HIT CHANNEL ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Δεκέμβριος 2025. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν θρυλικό σαξοφωνίστα: τον “Blue” Lou Marini. Είναι περισσότερο γνωστός ως ιδρυτικό μέλος των Blues Brothers, συμμετέχοντας και στις δύο ταινίες. Έχει διατελέσει μέλος των Blood, Sweat & Tears και της μόνιμης μπάντας της εκπομπής Saturday Night Live και έχει επίσης συνεργαστεί με τους Frank Zappa, Levon Helm, Eric Clapton, Steely Dan, Aerosmith, James Taylor, Aretha Franklin, John Tropea, Dr. John, Maureen McGovern και πολλούς άλλους. Το 2025 κυκλοφόρησε 3 studio albums: Το “Out of the Blue” ως Blue Lou Marini and Bluband, το “We Like to Groove!” με τον Lluís Coloma και το “Point of View” με τον Steven Feifke. Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:
Παρακαλώ δώστε μας μερικές πολύ βασικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία σύνθεσης και ηχογράφησης του album “Out of the Blue” των Blue Lou Marini and Bluband.
Ξεκίνησε λίγο πριν την πανδημία, έγραψα τη σύνθεση που βρίσκεται στο δίσκο με τίτλο “Klong” για μια κολλεγιακή μπάντα στο Missouri. Ένας φίλος μου, ονόματι Jim Widner, ήταν ο μαέστρος. Αυτή ήταν η πρώτη νέα σύνθεση που είχα γράψει μετά από πολύ καιρό, οπότε αυτό μ’ ενέπνευσε και μετά ήρθε η πανδημία και κατά τη διάρκεια της πανδημίας απλώς δεν μπορούσα να σταματήσω να γράφω. Βασικά, έγραψα όλη την υπόλοιπη μουσική εκείνη την περίοδο. Πολλές από τις συνθέσεις μου για big bands πριν από το “Out of the Blue” γράφτηκαν με την ιδέα ότι θα τις έπαιζε μια κολεγιακή jazz μπάντα. Έτσι, όταν άρχισα να δουλεύω τη μουσική για το “Out of the Blue”, αποφάσισα ένα σημαντικό πράγμα, ότι θα την ηχογραφούσα με συναδέλφους μου μουσικούς από τη Νέα Υόρκη, αντί να μειώσω την δυσκολία της μουσικής ή ν’ ανησυχώ για το αν μια κολεγιακή μπάντα θα μπορούσε να την παίξει. Έτσι, την έγραψα έχοντας κατά νου τους φίλους μου από τη Νέα Υόρκη και όταν έφτιαξα το συγκρότημα ήθελα να έχω ένα συγκρότημα που να είναι μια μίξη από μουσικούς, και ένας από τους πρώτους που σκέφτηκα ήταν ο Buddy Williams (Saturday Night Live, Grover Washington Jr., McCoy Tyner), ο drummer, ο οποίος εδώ και καιρό είναι ένας από τους αγαπημένους μου μουσικούς στη Νέα Υόρκη ή και σ’ όλο τον κόσμο.
Έπειτα, ο Tom Barney (Miles Davis, Steely Dan), ο μπασίστας, επειδή είχαμε ένα συγκρότημα στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 που λεγόταν Band Together και σ’ αυτό ήταν ο σπουδαίος jazz πιανίστας Larry Willis (Blood, Sweat & Tears), ο Buddy, ο Tom Barney και ο Lew Soloff (Blood, Sweat & Tears), ο αγαπημένος μου φίλος που έπαιζε τρομπέτα. Έτσι, ήμασταν όλοι πολύ γνωστοί μεταξύ μας. Έπειτα, ο αγαπημένος μου φίλος, ο Joe Randazzo, στο μπάσο τρομπόνι, πέθανε πριν προλάβουμε να ηχογραφήσουμε το album, αλλά έπαιξε καθοριστικό ρόλο βοηθώντας με να σχηματίσω το συγκρότημα. Έπαιζε σε πολλές μπάντες που έκαναν πρόβες στη Νέα Υόρκη, οπότε γνώριζε πολλούς νέους μουσικούς: Τον Andrew Gould στο alto σαξοφωνο, τον Sam Dillon στον τενόρο σαξόφωνο και τους νεότερους μουσικούς που τους σύστησε ο Joe. Έτσι έφτιαξα το συγκρότημα. Μόλις είδαμε ότι μπορούσαμε να το κάνουμε, κάναμε πρόβες και όλοι ήταν πολύ ενθουσιασμένοι, «έκλεισα» τον Jay Messina, τον σπουδαίο μηχανικό ήχου, ο οποίος έχει ηχογραφήσει με τους Aerosmith και κάθε είδους διάσημο συγκρότημα (σ.σ: Kiss, Cheap Trick), η λίστα των συμμετοχών του είναι τεράστια, είναι στενός φίλος, οπότε σκεφτόμασταν να το κάνουμε με τον παλιό τρόπο, live, χωρίς ακουστικά και έτσι το ηχογραφήσαμε.
Αλλά αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολο από ό,τι φανταζόμουν. Καταρχάς, την εποχή που οι μουσικοί ηχογραφούσαν έτσι, ηχογραφούσαν επίσης κάθε μέρα, πολλές φορές την ημέρα, δηλαδή στις δεκαετίες του ‘50, του ‘60 και του ‘70, όταν ήμασταν απασχολημένοι όλη την ώρα στα studios και είχαμε συνηθίσει να παίζουμε συνέχεια. Έτσι, κανείς δεν είχε κάνει ηχογράφηση χωρίς ακουστικά εδώ και πολύ καιρό και σ’ αυτό το πλαίσιο, όταν ηχογραφείς έτσι, δεν μπορείς ν’ απομονώσεις και να κάνεις overdub οποιοδήποτε λάθος. Είτε πρέπει να το ξανακάνεις απ’ την αρχή είτε να το κολλήσεις από άλλο take. Δεν χρειάστηκε να κάνουμε πολλά τέτοια, αλλά κάναμε κάποια. Οπότε, ήταν πιο δύσκολο απ’ ό,τι νόμιζα, αλλά είμαι πραγματικά ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Πάντα προτιμώ τη live μουσική, τις live ηχογραφήσεις, για μένα, αυτές αποτυπώνουν περισσότερο την ουσία της μουσικής. Πολλά από τα κομμάτια στο CD ήταν ένα take, το πρώτο ή η δεύτερο take μας. Δεν κάναμε πολλά takes.
Με ποια projects ασχολείστε αυτή τη στιγμή;
Ξαφνικά, έχω ένα υπέροχο CD, που κυκλοφόρησε τον Μάιο, με τίτλο “We Like to Groove!” και είναι μια συνεργασία μ’ έναν boogie-woogie πιανίστα ονόματι Lluís Coloma, από τη Βαρκελώνη της Ισπανίας. Τον γνώρισα πριν από μερικά χρόνια, όταν παίξαμε μαζί σε κάποιες συναυλίες και μετά αποφασίσαμε να κάνουμε ένα CD project μαζί και είναι πραγματικά διασκεδαστικό. Έχει πολλή ενέργεια και έχει έναν εξαιρετικό νεαρό κιθαρίστα ονόματι Kid Carlos, ο οποίος είναι καταπληκτικός και έχει κοντρομπάσο (σ.σ: Manolo Germán) και drums (σ.σ: Arnau Julià) και ο Lluís, είναι φανταστικός, παίζει υπέροχα! Οπότε, είμαι πραγματικά χαρούμενος μ’ αυτό. Ήταν αστείο γιατί έγινε πριν από ένα χρόνο, το ηχογραφήσαμε τον Οκτώβριο του 2024. Προβάραμε για τρεις μέρες, τρεις μέρες παίξαμε στο διάσημο Café Central στη Μαδρίτη και μετά, τρεις μέρες ηχογραφούσαμε. Έτσι, πέρασα εννέα συνεχόμενες μέρες παίζοντας όλη μέρα με τους boogie-woogie τύπους. Στη συνέχεια, μία Δευτέρα επιστρέψαμε στη Νέα Υόρκη και την Πέμπτη μπήκα στο studio μ’ έναν εξαιρετικό νεαρό πιανίστα ονόματι Steven Feifke. Κέρδισε ένα Grammy το 2023 για big band σύνθεση (σ.σ: «Βραβείο Grammy για το Καλύτερο Album για Μεγάλο Jazz Σύνολο»). Πήγαμε στα Yamaha Studios στη Νέα Υόρκη μ’ ένα trio, έναν σπουδαίο drummer ονόματι Jimmy Macbride και έναν υπέροχο μπασίστα ονόματι Raviv Markowitz και ηχογραφήσαμε σε τέσσερις ώρες, ηχογραφήσαμε δύο από τις συνθέσεις μου και τέσσερις ή πέντε του Steven. Έτσι, πέρασα απ’ το να παίζω boogie-woogie και κάπως bluesy πράγματα, σε περίπλοκα jazz κομμάτια όπου έπρεπε πραγματικά να συγκεντρωθώ.
Αυτό το album ονομάζεται “Point of View”, που είναι το όνομα ενός από τα τραγούδια μου και κυκλοφόρησε αυτόν τον Αύγουστο. Τα τελευταία δύο χρόνια, συνεργάζομαι μ’ ένα πραγματικά καταπληκτικό trio μουσικών στην Ιταλία: Έναν drummer ονόματι Enzo Zirilli, τον οποίο γνώρισα αρχικά στο Ronnie Scott’s Club στο Λονδίνο, οι Blues Brothers έπαιζαν στο Ronnie Scott’s και ο Enzo είχε το συγκρότημα αφού τελείωνε η κύρια συναυλία. Έπαιξα μαζί του, περάσαμε υπέροχα και κρατήσαμε επαφή. Πριν από δύο χρόνια με προσέγγισε για να πάω στην Ιταλία τον χειμώνα και νομίζω ότι κάναμε 8 συναυλίες σε 10 ημέρες σε 8 διαφορετικές πόλεις. Το συγκρότημα αποτελείται από τον Enzo Zirilli, έναν υπέροχο κιθαρίστα ονόματι Alessandro Chiappetta, τον οποίο θεωρώ απλά εξαιρετικό, και έναν ιδιοφυή πληκτρά ονόματι Gianluca Di Ieno. Έχουμε παίξει μαζί περίπου 30 συναυλίες, οπότε, τον περασμένο Φεβρουάριο κάναμε μια περιοδεία και πήγα μερικές μέρες νωρίτερα και ηχογραφήσαμε σε τρεις ημέρες ένα νέο CD, το οποίο η ίδια δισκογραφική εταιρεία, η La Reserve, που κυκλοφόρησε το “Out of the Blue”, πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Απρίλιο. Το πρώτο single θα κυκλοφορήσει στις 30 Ιανουαρίου 2026 και το album ονομάζεται “Playtime”. Περιέχει σχεδόν μόνο συνθέσεις μου εκτός από ένα κομμάτι του παλιού μου φίλου, Joe Beck, του σπουδαίου κιθαρίστα και μια διάσημη κλασική μπαλάντα, το “Here’s That Rainy Day”. Έτσι, ξαφνικά, έχω τέσσερα projects να τρέχουν ταυτόχρονα, είναι αρκετά συναρπαστικό. Ανυπομονώ να κυκλοφορήσει το ιταλικό album. Υπάρχουν επίσης πολλά videos διαθέσιμα με κομμάτια του Steven Feifke και του Lluís Coloma.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τον Steve Cropper (Blues Brothers, Booker T. and the M.G.’s -κιθάρα) που απεβίωσε πρόσφατα;
Δεν είχα δει τον Steve τα τελευταία χρόνια επειδή σταμάτησε να περιοδεύει με τους Blues Brothers το 2018. Τον είδα το 2019 ή το 2020 στο Nashville και δεν τον είχα δει από τότε. Είχαμε κρατήσει επαφή τηλεφωνικά και μ’ άλλους τρόπους, αλλά η υγεία του ήταν σε άσχημη κατάσταση: Είχε πέσει και είχε σπάσει τον μηρό και του πήρε χρόνο να συνέλθει. Είχε υποστεί μερικά μικρά εγκεφαλικά επεισόδια, οπότε δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Ωστόσο, ήταν ακόμα ο εαυτός του, όσον αφορά τη γενική του πνευματική κατάσταση. Ο Steve Cropper ήταν ένας από τους πραγματικούς λάτρες της ζωής. Λάτρευε να παίζει. Δεν υπήρχε κανείς σαν αυτόν, πραγματικά, όσον αφορά την ενέργειά του να παράγει το ρυθμικό κέντρο του συγκροτήματος. Ήταν η κινητήρια δύναμη. Ήταν το κάτι άλλο. Λάτρευε να βρίσκεται στην παρέα, λάτρευε το κόκκινο κρασί, του άρεσε να πίνει και λάτρευε το καλό φαγητό. Μας θυμάμαι στην Ελλάδα, θυμάμαι ένα δείπνο στη Θεσσαλονίκη, όπου φάγαμε υπέροχο ψάρι. Έτσι, χάσαμε όχι μόνο έναν σπουδαίο μουσικό, αλλά και έναν σπουδαίο άνθρωπο. Μπορούσε επίσης να γίνει πολύ αστείος, ήταν εξαιρετικός στο να λέει ανέκδοτα με τη νότια προφορά του (σ.σ: τον μιμείται): «Αγόρια».
Μπήκατε στην μόνιμη μπάντα του Saturday Night Live το 1975. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή ήταν μια κομβική στιγμή στην καριέρα σας;
Σίγουρα δεν με έβλαψε. Όταν πρωτοήρθα στη Νέα Υόρκη, έπαιζα μ’ έναν σπουδαίο τρομπετίστα, τον Doc Severinsen. Αποφάσισα να μετακομίσω στη Νέα Υόρκη από το Dallas και πριν μετακομίσω, μου προσφέρθηκε η δουλειά στο συγκρότημα του Doc, ο οποίος ήταν τότε ο τρομπετίστας και επικεφαλής της μπάντας του “The Tonight Show Starring Johnny Carson”, οπότε ήταν πολύ διάσημος. Παίξαμε μια συναυλία στο Kansas City, και ο Lew Tabackin, ο σπουδαίος στο τενόρο σαξόφωνο, μόλις είχε παντρευτεί, μου είπε: «Χρειάζεσαι ένα διαμέρισμα, επειδή υπενοικιάζω το διαμέρισμά μου;» Έτσι, πριν μετακομίσω στη Νέα Υόρκη, είχα και δουλειά και διαμέρισμα. Στη συνέχεια, τρεις μήνες αφότου μετακόμισα στη Νέα Υόρκη, έκανα οντισιόν για τους Blood, Sweat & Tears και μπήκα στους Blood, Sweat & Tears. Έτσι, η είσοδός μου στη Νέα Υόρκη ήταν πολύ καλή και αμέσως άρχισα να γνωρίζω και να παίζω με πολλούς διαφορετικούς μουσικούς: Έπαιξα με το συγκρότημα του Eddie Palmieri, έπαιξα μ’ ένα άλλο latin συγκρότημα ενός τύπου που ονομαζόταν Ismael Rivera, οπότε έμαθα λίγα πράγματα για τη salsa και το να παίζω σ’ αυτά τα συγκροτήματα. Μιλούσα σήμερα με τον φίλο μου Tom Pierson (σ.σ: “Manhattan” soundtrack -1979), έναν εξαιρετικό πιανίστα και συνθέτη που είχε ένα εξαιρετικά avant-garde ηλεκτρικό συγκρότημα, με πολύ περίπλοκους ρυθμούς, ένα πολύ περιπετειώδες συγκρότημα και μετά έπαιζα με τον Dr. John. Έπαιξα τόσα πολλά διαφορετικά είδη συναυλιών και μετά με το Saturday Night Live. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, η εκπομπή The Saturday Night Live σίγουρα ανέβασε την αναγνωρισιμότητά μου επειδή ήμασταν στην τηλεόραση κάθε Σάββατο και εκείνα τα χρόνια το συγκρότημα πολλές φορές συνόδευε τον καλεσμένο καλλιτέχνη, δεν το κάνουν πια αυτό, σχεδόν ποτέ, αλλά τότε παίζαμε πίσω απ’ όλους. Μερικές φορές οι φίλοι μου μ’ έπαιρναν τηλέφωνο και μου έλεγαν: «Lou, σε βλέπαμε στην οθόνη περισσότερο απ’ ό,τι τον star» (γέλια). Είχαμε μια μικρή αίσθηση για το πόσο σημαντική ήταν η εκπομπή, αλλά μόνο αργότερα συνειδητοποιήσαμε πραγματικά πόσο εμβληματική και σημαντική στην κουλτούρα ήταν η εκπομπή Saturday Night Live. Ναι, αυτό ήταν κάτι σημαντικό για μένα. Κάτι ακόμα: Ο Alan Rubin (σ.σ: Blues Brothers, Frank Zappa, Frank Sinatra -τρομπέτα) στεκόταν ακριβώς δίπλα μου κάθε Σάββατο βράδυ και ακριβώς πριν το εναρκτήριο μουσικό θέμα, που ήταν το solo μου στο σαξόφωνο, έλεγε: «Ποιο είναι το πιο cool μέρος στον πλανήτη Γη αυτή τη στιγμή;» και έτσι ήταν το Studio 8H του NBC. Ήταν υπέροχα.
Θα μπορούσατε να μοιραστείτε μαζί μας την ιστορία με τον Frank Zappa και το τραγούδι του “The Black Page” στο Palladium το 1976 (“Zappa in New York” -1978);
Όταν κοιτάζω τώρα το “The Black Page”, το έχω σ’ ένα μουσικό αναλόγιο στο δωμάτιό μου, δεν ξέρω πώς το ‘παιξα, γιατί, ξέρεις, είναι τόσο δύσκολο. Ήταν μια μεταγραφή, ο Frank μετέγραψε ρυθμικά ένα drum solo του Terry Bozzio και μετά έγραψε μελωδίες για όλο το συγκρότημα ταυτόχρονα. Την πρώτη μέρα που προβάραμε, ο Frank είπε: «Lou, παίξ’ το στο alto σαξόφωνο αντί για το σοπράνο» και εγώ είπα: «Frank, είμαι αρκετά καλός στην αντιμετάθεση, αλλά δεν μπορώ να το αντιμεταθέσω αυτό» και εκείνος είπε: «Όχι, μην το αντιμεταθέσεις, απλώς παίξ’ το». Αυτό σήμαινε ότι ήμουν σε διαφορετικό κλειδί απ’ όλους τους άλλους. Έτσι, όλο το συγκρότημα είναι σε μία νότα και εγώ έχω απόσταση μια πέμπτη και ένιωθα σαν να είσαι στην εκκλησία και κάποιος τραγουδάει και δεν μπορεί ν’ ακούσει ότι δεν τραγουδάει τη σωστή νότα. Το μισούσα, αλλά στον Frank άρεσε. Είπε: «Ναι, κάν’ το έτσι». Έτσι, παίξαμε το πρώτο βράδυ και δεν είμαι σίγουρος αν ήταν το δεύτερο ή το τρίτο βράδυ, μπορεί να ήταν το τρίτο βράδυ, σκέφτηκα: «Δεν μπορεί να τ’ ακούσει αυτό με τόσο πολύ ήχο, μ’ όλους να παίζουν», οπότε δεν άλλαξα σαξόφωνο. Κάθε τραγούδι πήγαινε κατευθείαν στο επόμενο. Έτσι, τελειώσαμε το “The Black Page” και ξαφνικά ο Frank είπε: «Στοπ! Στοπ! Στοπ!» Σταματήσαμε και όλοι κοιτούσαν γύρω τους αναρωτώμενοι: «Τι συμβαίνει;» και ο Frank είπε: «Κυρίες και κύριοι, έχουμε ένα ξεχωριστό δώρο για σας απόψε: Επειδή ο Lou Marini δεν έπαιξε με το alto σαξόφωνο, θα παίξουμε ξανά το “The Black Page”». Θυμάμαι τον Randy Brecker (σ.σ: Brecker Brothers, Blood, Sweat & Tears -τρομπέτα) να λέει (σ.σ: ψιθυρίζει): «Καριόλη» (γέλια) και μας έβαλε να το ξαναπαίξουμε.
Αποτυπώνει το “Briefcase Full of Blues” (1978) το αληθινό πνεύμα μιας συναυλίας των Blues Brothers;
Ναι, όντως το κάνει. Ξέρεις, είναι live. Έχω μιλήσει γι’ αυτό πάρα πολλές φορές: Όταν ξεκίνησαν οι Blues Brothers, μας είπαν ότι θα κάνουμε πρόβες στη Νέα Υόρκη για 5 μέρες, μετά θα πηγαίναμε στο Los Angeles και θα κάναμε πρόβες για 3 μέρες και μετά θα παίζαμε για 9 νύχτες στο Universal Amphitheatre και ήταν καλά φράγκα, θα βγάζαμε καλά χρήματα ανοίγοντας για τον Steve Martin, η κωμωδία του ήταν κορυφαία. Έτσι, σκεφτήκαμε: «Εντάξει, θα είναι σπουδαία συναυλία» ή τουλάχιστον, έτσι σκέφτηκα εγώ και ότι θα ήταν πολύ διασκεδαστικό. Όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, το συγκρότημα προερχόταν από τόσες πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις: Ο Steve (σ.σ: Cropper -κιθαρίστας των Booker T. and the M.G.’s ) και ο “Duck” (σ.σ. Donald “Duck” Dunn -μπασίστας των Booker T. and the M.G’s) από την Stax/Volt, ο Matt “Guitar” Murphy, ένας εντελώς αυθεντικός μπλουζίστας, ο Paul Shaffer (σ.σ: Saturday Night Live, Late Night with David Letterman -πλήκτρα), ο οποίος ήταν μουσικό σφουγγάρι όλης της pop μουσικής, ο Steve Jordan (σ.σ: Rolling Stones, John Mayer), ο οποίος ήταν εξαιρετικός νεαρός drummer, ο Alan Rubin (σ.σ: Saturday Night Live -τρομπέτα), ο Tom Malone (σ.σ.: τρομπόνι) κι εγώ, και οι δύο με πανεπιστημιακή μόρφωση, που παίζαμε πρίμα βίστα (σ.σ: διάβαζαν κάτι και το έπαιζαν με την πρώτη), παίξαμε μαζί στον Frank Zappa και στους Blood, Sweat & Tears. Έτσι, ήταν ένα πολύ μικτό συγκρότημα.
Τις πρώτες δύο νύχτες, τουλάχιστον την πρώτη νύχτα, το σύνολο πνευστών (σ.σ: horn section) δεν πρόβαρε με το rhythm section επειδή ετοίμαζαν τα κομμάτια και τις ενορχηστρώσεις τους. Μόλις τελείωσαν μ’ όλα αυτά, ο Tom Malone έγραψε τις ενορχηστρώσεις και μετά ξεκινήσαμε τις πρόβες. Υπήρχαν πολλοί διάσημοι που έρχονταν ν’ ακούσουν τις πρόβες λόγω του πόσο διάσημοι ήταν ο Danny (σ.σ: Aykroyd -φωνητικά, φυσαρμόνικα) και ο John (σ.σ: Belushi -φωνητικά). Συνειδητοποιήσαμε πολύ γρήγορα ότι ήταν κάτι ξεχωριστό. Ο κόσμος τρελαινόταν στις πρόβες. Έπειτα, μόλις φτάσαμε στο Los Angeles και αρχίσαμε να παίζουμε κάθε βράδυ, μας χειροκροτούσαν όρθιοι κάθε βράδυ και ο Danny και ο John έκαναν φανταστική δουλειά. Ο Belushi τραγουδούσε υπέροχα, ο Danny μπορούσε να παίξει τον ρόλο ενός παίχτη φυσαρμόνικας και ταυτόχρονα μπορούσε να είναι αυτός ο σπουδαίος χαρακτήρας. Ένα πράγμα που πάντα θυμάμαι είναι ο Jack Nicholson, ήταν στην πρώτη σειρά, εγώ έπαιζα το “‘B’ Movie Boxcar Blues” και έτυχε να κοιτάξω τον Jack και τράβηξα την προσοχή του, φορούσε τα γυαλιά ηλίου του, μετά σήκωσε τα γυαλιά ηλίου του και είπε (σ.σ: ψιθυρίζει): «Ουάου!» και ξανάβαλε τα γυαλιά ηλίου του (γέλια). Ναι, ήταν απίστευτο. Παρεμπιπτόντως, εξακολουθούν να είναι σπουδαίο συγκρότημα, και παίξαμε και στην Ελλάδα πριν από μερικά χρόνια.
Θεωρείτε τη σκηνή με την Aretha Franklin στην ταινία “Blues Brothers” (1980) ως μία από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας σας;
Ναι, σίγουρα. Αυτό ήταν αστείο, γιατί ένα πράγμα που πάντα μ’ ενοχλεί όταν βλέπεις μουσικές σκηνές σε ταινίες είναι το πόσο συχνά -ειδικά σε παλαιότερες ταινίες- έβλεπες έναν τύπο με το σαξόφωνο στο στόμα του, αλλά δεν άκουγες κανέναν ήχο και μετά κατέβαζε το σαξόφωνό του και τότε που άκουγες τον ήχο, δεν μπορούσαν να συγχρονίσουν τον ήχο. Το είχαμε ηχογραφήσει εκ των προτέρων αυτό το πράγμα και έμαθα να παίζω το solo μου ταυτόχρονα με τη χορογραφία, αλλά αυτό είχε μια άλλη δυσκολία επειδή κάναμε τις πρόβες για τη χορογραφία σε μια μεγάλη σχολή χορού, με καθρέφτες, ώστε να μπορούμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας και είχαμε έναν χορογράφο, ήταν υπέροχος τύπος. Μετά, όταν μπήκαμε να κάνουμε τη σκηνή, αυτός ο πάγκος ήταν περίπου τόσο φαρδύς (σ.σ: δείχνει με τα χέρια του το μέγεθος περίπου 50 εκατοστών) και δεν ήταν μέχρι τη μέση, ήταν μέχρι το στήθος, οπότε, ενώ στεκόμουν εκεί πάνω, ήταν, ξέρεις, περίεργο (γέλια), ήταν λίγο τρομακτικό. Οι κουζίνες και τα λοιπά ήταν ακριβώς πίσω μου, αν έπεφτα ή κάτι τέτοιο, θα σκοτωνόμουν, οπότε, αυτό ήταν λίγο αγχωτικό και μετά έπαιζα το solo ταυτόχρονα. Επίσης, μου έκοψαν το κεφάλι μερικές φορές εξαιτίας των γωνιών λήψης -μ’ αρέσει να παραπονιέμαι γι’ αυτό-, αλλά ναι, αυτή είναι σίγουρα μια σκηνή που όλοι θυμούνται.
Ήταν ο John Belushi (Blues Brothers -φωνητικά) εύκολος άνθρωπος για να συνεργαστείς μαζί του;
Δεν θα έλεγα ότι ήταν εύκολος, ήταν ασταθής, αλλά ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος. Όλοι τον αγαπούσαμε, όλοι τον λατρεύαμε, όπως και τον Danny. Μας φέρθηκαν τόσο καλά. Θυμάμαι μετά από περίπου τρεις εβδομάδες γυρισμάτων και διαμονής στο Los Angeles, ένας από τους βοηθούς σκηνοθέτες του John Landis μου είπε: «Πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι σε κανένα πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό δεν φέρονται ποτέ έτσι όπως φέρονται σ’ εσάς, παιδιά». Εννοούσε ότι μας φέρθηκαν τόσο καλά σε σύγκριση με το πώς φέρονταν συνήθως σε τύπους σαν εμάς σε μια ταινία -όπου οι stars είναι εκεί πάνω και εμείς εδώ κάτω-, επειδή είχαμε τα τροχόσπιτά μας και μας φέρθηκαν πραγματικά υπέροχα κι αυτό οφειλόταν στον Danny, τον John και τον John Landis. Ήταν όλοι εξαιρετικά γενναιόδωροι μαζί μας.
Ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία να παίξετε στο “24 Nights” live άλμπουμ του Eric Clapton (1991) στο Royal Albert Hall;
Ναι, ήταν. Είχαμε ένα εξαιρετικό σύνολο πνευστών με τον Alan (σ.σ: Rubin – τρομπέτα), τον Randy Brecker (σ.σ: τρομπέτα), τον Ronnie Cuber (σ.σ: Eddie Palmieri, BB King -σαξόφωνο) κι εμένα. Το Albert Hall ήταν γεμάτο με κόσμο κάθε βράδυ, όλοι ήταν ξετρελαμένοι και ήταν ένα υπέροχο συγκρότημα και ο Eric απλώς ακουγόταν φανταστικός. Αλλά κι αυτός ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος: Μας έβγαζε όλους έξω για φαγητό κάθε βράδυ μετά τη συναυλία και μας κερνούσε όλους ένα έξοχο δείπνο. Ήταν πραγματικά καταπληκτικός μαζί μας. Πραγματικά καταπληκτικός!
Στην ταινία “Blues Brothers 2000” (1998) παίζετε το “New Orleans” με τους Louisiana Gator Boys με τους BB King, Eric Clapton, Dr. John, Bo Diddley, Jeff “Skunk” Baxter , Steve Winwood. Ήταν διασκεδαστικό να παίζετε μ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους;
Ήταν μια ανεκτίμητη μέρα. Έπρεπε να είμαστε εκεί νωρίς το πρωί, μπορεί να ήταν 8 η ώρα ή κάτι τέτοιο, οπότε, ένας-ένας άρχισαν να φτάνουν όλοι αυτοί οι μουσικοί. Έπαιξα για ένα χρόνο με τον Billy Preston (σ.σ: The Beatles, George Harrison -πλήκτρα) στην εκπομπή “Nightlife” του David Brenner, οπότε, όταν είδα τον Billy ήταν μια υπέροχη επανένωση. Έπαιζα για χρόνια με τον Dr. John. Φυσικά, είχα παίξει με τον Eric και επίσης έπαιξα με τον Eric και στην τηλεοπτική εκπομπή “Nightlife”. Είχα παίξει με τον Lou Rawls στο Texas. Ο Jack DeJohnette (σ.σ: Miles Davis -drums), ο Willie Weeks (σ.σ: George Harrison, Eric Clapton -μπάσο)… Είχα παίξει με τον Willie Weeks και τον Stevie Winwood (σ.σ: Traffic, Blind Faith -φωνητικά, πλήκτρα). Έτσι, ήταν μια φανταστική επανένωση μ’ όλους αυτούς τους μουσικούς. Θα σου πω μια αστεία ιστορία γι’ αυτό, επειδή όλοι έκαναν ζέσταμα -κάποια στιγμή ο Bo Diddley έκανε ζέσταμα- και ο Eric μου είπε γελώντας: «Αν ο Bo Diddley δει μια όμορφη γυναίκα που νομίζει ότι ενδιαφέρεται γι’ αυτόν, θα αρχίσει να παίζει το “Malagueña”». Έτσι, μόλις στήθηκε όλος ο εξοπλισμός, ξεκίνησε αυτό το τεράστιο τζαμάρισμα και ήταν φανταστικό! Ξαφνικά, σε διαφορετικό κλειδί, αγνοώντας εντελώς το γεγονός ότι γινόταν αυτό το υπέροχο τζαμάρισμα, ο Bo Diddley άρχισε να παίζει το “Malagueña” απίστευτα δυνατά και κοίταξα τον Eric και ο Eric είπε (σ.σ: κουνώντας το κεφάλι του και δείχνοντας το δάχτυλό του μπροστά του): «Σου το ‘πα. Αυτή είναι!» (γέλια) Τόσο καταπληκτικό! Ήταν πραγματικά υπέροχη μέρα. Ήταν τόσο αυθόρμητο και το να βλέπεις όλους αυτούς τους τύπους και να κάνεις παρέα μαζί τους. Τότε πρωτογνώρισα τον Clarence Clemons (σ.σ: Bruce Springsteen -σαξόφωνο) και τον Joshua Redman (σαξόφωνο). Τον Jon Faddis (σ.σ: τρομπέτα), φυσικά, συνεργάζομαι χρόνια μαζί του. Ήταν πραγματικά υπέροχο.
Ήταν λίγο σουρεαλιστικό όταν παίξατε στην Big Band του Buddy Rich;
Δεν έπαιξα στην πραγματικότητα στην μπάντα του, έγραψα μουσική γι’ αυτήν. Είχε ένα συγκρότημα και ανέστησαν ένα διάσημο club, κράτησε μόνο για μερικά χρόνια στη Νέα Υόρκη και ένα βράδυ αντικατέστησα τον Sal Nistico (Woody Herman, Chet Baker), τον σπουδαίο jazz μουσικό στο τενόρο σαξόφωνο, παίζοντας με τον Buddy Rich, αλλά αυτό ήταν ένα μικρό συγκρότημα, δεν ήταν πραγματικά η Big Band του Buddy Rich. Η εμπειρία μου με τον Buddy ήταν ότι με προσέγγισε για να γράψω μερικές παρτιτούρες για big bands, τις προβάραμε, του άρεσαν πολύ και ήμουν πολύ χαρούμενος. Μετά, περίπου τέσσερις μέρες αργότερα, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από έναν από τους μουσικούς του συγκροτήματος και μου είπε: «Ο Buddy άλλαξε γνώμη, δεν του αρέσει καμία από τις παρτιτούρες και δεν πρόκειται να σε πληρώσει γι’ αυτές». Λίγα χρόνια αργότερα, όταν κυκλοφόρησε το remake του “King Kong”, αυτό με την Jessica Lang (1976), με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι ήθελε να ενορχηστρώσω ένα κομμάτι που ονομαζόταν “Kong”, το οποίο ήταν ένα κομμάτι με φωνητικά για τη big band του και θα το έβαζαν στο νέο τους album. Όταν το άκουσα, είπα: «Buddy, πρέπει να το τραγουδήσεις εσύ όπως έκαναν οι παλιοί bandleaders και τα παιδιά στην μπάντα πρέπει να σου απαντήσουν. Θα γράψω μια πολύ μοντέρνα παρτιτούρα σε στυλ Blood, Sweat & Tears, ένα είδος fusion παρτιτούρας, αλλά θα το τραγουδήσεις εσύ και θα βάλεις την μπάντα να σου απαντά» και δεν το έκανε. Νομίζω ότι προσέλαβε την Lani Groves (φωνητικά), πήρε τον Will Lee (Late Night with David Letterman) να παίξει μπάσο και τον Steve Khan (Brecker Brothers, Steely Dan) να παίξει ηλεκτρική κιθάρα. Έτσι, κάναμε μια εκτέλεσή του μ’ αυτόν να τραγουδάει, που δεν μου άρεσε. Νομίζω ότι θα έπρεπε να το είχε κρατήσει όπως αρχικά μου άρεσε. Αλλά πολλά χρόνια αργότερα, πρέπει να ήταν ακριβώς πριν απ’ την πανδημία, ο φίλος μου ο Alan Gauvin -ο οποίος είναι υπέροχος στο alto σαξόφωνο, που έπαιζε πολύ με τον Buddy, έπαιζε και alto και δεύτερο alto, σε διαφορετικά διαστήματα όταν ήταν στην μπάντα- ηχογραφούσε κάθε βράδυ και προέκυψε ότι ο Buddy έπαιζε την παρτιτούρα συνέχεια ως instrumental. Μου έστειλε μια εκτέλεσή της και μ’ άρεσε πολύ. Ήταν φανταστική και ο Buddy απλώς ακουγόταν καταπληκτικός. Οπότε, ναι, αυτή είναι η ιστορία μου με τον Buddy Rich.
Ο Levon Helm (The Band –drums) είναι ένας από τους μεγαλύτερους ήρωές μου. Απολαύσατε την περιοδεία με τους Levon Helm and the RCO All–Stars το 1977;
Και για μένα ήταν ο Levon ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες. Οι RCO All-Stars ήταν σκέτη απόλαυση, ήταν τόσο διασκεδαστικό. Ο Levon ήταν τόσο ωραίος χαρακτήρας και ο τρόπος που έπαιζε… Ο Alan Rubin έλεγε: «Το ένα μισό του Levon Helm αλλάζει ρυθμό σαν ένας jazz drummer και το άλλο μισό του Levon παίζει σκέτο πάνω-κάτω σαν ένας rock drummer». Είχε αυτή την υπέροχη, μοναδική αίσθηση και ήταν φανταστικός άνθρωπος. Δεν μπορούσες παρά να τον ερωτευτείς, ήταν τόσο γοητευτικός άνθρωπος. Μετά τους RCO All-Stars, πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια που δεν είδα καθόλου τον Levon και μετά ο Levon άρχισε να κάνει εκείνες τις συναυλίες στο σπίτι του στο Woodstock, όπου ηχογραφήσαμε το album “Levon Helm and the RCO All-Stars” (1977), τις οποίες αποκαλούσαν Midnight Rambles. Έκαναν μια συναυλία στο Beacon Theatre στη Νέα Υόρκη και με κάλεσε να πάω ως guest star και ήθελε να παίξω στο “Ophelia”, αλλά αποδείχθηκε ότι το “Ophelia” ήταν το πρώτο-πρώτο κομμάτι. Έτσι, τελειώσαμε το “Ophelia” και ο Levon είπε: «Δεν μπορείς να φύγεις τώρα. Πρέπει να παίξεις άλλο ένα κομμάτι». Κατέληξα να παίζω όλη τη νύχτα, έπαιξα σ’ όλη τη συναυλία με το horn section. Έπειτα, άρχισα να πηγαίνω στο Woodstock τα Σάββατα στα Rambles για να αντικαταστήσω τον Jay Collins (τενόρο σαξόφωνο) και τον Erik Lawrence (alto/βαρύτονο σαξόφωνο), τους σαξοφωνίστες τoυ συγκροτήματος. Την πρώτη φορά που πήγαμε, η σύζυγός μου, Carmen -η οποία είναι Ισπανίδα- και εγώ πήγαμε στην κουζίνα του Levon και σύστησα την Carmen στον Levon και κάτσαμε μαζί για μισή ώρα πριν τη συναυλία. Ο Levon είχε έναν βοηθό που λεγόταν Walter, ο οποίος ήταν ένας υπέροχος, αξιαγάπητος άνθρωπος και ο Walter συνόδευσε την Carmen στην θέση της απ’ όπου θα παρακολουθούσε τη συναυλία και ήταν ακριβώς πίσω από το drum set του Levon. Μπορούσε ν’ απλώσει το χέρι της και ν’ αγγίξει τον ώμο του Levon, τόσο κοντά ήταν όταν αυτός έπαιζε και τραγουδούσε. Και κάθε φορά που την κοίταζα, είχε ένα τεράστιο χαμόγελο (γέλια). Ο Levon ήταν μοναδικός, ήταν ξεχωριστός.
Παίξατε στο album “Two Against Nature” (2000) των Steely Dan. Τα πήγατε καλά με τον Donald Fagen (φωνητικά, πλήκτρα) και τον Walter Becker (μπάσο, κιθάρα, φωνητικά);
Ναι, στην πραγματικότητα έπαιξα και στο “Aja” (1977) και έπαιξα και στο solo album του Donald Fagen, “Kamakiriad” (1993). Ο Donald είχε ένα studio στην Ανατολική Πλευρά του Manhattan. Ήταν μοναδικό μέρος επειδή βρισκόταν στον 5ο όροφο ενός κτιρίου που παλιά ήταν στάβλος. Έτσι, το ασανσέρ ήταν ένα γιγάντιο ασανσέρ στο οποίο μπορούσαν να βάζουν άλογα. Το ζήτημα ήταν ότι ήταν πολύ αργό, οπότε όταν ανέβαινες με το ασανσέρ, χρειαζόσουν 5 λεπτά για να φτάσεις στον 5ο όροφο (γέλια). Μ’ ενοχλούσε τόσο πολύ που απλώς πήγαινα απ’ τις σκάλες. Έτσι, γνώριζα τον Donald αρκετά καλά. Είχα παίξει γι’ αυτόν πολλές φορές. Συνήθιζε να μου ζητάει να πάω και να παίξω solos σε κινηματογραφικά projects ή διαφημιστικά που έκανε μερικές φορές. Ο Donald έχει μια πολύ στεγνή, σαρκαστική αίσθηση του χιούμορ και θυμάμαι όταν κάναμε το “Kamakiriad”, υπήρχε ένα κομμάτι σ’ αυτό που ήταν πολύ δύσκολο στο horn section. Ήμουν αυτός που σύστησε όλους τους μουσικούς των πνευστών, οπότε, εγώ διηύθυνα το horn section και το παίξαμε τέλεια στο πρώτο take, πανέμορφα, και ο Donald λέει: «Το λατρεύω, ας κάνουμε άλλο ένα take» και μετά το τελειώσαμε κι αυτός είπε: «Ας κάνουμε άλλο ένα». Ήταν διάσημος για τα πολλά takes και πιθανόν κάναμε περίπου 13 takes και είπα: «Donald, υπάρχει κάτι που θέλεις; Τι μπορούμε να κάνουμε;» κι αυτός είπε: «Όχι, όχι, ακούγεται υπέροχο. Ας κάνουμε άλλο ένα» (γέλια). Έτσι, κάναμε πάρα πολλά takes. Παίζω συχνά στη Νέα Υόρκη μ’ ένα συγκρότημα που ονομάζεται The Royal Scam, είναι ένα συγκρότημα διασκευών των Steely Dan, παίζουν μόνο μουσική των Steely Dan, αλλά την παίζουν πάρα πολύ καλά, είναι ένα πολύ καλό συγκρότημα. Ο Clint de Ganon (Stevie Wonder, John Tropea), ένας σπουδαίος drummer, παίζει drums σ’ αυτό. Το να μπορώ να παίζω αυτή τη μουσική στο horn section, κάνοντας πολύ ακριβείς επανεκτελέσεις της, είναι πραγματικά διασκεδαστικό, φίλε. Βλέπεις πόσο όμορφη και λογική είναι η μουσική. Είναι απλώς πραγματικά σπουδαία μουσική.
Και πάλι, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας. Τον περασμένο μήνα, έκανα μια συνέντευξη με τον Tom Scott (Blues Brothers, Steely Dan -σαξόφωνο) και θα ήθελα να έχω και μαζί σας μια καλή συνέντευξη. Πόσο έχει αλλάξει η προσέγγισή σας στο σαξόφωνο όλα αυτά τα χρόνια;
Δεν ξέρω. Ένα πράγμα που προσπαθώ να κάνω είναι να αναπτύξω το δικό μου λεξιλόγιο στο σαξόφωνο όσον αφορά τον αυτοσχεδιασμό. Γι’ αυτόν τον σκοπό, κάθε φορά που παίζω κάτι καινούργιο για μένα, το γράφω αμέσως και προσπαθώ να κάνω εξάσκηση σ’ αυτό, προσπαθήσω να το μάθω, ώστε να γίνει μέρος του παιξίματός μου. Νομίζω επίσης ότι, καθώς μεγαλώνω, έχω απλοποιήσει σε κάποιο βαθμό το παίξιμό μου και προσπαθώ να δίνω μεγαλύτερη προσοχή στον ήχο, είμαι πολύ πιο σχολαστικός όσον αφορά τον ήχο μου, αλλά γενικά δεν νομίζω ότι η προσέγγισή μου έχει αλλάξει τόσο πολύ. Πάντα προσπαθούσα ν’ ακολουθώ τον δικό μου δρόμο όσον αφορά το πώς ακούω το σαξόφωνο. Παρεμπιπτόντως, ο Tom Scott είναι καλός μου φίλος και τον αγαπώ πολύ. Είναι πολύ αστείος και, φίλε, έχει πολύ γρήγορο μυαλό (γέλια). Είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος.
Ποιες είναι οι σκέψεις σας τώρα για το “Lou’s Blues” (2001), το πρώτο σας album ως bandleader;
Λατρεύω αυτό το album και ένας φίλος μου που βρίσκεται τώρα σε πολύ δυσάρεστη κατάσταση, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πραγματοποίησή του και στο να συγκεντρώσει τους μουσικούς. Ήταν ένα συγκρότημα κυρίως από την περιοχή του Birmingham της Alabama και είχα επιφυλάξεις. Θα προτιμούσα να το ηχογραφήσουμε στη Νέα Υόρκη, αλλά νομίζω ότι έκαναν φανταστική δουλειά και μ’ αρέσει αυτό το album. Έχει πολύ πνεύμα μέσα του. Επίσης, το studio που το ηχογραφήσαμε ονομαζόταν Bates Brothers Studio, ήταν δύο αδέρφια, ο Eugune και ο Eric Bates, και ο Eric Bates, ο μηχανικός ήχου, είναι παγκόσμιας κλάσης μηχανικός ήχου. Είναι τόσο καλός όσο όλοι με τους οποίους έχω συνεργαστεί. Ήταν φανταστικός. Οπότε ναι, είμαι περήφανος γι’ αυτό το project και μου αρέσει να τ’ ακούω πού και πού.
Απογοητευτήκατε όταν η Blue Note Records απέρριψε το album “Starmaker” (2012);
Αυτό κυκλοφόρησε μόνο στην Ιαπωνία. Ένα από τα πράγματα που είπαν ήταν ότι πίστευαν ότι υπήρχαν τρεις διαφορετικοί σαξοφωνίστες. Πίστευαν ότι υπήρχε ένας στο alto, ένας στο σοπράνο και ένας διαφορετικός στο τενόρο, κάτι που μ’ άρεσε, γιατί αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι στυλιστικά πανομοιότυπος και στα τρία όργανα. Ένα άλλο πράγμα που είπαν ήταν ότι το album ήταν πολύ ευρύ όσον αφορά το στυλ και είπα: «Μα, όλα τα τραγούδια είναι δικά μου, σ’ όλα είναι το ίδιο συγκρότημα, πώς γίνεται να είναι τόσο διαφορετικό;» Για να σου πω την αλήθεια, ήμουν αφελής εκείνη την εποχή και θα ‘πρεπε να είχα εξετάσει άλλες δισκογραφικές εταιρείες. Θα ‘πρεπε να είχα βρει κάποιον να με βοηθήσει να το κάνω αυτό και δεν το έκανα, οπότε, είναι εν μέρει δικό μου λάθος που αυτό το album δεν κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πραγματικά καλό, το “Starmaker”. Έχει τους Bob Cranshaw (σ.σ: Sonny Rollins, Wes Montgomery -μπάσο), Gil Goldstein (Gil Evans, Pat Martino) στο πιάνο, Leon Pendarvis (Saturday Night Live, Eric Clapton) στα πλήκτρα, τον σπουδαίο Georg Wadenius (Saturday Night Live, Blood, Sweat & Tears) και τον Jeff Mironov (James Taylor, Diana Ross) στις κιθάρες, τον Tom Barney (μπάσο), τον Chris Parker (σ.σ.: Saturday Night Live, Aretha Franklin -drums), τον Danny Gottlied (σ.σ.: Elements, Gil Evans -drums), σπουδαίους μουσικούς! Ναι, είμαι περήφανος γι’ αυτό!
Πόσο σημαντικός είναι ο αυτοσχεδιασμός για εσάς;
Είναι το πιο σημαντικό. Ένα πράγμα σχετικά μ’ αυτά τα διάφορα projects που κάνω τώρα: Το boogie-woogie συγκρότημα, ο νεαρός πιανίστας Steven Feifke και το υλικό με τους Ιταλούς. Είναι πολύ διαφορετικά και έτσι είναι πρόκληση να παίζεις διαφορετικά είδη και να μην καταλήξεις να παίζεις κοινότυπα, να προσπαθείς να βρεις κάτι προσωπικό και βαθύ για να το βγάλεις στους αυτοσχεδιασμούς. Είμαι jazz-ίστας, ξέρεις, αυτό αγαπώ περισσότερο και μ’ αρέσει η αλληλεπίδραση, τα μικρά μαγικά πράγματα που συμβαίνουν. Υπάρχουν ορισμένοι μουσικοί όπως ο Lew Soloff (σ.σ: Blood, Sweat & Tears -τρομπέτα) και εγώ -παίξαμε χίλιες ή και περισσότερες συναυλίες μαζί όλα αυτά τα χρόνια, παίξαμε τόσες πολλές φορές μαζί- και ήταν σαν να διαβάζουμε ο ένας την σκέψη του άλλου: Παίζαμε το ίδιο πράγμα ακριβώς την ίδια στιγμή ή διαβάζαμε ένα μέρος και κάθε φορά που το παίζαμε για 100 φορές στη σειρά, παίζαμε την ίδια νότα στακάτο και ξαφνικά ένα βράδυ παίζαμε κι οι δύο τη νότα λάθος, από κάποια μουσική ένδειξη από το rhythm section ή ο,τιδήποτε άλλο, κοιταζόμασταν και σκεφτόμασταν «Ουάου! Πώς έγινε αυτό;!». Αυτές τις στιγμές λατρεύεις.
Τι το ξεχωριστό έχει το album “Gruppen” του Karlheinz Stockhausen;
Ουάου, αυτή είναι μια απροσδόκητη ερώτηση (γέλια)! Μ’ αρέσει επειδή αμφισβητεί την ιδέα που έχεις για το τι είναι αποδεκτό ως μουσικός ήχος ή ως μουσική δομή. Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 όταν το έμαθα. Πάντα ψάχνω μουσική που με κάνει να σκέφτομαι και αυτό είναι ένα πράγμα που μ’ αρέσει, για παράδειγμα, ένα από τα συγκροτήματα με τα οποία παίζω, εδώ στην Ισπανία, είναι ένα trio που έχω μ’ έναν διάσημο rock ‘n’ roll κιθαρίστα, τον Ramón Arroyo. Ο Ramón είναι ένας από κείνους τους τύπους που κάθε φορά που βρίσκομαι μαζί του, μου παίζει μουσική που δεν έχω ξανακούσει και μου αρέσει αυτό, μου αρέσει ο τρόπος που σε διεγείρει και σε κάνει να σκέφτεσαι (σ.σ: έκπληκτος): «Ααα, θα μπορούσα να το χρησιμοποιήσω αυτό, θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο στη μουσική μου». Με κάνει να σκέφτομαι τέτοια πράγματα. Πάντα άκουγα πολλή κλασική μουσική. Μόλις διάβασα ένα εξαιρετικό βιβλίο με τίτλο “Three Shades of Blue” (σ.σ: του James Kaplan), για τον Miles Davis (τρομπέτα), τον John Coltrane (σαξόφωνο) και τον Bill Evans (πιάνο) και τη δημιουργία του “Kind of Blue” (1959), είναι μίνι βιογραφίες της ζωής τους και ένα πράγμα που μου έκανε εντύπωση στο βιβλίο ήταν ότι ειδικά ο Miles και ο Gil Evans (πιάνο) συνήθιζαν να βρίσκονται με πολλούς άλλους μουσικούς της jazz και ν’ ακούνε Stravinsky, Berio και όλα τα είδη σύγχρονης μουσικής για να εμπνευστούν.
Ο Ron Carter (Miles Davis Quintet -κοντραμπάσο) μου είπε πριν από δύο χρόνια ότι το πρώτο take στο studio είναι πάντα το καλύτερο, γιατί την πρώτη φορά παίζεις τη μουσική, τη δεύτερη φορά παίζεις τον εαυτό σου. Συμφωνείτε μ’ αυτό;
Ναι. Στην πραγματικότητα, κάποιος που γνωρίζει καλά ο Ron, ο George Young (Saturday Night Live, James Taylor), ο οποίος είναι εξαιρετικός σαξοφωνίστας, είναι ένας παλαιότερος σαξοφωνίστας, είναι ένας από τους τύπους που ο Mike Brecker (σ.σ: Brecker Brothers, Steely Dan -σαξόφωνο), ο David Sanborn (σ.σ: George Benson, Gil Evans, Roger Waters -σαξόφωνο) κι εγώ, όλοι μας, πραγματικά τον θαυμάζαμε, είναι πολύ σπουδαίος μουσικός. Μία από τις σύντομες συμβουλές του προς εμένα για το πώς να παίζω solos στο studio ήταν: «Πάντα να παλεύεις για το πρώτο σου take», με άλλα λόγια, προσπάθησε να τους κάνεις ν’ αποδεχτούν την πρώτη φορά που παίζεις, γιατί αυτή είναι η πιο ειλικρινής προσέγγισή σου σ’ αυτό που ακούς.
Ο Tony Williams (drums) έφυγε από τη Βοστώνη και μπήκε στο συγκρότημα του Miles Davis όταν ήταν 17 ετών. Υπάρχουν τέτοιου είδους ευκαιρίες στις μέρες μας;
Ναι, υπάρχουν, επειδή δεν υπάρχει έλλειψη από εξαιρετικούς νέους μουσικούς. Θέλω να σου πω, υπάρχουν πολλοί πραγματικά σπουδαίοι μουσικοί και ένα από τα πράγματα που πάντα έλεγα είναι ότι η μουσική αδελφότητα ή οι «τύποι» (σ.σ: cats), όπως τους αποκαλούμε, είναι ένα πολύ ανοιχτό πράγμα. Υπάρχει μόνο ένα κριτήριο κι αυτό είναι αν μπορείς να παίξεις ή όχι, και αν μπορείς να παίξεις, δεν έχει σημασία αν είσαι 7 ή 70, είσαι ένας από τους «τύπους». Πάντα μ’ άρεσε αυτό γιατί για πολλά χρόνια ήμουν πάντα ο νεότερος στο συγκρότημα και τώρα νεαροί μουσικοί έρχονται σε μένα κι εγώ υποκλίνομαι στο παίξιμό τους και έρχονται και μου λένε: «Ω, Lou, φίλε, ήσουν ο δάσκαλός μου στο National Stage Band Camp Summer Jazz Clinic το 1980 και μου έδωσες ένα επιστόμιο». Ο Bill Evans, ο σπουδαίος σαξοφωνίστας, όταν ήταν στην εκπομπή Saturday Night Live με τον Miles (1981), τον πλησίασα για να τον συγχαρώ και αντ’ αυτού μου είπε: «Ω, Lou, δεν μπορώ να το πιστέψω. Χαίρομαι τόσο πολύ που σε ξαναβλέπω». Λοιπόν, αυτό είναι το υπέροχο στη μουσική. Η πρώτη καλοκαιρινή μουσική κατασκήνωση στην οποία πήγα λεγόταν Stan Kenton Band Clinic από τον Stan Kenton (πιάνο), τον σπουδαίο επικεφαλής big bands που τις διοργάνωνε. Ο συγκάτοικός μου ήταν ο David Sanborn. Ο Don Grolnick (Brecker Brothers, Steps Ahead -πιάνο), ο Keith Jarrett (Miles Davis -πιάνο) και ο Randy Brecker ήταν στην κατασκήνωση. Τόσοι πολλοί τύποι που αργότερα έγιναν jazz μουσικοί ήταν σ’ αυτές τις κατασκηνώσεις. Και ο Peter Erskine (σ.σ: Weather Report, Steps Ahead -drums) ήταν εκεί και ήταν 7 ετών! Ήταν ένας πρόωρα ανεπτυγμένος νεαρός drummer.
Ο Jimi Hendrix ήταν τεράστιος οπαδός του Rahsaan Roland Kirk (σαξόφωνο). Επηρεαστήκατε κι εσείς από τον Ronald Kirk;
Ναι, λάτρευα το παίξιμο του Roland Kirk και λάτρευα και τα τραγούδια του επίσης. Υπήρχε ένα τραγούδι που έγραψε με τίτλο “Get in the Basement” που μου άρεσε πολύ, αν και δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να τον ακούσω από κοντά. Οπότε, έχασα την ευκαιρία να τον ακούσω από κοντά, θα ήθελα πολύ να τον ακούσω από κοντά. Ξέρεις, ήταν μοναδικός.

Τι αναμνήσεις έχετε από τις ηχογραφήσεις του “Chiquita” από το album “Night in the Ruts” (1979) των Aerosmith;
(Γέλια) Ένα πράγμα που θυμάμαι ήταν ότι ο Alan Rubin κορόιδευε την προφορά τους στα Αγγλικά. Ήταν λίγο μεθυσμένοι, ξέρεις, στο control room και μας έλεγαν κάτι στο μικρόφωνο στο horn section και ο Alan τους μιμούνταν όταν τους απαντούσε (γέλια). Αυτό θυμάμαι μόνο, αλλά στα βραβεία Kennedy Center Honors το 2010, όταν τιμήθηκε ο Paul McCartney, ο Steven Tyler (φωνητικά) τραγούδησε ένα medley από το “Abbey Road”. Όταν ήρθε στο studio που προβάραμε, έτυχε να είμαι στην πόρτα όταν μπήκε μέσα και του υπενθύμισα ότι έπαιξα σ’ εκείνο το album στο horn section και είπε: «Δεν είναι υπέροχο που είμαστε ακόμα ζωντανοί;» (γέλια)
Έχετε σκεφτεί ποτέ να γράψετε την αυτοβιογραφία σας; Θα είχε πολύ ενδιαφέρον.
Ναι, το έχω σκεφτεί και έχω τον τίτλο, πρέπει να βάλω τα δυνατά μου και να κάτσω και να την γράψω. Είσαι ίσως ο 100ός άνθρωπος που μου είπε ότι πρέπει να γράψω βιβλίο.
Σίγουρα πρέπει. Πιστεύετε ότι λόγω των υπηρεσιών streaming, η ακρόαση ενός album από την αρχή μέχρι το τέλος γίνεται πλέον ένα είδος τέχνης που χάνεται;
Ναι, και όχι μόνο αυτό, οι υπηρεσίες streaming έκαναν και την αποζημίωση για τους μουσικούς μια τέχνη που χάνεται. Ξέρεις, δεν πληρωνόμαστε τίποτα γι’ αυτό. Στην πραγματικότητα, είναι απαίσιο,. Τα χρήματα που βγάζεις από το streaming είναι ένα τίποτα. Είναι έγκλημα, νομίζω.
Γνωρίσατε και παίξατε με τον Trey Anastasio (κιθάρα, φωνητικά) από τους Phish. Πώς είναι;
Ήμουν μαζί του σ’ ένα party. Ήταν πρόσφατα στη Νέα Υόρκη, νομίζω, έπαιζε στο Beacon Theatre (σ.σ: στις 28 Νοεμβρίου 2025), οπότε, προφανώς υπάρχει ένα κοινό που εξακολουθεί να λατρεύει ν’ ακούει αυτά τα εκτεταμένα πράγματα και το ελεύθερο παίξιμο, οπότε τον θαυμάζω γι’ αυτό.
Παίξατε επίσης μαζί του σε μια συναυλία-φόρο τιμής στον Robbie Robertson (The Band -κιθάρα, φωνητικά).
Ναι. Λοιπόν, ο Robbie Robertson, είχα την ευκαιρία να παίξω λίγο μαζί του και πιστεύω ότι ήταν φανταστικός.
Έχετε απορρίψει ποτέ μια ενδιαφέρουσα επαγγελματική πρόταση που θα θέλατε να κάνετε, επειδή ήσασταν απασχολημένος ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο;
Ναι, είχα παίξει με τους Tower of Power και μου ζήτησαν να κάνουμε μια περιοδεία και ξεκινούσε τρεις μέρες πριν από το τέλος μιας περιοδείας των Blues Brothers, οπότε δεν μπόρεσα να την κάνω. Θα μου άρεσε πολύ να είχα παίξει μαζί τους.
Είχατε γνωρίσει ή παίξει ποτέ με τον Stevie Ray Vaughan; Ξέρω ότι έχετε παίξει με τον Jimmie, τον αδερφό του.
Όχι, δεν τον γνώρισα ποτέ και δεν έπαιξα ποτέ μαζί του.
Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο “Blue” Lou Marini για τον χρόνο του.
Official Blue Lou Marini website: https://blueloumarini.com
Official Blue Lou Marini Facebook page: https://www.facebook.com/bluloumarini
