Συνέντευξη: Percy Jones (PAKT, Brand X, Brian Eno)

Ο Percy Jones μιλάει στο Hit Channel για το νέο album των PAKT "No Steps Left To Trace", την συνύπαρξή τους στους Brand X με τον Phil Collins, την αγάπη του για το άταστο μπάσο, τις αντισυμβατικές τακτικές του Brian Eno στο studio και πολλά άλλα.

HIT CHANNEL ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ιανουάριος 2024. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ ένα σπουδαίο μπασίστα και έναν ωραίο άνθρωπο: τον Percy Jones. Είναι περισσότερο γνωστός ως ιδρυτικό μέλος των Brand X (με τον Phil Collins των Genesis) και πρωτοπόρος του άταστου μπάσου. Το τωρινό του συγκρότημα, οι PAKT αποτελούμενοι από τους Percy Jones, Alex Skolnick, Kenny Grohowski και Tim Motzer κυκλοφορούν το νέο τους album No Steps Left To Trace” (Moonjune Records) την 1η Μαρτίου 2024. Είναι επίσης εν ενεργεία μέλος των MJ12 και έχει παίξει με τους Soft Machine, The Liverpool Scene, Brian Eno, Steve Hackett και David Sylvian. Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:

 

Πώς αποφασίσατε να σχηματίσετε τους PAKT με τους Alex Skolnick (Testament, Savatage -κιθάρα), Tim Motzer (κιθάρα, ηλεκτρονικά, παραγωγή) και Kenny Grohowski (John Zorn -drums) ;

- Advertisement -

Στην πραγματικότητα ήταν μια πρόταση του Leonardo Pavkovic (σ.σ: ιδιοκτήτης της Moonjune Records). Έπαιξα με τον Kenny στην τελευταία σύνθεση των Brand X. Αποσύραμε το συγκρότημα όταν πέθανε ο John Goodsall  (σ.σ: κιθάρα -πέθανε το 2021) και ήθελα να συνεχίσω να δουλεύω με τον Kenny. Τέλος πάντων, ο Leonardo πρότεινε ένα συγκρότημα αυτοσχεδιασμών μ’ εμένα, τον Kenny, τον Alex και τον Tim. Κάναμε μια συναυλία στο ShapeShifter Lab στο Brooklyn. Αυτή ήταν η πρώτη συναυλία και η συναυλία πήγε αρκετά καλά, οπότε αρχίσαμε να κάνουμε περισσότερες και έχει καλή ανταπόκριση και συνεχίζουμε να προσθέτουμε. Έχουμε κάποιες συναυλίες στη Δυτική Ακτή τον Φεβρουάριο, σε λίγο περισσότερο από μια εβδομάδα.

 

Ηχογραφήσατε ζωντανά το “No Steps Left Τo Trace” σε μια μέρα στο NRS Studio στα βουνά Catskill. Γιατί προτιμήσατε αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο ηχογράφησης;

Είχαμε ήδη ηχογραφήσει μερικές συναυλίες και τις είχαμε κυκλοφορήσει σε streaming, αλλά θέλαμε να κάνουμε μια ηχογράφηση στο studio όπου έχεις πραγματικά περισσότερο έλεγχο της διαδικασίας. Έτσι, περάσαμε μια μέρα στο studio του Scott Petito πάνω στην Upstate (σ.σ: Upstate New York, περιοχή της πολιτείας της Νέας Υόρκης), στα Catskills. Περάσαμε μια μέρα εκεί, αυτοσχεδιάζοντας και πάλι και ηχογραφήσαμε ένα σωρό πράγματα και αυτός ο δίσκος θα κυκλοφορήσει σύντομα (σ.σ: την 1η Μαρτίου). Χρησιμοποιήσαμε αυτό το studio επειδή ο Leonardo το είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν με μερικά από τα συγκροτήματα με τα οποία συνεργάζεται. Το studio είχε καλή φήμη και ξέρεις, δεν ήταν πολύ ακριβό. Γι’ αυτό χρησιμοποιήσαμε αυτό το studio και μ’ άρεσε. Στην πραγματικότητα, είναι ωραίο studio.

 

Μ’ αρέσει πολύ η αλληλεπίδραση μεταξύ του μπάσου και της κιθάρας στο “Spontaneous Combustion” μετά τα 7 λεπτά. Πώς προέκυψε αυτό το κομμάτι;

Στην πραγματικότητα, χωρίς να το πολυσκεφτώ, δεν μπορώ να θυμηθώ πραγματικά ποιο κομμάτι είναι. Πρέπει να το ξανακούσω, γιατί δεν είμαι σίγουρος. Δεν έχω τον δίσκο εδώ. Ήμουν σε ένα listening party πρόσφατα όπου το έπαιξαν ολόκληρο, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποιο κομμάτι είναι. Ήταν όλο αυτοσχεδιασμοί και κάνουμε μεγάλη προσπάθεια ν’ ακούμε πραγματικά ο ένας τον άλλον και να παίζουμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Οπότε, ο Tim ή ο Alex, μπορεί να παίξουν κάτι κι εγώ να αντιδράσω σ’ αυτό ή να παίξω εγώ μια γραμμή και αυτοί θ’ αντιδράσουν σ’ αυτό που κάνω. Υπάρχει πολλή τέτοια αλληλεπίδραση που είναι πραγματικά πολύ σημαντική, για να κρατά τη μουσική σε κίνηση. Αλλά συγγνώμη, πρέπει ν’ ακούσω τον δίσκο για να θυμηθώ πώς ακουγόταν το συγκεκριμένο κομμάτι, το “Spontaneous Combustion”.

 

Αυτοσχεδιάζατε στο studio με τους PAKT όπως κάνετε στις συναυλίες σας;

Ναι, είναι ακριβώς η ίδια διαδικασία. Ο μηχανικός ήχου ξεκινούσε να ηχογραφεί κι εμείς απλώς ξεκινούσαμε ν’ αυτοσχεδιάζουμε. Ήταν η ίδια διαδικασία με το να κάνεις μια  συναυλία. Ένα ενδιαφέρον πράγμα όσον αφορά τους PAKT είναι ότι ακούγονται διαφορετικοί κάθε φορά. Υπάρχει πολύ λίγη επανάληψη, οπότε η μουσική που προέκυψε στο studio δεν έμοιαζε με ό,τι είχαμε κάνει σε συναυλίες.

 

Πόσο επηρεάζει το παίξιμό σας το γεγονός ότι υπάρχουν δύο κιθαρίστες στο line up;

Πρέπει ν’ ακούω, πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός και να προσέχω τι παίζουν και οι δύο. Για παράδειγμα, μερικές φορές δεν χρειάζεται καθόλου μπάσο και απλώς σταματούσα και άκουγα. Σ’ ένα τέτοιο συγκρότημα δεν νιώθω ότι πρέπει να παίζω συνέχεια. Μερικές φορές, ό,τι συμβαίνει σε μια στιγμή ακούγεται μια χαρά και χωρίς καθόλου μπάσο. Μερικές φορές, σταματώ να παίζω μπάσο και δουλεύω με τον sampler και παίζω μερικά samples, αν πιστεύω ότι ένα συγκεκριμένο sample είναι το κατάλληλο γι’ αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ποτέ δεν ξέρουμε τι θ’ ακολουθήσει και βρήκα ότι ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσουμε μια συναυλία με τους PAKT είναι να πάμε στη συναυλία χωρίς κανένα σχέδιο, χωρίς καμία προκαθορισμένη αντίληψη για το τι θα κάνουμε. Έτσι, πάμε εντελώς πνευματικά ψυχροί και απλώς αφήνουμε τη μουσική να εξελιχθεί.

 

Τι να περιμένουν οι οπαδοί από την επερχόμενη περιοδεία των PAKT;

Νομίζω ότι θα περιμένουν την ίδια προσέγγιση που χρησιμοποιούμε στο δίσκο. Δεν πρόκειται ν’ ακούγεται το ίδιο, αλλά η προσέγγιση στη μουσική θα είναι η ίδια. Δεν έχουμε ξαναπαίξει στη Δυτική Ακτή, οπότε είναι μια νέα εμπειρία. Δεν ξέρω πραγματικά τι να περιμένω (γέλια). Θα πάμε εκεί και θα παίξουμε και ελπίζουμε για το καλύτερο.

 

Ποια είναι τα τελευταία νέα από τ’ άλλο σας συγκρότημα, τους MJ12;

Αυτό το συγκρότημα ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια, πιθανότατα πριν από 12 χρόνια ή κάτι τέτοιο. Αρχικά, ήμουν εγώ και ο Stephen Moses, ο drummer και ο Stephen κι εγώ είχαμε παίξει μαζί πριν από χρόνια στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ‘80, σε ένα συγκρότημα που ονομαζόταν Noise R Us, οπότε είχαμε ήδη ένα δέσιμο μαζί. Ξεκινήσαμε να παίζουμε σε μικρά bar κυρίως στο Brooklyn και καλούσαμε μουσικούς να έρθουν να παίξουν. Καλούσαμε κιθαρίστες, μουσικούς πνευστών, έναν τσελίστα και σε μια περίπτωση ήταν ένας τύπος που έπαιζε ρόδα ποδηλάτου σε ενισχυτή (γέλια). Έτσι, συνεχίσαμε αυτό για αρκετό καιρό και ξανά αυτό ήταν μόνο αυτοσχεδιασμοί και έφτασα στο σημείο να προτείνω στον Stephen ότι ίσως έπρεπε να κάνουμε κάποιο γραπτό υλικό. Έτσι, μεταξύ μας, γράψαμε κάποιο υλικό και κάναμε το συγκρότημα πιο μόνιμο. Πήραμε τον Chris Bacas στο σαξόφωνο και τον David Phelps στην κιθάρα και οι δύο αυτοί τύποι είχαν παίξει μαζί μας στο παρελθόν, ως καλεσμένοι, οπότε ξέραμε πώς έπαιζαν. Το συγκρότημα έχει μόνιμη σύνθεση και έχουμε κάνει έναν δίσκο που βγήκε από την Gonzo Multimedia (σ.σ: “MJ12” -2016). Πραγματικά ήρθε η ώρα για άλλο ένα. Πρέπει να γράψω περισσότερο υλικό γιατί πρέπει να κάνουμε ένα νέο δίσκο σύντομα. Είναι ένα συγκρότημα με το οποίο μ’ αρέσει πολύ να παίζω. Πιστεύω ότι είναι καλοί μουσικοί.

 

Είστε περήφανος που το “Unorthodox Behaviour” (1976) των Brand X θεωρείται κλασικό album;

Ναι, στην πραγματικότητα το “Unorthodox Behaviour” ήταν ο πρώτος δίσκος των Brand X και απορρίφθηκε από την Island Records και τελικά βγήκε από την Charisma. Θέλω να πω, μου αρέσουν πτυχές απ’ όλους τους δίσκους, είναι όλοι διαφορετικοί, αλλά γνωρίζω μιλώντας με ανθρώπους ότι το “Unorthodox Behaviour” είναι ένας από τους αγαπημένους τους. Πολλοί προτιμούν αυτόν τον συγκεκριμένο δίσκο. Αλλά ήταν ο πρώτος μας δίσκος και προσπαθήσαμε να καινοτομήσουμε λίγο, κάτι που πιστεύω ότι τα καταφέραμε. Οπότε ναι, είμαι περήφανος γι’ αυτό. Είμαι ευχαριστημένος μ’ αυτό.

 

Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε τη χημεία που είχατε με τον Phil Collins (drums) ως rhythm section στους Brand X;

Ο αρχικός drummer ήταν ο John Dillon και ξεκινήσαμε παίζοντας funk μουσική με φωνητικά και υπήρχαν άλλα μέλη: Ο Pete Bonas (κιθάρα), ο Phil Spinelli (φωνητικά, κρουστά) και ο John Dillon. Μετά από λίγο, αποφασίσαμε ότι θέλαμε να παίξουμε περισσότερο instrumental μουσική επειδή ακούγαμε τι έκαναν ο Miles Davis και άλλοι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αποφασίσαμε ότι θέλαμε να κάνουμε κάτι περισσότερο σαν κι αυτό, μια συγχώνευση (σ.σ: fusion) jazz και rock και ούτω καθεξής. Στατιστικά, δεν θα λειτουργούσε αυτό με τον αρχικό drummer, οπότε αρχίσαμε να ψάχνουμε γι’ άλλον drummer. Ρωτήσαμε τον Bill Bruford (Yes, King Crimson) και ο Bill ήρθε κι έπαιξε και του προσφέραμε τη θέση και εκείνος την απέρριψε και μετά ένας άνθρωπος που δούλευε ως A&R (σ.σ: ανιχνευτής ταλέντων, αυτοί που υπογράφουν καλλιτέχνες) στην Island Records, ο Danny Wilding, πρότεινε τον τύπο από τους Genesis, τον Phil Collins. Εκείνη την εποχή, δεν ήμουν πολύ εξοικειωμένος με τους Genesis. Ξέρεις, τους είχα ακούσει αλλά δεν ήξερα πολλά για τη μουσική. Έτσι, ο Phil ήρθε και έπαιξε και σ’ όλους μας άρεσε το παίξιμό του και σ’ εκείνον άρεσε το συγκρότημα. Έτσι, του προσφέραμε τη θέση και δέχτηκε. Ήταν στην πραγματικότητα το τελευταίο άτομο που μπήκε στους Brand X. Η χημεία μαζί του ήταν καλή γιατί μπορούσαμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο και μετά παίξαμε επίσης σε πολλές ηχογραφήσεις μαζί ως rhythm section: Κάναμε πράγματα με τους Brian Eno, Nova, το ιταλικό συγκρότημα, μερικά concept albums, κάναμε αρκετή δουλειά οι δυο μας ως rhythm section, εκτός των Brand X. Ήταν πολύ καλός drummer, στην πραγματικότητα. Μ’ άρεσε να παίζω μαζί του.

 

Γιατί οι Brand X δεν έλαβαν ποτέ χρήματα από πνευματικά δικαιώματα για τις ηχογραφήσεις τους;

Μέχρι το 1980 το management άρχισε να παραπονιέται ότι δεν πουλούσαμε αρκετούς δίσκους, ότι έπρεπε να κάνουμε τη μουσική πιο προσιτή στο κοινό. Επαναστάτησα εναντίον αυτού. Πίστευα ότι αν προσπαθούσαμε να ευχαριστήσουμε ένα τμήμα του κοινού που ήθελε πιο εμπορική μουσική, πιθανότατα θα χάναμε τους οπαδούς που είχαμε ήδη, γι’ αυτό επαναστάτησα και προσπάθησα να παραμείνω σ’ αυτό που κάναμε. Έτσι, κατέληξε σε δύο διαφορετικές συνθέσεις που παίζουν και οι δύο στον ίδιο δίσκο (γέλια). Σε εκείνο το σημείο, το management ισχυρίστηκε ότι ήμασταν χρεωμένοι και προφανώς το χρέος ήταν πάρα πολύ μεγάλο, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι δεν κρατούσαν λογιστικά βιβλία, δεν υπήρχαν χαρτιά για να εξηγήσουν το χρέος: Σε ποιον οφείλονταν τα χρήματα ή οτιδήποτε άλλο. Έτσι, σε εκείνο το σημείο, νομίζω το 1981, το συγκρότημα διαλύθηκε. Σταματήσαμε να δουλεύουμε και το management που είχε και εταιρεία publishing άρχισε να κρατά όλα τα πνευματικά δικαιώματα για να ξεπληρώσει το χρέος κι αυτό συνεχίζεται εδώ και 40 χρόνια. Επομένως, γι’ αυτό δεν βλέπουμε λεφτά από δικαιώματα. Και πάλι, είχαμε περισσότερα προβλήματα: Πιο πρόσφατα, μεταξύ 2016 και 2019, οι δύο τύποι που ήταν managers μας αυτά τα τρία χρόνια δεν κρατούσαν λογιστικά βιβλία. Έτσι, το συγκρότημα έχει μια ιστορία πολύ κακών οικονομικών. Κυρίως, απλώς έλλειψη τήρησης βιβλίων. Δεν ξέρεις πού πάνε τα χρήματα, δεν ξέρεις ποιος παίρνει τι. Είναι απλώς πολύ άβολο. Οι δύο τύποι που ήταν πρόσφατα managers μας ουσιαστικά προσπαθούν να κλέψουν το συγκρότημα, να κλέψουν τ’ όνομα. Ο ένας τύπος, είναι ακόμα στο Facebook με τ’ όνομα “Official Brand X”, συμπεριφέρεται σαν να είναι οι Brand X. Πολύ περίεργη συμπεριφορά. Το συγκρότημα έχει αποσυρθεί τα τελευταία δύο χρόνια. Ο Robin Lumley (πλήκτρα) και εγώ αποσύραμε το συγκρότημα όταν πέθανε ο John (σ.σ: Goodsall  -κιθάρα, πέθανε το 2021) και στη συνέχεια ο Robin Lumley πέθανε πιο πρόσφατα (σ.σ: το 2023). Δεν υπάρχει συγκρότημα. Οπότε, αυτός ο τύπος δεν θα ‘πρεπε να είναι τώρα στο Facebook εκπροσωπώντας τους Brand X. Είναι μια πολύ τρελή κατάσταση. Λοιπόν, κάναμε αυτό: Δημιουργήσαμε μια σελίδα στο Facebook που ονομάζεται The Band Brand X” και ο λόγος που το κάνουμε αυτό είναι να προσπαθήσουμε να προστατέψουμε την κληρονομιά του συγκροτήματος, επειδή δεν θέλουμε να δούμε ένα άλλο συγκρότημα που ονομάζεται Brand X να εμφανίζεται στο μέλλον, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με κάποιο αρχικό μέλος του συγκροτήματος.

 

Γιατί η Island Records δεν κυκλοφόρησε ποτέ το πρώτο album των Brand X, που είχε φωνητικά;

Ο Robin Lumley (πλήκτρα) είχε μια μπομπίνα στο σπίτι του, η οποία ήταν μέρος της αρχικής ηχογράφησης των Brand X που κάναμε για την Island Records, με την αρχική σύνθεση, που όπως είπαμε νωρίτερα ήταν οι John Dillon (τύμπανα), Pete Bonas ( κιθάρα) και Phil Spinelli (φωνητικά, κρουστά) και ήταν κάπως funk με φωνητικά. Ο Robin είχε μια δικάναλη μπομπίνα από κάποιο απ’ αυτό το υλικό. Έτσι, κάποια στιγμή πιθανότατα θα το κυκλοφορήσουμε και ίσως χρειαστεί να το καθαρίσουμε λίγο για να το κάνουμε mastering. Κάποιοι από τους οπαδούς των Brand X μπορεί να ενδιαφέρονται να τ’ ακούσουν αυτό. Αυτό είναι κάτι που σχεδιάζουμε στο μέλλον.

 

Απολαύσατε την συναυλία των Brand X στο Knebworth Festival το 1978 με τους Genesis, Jefferson Starship και Tom Petty;

Ναι, θυμάμαι να παίζουμε στο Knebworth. Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ακουγόταν. Θυμάμαι ότι κάποιος έγραψε μια κριτική στο Melody Maker -το Melody Maker ήταν ένα βρετανικό μουσικό έντυπο- και περιέγραψε ότι οι Brand X ακούγονται σαν «βότσαλα σε τσίγκινη σκεπή» (γέλια). Δεν ήταν πολύ καλή κριτική. Δεν είναι πολύ κολακευτικό σχόλιο. Κάναμε επίσης μια συναυλία με τους Starship στη Γερμανία και έγιναν επεισόδια επειδή προφανώς η Grace Slick (σ.σ: Jefferson Airplane, Jefferson Starship -φωνητικά) ήταν μεθυσμένη ή κάτι τέτοιο. Έτσι, δεν έπαιξαν και οι οπαδοί έκαναν επεισόδια, έκαψαν τη σκηνή και έκαψαν όλο τον εξοπλισμό (γέλια). Ήταν τόσο τρελές μέρες.

 

Το 1979-1980 υπήρχαν δύο διαφορετικές συνθέσεις των Brand X ταυτόχρονα. Τι πραγματικά συνέβη;

Όπως εξήγησα νωρίτερα, αρχίσαμε να δεχόμαστε πίεση να κάνουμε τη μουσική πιο εμπορική και διαφώνησα με αυτό, οπότε ήθελα απλώς να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάναμε και να προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε τα όρια. Μερικά από τ’ άλλα παιδιά συμφώνησαν με την πρόταση και άρχισαν να γράφουν πιο εμπορική μουσική με φωνητικά. Έτσι, η μόνη λύση ήταν να υπάρχουν δύο line up. Το line up για τα δικά μου πράγματα ήταν: Εγώ, ο Mike Clark (drums), ο Peter Robinson (πλήκτρα) και το άλλο line up ήταν: Ο Phil (σ.σ: Collins -drums, φωνητικά), ο John Giblin (σ.σ: Peter Gabriel, Kate Bush, Scott Walker -μπάσο) και ο Robin Lumley (πλήκτρα). Και ο John (σ.σ: Goodsall -κιθάρα) έπαιζε και στα δύο (γέλια). Σε αυτούς τους δύο δίσκους (σ.σ: Το “Product” του 1979 και το “Do They Hurt?” του 1980) έχεις αυτά τα δύο διαφορετικά line up. Άρα, η μουσική είναι μάλλον σχιζοφρενική. Έχεις δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Εκείνη την εποχή, ήταν η μόνη λύση. Τα άλλα παιδιά έκαναν πιο εμπορικά πράγματα, όπως το “Soho” με φωνητικά που τραγουδούσε ο Phil. Εκ των υστέρων, δεν νομίζω ότι το συγκρότημα κέρδισε καθόλου μεγαλύτερο κοινό.

 

Έχετε σκεφτεί ποτέ πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία των Brand X αν είχαν έναν μόνιμο drummer;

Ναι, ήταν ένα μόνιμο πρόβλημα με τον Phil επειδή ήταν απασχολημένος τον περισσότερο καιρό με τους Genesis. Έτσι, οι Brand X είχαν περιοδείες, ειδικά αμερικανικές περιοδείες, που ο Phil δεν μπορούσε να κάνει. Έτσι, δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να χρησιμοποιήσουμε άλλους drummers αν θέλαμε να συνεχίσουμε να παίζουμε και όλοι ήθελαν να παίξουν. Θυμάμαι που τηλεφώνησα στον Alphonso Johnson (σ.σ: Weather Report -μπάσο) στο Los Angeles και τον ρώτησα: «Ψάχνουμε για drummer, ξέρεις κάποιον εκεί που πιστεύεις ότι θα ταίριαζε με τους Brand X;» και είπε: «Ναι, υπάρχει ένας τύπος στη Νέα Υόρκη, ο Kenwood Dennard, πρέπει να τον τσεκάρετε». Έτσι, τον τσέκαρα και μου άρεσε πολύ το παίξιμό του. Έτσι, ο Kenwood εντάχθηκε στο συγκρότημα σ’ εκείνο το σημείο. Νομίζω ότι ήταν το 1977. Αργότερα, μετά τον Kenwood, ο Chuck Burgi (σ.σ: Rainbow, Blue Oyster Cult, Billy Joel) εντάχθηκε για λίγο και μετά, τελικά, ο Mike Clark, ο οποίος στο παρελθόν έπαιζε με τον Herbie Hancock. Ο Kenwood και ο Mike ήταν και οι δύο πάρα πολύ καλοί drummers. Θέλω να πω, είχαν διαφορετική αίσθηση αλλά παρόλα αυτά ήταν τεχνικά και οι δύο πολύ καλοί drummers. Το συγκρότημα ήταν τυχερό που είχε καλούς drummers να παίζουν σ’ αυτό.

 

Σας λείπει ο John Goodsall (Brand X -κιθάρα, πέθανε το 2021);

Ναι, ήταν τυπάς. Πολύ αστείος τύπος αλλά αρκετά άγριος. Είχε έναν πολύ άγριο τρόπο ζωής. Ήταν σπουδαίος κιθαρίστας αλλά και σπουδαίος συνθέτης. Έγραψε πολύ καλό υλικό. Δεν υπάρχει κανένας σαν κι αυτόν. Ναι, μας λείπει.

 

Τι το ιδιαίτερο έχει το άταστο μπάσο;

Ξεκίνησα να παίζω μπάσο, αλλά κυρίως άκουγα κοντραμπασίστες: Ο Charles Mingus είχε πολύ μεγάλη επιρροή. Υπήρχαν πολλοί κοντραμπασίστες που μου άρεσαν, αλλά ο Mingues ήταν ο αγαπημένος, ξέρεις. Οπότε, όταν είχα μπάσο με τάστα, πειραματιζόμουν μ’ αυτό. Ήταν ένα παλιό Gretsch, ημιακουστικό μπάσο με πολύ μακριά ταστιέρα, έτσι λίμαρα τα τάστα κάτω από την πάνω χορδή (σ.σ.: Σολ ή G). Του έβαλα επιταχυνσιόμετρα για να αυξήσω την δόνηση του ξύλου (γέλια). Οπότε, ήταν σχεδόν ένα υβριδικό μπάσο με τάστα/άταστο. Στη συνέχεια, το 1974 είδα μια αγγελία και ένας τύπος πουλούσε ένα Fender Precision fretless για 200 λίρες και μόλις είχα πάρει προκαταβολή από publishing, που ήταν 200 λίγες. Έτσι, πήγα στο σπίτι του τύπου στο Βόρειο Λονδίνο και έριξα μια ματιά στο μπάσο. Ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, οπότε το αγόρασα, χωρίς να ξέρω αν θα μπορούσα να το παίξω. Το πήρα σπίτι και άρχισα να το παίζω και αμέσως μ’ άρεσε. Διαπίστωσα ότι μπορούσα να εκφραστώ πολύ περισσότερο από ό,τι μ’ ένα μπάσο με τάστα. Άρχισα να δουλεύω σκληρά σ’ αυτό, να δουλεύω τον επιτονισμό και την τεχνική και ούτω καθεξής και έξι εβδομάδες μετά την αγορά του μπάσου ηχογραφήσαμε το “Unorthodox Behaviour”. Οπότε, αυτός ήταν ένας από τους πρώτους δίσκους που χρησιμοποίησα ένα άταστο μπάσο και έκτοτε έμεινα με το άταστο.

 

Πόσο έχει αλλάξει με τα χρόνια η προσέγγισή σας στο μπάσο;

Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση για ν’ απαντήσω. Νομίζω ότι έχει αναπτυχθεί. Ανακάλυψα νέες τεχνικές που μπορώ να χρησιμοποιήσω. Μ’ αρέσει το μπάσο να ακούγεται εκφραστικό, να προσπαθώ να κάνω το μπάσο να ακούγεται ζωηρό, να το πω έτσι. Να ακούγεται όπως συνήθως δεν ακούγεται το μπάσο. Έτσι, έδωσα μεγάλη προσοχή σ’ αυτό και μετά η τεχνική είναι πάντα μια πρόκληση. Ακόμα και τώρα, προσπαθώ συνεχώς να βελτιώνω την τεχνική, ώστε αν ακούσω κάτι στο κεφάλι μου, να μπορώ να το παίξω στην πράξη. Το 1977, άλλαξα από το να παίζω με Fender σε Wal, οπότε ο ήχος άλλαξε λίγο. Από τότε έχω πειραματιστεί με ένα μπάσο Ibanez που έχει μόνο Piezo μαγνήτες και χωρίς μαγνητικό μαγνήτη (σ.σ: no magnetic pickup -οι Piezo είναι διαφορετικοί τεχνικά). Ναι, υποθέτω ότι ο ήχος έχει αλλάξει κάπως με τα χρόνια, αλλά κανείς δεν θέλει να συνεχίσει να παίζει τα ίδια πράγματα για πάντα. Απλώς προσπαθώ να εξελιχθώ ως μουσικός.

 

Λατρεύω το παίξιμό σας στο άταστο μπάσο στο τραγούδι “Over Fire Island” από “Another Green World” album του Brian Eno (1975). Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια γι’ αυτό το τραγούδι;

Αυτό προέκυψε επειδή τα παιδιά από τους Brand X είχαν παίξει σε ένα concept album με τίτλο: “Peter and the Wolf” (1975) που έκαναν οι Robin Lumley και Jack Lancaster (σ.σ: Blodwyn Pig -φλάουτο, σαξόφωνο, βιολί). Ήταν η πρωτότυπη μουσική του Prokopiev, αλλά παιζόταν από rock τύπους και κάλεσαν κόσμο να έρθει να παίξει στο δίσκο. Θυμάμαι τον Jon Hiseman (σ.σ: Colosseum -drums), τον Bill Bruford, τον Gary Moore και ο Brian Eno ήταν ένας από τους καλεσμένους. Προφανώς του άρεσε το rhythm section. Ρώτησε: «Ποιο είναι το rhythm section σ’ αυτά τα πράγματα;» και του είπαν: «Είναι ο Phil κι ο Percy». Έτσι, ζήτησε από τον Phil και εμένα να πάμε να ηχογραφήσουμε μαζί του. Μπήκαμε στα Island Studios, στο Δυτικό Λονδίνο και ηχογραφήσαμε μερικά κομμάτια με τον Eno. Ήταν πολύ ευχάριστο γιατί ο τύπος, κατά τη γνώμη μου, ήταν τόσο ασυνήθιστος στην προσέγγισή του, επειδή η μουσική ήταν τόσο ανοιχτή. Θέλω να πω, ήταν πραγματικά στα όρια του αυτοσχεδιασμού. Ο Eno σκεφτόταν μια πολύ απλή, βασική ιδέα και μετά τους άφηνε όλους να την αναπτύξουν. Νομίζω ότι χρησιμοποιώντας αυτή την προσέγγιση έβγαλε την καλύτερη απόδοση από τους μουσικούς, γιατί σ’ άφηνε να είσαι ο εαυτός σου. Δεν σου έλεγε: «Παίξε ένα 16ο εδώ». Δεν υπήρχε λεπτομέρεια. Σε άφηνε να παίξεις και μετά σου έδινε κάποια καθοδήγηση όπως, για παράδειγμα, έλεγε: «Πάρε αυτά τα δύο μέτρα και επανάλαβέ τα για λίγο», προτάσεις όπως αυτή. Θυμάμαι το “Another Green World” γιατί όταν τελείωσε τον δίσκο, μου έστειλε μια κόπια, ένα βινύλιο, με το ταχυδρομείο και το έπαιξα στο σπίτι και σκέφτηκα: «Ουάου, είναι πολύ καλό! Έχει κάνει τόσο καλή δουλειά στα πάντα». Ναι, έχω καλές αναμνήσεις από τη συνεργασία μαζί του.

 

Η απόδοσή σας στο “Kurt’s Rejoinder” από το “Before and After Science” (1977) του Brian Eno είναι φανταστική. Στα credits διάβασα ότι παίξατε “analog delay bass”. Γιατί δεν χρησιμοποιήσατε το άταστο;

Ευχαριστώ. Τότε, έφτιαχνα τα δικά μου εφέ και νομίζω ότι αυτό είναι στο οποίο αναφερόταν: Έφτιαξα ένα flanger που ήταν αναλογικό. Η γραμμή του delay δεν ήταν ψηφιακή. Είχε ένα πρώιμο αναλογικό Fairchild chip καταχωρητή ολίσθισης (σ.σ: Fairchild analog charge coupled shift register chip -δεν έχω σπουδάσει ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος), στην πραγματικότητα ένα από τα πρώτα που βγήκαν στην αγορά. Μπορούσες να το ρυθμίσεις έτσι ώστε ο χρόνος καθυστέρησης (σ.σ: delay time) ν’ ανέρχεται σε περίπου 25 ms (σ.σ: millisecond -χιλιοστά του δευτερολέπτου), ήταν ανάλογος με τον τόνο. Έτσι, εάν παίξεις μια χαμηλή νότα, όπως μια ανοιχτή Μι (ή E), ο χρόνος καθυστέρησης ανέβαινε στα 25 ms. Εάν παίξεις ψηλές νότες, η καθυστέρηση είναι μικρότερη, ίσως 3-5 ms. Έτσι, το έκανε πολύ πιο μουσικό και το χρησιμοποίησα πολύ εκείνη την εποχή. Νομίζω ότι σ’ αυτό αναφερόταν ο Eno όταν είπε: “Analog delay bass”. Ξέρεις το τραγούδι R.A.F.” (σ.σ: σημαίνει: “Rote Armee Fraktion”, η Δυτικογερμανική οργάνωση αντάρτικου πόλης -το τραγούδι δεν περιλαμβάνεται στο “Before and After Science” album) που έκανε ο Eno;  Έβγαλε ένα single και νομίζω ότι στην πρώτη πλευρά ήταν το “King’s Lead Hat”, στο οποίο δεν έπαιξα και το B-side λεγόταν “R.A.F” και ο Paul Rudolph (σ.σ: Pink Fairies, Hawkwind) που ήταν ο άλλος μπασίστας σε μερικές από τις ηχογραφήσεις είχε αυτό το auto-wah πετάλι ενσωματωμένο σε μια ταμπακιέρα και ακουγόταν φανταστικό. Είπα: «Μπορώ να το δανειστώ γι’ αυτό το κομμάτι;», οπότε ηχογράφησα το “R.A.F” με την ταμπακιέρα του Paul και είχε τόσο υπέροχο ήχο και ήταν χειροποίητο. Κάποιος πρέπει να του το έφτιαξε, ήταν DIY.

 

Σας εξέπληξαν οι αντισυμβατικές τακτικές του Brian Eno στο studio;

Ναι (γέλια). Θυμάμαι ότι εμφανίστηκα μια μέρα και μπήκα στο control room και μου είπε: «Πρόσεχε το κεφάλι σου!», οπότε κοίταξα πάνω και υπήρχε μια ταινία για λούπες που γύριζε σ’ όλο το δωμάτιο. Είχαν κολλήσει μολύβια στις γωνίες του δωματίου για να καθοδηγήσουν την ταινία, οπότε η ταινία για λούπες πρέπει να ήταν -δεν ξέρω- 30 μέτρα ή κάτι τέτοιο, απλωνόταν σ’ όλο στο δωμάτιο. Έτσι, σκέφτηκα ότι αυτό ήταν πολύ τραβηγμένο. Μια άλλη φορά, έδωσε σ’ όλους ένα κομμάτι χαρτί και είπε: «Γράψτε από το 1 έως το 100. Στο #1 Fred (σ.σ: Frith -κιθαρίστας των Henry Cow) παίζεις Φα δίεση. Στο #2 Percy παίζεις Λα ύφεση. Στο #3 Phil βαράς κάτι» και μετά αρχίσαμε να παίζουμε αυτή την τρελή ενορχήστρωση. Φτάσαμε στο #11 και απλά διαλύθηκε (γέλια). Έτσι, μερικές από αυτές τις ιδέες δεν λειτούργησαν καθόλου. Αλλά ήταν πολύ περιπετειώδες λόγω της προσέγγισής του και μερικά από αυτά ήταν υπέροχα, μερικά λειτούργησαν πραγματικά. Ηχογράφησα επίσης αρκετά κομμάτια μαζί του, παίζοντας ηλεκτρικό μπάσο και κοντραμπάσο, μερικά από τα οποία νομίζω ότι μπορεί να είχε χρησιμοποιήσει στο “Music for Films” (1978), αλλά πιθανότατα πολλά από αυτά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ, δεν ξέρω.

 

Στεναχωριόσασταν όταν κάποιοι έλεγαν ότι ήσασταν αντίγραφο του Jaco ;

Ναι, ήμουν αρκετά στεναχωρημένος γιατί σ’ όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να έχω τον δικό μου ήχο και στυλ, οπότε όταν κατηγορείσαι ότι αντιγράφεις κάποιον άλλον, είναι πολύ απογοητευτικό. Πίστευα ότι ο Jaco ήταν εξαιρετικός μπασίστας και μ’ αρέσει το υλικό του. Επίσης, ο γιος του, ο Felix, είναι εξαιρετικός μπασίστας. Ναι, ήταν δύσκολο να το αντιμετωπίσεις.

 

Γιατί δεν θεωρείτε τον εαυτό σας jazz μουσικό;

Ναι, πραγματικά δεν θεωρώ τον εαυτό μου τίποτα. Δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι rock ή jazz μουσικός ή οτιδήποτε άλλο. Εννοώ, ακούω τόσα πολλά είδη μουσικής: Μπορώ ν’ ακούσω την MC Lyte να κάνει rap, μπορώ ν’ ακούσω John Coltrane, ακούω βορειοαφρικανική, ινδική μουσική, ισπανική, flamenco, όλα τα είδη. Μ’ αρέσουν όλα. Παίρνω κάτι απ’ όλα. Διαπίστωσα ότι αν παίξεις, για παράδειγμα, την μουσική των Brand X σ’ έναν σκληροπυρηνικό jazz μουσικό, θα πει: «Αυτό είναι rock». Αν την παίξεις σ’ έναν rock τύπο θα πει: «Αυτό είναι jazz» (γέλια). Επομένως, μην μπαίνεις στον κόπο να προσπαθήσεις να το κατηγοριοποιήσεις. Απλώς λέω: «Είναι αυτό που είναι», είτε σ’ αρέσει είτε δεν σ’ αρέσει.

 

Πόσο σημαντικό ήταν για εσάς να γνωρίσετε τον Charles Mingus στο Ungano’s Club στη Νέα Υόρκη το 1969;

Σωστά, ναι! Την εποχή που έπαιζα με τους Liverpool Scene και είχαμε μια περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, στα τέλη του ’69, υπήρχε ένα club στο Upper West Side της Νέας Υόρκης που λεγόταν Ungano’s, το οποίο δεν υπάρχει πια. Ήταν μια συναυλία για τον Τύπο, οπότε παίξαμε και ήμουν ήδη οπαδός του Mingus, ήμουν εξοικειωμένος με το έργο του και μερικά από τ’ άλλα παιδιά στο συγκρότημα ήταν επίσης οπαδοί του Mingus. Αφού παίξαμε, είχαν στήσει ένα τραπέζι με φαγητό και ποτά για τους δημοσιογράφους και κοίταξα το τραπέζι και βλέπω τον Charles Mingus να γεμίζει το πιάτο του με φαγητό (γέλια). Έτσι, πήγαμε να μιλήσουμε μαζί του, ειδικά εγώ και ο σαξοφωνίστας, ο Mike Evans, ήμασταν και οι δύο πραγματικά μεγάλοι οπαδοί του Mingus. Μιλήσαμε μαζί του και ήταν αρκετά φιλικός. Είπε: «Παίζω στο Village Vanguard την Πέμπτη, γιατί δεν έρχεστε». Έτσι, πήγαμε στο Vanguard και δεν υπήρχε πολύς κόσμος εκεί, οπότε καταφέραμε να καθίσουμε μόλις μισό μέτρο μακριά απ’ το συγκρότημα. Ήταν μεγάλη συγκίνηση να βλέπεις τον Mingus και το συγκρότημά του να παίζουν από κοντά. Μετά, αρκετές μέρες αργότερα, πήγα σε ένα bar στην οδό Great John και καθόταν στο τραπέζι με τη γυναίκα του, οπότε όταν κάθισα, ήταν πολύ φιλικός, ξέρεις. Του ζήτησα να κάνω μαθήματα μπάσου, αλλά μου είπε: «Τι παίζεις, ηλεκτρικό μπάσο;» Είπα: «Ναι» και είπε: «Όχι, δεν μπορώ να διδάξω ηλεκτρικό μπάσο». Μ’ απέρριψε ευγενικά.

 

Πώς ήταν ν’ ανοίγεις για τους Led Zeppelin με τους Liverpool Scene;

Ήταν καλά, ήταν ωραία περιοδεία. Ήταν μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο και δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες συναυλίες ήταν. Οι Liverpool Scene άνοιγαν και μετά ήταν οι Blodwyn Pig και μετά οι Zeppelin ήταν οι headliners. Ήταν η πρώτη φορά που τους άκουσα και η τελευταία συναυλία ήταν στο Albert Hall. Στο τέλος, όλοι ανέβηκαν και τζάμαραν στο τέλος της συναυλίας. Ναι, ήταν καλές εποχές.

 

Πώς ήταν να τζαμάρεις με τον Jimmy Page και τον John Bonham;

(Γέλια) Ήταν κάπως τρελό. Υπήρχαν τόσοι πολλοί άνθρωποι που έπαιζαν ταυτόχρονα. Γινόταν λίγο χαμός, αλλά το πνεύμα ήταν εκεί. Είχε πλάκα. Απλώς τζαμάραμε.

 

Όταν μετακομίσατε στη Νέα Υόρκη έπρεπε να εργαστείτε σε μια εταιρεία μεταφοράς επίπλων. Δυσκολευτήκατε να γίνετε δεκτός στη μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης;

Το timing ήταν δύσκολο. Αμέσως μετά τη μετακόμισή μου στη Νέα Υόρκη, έλαβα μια κλήση από το management των Brand X λέγοντας ότι με εγκατέλειπαν και δεν θα έκαναν πλέον management για το συγκρότημα. Νόμιζα ότι είχαμε μια περιοδεία να κάνουμε στις ΗΠΑ, οπότε ξαφνικά δεν είχα εισόδημα και ο γιος μου είχε μόλις γεννηθεί, οπότε είχα μεγάλη ευθύνη και κανένα εισόδημα. Ξαφνικά, ήταν πολύ απροσδόκητο. Έτσι, έπιασα δουλειά σε μια μεταφορική εταιρεία στο Brooklyn. Έπρεπε απλώς να βρω κάποιον τρόπο να βγάλω κάποια χρήματα, οπότε ήμουν εκεί έξω και μετέφερα έπιπλα για έξι ή επτά μήνες. Ναι, ήταν δύσκολη περίοδος γιατί δεν γνώριζα πολλούς ανθρώπους στη Νέα Υόρκη εκείνη την εποχή, αλλά είχα λίγη καλή τύχη. Ήμουν σε ένα super market στο Μπρούκλιν και αγόραζα κάποια λαχανικά και ένας τύπος ήρθε και μου είπε: «Είσαι ο Percy;» Είπα: «Ναι» και είπε: «Είμαι σ’ αυτό το συγκρότημα που ονομάζεται Noise R Us και μαζευόμαστε την Πέμπτη. Θέλεις να έρθεις και να παίξεις;» και είπα απλώς: «Ναι, εντάξει». Έτσι, κατέληξα να παίζω με τους Noise R Us για αρκετούς μήνες και αυτό ήταν στην πραγματικότητα ένα διασκεδαστικό συγκρότημα. Ήταν -δεν ξέρω πώς να το περιγράψω- punk jazz. Υπήρχε ένα σύνολο από πνευστά, ήταν πολύ διασκεδαστικό. Μ’ άρεσε. Σταδιακά, τα πράγματα βελτιώθηκαν, αλλά η πρώτη χρονιά ήταν αρκετά δύσκολη στην πραγματικότητα.

 

Έχετε αναμνήσεις από την περίοδο που παίζατε στους Soft Machine;

Ναι. Ήταν το ’77 νομίζω και ήταν μια περίοδος που οι Brand X δεν έκαναν τίποτα. Προφανώς, οι Soft Machine είχαν κάποια δυσκολία γιατί, νομίζω, ο Roy Babbington είχε φύγει πρόσφατα και δεν είχαν μπασίστα. Εμείς (σ.σ: οι Brand X) μόλις παίξαμε στο Ronnie Scott’s. Προφανώς, ο John Etheridge (κιθάρα) και ο John Marshall (drums) ήρθαν στο Ronnie’s για να δουν το συγκρότημα και υποθέτω ότι τους άρεσε αυτό που έκανα, οπότε ρώτησαν αν μπορώ να κάνω μια περιοδεία μαζί τους, κάτι που έκανα και άνοιγαν για τους Shakti. Οι περισσότερες συναυλίες ήταν στην Ευρώπη, στην ήπειρο. Έτσι, κάναμε μια γρήγορη πρόβα ένα απόγευμα και μετά πετάξαμε για την Κοπεγχάγη για την πρώτη συναυλία. Πραγματικά εκείνη την στιγμή δεν ήξερα σωστά το υλικό, γιατί ήταν μια τόσο βιαστική πρόβα, αλλά δεν φαινόταν να ανησυχούν γι’ αυτό και σταδιακά το βρήκα. Νομίζω ότι ήταν περίπου ένας μήνας συναυλιών που άνοιγαν για τους Shakti.

 

Ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία η ηχογράφηση του τραγουδιού “A Tower Struck Down” από το “Voyage of the Acolyte” (1975) του Steve Hackett;

Για να είμαι ειλικρινής, πάει τόσος καιρός, δεν μπορώ να θυμηθώ τι έπαιξα. Δηλαδή, αν βάλω τον δίσκο -στην πραγματικότητα, δεν νομίζω ότι έχω τον δίσκο-, αν τον ακούσω μάλλον θα θυμηθώ: «Ω ναι, αυτό έπαιξα». Αλλά νομίζω ότι ο Steve με κάλεσε επειδή ο Phil με σύστησε στον Steve, οπότε έτσι μπήκα σ’ αυτόν τον δίσκο, μόνο για ένα κομμάτι. Αυτό ήταν πριν πολύ καιρό.

 

Ποιες είναι οι επιρροές σας ως μπασίστας;

Ο Charles Mingus, ο Scott LaFaro μ’ άρεσε πολύ, μ’ άρεσε ο Miroslav Vitous (σ.σ: Weather Report). Μ’ άρεσε το παίξιμο τους Jaco, αν και όπως είπα νωρίτερα, ήμουν κάπως αγανακτισμένος όταν κατηγορήθηκα ότι τον αντέγραφα, αλλά ήταν εξαιρετικός ηλεκτρικός μπασίστας. Εξακολουθώ να ακούω περισσότερο κοντραμπασίστες παρά ηλεκτρικούς. Ο Niels-Henning Ørsted Pedersen ήταν επίσης φανταστικός κοντραμπασίστας. Μ’ αρέσει πολύ το παίξιμο του Alphonso Johnson και ο Felix Pastorius είναι επίσης πολύ καλός μπασίστας.

 

Είμαι μεγάλος οπαδός του Jack Bruce. Σας αρέσει ως μπασίστας;

Ναι, και ως τραγουδιστής. Μ’ αρέσει το παίξιμό του στο μπάσο και τα φωνητικά του, ειδικά το παίξιμό του στο μπάσο και τα φωνητικά μαζί. Ακούγονται φανταστικά.

 

Το εξώφυλλο του “Unorthodox Behaviour” album των Brand X από τον Storm Thorgerson (από την εταιρεία Hipgnosis που έκανε εξώφυλλα για albums των Pink Floyd, Led Zeppelin, Scorpions κ.λπ.) είναι εκπληκτικό. Ποια ήταν η αντίδρασή σας την πρώτη φορά που το είδατε;

Λοιπόν, μ’ άρεσε (γέλια). Είναι τόσο αφηρημένο και μυστηριώδες με έναν άντρα που κοιτάζει μέσα απ’ τα στόρια. Για χρόνια, δεν ήξερα ποιος ήταν αυτός ο τύπος που κοίταζε μέσα απ’ τα στόρια. Ο κόσμος μου έλεγε: «Είναι αυτός ο Phil Collins;» Έλεγα: «Όχι». «Ποιος είναι;» Έλεγα: «Δεν ξέρω». Έμαθα πρόσφατα ότι ήταν ένας τύπος που εργάζεται στην Hipgnosis. Έκαναν φανταστικά εξώφυλλα, όχι μόνο εξώφυλλα των Brand X, αλλά και για άλλα συγκροτήματα. Είναι υπέροχα πράγματα.

 

Πιστεύετε ότι το ν’ ακούς ένα album από την αρχή μέχρι το τέλος γίνεται πλέον μια τέχνη που χάνεται;

Ναι, θα μπορούσε να είναι. Δεν έχω γραφτεί σε καμία υπηρεσία streaming. Δεν χρησιμοποιώ το Spotify ή οτιδήποτε άλλο. Πρώτα-πρώτα, η πιστότητα δεν είναι καλή, εννοώ, όλα τα mp3’s και η συμπίεση που χρησιμοποιούν στο streaming. Με τα χρόνια, νομίζω ότι υπήρξε γενικά απώλεια της ποιοτικής ηχητικής πιστότητας στη μουσική. Θέλω να πω, θα μπω στο Youtube και θ’ ακούσω συγκροτήματα που μ’ αρέσουν. Θα παίξω ένα video και θα τ’ απολαύσω. Από ό,τι ξέρω, το streaming δεν ήταν πολύ ευεργετικό για τη μουσική σκηνή.

 

Έχετε μουσικές φιλοδοξίες που δεν έχετε εκπληρώσει;

Ναι. Λοιπόν, θέλω να συνεχίσω να προσπαθώ να είμαι εφευρετικός. Πρώτα-πρώτα, πρέπει να κάνουμε έναν νέο δίσκο των MJ12 και θέλω να κάνω έναν solo δίσκο, γιατί ο τελευταίος ήταν πριν από 40-τόσα χρόνια, οπότε είναι καιρός για άλλον έναν. Μεγαλώνω, ξέρεις, δεν έχεις όλο τον χρόνο του κόσμου. Αυτά είναι πράγματα που πρέπει να ξεκινήσω. Ναι, σίγουρα θέλω να συνεχίσω ν’ ασχολούμαι με τη μουσική, προσπαθώντας να είμαι καινοτόμος.

 

Ο Miroslav Vitous μου είπε ότι η jazz πέθανε, η jazz είναι τελειωμένη, γιατί δεν υπάρχουν πια μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Wayne Shorter και ο Herbie Hancock. Συμφωνείτε μ’ αυτό;

Ναι, αυτό είναι ένα ενδιαφέρον σημείο γιατί ακούω μουσική πολύ καλής ποιότητας, αλλά εννοιολογικά (σ.σ: conceptionally) δεν έχει προχωρήσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Είχες μουσικούς όπως ο John Coltrane και ο Miles Davis, ο Dizzy Gillespie, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που σκέφτονταν νέες ιδέες εννοιολογικά στο πώς να κάνουν μουσική και φυσικά ήταν και τεχνικά πολύ επιδέξιοι. Θέλω να πω, υπάρχει ακόμα η ικανότητα, αλλά λείπουν οι νέες θεματικές. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει και στη rock μουσική. Δεν θα έλεγα ότι είναι μόνο στην jazz, νομίζω ότι και το rock έχει κολλήσει και ακούγεται κάπως κουρασμένος ο ήχος, αλλά αυτή είναι απλώς η γνώμη μου.

 

Σας άρεσαν οι Beatles όταν ήσασταν μικρός;

Ω, ναι! Λοιπόν, ήμουν στο γυμνάσιο στην Ουαλία όταν κυκλοφόρησε το “Love Me Do” (1962) και τότε ακουγόταν πάρα πολύ φρέσκο, ακουγόταν καινούργιο και τράβηξε πραγματικά την προσοχή όλων. Ναι, μ’ άρεσαν οι Beatles και κατέληξα να ζω στο Liverpool από το ’66 έως το ’72. Σπούδασα στο Πανεπιστήμιο του Liverpool και δούλεψα για λίγο με τον μικρότερο αδερφό του Paul McCartney, τον Mike McCartney, ο οποίος ήταν στο συγκρότημα Scaffold, αλλά ποτέ δεν γνώρισα τον Paul ή τους άλλους.

 

Είχατε συναντήσει ποτέ τον John Entwistle (The Who -μπάσο);

Όχι… Στην πραγματικότητα τον είχα. Οι Liverpool Scene έπαιζαν πολύ σ’ ένα club στο Birmingham που λεγόταν Mothers και παίξαμε εκεί ένα βράδυ και μετά τη συναυλία εμφανίστηκαν οι Who και έπαιζαν κάπου αλλού στην πόλη, οπότε ήρθαν μόνο για να πιουν ένα ποτό και θυμάμαι να λέω απλώς «γεια» στον Entwistle, αλλά δεν τον γνώρισα.

 

Σας άρεσε ως μουσικός;

Ναι. Λοιπόν, θυμάμαι το “My Generation”, το solo στο μπάσο (σ.σ: τραγουδάει) : “Di-gdi-dun/ di-gdi-dun/ dun-dun”. Το solo στο μπάσο, ναι!

 

Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Percy Jones για τον χρόνο του.

Official PAKT Bandcamp page: https://pakt-moonjune.bandcamp.com/

Official PAKT Facebook page: https://www.facebook.com/p/PAKT-feat-Percy-Jones-Alex-Sko- lnick-Kenny-Grohowski-Tim-Motzer-100071761532912/

Official Moonjune Records page: http://moonjune.com/

Official Brand X website: www.officialbrandx.com 

Official Brand X Facebook page: https://www.facebook.com/thebandbrandx

Official Brand X Instagram page: https://www.instagram.com/thebandbrandx

- Advertisement -

Latest articles

Related articles

Μετάβαση στο περιεχόμενο