HIT CHANNEL ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Οκτώβριος 2024. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν θρυλικό κιθαρίστα: τον Andy Powell. Είναι περισσότερο γνωστός ως ιδρυτικό μέλος και κιθαρίστας των Wishbone Ash για 55 χρόνια. Ο ήχος τους με τις δύο lead κιθάρες και το εμβληματικό “Argus” (1972) album επηρέασαν συγκροτήματα όπως οι Thin Lizzy, Iron Maiden, Judas Priest, The Eagles και άλλα. Ο Andy έχει επίσης ηχογραφήσει με τους George Harrison και Ringo Starr των Beatles. Το 2020 οι Wishbone Ash κυκλοφόρησαν το πιο πρόσφατο studio album τους με τίτλο “Coat of Arms”. Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:
Τι πρέπει να περιμένουν οι οπαδοί από την επερχόμενη αμερικανική περιοδεία σας;
Λοιπόν, την ονομάζουμε “The Wishlist Tour”. Πραγματοποιήσαμε μια σειρά από ψηφοφορίες στο Διαδίκτυο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έχουμε μια επιλογή από τραγούδια που θα ήθελε ν’ ακούσει ο κόσμος, επομένως, θα παίξουμε αυτήν την επιλογή ή κάποια από αυτήν την επιλογή. Προφανώς, κάποια πράγματα που θέλουμε να παίξουμε, αλλά δίνουμε βάση στο τι θέλουν οι οπαδοί.
Θα μπορούσατε να μας δώσετε κάποιες βασικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία σύνθεσης και ηχογράφησης του album “Coat of Arms” (2020);
Λοιπόν, ήταν ένας ικανός αριθμός ανθρώπων που συμμετείχαν αρχικά και αυτοί ήταν: Εγώ, ο Daniel Vetter, ο ηχολήπτης μας, που ηχογράφησε τα demos, ο Mark Abrahams (κιθάρα) και ο γιος μου, Aynsley Powell. Οι τέσσερις μας πήγαμε στο Saint-Étienne, στη Γαλλία, έχουμε έναν φίλο εκεί που έχει ένα μικρό studio για demos και πρόβες κι εκεί ξεκινήσαμε τη διαδικασία. Πήγαμε εκεί για 10 μέρες και αρχίσαμε να ρίχνουμε στο τραπέζι τις ιδέες μας που είχαμε για το album. Αρχίσαμε να κάνουμε μερικές απλές demo ηχογραφήσεις των ιδεών και μετά μεταφέραμε αυτές τις ιδέες στο Lancashire στην Αγγλία, στο σπίτι του Joe Crabtree, ο οποίος ήταν ο drummer μας εκείνη την εποχή. Έχει ένα studio εκεί που ονομάζεται Cross Stix Studio όπου ηχογραφήσαμε τα κομμάτια μ’ όλο το συγκρότημα, οπότε είχαμε την συμβολή του συγκροτήματος. Οι συνθέτες ήταν στην πραγματικότητα εγώ, ο Mark και ο Aynsley, και ο Daniel έπαιζε λίγο μπάσο και ηχογραφούσε τα demos. Στη συνέχεια, μετά απ’ αυτό, είχαμε κάνει τα βασικά κομμάτια και έφερα τα κομμάτια στο σπίτι μου εδώ στο Connecticut όπου έκανα τα φωνητικά και τα overdubs στην κιθάρα. Ο Mark έκανε το ίδιο πράγμα στην Αγγλία και μετά η μίξη έγινε στη Νέα Υόρκη (γέλια). Έτσι, γύρισε λίγο γύρω από τον πλανήτη.
Μου αρέσει πολύ το “It’s Only You I See” από το album “Coat of Arms”. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό το ωραίο τραγούδι.
Ω, εντάξει. Είναι ένα τραγούδι που μιλάει για σχέσεις και μάλιστα, μάλλον θα το παίξουμε στην επόμενη περιοδεία. Νομίζω ότι είναι ένα στυλ μουσικής που μπορούμε μερικές φορές να παίξουμε, που αρέσει πολύ στον κόσμο, τους αρέσει πολύ η πιο ήπια πλευρά των Wishbone Ash. Η μουσική βγήκε πολύ φυσικά από μένα και τον Mark. Μερικές συγχορδίες, μερικά επιπλέον μέρη προστέθηκαν στην Αγγλία, αλλά το τραγούδι μιλάει πραγματικά για κάποιον που σ’ αφήνει και για το ότι θα θυμάσαι για πάντα την κατάσταση και θα παρακολουθείς συνέχεια αυτή τη σχέση καθώς προχωράει, παρόλο που έχει διαλυθεί. Ναι, είναι ένα πολύ τρυφερό τραγούδι.
Κατά τη γνώμη σας, τι κάνει τη μουσική των Wishbone Ash να εξακολουθεί να είναι επίκαιρη το 2024;
Η δυναμική, η μελωδία, είναι ένα πολύ μελωδικό συγκρότημα. Δεν βασιζόμαστε αποκλειστικά στην κιθάρα, παρόλο που είναι κιθαριστικό συγκρότημα. Είμαστε ένα συγκρότημα με δύο lead κιθάρες, ήμασταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα που άρχισαν ν’ ασχολούνται μ’ αυτόν το σχηματισμό, αλλά νομίζω ότι εξακολουθεί να εξαρτάται από τα τραγούδια. Προσπαθούμε να βάλουμε συναίσθημα στα τραγούδια και η μελωδία είναι πραγματικά ένα βασικό πράγμα. Οι δύο lead κιθάρες βοήθησαν να εξελιχθεί το μελωδικό περιεχόμενο του συγκροτήματος, αλλά δεν βασιζόμαστε σ’ αυτές για τα πάντα. Έχει να κάνει πραγματικά με τα τραγούδια και την μουσική, για να είμαι ειλικρινής μαζί σου.
Πόσο βοήθησε το συγκρότημα η περιοδεία που ανοίγατε για τους Deep Purple το 1970;
Δεν νομίζω ότι η μουσική των Deep Purple διαμόρφωσε πραγματικά με οποιονδήποτε τρόπο το συγκρότημα, για να είμαι ειλικρινής, αλλά η τυχαία συνάντησή μου με τον Ritchie Blackmore όταν κάναμε αυτό το διάσημο jam στο soundcheck, αυτή ήταν το παν γιατί ήταν καθοριστική στο να αποκτήσουμε δισκογραφικό συμβόλαιο με μια αμερικανική δισκογραφική εταιρεία. Και φυσικά το να υπογράψεις με μια δισκογραφική εταιρεία στην Αμερική ήταν πολύ σημαντικό γιατί πολλά αγγλικά συγκροτήματα εκείνη την εποχή υπέγραφαν με δισκογραφικές εταιρείες με έδρα το Λονδίνο ή μπορεί να ήταν θυγατρική μιας δισκογραφικής εταιρείας στην Αμερική όπως η Atlantic ή οποιαδήποτε άλλη, αλλά εμείς πήγαμε κατευθείαν στο LA και υπογράψαμε. Αυτό ήταν σημαντικό γιατί σήμαινε ότι τα albums θα κυκλοφορούσαν σ’ όλο τον κόσμο: Ελλάδα, Ινδία, Φινλανδία, και όπου αλλού θες και δεν νομίζω ότι αυτό το πλεονέκτημα το είχαν πολλά αγγλικά συγκροτήματα. Οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν ότι ο κόσμος έχει πραγματικά πρόσβαση στη μουσική σου με βάση το γεγονός ότι μπορούν να βρουν το δίσκο. Δεν είναι όπως τώρα που μπορείς απλώς να μπεις στο Διαδίκτυο και ν’ αποκτήσεις τα πάντα. Έτσι, υπήρχαν μόνο λίγα rock συγκροτήματα σ’ αυτήν την εταιρεία (σ.σ: MCA), εκείνη την εποχή. Στην πραγματικότητα, ήταν μόνο τρία: Εμείς, ο Elton John και οι The Who και αυτό σήμαινε ότι οι δίσκοι μας κυκλοφορούσαν σ’ όλο τον κόσμο, όπως κι εκείνοι των άλλων καλλιτεχνών. Έτσι, η συνάντηση με τους Deep Purple ήταν πολύ σημαντική, αν και στη συνέχεια περιοδεύσαμε πολύ μαζί τους. Κάναμε περιοδείες στη Νότια Αφρική, περιοδεύσαμε λίγο στην Ευρώπη μαζί τους και γνωρίζουμε τα παιδιά και προερχόμαστε από μια παρόμοια χρονική περίοδο στη μουσική, οπότε νομίζω ότι είναι ένας κοινός δεσμός. Δεν μπορώ να πω ότι επηρεαστήκαμε ιδιαίτερα από τη μουσική τους, αν και μοιραζόμασταν τον ίδιο παραγωγό, που έκανε την πρώτη τους #1 επιτυχία, που ήταν ο Derek Lawrence. Έκανε παραγωγή στο τραγούδι “Hush” (1968).
Πείτε μας λίγα λόγια για το τζαμάρισμά σας με τον Ritchie Blackmore.
Ήταν γνωστός για το ότι ήταν αρκετά δύσκολος τύπος και ανέβηκε στη σκηνή και άρχισε να παίζει κιθάρα, πολύ κιθάρα, μέσω αυτού του μικρού Vox AC30 (σ.σ: ενισχυτή) και το υπόλοιπο συγκρότημα πήγε κάπου, στο καμαρίνι και τον άφησε εκεί πάνω. Λοιπόν, είχαμε ήδη στημένο τον εξοπλισμό μας πίσω, οπότε προχώρησα αργά στη σκηνή και έπαιζε μια μελωδία και έβαλα την κιθάρα μου στον ενισχυτή και έπαιξα την ίδια μελωδία, μετά έπαιξε μια άλλη μελωδία και έπαιξα την ίδια μελωδία. Λοιπόν, είχαμε έναν «διάλογο» και νομίζω ότι σκέφτηκε ότι ήταν αρκετά αναιδές, αρκετά αστείο, ξέρεις και ήταν πραγματικά ένα πολύ καλό τζαμάρισμα, ήταν διασκεδαστικό να το κάνεις. Μετά, στην πραγματικότητα, παρέμεινε τριγύρω και είδε τους Wishbone Ash να παίζουν. Αυτός ήταν που μας σύστησε στον Derek Lawrence και μετά ο Derek Lawrence μας σύστησε στην MCA/Universal στην Αμερική.
Πείτε μας όλα όσα πρέπει να ξέρουμε για το σπουδαίο τραγούδι “Throw Down the Sword” από το “Argus” (1972).
Είναι πολύ δημοφιλές τραγούδι στην Ελλάδα, σωστά; Οι στίχοι γράφτηκαν από τον Martin Turner (σ.σ: μπάσο, φωνητικά), είναι σπουδαίοι στίχοι. Εξερευνούσαμε την ιδέα του πολέμου και της σκλαβιάς και πώς οι πολιτισμοί ακμάζουν και καταρρέουν και πάντα υπάρχει ένας πόλεμος, οπότε, σκεφτήκαμε: «Γιατί να μην κάνουμε ένα τραγούδι που να περιλαμβάνει το μετά τον πόλεμο, την ειρήνη;» Έχει να κάνει πραγματικά με το να πετάξεις το σπαθί και να κάνεις ειρήνη και ρωτάει με ήπιο τρόπο: «Ποιο είναι το νόημα όλου αυτού και καταλήγουμε πάντα στην ίδια κατάσταση; Όπως οι πολιτισμοί ακμάζουν, έτσι καταρρέουν». Άρα, είναι ένα πολύ μεγαλειώδες τραγούδι και γράφτηκε επίσης από την σκοπιά ότι χρειαζόμασταν πιο αργά τραγούδια. Μέχρι εκείνο το σημείο η μουσική μας ήταν πολύ γρήγορη και αεικίνητη και χρειαζόμασταν πιο αργά τραγούδια που θα λειτουργούσαν καλύτερα σ’ ένα γήπεδο. Παίζαμε σε μεγαλύτερες αίθουσες στην Αμερική και χρειαζόμασταν τραγούδια που ήταν πιο εύκολο να τα πιάσει το κοινό και το “Throw Down the Sword” ήταν ένα από αυτά τα τραγούδια, είναι πολύ απλό. Έχει μια μικρή folk μελωδία στην αρχή που ήταν ιδέα μου, σχεδόν μπορείς να τ’ ακούσεις αυτό σ’ ένα ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι ή ακόμα και σ’ ένα ιρλανδικό παραδοσιακό τραγούδι, έχει αυτή την αίσθηση της ρίζας. Φυσικά, το σπουδαίο πράγμα στο τέλος είναι το κιθαριστικό solo και όλοι λένε ότι είναι το καλύτερο twin lead solo των Wishbone Ash και ήταν δύο κιθάρες (γέλια), αλλά ήταν δύο takes μ’ εμένα να παίζω το ίδιο solo. Ήταν ο γραφίστας μας που σχεδίασε πολλά από τα εξώφυλλα των albums μας, ο Storm Thorgerson (Pink Floyd, Scorpions, Led Zeppelin) της Hipgnosis, ήταν στο studio εκείνη την στιγμή και απλώς είπαμε: «Storm, τι πιστεύεις, ποιο take είναι το καλύτερο;» και είπε: «Και τα δύο. Γιατί δεν παίζετε και τα δύο στον δίσκο;» Είπαμε: «Θεέ μου, αυτή είναι ενδιαφέρουσα ιδέα», γιατί προσπαθούσαμε ν’ αποφασίσουμε ανάμεσα σε δύο διαφορετικά takes. Έτσι, βάλαμε τα δύο solos και οι μελωδίες μπλέχτηκαν μεταξύ τους. Ήταν μια συναρπαστική στιγμή, απλώς ακουγόταν απίστευτο! Ήταν σαν μουσική ποίηση.
Είστε περήφανος που το “Argus” (1972) θεωρείται κλασικό album;
Συμφωνώ μ’ αυτό. Θέλω να πω, πάντα πιστεύω ότι το πιο πρόσφατο album μας είναι το καλύτερο και έχουμε κάνει μερικά σπουδαία album, αλλά το “Argus” είναι το κλασικό album της καριέρας μας, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Είναι επίσης το αγαπημένο μου.
Είναι κολακευτικό το γεγονός ότι οι Wishbone Ash επηρέασαν συγκροτήματα όπως οι Thin Lizzy, Iron Maiden, Judas Priest και άλλοι;
Ναι, είναι κολακευτικό. Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που εμπλέκονται σ’ αυτό. Οι Thin Lizzy, σίγουρα, πήραν την ιδέα για το πράγμα με τις δύο lead κιθάρες. Είχαν έναν πολύ χαρισματικό frontman (σ.σ: Phil Lynott -φωνητικά, μπάσο) και έγραψαν καλά pop/rock singles, που δεν ήταν πραγματικά δουλειά μας να το κάνουμε, οπότε, αυτή ήταν η διαφορά, αλλά ξέρω στα σίγουρα, μίλησα με τον Scott Gorham (σ.σ: Thin Lizzy -κιθάρα), όταν οι Thin Lizzy ήρθαν από την Ιρλανδία, η πρώτη συναυλία που πήγαν ήταν των Wishbone Ash να παίζουν live στο London Lyceum Forum και οι Thin Lizzy γύρισαν στον Phil Lynnot και αυτός είπε: «Αυτός είναι ο ήχος που χρειαζόμαστε». Έτσι, νομίζω ότι ήταν πολύ κολακευτικό που επέλεξαν τον ήχο μας. Φυσικά, με τους Judas Priest και τους Iron Maiden, η flying V εκείνη την εποχή δεν ήταν πραγματικά μια σημαντική rock κιθάρα, έτσι, έχει γίνει πλέον μια εμβληματική κιθάρα στο metal και νομίζω ότι αυτοί οι τύποι αποφάσισαν ότι είχε ωραία εμφάνιση και ωραίο ήχο, η κιθάρα ταιριάζει μ’ αυτή τη μουσική. Ξέρω στα σίγουρα, ακόμη και συγκροτήματα όπως οι Big Country, οι Simple Minds, ξέρω ότι ο Jim Kerr (σ.σ: Simple Minds -φωνητικά) ερχόταν στις συναυλίες μας και έβλεπε τους Wishbone Ash. Έτσι, η κέλτικη επιρροή, η metal επιρροή, βρίσκονται όλα εκεί στη μουσική μας. Μπορείς να τα ακούσεις στο “Argus”, υπάρχουν σε κάθε κομμάτι. Μπορείς να δεις ότι αυτός είναι ο σπόρος για κάτι που έγινε πολύ-πολύ μεγαλύτερο, ακόμη και σε άλλα μέσα όπως οι τηλεοπτικές σειρές, οι σειρές του Netflix και του HBO όπως το “Game of Thrones”. Όταν ακούς τη μουσική του “Game of Thrones”, σκέφτεσαι όλη αυτή τη μυστικιστική εικόνα που είχε το “Argus”. Έχει γίνει ένα είδος και νομίζω ότι συγκροτήματα όπως οι Wishbone Ash ήταν οι απαρχές, αν θες, αυτού του fantasy είδους, ειδικά με το album “Argus”.
Θα μπορούσατε να φανταστείτε το “Argus” χωρίς το εξώφυλλο της Hipgnosis (Pink Floyd, Scorpions, Led Zeppelin);
Όχι, όχι! Νομίζω ότι ήταν μια χρονική στιγμή όπου η φαντασία όλων ήταν πολύ συντονισμένη και ήμασταν όλοι στο ίδιο μήκος κύματος και ειδικά το artwork της Hipgnosis, που πρόσθεσε σ’ αυτό. Μετά, η απόλυτη κορωνίδα ήταν όταν ο Steve Upton (σ.σ: drums) έδωσε στο album τον τίτλο “Argus”. Είδε την εικόνα του πολεμιστή και εμείς είπαμε: «Πώς θα το πούμε αυτό;» και είπε: «Είναι εμβληματικό. Μόνο μια λέξη: “Argus”. Ο πάνσοφος, παντοδύναμος παρατηρητής του κόσμου». Συχνά ονομάζουν (σ.σ: λόγω αυτού) εφημερίδες, The Evening Argus ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό το είδος άγριου, κουρασμένου, ισχυρού παρατηρητή, ενός ατόμου που δεν είναι θεός, αλλά κοιτάζει την ανθρώπινη δραστηριότητα και σκέφτεται: «Ω, Θεέ μου!»
Στο album “There’s the Rub” (1974) συνεργαστήκατε με τον Bill Szymczyk (παραγωγός των Eagles). Επηρέασε ο ήχος σας με τις δύο lead κιθάρες το “Hotel California” (1976);
Το επηρέασε, νομίζω. Ναι, αναμφισβήτητα. Όπως έχει καταγραφεί πολλές φορές, ήμασταν το συγκρότημα στο studio με τον Bill ακριβώς πριν μπουν οι Eagles. Στην πραγματικότητα, όταν τα μαζεύαμε για να βγάλουμε τον εξοπλισμό μας από το studio, οι Eagles έφερναν τις κιθάρες τους και σκέφτηκα: «Θεέ μου, είναι πολλές κιθάρες» (γέλια). Όλοι επρόκειτο να κάνουν αυτό το κιθαριστικό album και νομίζω ότι η δουλειά που είχαμε κάνει με τον Bill Szymczyk ήταν καθοριστική γι’ αυτή την έμπνευσή τους. Επίσης, λίγο καιρό πριν, ο Joe Walsh (σ.σ: The James Gang -κιθάρα) μόλις είχε μπει στους Eagles, αλλά ήρθε στο studio και ο Bill Szymczyk έλεγε σε εμένα και τον Laurie (σ.σ: Wisefield -κιθάρες, φωνητικά) : «Πιστεύετε ότι θα ήταν καλή ιδέα να υπάρχουν τρεις κιθαρίστες; Αυτός ο τύπος, ο Joe Walsh, είναι καλός μου φίλος» και είπαμε: «Όχι, αυτό δεν θα λειτουργήσει ποτέ» (γέλια) και μετά το επόμενο πράγμα που έκανε ήταν ότι μπήκε στους Eagles και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Αλλά νομίζω ότι και πάλι, ακουγόμασταν πολύ στα FM στην Αμερική και άλλα συγκροτήματα στην Αμερική θα μπορούσαν επίσης να έχουν επηρεαστεί λίγο από τους Wishbone Ash. Νομίζω ότι σίγουρα άκουγαν τα πάντα, όπως κι εμείς. Άκουγαν Rod Stewart, Eric Clapton, άκουγαν country καλλιτέχνες και το ίδιο και εμείς. Όλοι άκουγαν τους πάντες και θέλω να πω, για παράδειγμα, το έχω αναφέρει ξανά, ότι το συγκρότημα Steely Dan, το οποίο είναι απίστευτο συγκρότημα, το τραγούδι τους “Reelin’ in the Years” (1973) έχει μια μελωδία στην κιθάρα, η οποία είναι σχεδόν σαν την μελωδία της κιθάρας που δημιούργησα στο τέλος του “Blowin’ Free” (σ.σ: από το “Argus” -1972), το αποκαλούμε “outro” και έκαναν το ίδιο πράγμα στον δίσκο τους “Reelin’ in the Years”, αλλά ήταν μεγάλη επιτυχία. Το “Blowin’ Free” ήταν ραδιοφωνική επιτυχία, αλλά δεν είχε την επιτυχία του “Reelin’ in the Years”, αλλά αυτό είναι άμεση επιρροή. Τώρα, θα το εκλάβω ως κολακεία. Τότε έλεγα: «Ε, αυτή είναι η μελωδία μου!» Σαν να λέμε: «Λοιπόν, μόλις μου έκλεψαν μια ιδέα». Αλλά νομίζω ότι τώρα με το πλήρωμα του χρόνου μπορώ να πω: «Ε, αυτό ήταν ωραίο νεύμα, ωραίο κομπλιμέντο».
Είναι αλήθεια ότι το εξώφυλλο του album “Argus” επηρέασε επίσης τη δημιουργία του Darth Vader από το Star Wars;
Ο κόσμος λέει ότι είναι μεγάλη σύμπτωση. Θέλω να πω, γνωρίζουμε στα σίγουρα ότι οι σκηνοθέτες ταινιών και τα καλλιτεχνικά τμήματα είναι λάτρεις της μουσικής όπως ο καθένας και αυτές οι εμβληματικές εικόνες είναι ισχυρές. Μην ξεχνάς εκείνη την εποχή είχαμε μόνο ένα album, δεν είχαμε πρόσβαση σ’ όλες αυτές τις επιρροές. Έτσι, αν ήσουν σκηνοθέτης και είχες ένα album των Yes στη συλλογή σου και επρόκειτο να κάνεις μια ταινία ονόματι “Avatar” (2009), ίσως να σκεφτόσουν αυτές τις εικόνες του Roger Dean και να σκεφτόσουν: «Αυτή είναι μια ωραία εικόνα». Το ίδιο είναι και με τον Darth Vader. Είμαι σίγουρος ότι αυτή η ιδέα προήλθε από το “Argus”. Είμαι αρκετά σίγουρος γι’ αυτό.
Αποτυπώνει το πρώτο “Live Dates” (1973) album το αληθινό πνεύμα μιας συναυλίας της αρχικής σύνθεσης;
Νομίζω ότι το αποτυπώνει, ναι. Ηχογραφήσαμε τα πάντα σε δύο πολυκάναλα μηχανήματα μ’ έναν παλιομοδίτικο τρόπο, σε ένα φορτηγό ηχογραφήσεων (σ.σ: κινητό studio), το Rolling Stones Mobile Studio, ήταν ένα από τα λίγα φορτηγά ηχογραφήσεων και τώρα βρίσκεται στο Rock Μουσείο στο Calgary του Καναδά και το ανακάλυψαν στη Μόσχα και το είδαμε. Πήγα εκεί πριν από λίγο καιρό και βρίσκεται εκεί διατηρημένο σαν χρονοκάψουλα, ένα μουσειακό κομμάτι. Ηχογραφήσαμε μια ολόκληρη περιοδεία, έτσι, μπορέσαμε να έχουμε πολλές εκτελέσεις ενός τραγουδιού όπως, ας πούμε, το “Throw Down the Sword” ή οποιοδήποτε τραγούδι παίξαμε σ’ αυτήν την περιοδεία και μπορέσαμε πραγματικά να διαλέξουμε τις καλύτερες εκτελέσεις. Λοιπόν, νομίζω, ναι, είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα ενός συγκροτήματος στην κορυφή του σε περιοδεία και είναι ένα πολύ προσεγμένο album.
Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε την εκπληκτική χημεία που είχατε με τον Ted Turner στις δύο lead κιθάρες;
Ο Ted και εγώ, ήμασταν πραγματικά σπουδαίοι μαζί γιατί αυτός είχε μια φυσική blues χροιά στο στυλ του και ήταν πολύ συναισθηματικός παίκτης. Πολλές φορές, δεν ήξερε τι έκανε, απλώς έπαιζε από καρδιάς και εμένα επίσης μ’ αρέσει να παίζω από καρδιάς, αλλά, ίσως ήμουν λίγο πιο γρήγορος παίχτης. Νομίζω ότι και οι δύο μοιραζόμασταν αυτή την αγάπη για τα blues και αυτόν τον τρόπο να βγάζουμε το συναίσθημα στα δάχτυλα και ήταν τέτοια η χημεία και το δέσιμό μας και έτσι, ως αποτέλεσμα δεν είχαμε κανέναν ανταγωνισμό ως κιθαρίστες. Μπορεί να ήμουν λίγο πιο ικανός, αλλά μάλλον αυτός ήταν πιο συναισθηματικός από εμένα. Το συναίσθημά μου μεταφραζόταν συχνά σ’ ένα πολύ διεγερτικό και φρενήρες είδος παιξίματος και το συναίσθημά του μεταφραζόταν σ’ ένα πιο ονειρικό και ιδιότροπο είδος παιξίματος και νομίζω ότι γι’ αυτό ταιριάξαμε τόσο καλά. Επίσης είχαμε διαφορετικούς ήχους στην κιθάρα. Είχαμε την επίγνωση ότι αν θα ‘παιζε με Stratocaster σ’ ένα τραγούδι, εγώ θα ‘παιζα με Gibson. Έτσι, τεχνικά γνωρίζαμε καλά ότι είχαμε πάντα μια (σ.σ: ξεχωριστή) προσωπικότητα στους ήχους της κιθάρας στις ηχογραφήσεις. Αυτό ήταν το σπουδαίο μ’ εκείνον και εμένα: Δεν υπήρχε ποτέ ανταγωνισμός, υπήρχε απλώς αμοιβαίος σεβασμός και νομίζω ότι αυτό ήταν υπέροχο.
Πόσο σημαντική ήταν η συμβολή του παραγωγού Derek Lawrence (Deep Purple, Jethro Tull) στην επιτυχία των Wishbone Ash;
Πάρα πολύ σημαντική, γιατί όπως συμβαίνει σε πολλά συγκροτήματα, οι εγωισμοί έρχονται στο προσκήνιο. Όταν κάνεις λίγη επιτυχία σκέφτεσαι: «Ω, είμαι σπουδαίος, είμαι ο τύπος που έγραψε αυτό το τραγούδι. Έκανα αυτό, έκανα εκείνο» και ο Derek μπορούσε να το σταματήσει αυτό αμέσως. Στο studio δημιουργούσε αυτό που ονομάζαμε «ίσους όρους». Λοιπόν, έφερνες τις ιδέες στο studio και πρώτα και κύρια ήταν το συγκρότημα, αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα, και τα συγκροτήματα εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολύ σημαντικά. Δεν υπήρχαν πολλοί solo καλλιτέχνες, τα συγκροτήματα κυριαρχούσαν, ξέρεις, επομένως, ήταν πάρα πολύ σημαντικό να διατηρήσουμε το πνεύμα του συγκροτήματος και την «όλοι για έναν» νοοτροπία και αυτό έκανε ο Derek. Μπορούσε να διαλύει την ένταση και απλώς να δημιουργήσει ένα ισότιμο πράγμα, έτσι ώστε κανένα μέλος να μην στέκεται σε ψηλότερο βάθρο. Είχε επίσης πολύ καλό αυτί όσον αφορά το να βγάζει σωστά το groove ενός τραγουδιού. Δηλαδή θα μπορούσες να κάνεις πέντε takes για ένα τραγούδι και πάντα έλεγε: «Αυτό είναι» και λέγαμε: «Ω, όχι. Μπορούμε να κάνουμε ένα ακόμα;» και είπε: «Όχι, όχι. Αυτό αποτυπώνει την αίσθηση που ζητούσαμε». Είπαμε: «Ναι, αλλά επιταχύνει λίγο στο τέλος» και είπε: «Όχι, δεν πειράζει. Το πνεύμα είναι εκεί». Πρέπει να θυμάσαι ότι αυτές ήταν οι μέρες πριν τα ψηφιακά κουρδιστήρια και τα drum machines. Όλα γίνονταν για να χτίσουμε το συναίσθημα, αυτό ήταν το σημαντικό για τον Derek και μου λείπει πολύ. Ήταν πολύ καλός παραγωγός.
Πόσο έχει αλλάξει η προσέγγισή σας στην κιθάρα με τα χρόνια;
Όχι και πολύ, για να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Παίζω ακόμα μερικές από τις ίδιες μελωδίες που έπαιζα όταν ξεκινούσα, βγήκαν απ’ το μυαλό μου. Τεχνικά είμαι πιο ικανός τώρα. Όταν πρωτοξεκίνησα, απλώς έπαιζα με πένα, αλλά τώρα παίζω και με πένα και με τα δάχτυλα και είμαι καλύτερος στο παίξιμο με τα δάχτυλα και πιο ρυθμικός απ’ ό,τι ήμουν. Νομίζω όμως ότι η ρευστότητα είναι η ίδια και το συναίσθημα είναι το ίδιο. Για παράδειγμα, όταν πηγαίνω στο studio, πολλοί κιθαρίστες θα σχεδιάσουν στο μυαλό τους ή ακόμα και θα ηχογραφήσουν ή θα γράψουν το πώς θα παίξουν ένα solo. Εγώ δεν το κάνω ποτέ αυτό (γέλια). Ίσως επειδή είμαι τεμπέλης, δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι ο λόγος είναι περισσότερο ότι βασίζομαι στο πώς με «χτυπάει» η μουσική και μετά θέλω απλώς να το κάνω. Παίζω κάτι συναισθηματικό όπως βγαίνει από μέσα μου και κυρίως είμαι υπερβατικός, δεν ξέρω πραγματικά τι κάνω εκείνη τη στιγμή και όταν το ξανακούω λέω: «Ω, αυτό είναι πολύ καλό. Νομίζω ότι θα μπορούσα να εξερευνήσω λίγο περισσότερο αυτό το μονοπάτι», οπότε, μπορεί να κάνω ένα-δυο takes παραπάνω, αλλά συχνά όχι. Συχνά, αποτυπώνω το συναίσθημα όπως ήδη περιέγραψα με τον Derek: Είναι αυθόρμητο.
Ο John Wetton (King Crimson, Asia -μπάσο, φωνητικά) είχε πει ότι απορρίψατε το τραγούδι του “Here Comes the Feeling” κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Number the Brave” (1981) και τελικά το ηχογράφησε στο ντεμπούτο των Asia (1982). Τι πραγματικά συνέβη;
Προσωπικά, δεν θυμάμαι αυτόν τον τίτλο τραγουδιού, αλλά αυτό που πραγματικά συνέβη ήταν: Ο John προτάθηκε για το συγκρότημα. Ήξερα το παίξιμο του John Wetton και πίστευα ότι ήταν απίστευτο, ακόμα το πιστεύω, στο μπάσο ήταν απίστευτος. Μεγάλωσε στην ίδια πόλη με τον manager μας εκείνη την εποχή, έναν τύπο που τον έλεγαν John Sherry, και οι δύο μεγάλωσαν στο Bournemouth της Αγγλίας. Οπότε, συζητούσαμε ν’ αντικαταστήσουμε τον Martin Turner. Όταν ο Martin έφυγε από το συγκρότημα, χρειαζόμασταν έναν καινούργιο τύπο και δεν υπήρχε καλύτερος στο ίδιο είδος, στον τρόπο παιξίματος του μπάσου, από τον John Wetton και είπα: «Ναι, ας τον φέρουμε». Ήρθε, λοιπόν, στο σπίτι μου, τζαμάραμε, κάναμε μερικές πρόβες μαζί και απλώς έπαιζε μπάσο και ήταν απίστευτος. Σκέφτηκα: «Φίλε, αυτός ο τύπος μπορεί να παίξει τα πάντα!» και έχει αυτό τον αγγλικό ήχο στο μπάσο, που ήταν παρόμοιος με τον ήχο του Martin Turner, αλλά στην πραγματικότητα πιο επιθετικός. Στη συνέχεια, πήγαμε στο Μαϊάμι για να ηχογραφήσουμε με τον Nigel Gray (παραγωγός The Police, Godley & Creme). Ο John είπε: «Ναι, μπορώ να παίξω μπάσο», αλλά κάθε μέρα ερχόταν και άρχιζε να παίζει πιάνο. Έπαιζε αυτές τις μπαλάντες και ήταν πολύ βασισμένες στα πλήκτρα και τραγουδούσε κάποιες ιδέες και λέγαμε: «Χμ, είμαστε κιθαριστικό συγκρότημα, φίλε. Αυτό το πιάνο; Όχι!» (γέλια) Δεν μπορούσα να τ’ ακούσω και επίσης οι στίχοι μού ακούγονταν πολύ AOR. Έτσι, τόσο ο Laurie (σ.σ.: Wisefield -κιθάρες, φωνητικά) όσο και εγώ είπαμε: «Ναι, αλλά μπορείς να παίξεις κάτι στο μπάσο;» και το έκανε.
Έκανε αυτό το τραγούδι το “That’s That”, το οποίο το έγραψε σε περίπου δύο λεπτά. Ήταν ένα πραγματικά επιθετικό τραγούδι που έλεγε βασικά: «Έχουμε μια σχέση εδώ, αλλά τώρα τελείωσε και αυτό είναι. Πάει» και δεν ήταν πολύ ευχάριστο τραγούδι, για να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Νομίζω ότι ήταν πολύ απογοητευμένος απ’ αυτό που του είχε υποσχεθεί ο manager, ότι θα ήταν ο γκουρού στις συνθέσεις των Wishbone Ash. Είχαμε ήδη γράψει τα μισά τραγούδια του album, ξέραμε το είδος που θέλαμε να κάνουμε, ξέραμε ότι θα ήταν κιθάρα-κιθάρα-κιθάρα. Έτσι, ο John αισθάνθηκε απογοητευμένος, αυτή είναι η αλήθεια. Νομίζω ότι είχε ήδη στο μυαλό του ότι ήθελε να δημιουργήσει ένα άλλο συγκρότημα και έφυγε και δημιούργησε τους Asia και είχαν μια #1 επιτυχία με το “Heat of the Moment” (1982). Δεν σκέφτηκα ούτε για ένα λεπτό ότι αυτό θα ήταν το είδος μουσικής που θα πηγαίναμε να κάνουμε, που δεν το κάναμε. Θέλω να πω, καλή του τύχη, έκανε αυτό που ήθελε να κάνει, που ήταν να βγάλει πολλά λεφτά παίζοντας ραδιοφωνικά τραγούδια. Νομίζω ότι πίστευε ότι οι Wishbone Ash θα ήταν ένα εξαιρετικό όχημα και θα μπορούσε ίσως να γίνει ο αρχηγός του συγκροτήματος. Δεν ξέρω, πραγματικά δεν ξέρω, έχει πεθάνει τώρα. Δυστυχώς, δεν είναι μαζί μας, οπότε δεν μπορώ να τον ρωτήσω, αλλά αυτά ήταν τα πράγματα που σκέφτηκα αργότερα. Σίγουρα, η πλευρά του John Wetton στα πλήκτρα δεν ήταν καθόλου ταιριαστή. Καταλαβαίνω λοιπόν την απογοήτευσή του. Είναι ένας συνδυασμός επαγγελματικής πλευράς και ένας συνδυασμός των ιδεών που είχε που δεν ήταν πραγματικά σε αρμονία με τις ιδέες του υπόλοιπου συγκροτήματος και αυτό είναι το μόνο που μπορώ να σου πω.
Ποιες είναι σήμερα οι σκέψεις σας για την επανένωση της αρχικής σύνθεσης το 1987;
Πίστευα ότι ήταν πολύ καλή ιδέα. Ήταν ιδέα του Miles Copeland (manager των Police), ήταν ο αρχικός μας manager και ήταν ο μόνος τύπος που θα μπορούσε να το κάνει πραγματικότητα. Το θεωρούσα περίεργο, έκανε την επανένωση αρκετών τέτοιων συγκροτημάτων εκείνη την εποχή, αλλά έκανε παραγωγή σ’ όλους εκείνους τους δίσκους που ήταν instrumental δίσκοι, που ήταν περίεργος τρόπος για να ξαναβρεθούν οι Wishbone Ash. Νομίζω ότι είχε περισσότερο σχέση με την ιδέα της παραγωγής μιας σειράς instrumental δίσκων και γράψαμε πραγματικά έναν instrumental δίσκο, που ονομαζόταν “Nouveau Calls” (1987) και ήταν καλός δίσκος. Αλλά νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο σχέδιο να γίνει το πράγμα μια σωστή επανένωση, οπότε το πρώτο album θα ήταν ένα album με τραγούδια. Αν είχαμε πάρει τις ιδέες που εμφανίστηκαν στο instrumental album “Nouveau Calls” και τις είχαμε κάνει τραγούδια με στίχους, μερικά απ’ αυτά στην πραγματικότητα ήταν. Είχα μερικά τραγούδια που ήταν ολοκληρωμένα με στίχους, έγιναν κάτι άλλο. Το ίδιο έκανε και ο Martin Turner. Ήταν μεγάλη ευκαιρία για να ξανακάνουμε μουσική ο συνδυασμός του Martin Turner και εμένα, αλλά νομίζω ότι ήταν μια ευκαιρία που σπαταλήθηκε κάνοντας απλώς ένα instrumental album. Λοιπόν, η επανένωση ήταν υπέροχη. Σε προσωπικό επίπεδο, τα πηγαίναμε όλοι καλά και είχαμε μεγαλώσει και όλοι είχαμε κάνει πολλά άλλα πράγματα, οπότε ήταν ωραίο να το κάνουμε. Αλλά δεν νομίζω ότι εκπλήρωσε την υπόσχεση που έδωσε.
Νιώσατε μεγάλη πίεση το 1993 όταν αποφασίσατε να συνεχίσετε το συγκρότημα χωρίς κάποιο άλλο αρχικό μέλος;
Όχι, γιατί είχε ήδη καταλήξει έτσι. Αισθάνθηκα πίεση με τον ίδιο τρόπο που ένιωσα αφότου κάναμε το καταστροφικό “Locked In” (1976) album, όταν πρότεινα να μαζευτούμε στη εξοχή και να κάνουμε το δίσκο μόνοι μας, το “New England” (1976) και να σταματήσουμε ν’ ακούμε άλλους ανθρώπους να μας λένε τι να κάνουμε. Άρα, υπό αυτή την έννοια υπήρχε κάποια πίεση. Αλλά νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή είχαμε κάνει τρία albums, ο Ted Turner θα επέστρεφε στο Los Angeles, ο Martin Turner δεν ήταν ιδιαίτερα εμπνευσμένος εξαιτίας αυτού. Ήμουν γεμάτος ενέργεια, δεν είχα απαραιτήτως πολλές ιδέες μουσικά, αλλά ήμουν πολύ ενεργοποιημένος ως άνθρωπος για να συνεχίσω. Έτσι, δεν ένιωθα ιδιαίτερα ότι αυτή η ενέργεια προερχόταν από πίεση. Απλώς ήξερα ότι το συγκρότημα είχε ένα καταπληκτικό κοινό, ένα καταπληκτικό όνομα και ένα καταπληκτικό brand και δεν θα μπορούσες να το πάρεις αψήφιστα αυτό, οπότε, το επόμενο βήμα μου ήταν ν’ αλλάξω έδρα στην επιχείρηση και να φέρω Αμερικάνους. Οι Αμερικάνοι είναι πιο συντονισμένοι σ’ αυτό το πράγμα και αποδείχτηκε πολύ καλή κίνηση γιατί κάναμε ένα album με τίτλο “Illuminations” (1996) και εκεί το συγκρότημα έγινε εντελώς αμερικάνικο (γέλια), κάτι που ήταν πολύ περίεργο. Φυσικά, μην ξεχνάς ότι όλοι ζούσαμε στην Αμερική, εγώ ζούσα στην Αμερική. Οπότε, νομίζω ότι το album ήταν πολύ καλό. Έκανα δύο πράγματα: Έκανα συμμέτοχους τους οπαδούς, την κοινότητα των οπαδών και κάναμε ένα από τα πρώτα crowdfunded albums όλων των εποχών, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε crowdfunding, έτσι, η παραγωγή του album έγινε από τους οπαδούς. Έβαλαν χρήματα για να κάνουμε το album, το οποίο ήταν καταπληκτικό και προσπαθήσαμε να κοιτάξουμε το μουσικό είδος του συγκροτήματος και να κάνουμε ένα πολύ καλογυαλισμένο album. Θυμάμαι ότι πήγα στο Λονδίνο και πήγα να επισκεφτώ τον Martin Turner και του παίξαμε το album, ο Roger Filgate, ο άλλος κιθαρίστας και εγώ και ήταν λίγο απαξιωτικός. Είπε: «Α, ακούγεται σαν ένας πολύ κυριλέ δίσκος», με άλλα λόγια, ήταν πολύ καλογυαλισμένος (γέλια). Ναι, ήταν πολύ καλός δίσκος, αλλά φυσικά δεν κατάφερε τίποτα στα charts, έτσι δεν είχε καμία προώθηση γιατί είχαμε μόνο μια μικρή δισκογραφική. Αλλά ήταν μεγάλη προσωπική ανταμοιβή να κάνεις την παραγωγή ενός τόσο σπουδαίου album.
Πώς συνέβη να ηχογραφήσετε με τον George Harrison και τον Ringo Starr;
Λοιπόν, γυρνάς πίσω στον χρόνο τώρα. Τις πρώτες μέρες, κάναμε πρόβες στο υπόγειο του σπιτιού του manager μας, στο St John’s Wood του Λονδίνου και αυτό το υπόγειο ήταν ένα πολύ διάσημο υπόγειο, πολλά συγκροτήματα είχαν βρεθεί σ’ αυτό το υπόγειο και έκαναν πρόβες και ηχογραφήσεις. Πηγαίναμε εκεί κάθε μέρα, μερικές φορές 12 ώρες την ημέρα και αυτό ήταν που συνέβαλε στο εκπληκτικό ομαδικό πνεύμα του πρώιμου συγκροτήματος, γιατί ζούσαμε, τρώγαμε, αναπνέαμε μαζί την μουσική, σ’ εκείνο το υπόγειο. Στο τέλος της ημέρας, είχαμε μερικούς ανθρώπους γύρω μας, όπως road managers, ανθρώπους των δημοσίων σχέσεων, ανθρώπους που είχαν φιλίες μ’ άλλα συγκροτήματα. Είχαμε έναν road manager και έναν φίλο, το όνομα του road manager ήταν Kevin Harrington και ο φίλος μας εκείνη την εποχή ήταν ένας τύπος που λεγόταν Rod Lynton (φωνητικά, κιθάρα), ο οποίος ήταν σ’ ένα συγκρότημα που ονομαζόταν Rupert’s People και οι δυο τους τριγυρνούσαν στα Apple Studios, δούλευαν επίσης εκεί. Έτσι, οι Beatles ήταν σε διαδικασία διάλυσης και ηχογραφούσαν τη δική τους μουσική και μια μέρα κάποιος κατέβηκε στο studio και είπε: «Γρήγορα, ο George Harrison ηχογραφεί με τη Cilla Black και χρειάζονται έναν κιθαρίστα. Μπορείς να το κάνεις, Andy;» και είπα: «Σίγουρα. Ναι, θα το κάνω» και πήγα εκεί και ηχογράφησα με τον George και τον Ringo και τον Klaus Voormann στο μπάσο. Ήταν καταπληκτικό, ξέρεις, και η Cilla Black τραγουδούσε (γέλια).
Το θέμα είναι ότι πριν από αυτό, ήρθαν στο studio και είπαν: «Θα είναι κανείς διαθέσιμος να παίξει σ’ ένα δίσκο με τον John Lennon;» και είπα: «Ναι, αλλά είμαι πραγματικά κουρασμένος, κάνουμε πρόβες όλη μέρα» και ο Ted Turner σήκωσε το χέρι του και είπε: «Θα πάω εγώ». Έτσι, κατέληξε στο album “Imagine” (1971). Δεν ήξερε ότι θα ήταν το “Imagine”. Ήταν υπέροχο να δουλεύω μ’ αυτά τα παιδιά. Αυτό που θυμάμαι από τον George Harrison και τον Ringo ήταν ότι ήταν τόσο ταπεινοί. Θέλω να πω, ο George Harrison είναι φανταστικός κιθαρίστας, έπαιξε όλες αυτές τις καταπληκτικές μελωδίες και έπαιξε με τους Beatles και όλοι λατρεύουν το παίξιμο του George Harrison και τα τραγούδια του, αλλά ήταν όλο: «Όχι, είσαι ο πραγματικός κιθαρίστας. Εγώ απλώς παίζω ρυθμική». Είπα: «Έλα τώρα», πραγματικά. Ο Ringo ήταν το ίδιο: Πολύ σεμνός, ξέρεις. Νομίζω ότι συνειδητοποιούσαν ότι υπήρχε μια νέα γενιά μουσικών που ήταν διαφορετικοί, ήταν rock αντί για rock ‘n’ roll και ήταν λίγο, με τον δικό τους τρόπο, τρομοκρατημένοι, παρόλο που ήταν στους Beatles (γέλια). Λοιπόν, ήταν πραγματικά αστείο. Στη συνέχεια, πήγα στο σπίτι του Ringo και έκανα άλλη μια ηχογράφηση εκεί, στο Tittenhurst Park (σ.σ: προηγουμένως ανήκε στον John Lennon, γύρισε το video του “Imagine” εκεί) και ήταν στα drums. Ήταν υπέροχο. Ήταν μια καταπληκτική εποχή να βρίσκεσαι στο Λονδίνο γιατί όταν κάναμε πρόβες στο St John’s Wood, ο Paul McCartney είχε ένα σπίτι ακριβώς στη γωνία, οπότε τον έβλεπα να περπατάει με τα σκυλιά του. Οι Beatles ήταν παντού στο Λονδίνο, η μουσική, οι άνθρωποι και μπορούσες να έχεις πρόσβαση σ’ αυτούς. Πήγαινες στο Speakeasy club και ίσως κάποιος από τους Beatles να ήταν εκεί ή κάποιος από τ’ άλλα συγκροτήματα που ήταν πολύ δημοφιλή στην Αγγλία εκείνη την εποχή.
Πώς ξεκινήσατε να χρησιμοποιείτε την Flying V;
Λοιπόν, αυτή η ιστορία είναι γνωστή. Πήγα να αγοράσω κάποιον Orange εξοπλισμό, αυτό το πράγμα (σ.σ: δείχνει έναν μικρό ενισχυτή Orange στο Zoom). Χρειαζόμασταν δυνατό, μεγάλο εξοπλισμό για την Αμερική και πήγα σ’ αυτό το μαγαζί και υπήρχαν αυτές οι δύο Flying V στον τοίχο. Ποτέ δεν είχα κρατήσει Flying V προηγουμένως και πριν την συνδέσω σκέφτηκα: «Φαίνεται τόσο καταπληκτική». Είναι πολύ ζωντανή κιθάρα. Την συνέδεσα στον ενισχυτή και ακουγόταν απίστευτα και μετά είπα: «Πόσο κοστίζει αυτή η κιθάρα;» και είπαν: «300 λίρες». Είπα: «Θα την πάρω, είναι απίστευτη. Θα ήθελα να την παίξω» και την πήγα πίσω στο μικροσκοπικό μου διαμέρισμα στο Λονδίνο και την έβαλα σε μια καρέκλα στην άκρη του κρεβατιού και ξάπλωσα στο κρεβάτι και είπα: «Αυτή είναι η κιθάρα μου. Νομίζω ότι αυτή θα γίνει η κιθάρα μου» και από εκείνη τη στιγμή δεν την άφησα ποτέ.
Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Andy Powell για τον χρόνο του.
Official Wishbone Ash website: https://www.wishboneashofficial.com/
Official Wishbone Ash Facebook page: https://www.facebook.com/wishbone.ash.official