (“Improvisation sur un dimanche après-midi”) το 1968;
Και πάλι, άλλη μια τηλεοπτική εκπομπή που κάναμε στο Παρίσι και ταξιδεύαμε όλη νύχτα. Πήγαμε οδικώς εκεί, πήραμε ένα πλοίο και φτάσαμε εκεί μετά από μακρύ ταξίδι. Μείναμε ξύπνιοι για μία ή δύο μέρες. Ηχογραφούσαμε και μετά πήγαμε κάπου για φαγητό και μας κάλεσαν τηλεφωνικώς. Στο Παρίσι δεν ξέραμε τι να περιμένουμε, δεν υπήρχαν προσδοκίες και απλώς μας το είπε ο υπεύθυνος A&R της Island Records, τον οποίο προσέγγισε το γαλλικό τηλεοπτικό κανάλι TV1. Ο υπεύθυνος A&R ήταν ο Muff Winwood, ο αδερφός του Stevie (σ.σ: Traffic, Blind Faith, Spencer Davis Group) και είπε: «Πρέπει να είστε εκεί στις 10 το πρωί της Κυριακής», γι’ αυτό και οδηγούσαμε όλη την νύχτα, «και το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να φαίνεστε ψυχεδελικοί». Αυτό είναι όλο, αυτό μας είπαν. Αυτό έγινε με την αρχική σύνθεση με τη Sylvia Schuster να παίζει τσέλο, τον Brian Henderson να παίζει μπάσο, τον Alex πιάνο και εμένα και μετά συνέβη. Στην πραγματικότητα το αποκαλούσαν “happening”. Το πρόγραμμα ήταν κάθε Κυριακή απόγευμα, το κανάλι ήταν ανοιχτό, όποιον κι αν έφερναν, ο σταρ μπορούσε να κάνει εκπομπή για μία ώρα ή δύο ώρες, τρεις ώρες, τέσσερις ώρες. Όσο χρόνο ήθελε, μέχρι τις 18:00 ή 19:00 ίσως, όταν είχαν βραδινό πρόγραμμα.
Λοιπόν, θέλω να πω, ο Dali ήταν ανεξέλεγκτος, το αυτοσχεδίαζε όλο αυτό. Ήμασταν σε μια γωνία, υπήρχαν drummers και φλαουτίστες και υπήρχαν όλα αυτά τα διαφορετικά σκηνικά γύρω: Πορτρέτα της Marilyn Monroe, του Μάο (σ.σ: Τσε Τουνγκ) και του JFK στον τοίχο και ένας μεγάλος σταυρός του Χριστού με μωβ χιτώνα πάνω στον Σταυρό. Υπήρχε επίσης ένας βοηθός ταυρομάχου από την Ισπανία πάνω σ’ άλογο κρατώντας δόρυ, σε φυσικό μέγεθος, φτιαγμένος από όμορφο ασήμι και περίπου 6 τραπέζια γεμάτα με τα πιο ακριβά σοκολατένια γλυκά που θα μπορούσες ποτέ να βρεις, πρέπει να κόστισε πολλά χρήματα. Ο Dali απλώς το έκανε πραγματικότητα. Φυσικά, όλοι οι άνθρωποι που ήταν εκεί είχαν έρθει σαν κομπάρσοι, από σχολεία, σχολές μοντέλων, σχολές κινηματογράφου, όλοι προέρχονταν απ’ αυτό το υπόβαθρο. Όμορφες γυναίκες από τον δρόμο, μπαρ, καφετέριες και μην ξεχνάς ότι εκείνη την εποχή ήμασταν στα charts, οπότε, αυτός ήταν ο λόγος που μας προσέλαβαν επειδή είχαμε έναν δίσκο που πήγαινε καλά και η (σ.σ: Γαλλίδα τραγουδίστρια) Françoise Hardy έπαιζε το “Tiny Goddess” από το δεύτερο album, οπότε, είχαμε μια φήμη εκεί. Στο βιβλίο μου “Psychedelic Days” υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για το happening με τον Dali. Την προηγούμενη εβδομάδα, νομίζω ότι ο Jean-Paul Belmondo ήταν εκεί με τον Dali. Οπότε, ήταν ποικιλόμορφο με κάθε είδους καλλιτέχνες, αλλά φυσικά ο Dali ήταν αλλόκοτος, αν όχι τρελός.
Ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία όταν το προηγούμενο συγκρότημά σας, οι Second Thoughts, μοιράστηκαν την σκηνή με τους Rolling Stones στο Ealing Jazz club;
Ήμασταν πολλά βράδια μαζί τους, παίξαμε support σ’ αυτούς τουλάχιστον 6 φορές. Ήμασταν το μόνιμο support συγκρότημα επειδή όλοι μας ζούσαμε στο Ealing. Τότε λεγόταν Ealing Jazz & Blues Club . Θυμάμαι ότι ο τύπος που το διηύθυνε ήταν από το Ιράν, ο Fery (σ.σ: Asgari). Οι Stones έπαιξαν εκεί, ο Alexis Korner, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την αρχική δημιουργία των Stones, επειδή ο Alexis Korner σύστησε τον Brian Jones στον Mick Jagger και τον Keith (σ.σ: Richards) και έτσι προέκυψαν. Ο Cyril Davies έπαιζε επίσης εκεί, οι Yardbirds… Υπήρχε μια σειρά από χώρους στο Δυτικό Λονδίνο: Το Crawdaddy στο Richmond, το Ealing Jazz Club και μετά, κάποια βράδια Σαββάτου παίζαμε support στους Stones και ίσως υπήρχε και κάποιος άλλος στο πρόγραμμα. Νομίζω ότι υπήρχε ένα συγκρότημα που ονομαζόταν The Tridents και ήταν από το Chiswick. Μετά, πήραμε προαγωγή και ήμασταν οι headliners στις συναυλίες μας εκεί, μια πιο ήσυχη νύχτα εκτός Σαββάτου και τελικά μας ζήτησαν να παίξουμε στο Ken Coyler 51 Club (σ.σ: Studio 51) στην Great Newport Street στην πλατεία Leicester, το οποίο ήταν ένας εξαιρετικός blues συναυλιακός χώρος και εκεί είδα για πρώτη φορά τους Pretty Things και τους Downliners Sect, επειδή έκαναν ότι κάναμε εμείς στο Ealing. Όντας εκεί με αυτούς τους ανθρώπους, δεν κομπλάραμε ή κάτι τέτοιο, γιατί ήξερα ότι οι Rolling Stones ήταν καταπληκτικό συγκρότημα, μόνο και μόνο λόγω του τρόπου που έπαιζαν. Αν και γνώριζα τα blues, είχαν δουλέψει πολύ σκληρά για να βρουν κάτι πρωτότυπο, επειδή είχαν και έναν πιανίστα, τον Ian Stewart, που ήταν roadie τους. Φυσικά, έπαιζαν μαζί του όλες τις καλές μελωδίες στο πιάνο που μπορούσες ν’ ακούσεις στους δίσκους των Chuck Berry, Bo Diddley και Howlin’ Wolf. Εκεί, σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, που ήταν μια μικρή αίθουσα κάτω από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Ealing Broadway, ο ιδρώτας έσταζε από τους τοίχους επειδή υπήρχαν τουλάχιστον 300 άτομα στην αίθουσα, ενώ θα έπρεπε να είναι μόνο 200, το συγκρότημα ήταν χωμένο στη γωνία και όλοι διασκέδαζαν μεταξύ τους εκεί. Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις, πολύ λίγα πράγματα. Υπήρχε κάποια εγκατάσταση εκεί, αλλά στο βιβλίο μου γράφω γι’ αυτό και το εξηγώ που πλέναμε τις φυσαρμόνικες εκεί μέσα και τέτοια. Είχαμε έναν παίχτη φυσαρμόνικας στο συγκρότημά μας. Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, ήταν ένα απ’ αυτά τα πράγματα που μένουν στο DNA σου για πάντα.

Παίξατε με τον Chris Thomas (αργότερα μηχανικός ήχου των Beatles) στους Second Thoughts και στους Hat and Tie.
Ο Chris Thomas δεν ήταν στο συγκρότημα εκείνη την εποχή. Τότε, στο συγκρότημα υπήρχε ένας τύπος που ονομαζόταν Mickey Holmes και μόλις κάναμε όνομα στο West Ealing και στην περιοχή του Middlesex, κάναμε συναυλία κάθε βδομάδα στο Δημαρχείο του Ealing και εκεί γνώρισα για πρώτη φορά τον Chris Thomas, επειδή ήταν στο κοινό και ερχόταν σε αρκετές συναυλίες. Μετά από μια απ’ αυτές, ήρθε σε μένα και μου είπε: «Αν χρειαστείς ποτέ μπασίστα, επικοινώνησε μαζί μου. Έχω ένα κόκκινο Fender μπάσο». Αργότερα, όπως συνέβη, ο Mickey Holmes αντιμετώπιζε προβλήματα με την κοπέλα του, κάθε συγκρότημα εκείνη την εποχή φαινόταν να έχει ένα άτομο του οποίου η κοπέλα συχνά διέλυε το συγκρότημα και αρκετά συχνά ήταν ο μπασίστας. Οι drummers φαίνεται ότι δεν έχουν ποτέ αυτό το πρόβλημα, οι drummers δεν ερωτεύονταν. Αυτός είναι καλός τίτλος για βιβλίο, έτσι δεν είναι; «Οι drummers δεν ερωτεύονται ποτέ».
Ζηλέψατε λίγο όταν ο Chris Thomas έγινε μηχανικός ήχου των Beatles (αργότερα έκανε την μίξη του “Dark Side of the Moon” των Pink Floyd και την παραγωγή του “Never Mind the Bollocks” των Sex Pistols);
Όχι, όχι, όχι. Επέστρεψα από τη Σουηδία με τους Second Thoughts, είχα ένα εντελώς διαφορετικό συγκρότημα με το οποίο πήγα στην Ευρώπη, στο The Star Club (σ.σ: στο Αμβούργο) και σε τέτοια μέρη. Επέστρεψα στο Ealing, δεν ήμουν καν καλά εκείνη την εποχή, αρρώστησα στη Στοκχόλμη με το κρύο, τη ζωή και όλα αυτά, και μου είπε τότε ότι είχε γνωρίσει την κοπέλα του και φυσικά μπορούσες να καταλάβεις ότι πιθανότατα ήθελε να νοικοκυρευτεί λίγο περισσότερο. Είχε γράψει στην EMI για να δει αν μπορούσε να βρει δουλειά ως tape operator και να μάθει κάτι σχετικά με την παραγωγή. Είπα: «Ω, ελπίζω να τα καταφέρεις, αυτό θα ήταν πολύ καλό» και μετά, περίπου ένα χρόνο αργότερα, μου είπε: «Πήρα τη δουλειά. Θα πάω στην EMI. Πρέπει να αλλάξω τη ζωή μου», γιατί εκείνη την εποχή όταν δούλευες σε μέρη όπως η EMI, έπρεπε να φοράς σακάκι και γραβάτα. Δεν μπορούσες να εμφανίζεσαι με χίπικα ρούχα. Ήταν ένα πάρα πολύ οργανωμένο περιβάλλον, σχεδόν σε επίπεδο γραφείου, παρόλο που τώρα εξιδανικεύουμε το Abbey Road. Ακόμα και οι μηχανικοί ήχου φορούσαν λευκά σακάκια. Όχι, δεν είχα τέτοια συναισθήματα. Έκανα τις επιλογές μου, ζούσα τη ζωή μου και αυτός ζούσε τη ζωή του. Τα πράγματα συνέβησαν πολύ γρήγορα γι’ αυτόν, πιστεύω, επειδή ο George Martin (σ.σ: παραγωγός των Beatles) του είπε: «Απλώς δες τα πάντα για περίπου 6 μήνες. Μην κάνεις ερωτήσεις, απλώς κάθισε στο γραφείο με όποιον τύχει να είναι», δηλαδή έναν άλλο μηχανικό ήχου και νομίζω ότι αυτό έκανε. Τελικά, όπως έχουν γράψει γι’ αυτό -έχω να δω τον Chris εδώ και πάρα πολλά χρόνια- ένα βράδυ ο George Martin τηλεφώνησε και είπε: «Δεν έρχομαι απόψε» και ο Chris ρώτησε: «Λοιπόν, ποιος άλλος είναι (σ.σ: ο υπεύθυνος) ;» και του είπε: «Λοιπόν, εσύ είσαι. Αναλαμβάνεις την ηχογράφηση» και αυτή ήταν η πρώτη του ηχογράφηση με τους Beatles. Μου είπε, -κάποια στιγμή, ίσως δύο ή τρία χρόνια αργότερα στην CBS Records- ότι κατέληξε εκείνο το βράδυ να παίζει τσέμπαλο στο “Piggies” (σ.σ: από το “The White Album” -1968), επειδή όταν ανακάλυψαν ότι ήταν και πιανίστας, είπαν: «Λοιπόν, κάνε αυτό». Νομίζω λοιπόν ότι ήταν αυτός και ο Geoff Emerick, ο διάσημος μηχανικός ήχου. Μετά, ο Chris βρήκε το συγκρότημα Climax Chicago Blues Band και το ερωτεύτηκε λίγο και έκανε μια σειρά από albums μαζί τους και μετά τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Δεν ξέρω πού είναι σήμερα. Νομίζω ότι ίσως ζει στην Αυστραλία, δεν ξέρω. Δεν έχω επαφή μαζί του, δεν έχω επαφή μ’ αυτή την προηγούμενη ζωή, δεν έχω επαφή με το Ealing και πολλοί από τους ανθρώπους που γνωρίζω από εκείνη την εποχή, έχουν πεθάνει. Είμαι λοιπόν πολύ τυχερός που είμαι ζωντανός. Νιώθω σαν να έχω ζήσει τρεις ζωές.
Πόσο συναισθηματικό ήταν για εσάς να γράψετε την αυτοβιογραφία σας “Psychedelic Days”;
Ήταν ευχαρίστηση. Δεν είναι βιογραφία, είναι η καταγραφή της περιόδου από το ‘65 έως το ‘71. Το ονόμασα «Ψυχεδελικές Μέρες» επειδή ήταν, κατά κάποιο τρόπο. Η λέξη «ψυχεδελικό» σημαίνει πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζουν κάποιοι. Κατάφερα να το περιγράψω απ’ όλες τις οπτικές γωνίες: Από πού προέρχομαι, πώς γεννήθηκα, πώς μεγάλωσα και μετά τα ταξίδια μου. Όλα τα ταξίδια συνδέονταν με καταστάσεις που είχαν αναπτυχθεί από ανθρώπους που γνώριζα στην Ιρλανδία. Για παράδειγμα, ο Alex και εγώ είχαμε γράψει ένα τραγούδι για τον Jimmy Cliff και του ζητήθηκε να το ερμηνεύσει στο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Ρίο ντε Τζανέιρο και υπήρχε μόνο ένα εισιτήριο για τον συνθέτη, ένα δωρεάν εισιτήριο, όλα τα έξοδα πληρωμένα. Είπα στον Άλεξ: «Θα το παίξουμε κορόνα-γράμματα» και ο Άλεξ είπε: «Καθόλου. Νομίζω ότι θα πάω στην Ελλάδα αυτή τη φορά» και πήγα εγώ. Υπάρχει ένα κεφάλαιο στο βιβλίο για το Ρίο ντε Τζανέιρο με τον Jimmy Cliff, ένα κεφάλαιο για τον Dali, ένα κεφάλαιο για τον Mickie Most, τον διάσημο παραγωγό (σ.σ: The Animals, Donovan, Jeff Beck Group), ο οποίος έκανε την παραγωγή του “Wings of Love” με τους Herman’s Hermits (σ.σ: από το “The Story of Simon Simopath” των Nirvana – περιέχεται στο “The Best of Herman’s Hermits Volume III” -1968). Ήταν ο γείτονάς μας στον επάνω όροφο, πάνω από τον Chris Blackwell, οπότε τον βλέπαμε πολύ. Ήταν πιθανώς ένας από τους πιο γνωστούς ανθρώπους που μπορούσε να διαλέξει, να βρει ή ν’ ακούσει ένα hit τραγούδι και να το καταλάβει αμέσως. Ήταν ένα χρήσιμο άτομο για να έχεις κοντά σου και πολύ επιδραστικός αν του άρεσε ένα από τα τραγούδια σου. Δεν σου έκανε καμία χάρη. Του παίξαμε το “Wings of Love” ως demo, πριν ηχογραφήσουμε την κύρια βερσιόν και είπε: «Ωωω, μου αρέσει αυτό!» και μετά, εκείνη την εβδομάδα, τηλεφώνησε στον Chris Blackwell και είπε: «Πείτε στα παιδιά, αν ενδιαφέρονται, να έρθουν αύριο στο De Lane Lea studio, μιξάρω το κομμάτι τους με τον Herman (σ.σ: Peter Noone -φωνητικά, κιθάρα) και το συγκρότημα» και πήγαμε. Αυτή ήταν μια άλλη εμπειρία, αρκετά καταπληκτική επειδή όλα κάνουν κύκλο, επειδή σε μια καρέκλα στο studio -που ήταν πολύ μικρή γι’ αυτόν- καθόταν ο manager των Herman’s Hermits, ο οποίος στην συνέχεια έγινε manager των Rolling Stones (σ.σ: και των Beatles), ο Allen Klein.
Παρακαλώ περιγράψτε μας τις δύο συναντήσεις σας με τον Jimi Hendrix.
Η μία συνάντηση ήταν στο studio ηχογράφησης όταν κάναμε μια εκπομπή μαζί του. Ηχογραφούσαμε το “Pentecost Hotel” και εκείνη την εποχή έπρεπε να επανηχογραφήσεις το τραγούδι για την τηλεόραση, δεν μπορούσες να κάνεις την αρχική βερσιόν. Δεν θα παίζανε το κομμάτι που έχεις στο δίσκο. Έπρεπε να ξεκινήσεις από το μηδέν και να περάσεις μια μέρα στο BBC Studio, να το ξαναφτιάξεις, να ξαναβάλεις τη φωνή σου και μετά να το παίξεις playback στην τηλεόραση. Καθώς το κάναμε αυτό, ο Jimi Hendrix πέρασε από εκεί και γνώριζα τον Mitch Mitchell (σ.σ: Jimi Hendrix Experience -drums) από την εποχή του Ealing επειδή ήταν ένας από το κοινό. Δούλευε ως πωλητής-drummer στο μουσικό κατάστημα του Jim Marshall και γνώριζα τον Noel Redding, (σ.σ: Jimi Hendrix Experience -μπάσο) όπως και ο Alex, επειδή ο Noel Redding είχε παίξει σε μερικά demos μας, ως μπασίστας. Αλλά όταν πήγε στην οντισιόν για τον Hendrix, είπε: «Δεν παίζω μπάσο, αλλά θα φέρω την κιθάρα μου». Ήταν πολύ συμπτωματικό γι’ αυτόν ο τρόπος που συνέβη. Όταν ο Mitch με είδε σ’ αυτό το μεγάλο studio, καθώς περπατούσαν, επικοινωνήσαμε και ο Jimi Hendrix το είδε και μετά άρχισε να κοιτάζει την τσελίστρια (σ.σ: Sylvia Schuster) και το όργανο. Κάθισε μπροστά της και το κοιτούσε και είπε: «Τι είναι αυτό;» Δεν είχε ξαναδεί τσέλο στη ζωή του. Δεν ήξερε τι ήταν, ως μουσικό όργανο. Μετά, τον είδα περίπου ένα μήνα αργότερα στο κλαμπ Bag O’ Nails όπου σύχναζαν μουσικοί και τον συνάντησα με τον manager του, τον Chas Chandler (σ.σ: μπάσο) από τους Animals και γνωριστήκαμε λίγο εκείνο το βράδυ και όχι πολύ καιρό αργότερα, πέθανε. Ήμουν εκεί με τον Viv Prince, τον drummer των Pretty Things. Ήξερα τον Viv, αλλά δεν έπαιξα ποτέ μουσική μαζί του. Γνώριζα τον Viv κοινωνικά, πέρασα μερικές άγριες βραδιές μαζί του περιστασιακά.
Απογοητευτήκατε την πρώτη φορά που μάθατε για την ύπαρξη των αμερικανικών Nirvana;
Όχι, γιατί όταν τους άκουσα για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο, νόμιζα ότι ήταν απλώς ένα άγνωστο punk συγκρότημα. Ο δίσκος τους παιζόταν σε κάποιον σταθμό κι μίλησα στον Άλεξ γι’ αυτό και είπαμε με αφέλεια: «Τι μουσική είναι αυτή; Αυτό δεν είναι τίποτα». Δεν πιστεύαμε ότι θα ξανακουγόταν, οπότε συνεχίσαμε να κάνουμε αυτό που κάναμε μέχρι δύο μήνες αργότερα. Ήταν στην τηλεόραση και προωθούσαν την επιτυχία τους “Smells Like Teen Spirit”. Συνέβη τόσο γρήγορα. Προωθήθηκαν τόσο γρήγορα από την Αμερική από την Geffen. Σε εκείνο το σημείο κάτι έπρεπε να κάνουμε γι’ αυτό. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό από την Αγγλία, δεν θα μας έπαιρναν στα σοβαρά και ξέραμε ότι έπρεπε να μας πάρουν στα σοβαρά επειδή είχε ηχογραφήσεις, είχαμε καλή φήμη στην Ευρώπη και κάποια φήμη στην Αμερική σε μερικά albums που έκαναν επιτυχίες, το “Rainbow Chaser” ήταν στη συλλογή “The British Invasion: The History Of British Rock, Vol. 9” (1991) της Polygram. Αυτό κάναμε, πήγαμε στην Αμερική και μείναμε εκεί γι’ αρκετό καιρό με έναν Αμερικανό δικηγόρο μέχρι να καταλήξουμε σε μια φιλική συμφωνία. Και τα δύο συγκροτήματα μπορούσαν να χρησιμοποιούν τη λέξη Nirvana, να συνεχίσουν κι εμείς δεν έπρεπε να παίζουμε grunge μουσική -που πλέον είχε όνομα- και αυτοί δεν έπρεπε να παίζουν αυτό που ήταν η μουσική μας. Δεν πρέπει να αμφισβητούμε ο ένας τον ήχο του άλλου, αυτή είναι η νομική έκφραση και αυτό ήταν όλο.
Σας άρεσαν άλλα concept albums που κυκλοφόρησαν μετά το “The Story of Simon Simopath”, όπως τα “Days of Future Passed” (The Moody Blues -1967), “S.F. Sorrow” (The Pretty Things -1968) και “Tommy” (The Who -1969);
Όχι. Όχι, νομίζω ότι ήταν όλα για πέταμα. Αν είχα την ιδιοκτησία της λέξης “concept”, θα είχα μόνο ένα album και αυτό ήταν ένα απ’ τα αγαπημένα μου albums της επόμενης χρονιάς (σ.σ: 1968). Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ενώ δημιουργούσαμε το “Simon Simopath”, δύο αδέρφια στην Αμερική στο Los Angeles δημιουργούσαν το album τους, δουλεύοντας εν πολλοίς με τον τρόπο που δουλεύαμε εμείς. Δεν τους γνώριζα μέχρι που άκουσα το album, κάποιος μου τ’ ανέφερε επειδή μ’ αρέσει το “Forever Changes” (1967) των Love. Αυτό ήταν ένα αρκετά επιδραστικό και προοδευτικό έργο εκείνη την εποχή και αυτό το album που άκουσα (σ.σ.: “Playback” -1968), ήταν από ένα συγκρότημα που ονομαζόταν The Appletree Theatre από την Verve Records, η οποία ήταν μέρος της ίδιας δισκογραφικής εταιρείας (σ.σ: MGM Records) στην οποία ήταν οι Velvet Underground και όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Λάτρευα αυτό το album και το λατρεύω ακόμα και σήμερα.
Είχατε πάει ποτέ στο UFO club;
Δεν είχα πάει ποτέ. Ποτέ δεν πήγα εκεί. Δεν είχα κανένα ενδιαφέρον για τους Pink Floyd ή τους Soft Machine και δεν έπαιρνα LSD. Δεν λέω ότι έπρεπε να παίρνεις LSD για να πας στο UFO club, αλλά δεν ανήκα σ’ αυτή την κατηγορία. Όπως σου είπα, κάναμε κάτι εντελώς διαφορετικό επειδή ήμασταν ξένοι (σ.σ: outsiders), δεν ήμασταν Λονδρέζοι θαμώνες των clubs ούτε πηγαίναμε στο Roundhouse ντυμένοι χίπηδες. Ο Άλεξ είχε ένα ή δύο μέρη που γνώριζε και του άρεσε να πηγαίνει και ήταν ωραία, όπου η κοινωνική ατμόσφαιρα ήταν περισσότερο ευρωπαϊκή και υπήρχαν πολλά τέτοια στο Λονδίνο. Πηγαίναμε σε μερικά ελληνικά εστιατόρια που ήταν πολύ δημοφιλή εκείνη την εποχή. Πιθανότατα θα πήγαινα κάπου όπως το Ronnie Scott’s όπου είχα την τύχη ν’ ακούω blues. Σίγουρα θ’ άκουγα τον Mose Allison. Θοδωρή, περνάγαμε πολύ χρόνο δουλεύοντας κλεισμένοι μέσα, δεν είχαμε πολύ χρόνο για να βγαίνουμε έξω μετά από μια συναυλία, να γινόμαστε λιώμα, να μιλάμε για το πώς πήγε η συναυλία, να κάνουμε παρέα με groupies και όλα αυτά. Κάναμε παρέα με μερικές γυναίκες, αλλά εγώ δεν ανήκα σ’ αυτή τη σκηνή, ούτε κι ο Άλεξ ανήκε σ’ αυτήν. Αν βγαίναμε, βγαίναμε μόνο μία φορά, το πολύ, ίσως Παρασκευή ή Σάββατο βράδυ κάπου στο Λονδίνο. Τον υπόλοιπο χρόνο δουλεύαμε, έτσι καταφέραμε να κάνουμε τρία albums σε 2 ½ χρόνια, καλά, όπως βλέπουμε τώρα.
Υπάρχουν ακόμα εκεί έξω και προσελκύουν νέους ακροατές αυτή τη στιγμή. Φυσικά, συνέχισα, χωρίς τον Άλεξ, όταν έκανα τη solo δουλειά μου και ο Alex μου είπε: «Αν θέλεις να συνεχίσεις με το όνομα Nirvana, χρησιμοποίησέ το» και φρόντισε να του αποδοθούν αυτά που δικαιούταν. Έτσι, συνέχισα και έκανα το “Local Anaesthetic” (1971) το οποίο έγινε ένα αρκετά δημοφιλές album των Nirvana, αλλά είναι εντελώς διαφορετικό από ο,τιδήποτε κάναμε μαζί, αλλά άρεσε σε πολλούς οπαδούς των Nirvana και εξακολουθεί ν’ αρέσει και σήμερα. Υπάρχουν άνθρωποι που το αποκαλούν “prog”, δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. Απλώς ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό και ήξερα ότι ό,τι κι αν κάναμε και δημιουργήσαμε με τον Alex και τους Nirvana, ήταν ενδιαφέρον αν και πειραματικό, επειδή το “Local Anaesthetic” είναι πολύ πειραματικό και πιθανότατα θα ήταν εντάξει. Όπως αποδείχθηκε, βρίσκεται στο box set και ταιριάζει υπέροχα, όπως και το επόμενο album, το “Songs of Love and Praise” (1972), όπου επέστρεψα σε πιο μελωδικά τραγούδια και επανηχογράφησα τα “Rainbow Chaser” και “Pentecost Hotel” με διαφορετικό τρόπο, με χορωδία. Στο “Rainbow Chaser”, ανέβασα το τέμπο και το έκανα πιο jazz σ’ αυτό το album. Στη συνέχεια, έκανα το πρώτο μου solo album με τίτλο “Me and My Friend” (1974), το οποίο είναι μάλλον περίεργο, αλλά ταιριάζει στο CD box set. Ο Άλεξ κι εγώ ήμασταν πάντα σε επαφή και κάτι προέκυψε όταν αρχίσαμε να μιλάμε για ένα μιούζικαλ το οποίο είχαμε αρχίσει να δουλεύουμε, τότε ονομαζόταν “Blood”, αργότερα ο τίτλος έγινε “The Secrets of Soho”, μετά έγινε “Secrets of Soho” και μετά έγινε “Secrets”. Δουλέψαμε με μερικούς σεναριογράφους και τελικά αρχίσαμε να το δημιουργούμε: Είχαμε τις πρωτότυπες ηχογραφήσεις πολύ καλο-ηχογραφημένες και φυσικά αυτό ήταν κάτι ωραίο για τη δισκογραφική εταιρεία, επειδή το “Secrets” δεν είχε ακουστεί ποτέ από πολλούς ανθρώπους μέχρι την κυκλοφορία του σε βινύλιο πριν από τέσσερα χρόνια και τώρα σε CD. Ο λόγος που το CD πουλάει τόσο καλά είναι επειδή δεν μπορούν όλοι ν’ αγοράσουν ένα box set με βινύλια στις μέρες μας. Πρέπει να έχεις χρήματα, δεν είναι φθηνά. Λοιπόν, τότε ξέρεις ότι έχεις μια καλή δισκογραφική εταιρεία από πίσω σου όπως είναι η Snapper/Madfish. Κάνουν την έρευνά τους, βγαίνουν και βεβαιώνονται ότι υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που ενδιαφέρονται γι’ αυτό και το ήξεραν επειδή πολλοί άνθρωποι πιθανότατα τους είχαν γράψει λέγοντας: «Θα ήθελα πολύ να έχω ένα CD. Θα κυκλοφορήσει ποτέ σε CD, επειδή δεν έχω τα λεφτά για το box set;» και μάλλον σκέφτηκαν: «Ναι, μπορούμε να το κάνουμε αυτό». Χρειάζονταν απλώς λίγο χρόνο, περίπου 5 χρόνια και εδώ βρισκόμαστε τώρα. Μπράβο τους, μπράβο στον Άλεξ, μπράβο σε μένα και ο Θεός είναι καλός.
Θυμάστε την αντίδρασή σας την πρώτη φορά που ακούσατε το “Sgt. Pepper’s” (1967) των Beatles;
Όχι, δεν είχα καμία αντίδραση σ’ αυτό. Δεν ήμουν ποτέ κάποιος που άκουγε τους πιο πρόσφατους ήχους. Έχω διαβάσει τα πάντα γι’ αυτό. Ήξερα τα albums των Beatles επειδή δεν μπορείς να γλυτώσεις απ’ αυτά: Ήταν στο ραδιόφωνο, ήταν σ’ αυτό και ήταν σ’ εκείνο, αλλά δεν ήμουν αφοσιωμένος σ’ αυτούς. Δεν θ’ αφιέρωνα τον δημιουργικό μου χρόνο ή ακόμα και τον δημιουργικό μου χρόνο ακρόασης σ’ αυτούς. Αλλά όταν τελικά άκουσα κάτι σαν το “Eleanor Rigby” (1966) και φυσικά το “Strawberry Fields Forever” (1967) και αργότερα το τραγούδι του Lennon, “Across the Universe” (1969), τα αυτιά μου «τα ‘πιασαν»
και σκέφτηκα: «Λοιπόν, αυτοί οι τύποι κάνουν κάτι καταπληκτικό», αλλά εκτός από αυτό, όχι. Σε μια συνέντευξη που έδωσα πολύ πρόσφατα σ’ αυτό το άλλο περιοδικό, μου ρώτησε ο δημοσιαγράφος: «Επηρεάστηκες από τους Zombies;» και ονόμασε το album τους “Odessey and Oracle” (1968) και έπρεπε να του πω: «Άκου, δεν το έχω ακούσει ποτέ. Δεν έχω ακούσει ποτέ αυτό το album». Νομίζω ότι διαβάζω πάρα πολύ.
Στη μουσική του Jimi Hendrix, στη μουσική του George Harrison, στη μουσική του Santana, υπάρχει επίσης μια πολύ έντονη πνευματική πτυχή. Είναι η σημερινή μουσική πνευματική;
Η άμεση απάντηση είναι: «Όχι, όχι, όχι», αλλά περιστασιακά θ’ ακούσεις κάτι και θα σκεφτείς: «Αυτό είναι βαθύτερο. Αυτό είναι διαφορετικό». Προσπαθώ να σου δώσω ένα παράδειγμα, αλλά υπάρχουν πολύ λίγα που να έχουν κάποια πνευματική σύνδεση μ’ αυτό. Πώς μπορείς να έχεις πνευματική σύνδεση όταν κάθε μαλάκας χρησιμοποιεί την Τεχνητή Νοημοσύνη και όλες αυτές τις ανοησίες;
Σας έχουν μπερδέψει ποτέ με τον Leo Lyons, τον μπασίστα των Ten Years After;
Όχι, ποτέ. Δεν τους γνώρισα, αλλά τους είχα ακουστά. Δεν με είχαν μπερδέψει ποτέ με κανέναν. Μερικοί άνθρωποι που κοιτάζουν το εξώφυλλο του box set και τις φωτογραφίες του διάσημου φωτογράφου Gered Mankowitz, λένε ότι μοιάζω λίγο με τον Paul McCartney. Κατά τ’ άλλα, κανείς ποτέ δεν μ’ έχει συγκρίνει με κάποιον που μου μοιάζει.
Από την εποχή σας, είμαι τεράστιος οπαδός του Scott Walker από τους Walker Brothers. Τον γνωρίζατε;
Ναι. Δεν θα μπορούσα να πω ότι τον γνώρισα, αλλά όταν ηχογραφούσα τα “Local Anaesthetic” και “Songs of Love and Praise”, τα έκανα στην Phonogram Records στην οδό Bayswater, η οποία βρίσκεται ακριβώς στο Marble Arch. Όχι στα Pye, τα οποία ήταν στην άλλη πλευρά του δρόμου, που κάναμε τους δίσκους των Nirvana. Επειδή ένας τύπος στην Phonogram μου είχε κάνει μια πρόταση για να κάνω μερικά albums, κάτι που δεν ήμουν έτοιμος να κάνω εκείνη την εποχή επειδή αντιμετώπιζα κάποια συναισθηματικά προβλήματα, είχα εθιστεί λίγο στα βαρβιτουρικά και άλλα τέτοια και απλώς έκανα διάλειμμα για ένα χρόνο. Αυτό ήταν μετά το “Local Anaesthetic” νομίζω. Στη συνέχεια, επικοινώνησε μαζί μου και μου είπε: «Ίσως θα ήθελες να κάνεις κάτι και ξεκινάμε μια καινούργια δισκογραφική εδώ που ονομάζεται Vertigo. Ήξερα ότι ήσουν στην Island. Ίσως μπορείς να μας βοηθήσεις με μερικά πράγματα. Ίσως μπορείς να φέρεις εδώ ό,τι αγαπούσες και έκανες με τον Chris Blackwell». Έτσι, πήγα να τον δω και όλα ήταν αρκετά καλά και εντάξει, αλλά ήταν μια εντελώς διαφορετική δομή τότε, επειδή η Vertigo θα ήταν μόνο μερικά δωμάτια και μεγάλα γραφεία στην Phonogram, που ανήκε στην Philips εκείνη την εποχή. Είπα: «Δώστε μου 3 ή 4 μήνες και θα το σκεφτώ». Έτσι, είχα μερικά νέα τραγούδια και ως ευκαιρία μου έδινε ελεύθερο χρόνο (σ.σ: στο studio) και ξεκίνησα εκεί. Έφερα μερικά συγκροτήματα σ’ αυτή την δισκογραφική, αλλά αυτό που μ’ ενδιέφερε περισσότερο ήταν ένα μουσικό δωμάτιο εκεί που ήταν κατειλημμένο από έναν άντρα που λεγόταν Johnny Franz.
Αν γνωρίζεις καλά τη μουσική του Scott Walker, θα δεις στα credits τον Johnny Franz ως παραγωγό και ενορχηστρωτή εκεί (σ.σ: έκανε την παραγωγή στα τρία πρώτα albums των Walker Brothers και στα οκτώ πρώτα solo albums του Scott Walker). Για κάποιο λόγο, ο Johnny Franz με συμπαθούσε. Θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μου τότε, επειδή εγώ κόντευα τα 30 και αυτός κόντευε τα 50. Με ρώτησε τι έκανα, κλπ. και απλώς τα πηγαίναμε καλά. Ξέρεις, μερικές φορές, γνωρίζεις κάποιον και τα πάτε καλά. Ήταν πολύ παλιομοδίτης, πολύ ευγενικός άνθρωπος, Εβραίος, είχε δυνατή πίστη και ρώτησα κάποιον: «Τι κάνει εκεί;» και είπε: «Κάνει παραγωγή στην Dusty Springfield» και είπα: «Ω, ουάου!» Την επόμενη φορά που τον συνάντησα εκεί, λίγες εβδομάδες αργότερα είπα: «Κάνεις παραγωγή στην Dusty! Ενορχηστρώνεις για εκείνη;» και είπε: «Ναι, ναι. Κάνω στον Scott Walker τώρα. Γιατί δεν έρχεσαι κάποια στιγμή να τον γνωρίσεις;» Πήγα σε μερικές συνηθισμένες ηχογραφήσεις μαζί του, με τον Scott Walker και ένα πιάνο, όπου έπαιζε μόνο αυτός και τραγουδούσε ο Scott Walker. Δεν έγινα φίλος του Scott Walker, αλλά ήταν πολύ φιλικός μαζί μου. Τον είδα ίσως μία ή δύο φορές αργότερα στο Βόρειο Λονδίνο, κάπου που πήγα λίγα χρόνια αργότερα. Ήρθα κοντά με τον Johnny Franz επειδή με σύστησε στη γυναίκα του και με πήγε σπίτι του για δείπνο μερικές φορές. Λοιπόν, αυτή είναι η ιστορία μου με τον Scott Walker.
Ήταν λίγο σαν εσάς. Δεν έπαιξε ποτέ συναυλία μετά το 1978, ήταν ερημίτης, έβγαινε στο Λονδίνο φορώντας ένα φούτερ με καπέλο του μπέιζμπολ, δεν έδινε συνεντεύξεις, ήταν πολύ ντροπαλός, μιλούσε μέσα από την τέχνη του.
Όταν τον συνάντησα, ήταν φυσικά ένα πολύ χαλαρό εργασιακό περιβάλλον όπου ο Johnny Franz είχε αυτό το πιάνο και ο Scott Walker στεκόταν εκεί και οι δύο έπιναν τσάι αλλά όχι σε κούπες, έπιναν το τσάι τους σε κανονικά φλιτζάνια και πιατάκια, όπως σερβίρεται το σωστό αγγλικό τσάι. Ο Johnny Franz ήταν τόσο παλιομοδίτης, τόσο σεβαστός ανάμεσα στην αυθεντική ποικίλη μουσική, την jazz και την ορχηστρική μουσική όπου όλοι χρησιμοποιούσαν ενορχηστρωτές και φυσικά τον έλκυε η φωνή του Scott Walker και είμαι σίγουρος ότι κι ο Scott Walker ελκόταν από τις ενορχηστρώσεις του. Απλώς το παρακολουθούσα, χαλαρός, καθισμένος στην καρέκλα. Ήμουν ίσως στο δωμάτιο μαζί τους για μισή ώρα, τρεις ή τέσσερις φορές όταν προετοιμάζονταν για ένα album. Ο Johnny μου είχε πει: «Όποτε θέλεις, απλώς έλα μέσα, κάθισε και θα το απολαύσεις». Αυτός (σ.σ: ο Scott Walker) ήταν σαν κάθε άλλο άτομο που έχει αυτές τις συγκεκριμένες αναστολές όσον αφορά τα πράγματα. Μόλις βρεθεί σ’ ένα ασφαλές περιβάλλον, μπορεί ν’ αλλάξει και να γίνει χαμογελαστός, που αυτό θυμάμαι τώρα απ’ αυτόν, αν σκεφτώ εκείνη τη στιγμή. Ήταν πολύ χαρούμενος, χαμογελαστός.
Γνωρίσατε άλλους ανθρώπους όπως τον Steve Marriott (Small Faces, Humble Pie -φωνητικά, κιθάρα) ή τον Marc Bolan (T.Rex -φωνητικά, κιθάρες);
Όχι. Σου είπα ότι δεν ήμασταν μέρος καμίας σκηνής, οπότε δεν θα πήγαινα ποτέ στα μέρη που σύχναζαν, όπως το Speakeasy Club. Δεν λέω ότι δεν πήγα ποτέ στο Speakeasy, δεν θα πήγαινα εκεί μια συνηθισμένη βραδιά. Υπήρχαν στέκια αν ήσουν σ’ όλη αυτή την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ‘60. Νομίζω ότι πρέπει να καταλάβεις ότι ο Alex κι εγώ νιώθαμε λίγο σαν ξένοι και αυτό μας έκανε διαφορετικούς, μας έκανε να δουλέψουμε πιο σκληρά και να βρούμε κάτι που ήταν πρωτότυπο. Δεν ήμασταν απλώς ένα συγκρότημα που επρόκειτο να κάνει συναυλίες και έπρεπε να τα καταφέρει στο δρόμο, στην πραγματικότητα, αμφιβάλλω αν θα είχαμε επιβιώσει κάνοντάς το. Κάναμε τη σωστή επιλογή όταν μας έγινε η πρόταση. Εκείνη την εποχή συνέχεια έβλεπες κόσμο. Μόλις πέρασε αυτή η εποχή, μετακόμισα στο εξωτερικό, έζησα στην Ισπανία και τη Γερμανία και τελικά επέστρεψα στο Λονδίνο. Μετά, ο Άλεξ επέστρεψε από το Λονδίνο στην Ελλάδα, όταν η μητέρα του ήταν άρρωστη πριν από περίπου 50 χρόνια. Φυσικά, με τον Άλεξ ήρθαμε ξανά πολύ κοντά στα χρόνια που έζησα εκεί. Έζησα εκεί για 12 χρόνια, αν και αυτός έμενε στο κέντρο της πόλης και εγώ στα βόρεια προάστια, αλλά βλεπόμασταν συχνά, απλώς τον συναντούσα. Καταλήξαμε να δουλεύουμε σε παλιά τραγούδια που χρειάζονταν οι άνθρωποι για συλλογές. Αναβιώσαμε μερικά απ’ αυτά, υπήρχε ένα album τραγουδοποιών που κυκλοφόρησε με τίτλο “Yesterday’s Sunshine Today” (2020) με όλα αυτά τα διαφορετικά συγκροτήματα να ηχογραφούν τραγούδια των Nirvana. Υπήρχε ένα ελληνικό συγκρότημα εκεί που ηχογράφησε ένα από τα τραγούδια μας (σ.σ: “Wings of Love”) που ονομαζόταν Echo Train. Δούλευα αρκετά με τον Alex και κάναμε μια εντελώς νέα βερσιόν του “St. John’s Wood Affair” από το “All of Us” για ένα μοντέρνο trippy ψυχεδελικό album διασκευών.
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της ψυχεδελικής μουσικής;
Ναι, όσο υπάρχει βινύλιο και υπάρχει τρόπος ν’ ακουστεί. Νομίζω ότι τα CD φαίνεται να επιβιώνουν, δεν ξέρω αν οι πωλήσεις παγκοσμίως είναι καλύτερες από ό,τι ήταν… Τα μοντέρνα συγκροτήματα έχουν υιοθετήσει μια νέα οπτική γωνία για την ψυχεδελική μουσική της δεκαετίας του ‘60, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ και απλώς αποδόμησαν τις συνθέσεις και τις μετέτρεψαν σε μια νέα μορφή σύνθεσης και δίνουν credits, λένε: «Ω, αυτό πιθανότατα είναι επηρεασμένο από πράγματα που έχω ακούσει από τη δεκαετία του ‘60 κλπ.». Θα σου δώσω ένα παράδειγμα ενός συγκροτήματος που το κάνει αυτό επειδή προέρχεται από τη χώρα μου, ονομάζονται Fontaines D.C. Ίσως η ψυχεδέλεια ζήσει μέσα από ένα τέτοιο συγκρότημα, δεν ξέρω. Υπάρχουν τόσες πολλές ερμηνείες για το τι είναι «ψυχεδελικό» και εξαρτάται από το τι σημαίνουν οι ερμηνείες του ψυχεδελικού για σένα ή για εμένα. Είναι διαφορετικό το πώς θα επιβιώσει σ’ αυτόν τον νέο, ολοκληρωτικά αποδομημένο κόσμο, είτε όλα επιστρέψουν στην αρχή είτε θ’ αντιγραφούν είτε θα κλαπούν. Θέλω να πω, η Τεχνητή Νοημοσύνη κλέβει την τέχνη της σύνθεσης, ειδικά ό,τι ήταν ψυχεδελικό ως λέξη. Δεν μπορώ λοιπόν να πω ότι είμαι αισιόδοξος, αλλά μπορώ μόνο να πω ότι ήμουν εκεί, το γνώρισα, το έζησα και ελπίζω ότι για την ψυχεδελική μουσική η παράσταση θα συνεχιστεί.
Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας. Μ’ αρέσει να μιλάω με ανθρώπους της εποχής σας. Μου αρέσει να μαθαίνω για τη δημιουργική διαδικασία κλπ.
Ναι, αυτός είναι ένας από τους λόγους που έγραψα το βιβλίο “Psychedelic Days”. Δεν είχα σκοπό να το γράψω, αλλά μία από τις τρεις κόρες του αδερφού μου μου είπε: «Πώς ήταν να είσαι στη δεκαετία του ‘60;» και μετά της το εξηγούσα και η αδερφή της της είπε: «Ρώτα τον Patrick αν θα έγραφε ένα βιβλίο γι’ αυτό» και έτσι ξεκίνησε. Σκέφτηκα: «Ναι, ίσως το κάνω». Έτσι, όταν μετακόμισα αρχικά στην Ισπανία, ζούσα έξω από τη Γρανάδα, στα βουνά, σ’ ένα πολύ μικρό χωριό, πολύ ήσυχο, απομονωμένο και εκεί ξεκίνησα το βιβλίο και το έγραψα σε περίπου έξι μήνες χωρίς ιδιαίτερη πίεση. Είναι αρκετά απλό, δεν είναι ένα βιβλίο ιδιοφυΐας, αλλά ο κόσμος τ’ αγόρασε και τους άρεσε και έλαβε μερικές πολύ καλές κριτικές. Είναι διασκεδαστικό, δεν είναι σοβαρό βιβλίο, γι’ αυτό είναι αληθινό. Δεν ήταν σκοπός του να είναι γεμάτο με λεπτομέρειες, είναι για όσους δεν ήταν εκεί.
Φωτογραφίες Nirvana: Gered Mankowitz
Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Patrick Campbell-Lyons για τον χρόνο του..
Παραγγείλτε το “Nirvana – The Story Must Go On” box set από εδώ: https://burningshed.com/nirvana_the-show-must-go-on_boxset
Αγοράστε το βιβλίο “Psychedelic Days” από εδώ
