HIT CHANNEL ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Απρίλιος 2024. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν εξαιρετικά ταλαντούχο μπασίστα, συνθέτη και τραγουδιστή: τον Matt Bissonette. Έχει παίξει με τους Elton John, Joe Satriani, David Lee Roth, Ringo Starr, Electric Light Orchestra, REO Speedwagon, Yellow Matter Custard και Rick Springfield. Το συγκρότημά του, οι The Reddcoats μόλις κυκλοφόρησαν ένα νέο album, το “The Reddcoats 2” όπου συμμετέχουν οι Andy Timmons (Danger Danger, Olivia Newton-John -κιθάρα), Gregg Bissonette (Ringo Starr & His All-Starr Band, David Lee Roth, Robert Downey, Jr., Don Henley, Santana -drums), Wally Minko (P!nk, Jean-Luc Ponty , Toni Braxton -πληκτράς με υποψηφιότητα για Grammy), Mike Medina (Edgar Winter, Victor Wooten -κρουστά, συμπαραγωγός) και Ron Pedley (Barry Manilow, Air Supply, Kombo –πλήκτρα). Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα που μας είπε:
Πώς σας ήρθε η ιδέα να δημιουργήσετε ένα συγκρότημα με αυτούς τους συγκεκριμένους μουσικούς;
Λοιπόν, ήμουν σε περιοδεία με τον Elton John πιθανότατα γύρω στο 2018 και παίζαμε στο Dallas του Texas και μ’ έναν φίλο μου, τον Mike Medina, ο οποίος ήταν συμπαραγωγός και παίζει κρουστά για τους Reddcoats, πήγαμε και είδαμε τον Andy Timmons να παίζει κιθάρα σε ένα club στο Dallas. Απλώς θυμάμαι όταν έπαιζε τα κιθαριστικά solos του, φαινόταν πολύ cool όταν τα έπαιζε και όταν έκανε solos έμοιαζε σαν να έφτανε στον ουρανό: Συνέχιζε, κοίταζε ψηλά και έπαιζε και απλώς μ’ έπεισε εκείνο το βράδυ και επιστρέψαμε με το αυτοκίνητο στο ξενοδοχείο και ο Mike μ’ άφησε και είπα: «Πρέπει να κάνουμε ένα συγκρότημα κάποια στιγμή και απλώς να γράψουμε ωραία τραγούδια και να τζαμάρουμε». Έγραψα ένα τραγούδι στον πρώτο δίσκο (σ.σ: “The Reddcoats” -2020), που λεγόταν “Only the Messenger” και έβαλα τον Andy να παίξει σ’ αυτό και ο αδερφός μου, ο Gregg (Ringo Starr & His All-Starr Band, David Lee Roth ), έπαιξε drums σ’ αυτό και ήταν απλώς για πλάκα και μας άρεσε πολύ και είπαμε: «Ας κάνουμε ένα ολόκληρο album».
Απλώς εξελίχθηκε σ’ αυτό το πράγμα και ήταν κατά τη διάρκεια του Covid το πρώτο, οπότε, φυσικά, όλοι κάθονταν και έκαναν πράγματα στα studios τους και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι θα κάνουν με τη ζωή τους και τέτοια πράγματα. Ο αδερφός μου, ο Gregg, ο drummer, αυτός κι εγώ, μεγαλώσαμε στο Detroit του Michigan και απλώς λατρεύαμε κάθε είδος μουσικής, οπότε όταν οδηγούσαμε στ’ αυτοκίνητά μας βάζαμε έναν ραδιοφωνικό σταθμό και είχε pop τραγούδια, Beatles και τα πάντα και μετά ήταν οι Weather Report να παίζουν το “Birdland” στο ραδιόφωνο. Απλώς μεγαλώσαμε μ’ αυτό. Είναι διαφορετικά τώρα, αλλά τότε ήμασταν εκτεθειμένοι σε τόσα διαφορετικά είδη μουσικής που κάπως υποβόσκει σ’ αυτά τα albums γιατί δείχνει πώς μεγαλώσαμε και όλα αυτά τα διαφορετικά είδη και τέτοια πράγματα. Ποτέ δεν σκόπευα να φτάσω στο σημείο να βγάλω albums, αλλά έγινε αυτό και ήμασταν πολύ χαρούμενοι και μας άρεσε να παίζουμε live τη μουσική και μας άρεσε να είμαστε με φίλους σ’ ένα συγκρότημα. Πολύ διασκεδαστικό.
Ποιο ήταν το μουσικό όραμα που είχατε στο album “Reddcoats 2”;
Όσον αφορά τ’ όνομα, The Reddcoats, πάντα μου άρεσε αυτή η φράση “The Redcoats” από το “The Redcoats are coming” (σ.σ: διάσημη φράση του Paul Revere, στρατιωτικού αξιωματικού κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης), οπότε, όταν παίζουμε μια συναυλία είναι ένα εύκολο πράγμα που μπορείς να το βάλεις έξω: «Οι Reddcoats έρχονται στις 28 Απριλίου» ή οτιδήποτε άλλο. Ο Gregg και εγώ κάνουμε πολλές ηχογραφήσεις στο Los Angeles όπου παίζουμε τραγούδια άλλων και παίζουμε με πολλούς καλλιτέχνες και τέτοια πράγματα και μας αρέσει να το κάνουμε αυτό. Μας αρέσει να παίζουμε τη μουσική των άλλων και να τους υποστηρίζουμε. Είχαμε ένα συγκρότημα που ονομαζόταν The Mustard Seeds στη δεκαετία του ‘90 και αυτό ήταν ένα είδος pop/King’s X συγκροτήματος, όπως αυτό το συγκρότημα με τα φωνητικά και μ’ αυτό το συγκρότημα, τους Reddcoats είναι σαν ν’ απελευθερώνουμε το τέρας, κατά κάποιο τρόπο. Όπως και ο αδερφός μου, όταν παίζει, το αγαπημένο μου πράγμα που κάνω είναι να γράφω ένα τραγούδι με μελωδίες και μπορεί να βαράει τα drums και να παίζει γύρω απ’ αυτό και να παίζει solo σ’ αυτό και ανέκαθεν το κάνουμε αυτό.
Πηγαίναμε σε πάρτι όταν ήμασταν παιδιά και κατεβαίναμε στο υπόγειο, στήναμε ένα drum set και απλώς παρακολουθούσαμε τον Gregg να τρελαίνεται και όλα τα κορίτσια ούρλιαζαν και πάντα μας άρεσε αυτό, οπότε πάντα γράφαμε τραγούδια βασισμένα σε γεμίσματα των drums και μελωδίες πάνω στις οποίες ο Gregg μπορούσε να τζαμάρει. Είναι βασικά η ιδέα του να παίζουμε τη μουσική που θέλουμε να παίξουμε, χωρίς να σκεφτόμαστε πραγματικά αν θα παιχτεί ποτέ στο ραδιόφωνο, φυσικά, ποτέ δεν ξέρεις τι θα παιχτεί στο ραδιόφωνο, όποιο ραδιόφωνο κι αν υπάρχει πλέον. Η ιδέα βασικά είναι απλώς ένα σωρό τύποι που τζαμάρουν και κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και γελάνε και παίζουν αδιανόητη, υπερβολική μουσική που ξέρουμε ότι δεν θα παίζαμε με άλλους ανθρώπους, δεν θα μας άφηναν να το κάνουμε. Έτσι, είμαστε λίγο χύμα. Είναι διασκεδαστικό να παίζουμε μ’ ένα σωρό τύπους που αγαπάμε και το να προσπαθήσεις να παίξεις αυτά τα τραγούδια live είναι πολύ δύσκολο, ειδικά τα μέρη της κιθάρας, των πλήκτρων και του μπάσου είναι πολύ προκλητικά και διασκεδαστικά και είμαστε τυχεροί αν τα καταφέρουμε σ’ ένα κομμάτι (γέλια).
Το “All for Me” είναι πολύ εθιστικό. Τι σας ενέπνευσε να το γράψετε;
Λοιπόν, η μουσική είναι εθιστική, η επανάληψη της μουσικής. Ειδικά η σημερινή μουσική δεν είναι ξενέρωτη, αλλά είναι λίγο πιο απλή και υπνωτική και η μουσική κάνει το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, οπότε την ακούς και μετά την αγοράζεις, αυτή είναι η κουλτούρα που ζούμε και εμείς δεν είμαστε έτσι. Εξακολουθεί να μας αρέσει να κάνουμε έναν δίσκο, ένα CD, όχι μόνο ένα single για το Youtube. Θέλουμε απλώς να κάνουμε έναν δίσκο, ένα CD. Αυτό είναι παλιομοδίτικο και θα μπορούσε να θεωρηθεί αρχαίο, αλλά όταν μεγαλώναμε στο Detroit του Michigan παίρναμε έναν δίσκο σ’ ένα μαγαζί, για παράδειγμα ένα album των Chicago ή των Boston ή των Kansas, όλων των πόλεων (σ.σ: χιούμορ), παίρναμε το album και πριν καν τ’ ακούσουμε, τ’ ανοίγαμε και κοιτάζαμε όλες τις φωτογραφίες και διαβάζαμε τις σημειώσεις και τους γνωρίζαμε όλους στο συγκρότημα, γιατί νιώθαμε ότι μεγαλώναμε μαζί τους και μετά ακούγαμε τη μουσική, έβλεπες ολόκληρη την εικόνα της μουσικής και των ανθρώπων που έπαιζαν. Τώρα, η μουσική κυκλοφορεί και δεν έχεις ιδέα ποιος παίζει σ’ αυτήν και είναι αυτή η φύση του ήχου που λες: «Ω, μ’ αρέσει αυτό το τραγούδι», αλλά θέλαμε πολύ να έχουμε κάτι που να είναι ένα συγκρότημα, όπου θα τ’ ακούς και θα πρέπει να τ’ ακούσεις μερικές φορές. Όταν άκουσα τον δίσκο μετά τη μίξη του, εξαντλήθηκα ακούγοντας το όλο πράγμα για 45 λεπτά, γιατί υπάρχουν τόσα πολλά που συμβαίνουν. Φυσικά, θυμάμαι όλα τα πράγματα, τη μίξη, το να το κάνεις όλο αυτό και την προσπάθεια να ολοκληρώσουμε τα μέρη, αλλά είναι ένα ταξίδι από το πρώτο μέχρι το τελευταίο τραγούδι και χρειάζεται συγκέντρωση για ν’ ακούσεις ολόκληρο το πράγμα από την αρχή μέχρι το τέλος, όπως ισχύει για οποιοδήποτε album. Πάω να δω μια συναυλία και μέσα σε 30 λεπτά λέω: «Μπούχτισα, δεν μπορώ άλλο. Πάει πολύ». Οπότε, η ιδέα είναι βασικά ένα διασκεδαστικό πάρτι από την αρχή μέχρι το τέλος και σ’ εκείνους που καταλαβαίνουν τη μουσική και τους αρέσει γι’ αυτό, το κομμάτι των μουσικών, το θέλουμε αυτό, αλλά θέλουμε επίσης ανθρώπους που δεν ξέρουν τίποτα από μουσική που τ’ ακούνε και λένε: «Μ’ αρέσει αυτό το τραγούδι», «μ’ αρέσει αυτό», «αυτό είναι τρελό!». Αυτή είναι λοιπόν η αποστολή.
Λατρεύω το “Mask On, Mask Off” από το album “Reddcoats 2”! Πείτε μας όλα όσα πρέπει να ξέρουμε για αυτό το υπέροχο κομμάτι.
Ω, ευχαριστώ πολύ. Αυτό είναι το πιο τρελό. Νομίζω ότι είναι κάπως σαν ένα τραγούδι των Weather Report, όπως το “Teen Town”, ακριβώς όπως συνήθιζαν να κοπανάνε οι Weather Report, να παίζουν δυνατά και να τρελαίνονται και η μελωδία είναι πραγματικά προκλητική. Ο Andy (σ.σ: Timmons) είναι ένας τρελός κιθαρίστας γιατί δεν μεταγράφει κάθε νότα που παίζει και μετά τη διαβάζει και διορθώνει (σ.σ: ή γράφει από πάνω από κάτι που έχει ήδη ηχογραφηθεί -punch in) κάθε τμήμα. Ο εγκέφαλός του, πρέπει να μάθει και να απομνημονεύσει όλες τις γραμμές και μετά να παίξει ολόκληρο το πράγμα, ολόκληρη τη μελωδία και αυτό το τραγούδι είναι σαν (σ.σ: τραγουδά τη μελωδία): «Μπα-νταντά, Ντα-νταντάααν», είναι μια πολύ γρήγορη μελωδία και ο Mike (σ.σ: Medina – συμπαραγωγός, κρουστά) τον ηχογράφησε και αυτός δεν ήθελε να μεταγράψει κάθε νότα, απλώς δεν ήθελε να διορθώσει πάνω σ’ αυτά τα τμήματα, έπρεπε να παίξει ολόκληρο το πράγμα από την αρχή μέχρι το τέλος στις μελωδίες. Για μένα, αυτό φαίνεται αδύνατο, γιατί έχω μικρότερο εύρος εγκεφάλου απ’ αυτόν, αλλά αυτός είναι ο τρόπος που βλέπει τη μουσική και όταν παίζαμε live δεν είχε καμία παρτιτούρα, απλώς θυμόταν απ’ έξω τα πάντα και είναι πολύ εντυπωσιακό. Αλλά το βασικό θέμα του τραγουδιού ήταν: Γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Covid και φυσικά όλοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις καταστάσεις τους πηγαίνοντας από το σημείο Α στο σημείο Β και ο αδερφός μου και εγώ πάντα μιλούσαμε για το πόσο εκνευρισμένοι ήμασταν με τους κανόνες του lockdown όταν πήγαινες σ’ ένα κτίριο, αν δεν φορούσες τη μάσκα σου, σε πυροβολούσαν και στ’ άλλα έλεγαν: «Εντάξει. Βγάλ’ την». Ήταν τόσο αβέβαια που έγινε απλώς μια αστεία ατάκα. Βλέπαμε ανθρώπους να οδηγούν στ’ αυτοκίνητά τους στο Los Angeles μόνοι τους φορώντας μάσκες, με τα παράθυρα ανεβασμένα και σε μια φρικτή κατάσταση όπως αυτή προσπαθούσαμε να βρούμε λίγο χιούμορ γιατί έπρεπε να γελάσεις επειδή ήταν τόσο περίεργο. Όταν ακούω το τραγούδι ακούγεται σαν κάποιος να λέει: «Εντάξει, βάλτε τις μάσκες! Απλώς ακούστε το τραγούδι: «Λαλαλαλα», «ok, βγάλτε τις μάσκες για το αργό μέρος», «βάλτε τις ξανά γι’ αυτό το μέρος». Είναι σαν μια συνεχής αλλαγή, η διάθεση άλλαζε πάντα στο Los Angeles και σ’ όλες αυτές τις πόλεις και τα λοιπά. Είναι ένα αστείο πράγμα σε μια φρικτή κατάσταση.
Ο Andy Timmons μου είπε ότι γράψατε όλο του υλικό του album “Reddcoats 2” στα πλήκτρα. Πώς προέκυψε;
Ο Andy μάλλον με μισεί. Στην πραγματικότητα, το ξέρω ότι με μισεί (σ.σ: προφανώς αστειεύεται). Βασικά, όλοι γράφαμε το υλικό. Είναι σαν τη σχολή των Van Halen: Ο David (σ.σ: Lee Roth -φωνητικά) και ο Eddie (σ.σ: Van Halen -κιθάρα) δεν έλεγαν: «Εγώ έγραψα αυτό κι έγραψα αυτό, οπότε θα πάρω αυτό». Έλεγαν: «Ξέρεις κάτι, όλο το συγκρότημα ασχολείται μ’ αυτό» και μοίραζαν τα πνευματικά δικαιώματα και νομίζω ότι το έκαναν και το συγκρότημα ήταν χαρούμενο γιατί όλοι συμμετείχαν και πληρώνονταν, και αυτό κάνουμε μ’ αυτό το συγκρότημα. Γιατί κατάλαβα ότι αν ο Gregg παίζει ένα μέρος στα drums, όποιο κι αν είναι το μέρος στα drums, γράφει ένα τραγούδι, γιατί τα μέρη των drums είναι μεγάλη υπόθεση, άρα είναι συνθέτης. Ο Wally (σ.σ: Minko) και ο Ron (ed: Pedley) παίζουν μέρη στα πλήκτρα, παρόλο που παίζουν το κέλυφος αυτού που έγραψα και ο Andy και ο Mike, επίσης, κάνουν όλοι τα δικά τους πράγματα για να γίνουν οι Reddcoats. Λοιπόν, δεν είναι ότι γράφω τα πάντα, ότι κάθομαι εδώ, ο Μάγος του Οζ που γράφει όλα τα πράγματα, αλλά αυτό που ρωτάς για τον Andy: Ήταν τόσο ωραίος σ’ αυτό. Στον πρώτο δίσκο, ήταν ωραίος σ’ αυτό. Σ’ αυτόν, είναι ωραίος σ’ αυτό, αλλά λέει κάπως: «Αυτό είναι πολύ δύσκολο γιατί γράφεις αυτές τις μελωδίες, φοβάμαι ότι δεν τις βγάζω τόσο καλά στην κιθάρα». Θέλω να πω, προσπαθώ, ξέρω κάπως το πού βρίσκεται η κιθάρα, αλλά είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν ορισμένα τραγούδια που σκέφτηκε: «Φίλε, αυτός ο τύπος δεν έχει ιδέα τι κάνει». Ειδικά στα γρήγορα τραγούδια: Το “Mask On, Mask Off” και το γεγονός ότι το έμαθε απ’ έξω, μου έδειξε ότι είναι αρκετά πειθαρχημένος ώστε να το θέσει υπό τον έλεγχό του.
Αν υπάρχει ένα μέρος στα πλήκτρα, αυτός θα βρει τον τρόπο που θα τον κάνει να το παίξει φυσικά και να κάνει τα Andy Timmons slides και τα ψυχωμένα πράγματα, που ήταν καταπληκτικό για μένα. Για μένα, είναι πραγματικά δύσκολο. Είχα ένα κομμάτι που μου έστειλαν τις προάλλες και έπαιξα μπάσο για το τραγούδι εκείνου του τύπου και ήταν ένα synth μπάσο, ένα άταστο, όμορφο Trilian (σ.σ: software για synth μπάσο) μπάσο, αλλά ήταν ένας άταστος ήχος και ήταν απλώς πράγματα που δεν θα ‘παιζα ποτέ. Αλλά ήταν πολύ ωραίο γιατί μ’ ώθησε στα άκρα και είπα: «Ω, αυτό είναι υπέροχο! Δεν νομίζω ότι παίζω σαν μπασίστας». Τον τελευταίο καιρό γράφω τραγούδια, όπως ένα swing τραγούδι, όπου θα τραγουδήσω το solo. Δεν είναι απλώς σαν να παίζω solo στο μπάσο: Θα τραγουδήσω ένα solo και μετά θα το μάθω στο μπάσο, οπότε δεν ακούγεται σαν οποιοδήποτε άλλο solo στο μπάσο που παίζω, γιατί κάθε solo στο μπάσο που παίζω τουλάχιστον ακούγεται σαν ένα μπασίστα που περνάει για λίγο από αλλαγές ή οτιδήποτε άλλο. Αλλά όταν το τραγουδάω, όταν το ακούω στο μυαλό μου, σκέφτομαι: «Αυτό ακούγεται σαν μελωδίες, όπως (σ.: τραγουδάει) Ντου-μπου-ντάπ/ ντου-μπου-ντί-μπαν/ Ντου ντου-ντού/ μπέ-μπα-μπιν/ ντού-ντα». Κανονικά απλώς δεν θα το έπαιζα αυτό στο μπάσο, οπότε όταν το ηχογραφώ, το μαθαίνω στο μπάσο και λέω: «Ω, αυτό είναι το solo!» Αυτό κάνει ο Andy στο μυαλό του, αλλά ο τρόπος που θέτει υπό τον έλεγχό του όλα αυτά και τα έκανε να ακούγονται σαν κιθαριστικά μέρη ήταν καταπληκτικός για μένα, γιατί μερικές φορές ποτέ δεν ξέρεις όταν το γράφεις αν θα λειτουργήσει ή όχι. Πάντα το κάνει να λειτουργεί και αυτό είναι ένα από τα πράγματα που μ’ αρέσουν σε αυτόν, εκτός από το ότι τρελός με τους Beatles.
Παίζετε με τον αδερφό σας, Gregg, στο Reddcoats. Αυτό το γεγονός δυσκολεύει τον διαχωρισμό της επαγγελματικής από την προσωπική πτυχή των πραγμάτων ή είναι στην πραγματικότητα ευκολότερο επειδή γνωρίζετε πολύ καλά ο ένας τον άλλον;
Είναι πολύ πιο εύκολο γιατί ο αδερφός μου είναι ο καλύτερός μου φίλος και γνωριζόμαστε πάρα πολύ. Έχουμε αυτή την τηλεοπτική εκπομπή που ονομάζεται “A Song In a Day” όπου ξυπνάμε το πρωί, πηγαίνουμε στα Starbucks με τον φίλο μου Paul Dexter, είναι ο παραγωγός και τα πάντα. Λέμε: «Σήμερα θα γράψουμε ένα τραγούδι σαν ένα funky τραγούδι του Bruno Mars». Μετά κινηματογραφούμε συνεχώς: Πηγαίνουμε σ’ ένα studio, ηχογραφούμε το μπάσο και τα drums και μετά στέλνουμε τα αρχεία σε έναν κιθαρίστα ή πηγαίνουμε στο σπίτι του κιθαρίστα. Όλη τη μέρα ηχογραφούμε από τις 10:00 το πρωί, βρίσκουμε ένα τραγουδιστή και πρέπει να μιξαριστεί μέχρι το τέλος της ημέρας. Λοιπόν, ονομάζεται “The Song In a Day”. Ο Gregg κι εγώ το κάνουμε αυτό σ’ όλη μας τη ζωή, από τότε που ήμασταν μικρά παιδιά στο Detroit του Michigan παίζοντας σε ένα υπόγειο μπάσο και drums, παίζοντας το “Smoke on the Water” την ημέρα που πήρα το μπάσο μου, απλώς εγώ κοιτούσα αυτόν κι εκείνος κοιτούσε εμένα και κάναμε αυτό το πράγμα από 13 χρονών. Νομίζω ότι ξέρω ακριβώς πού θα πάει μέσα στο τραγούδι, πώς θα το παίξει και αν δεν τ’ αρέσει, θα μου το πει και δεν υπάρχουν περίεργες καταστάσεις γιατί είμαστε αδέρφια και το καταλαβαίνω. Μερικές φορές, παλιά, τρελαινόταν λίγο όταν έκανα την παραγωγή στους δίσκους του. Θυμάμαι μια ιστορία: Ο Steve Vai έπαιζε solo σ’ ένα από τα τραγούδια (σ.σ: “Noah’s Ark”) του Gregg, νομίζω ότι ήταν στο album “Submarine” (2000). Έκανα την παραγωγή, έγραψα το τραγούδι και ο Steve παίζει κιθάρα και κάνει ένα solo. Είμαι στο studio του Steve, το Mothership, είμαι στο πίσω δωμάτιο, απλώς δίνω χώρο στον Steve επειδή είναι ένα solo, αλλά ο Gregg έλεγε: «Θα ‘πρεπε να είσαι μέσα και να του πεις τι να παίξει. Εσύ είσαι παραγωγός σ’ αυτό» και τον κοίταξα και είπα: «Είναι ο Steve Vai. Τι θα καταφέρω αν να του πω τι να παίξει;»
Θέλω να πω, λέει κανείς στον Steve Vai ή στον Joe Satriani ή σε οποιονδήποτε πώς να παίξουν; Οπότε, ορισμένες στιγμές διαφωνούσαμε γιατί θέλουμε να είναι υπέροχο και υπάρχει απλώς μια διαφορά στις απόψεις. Είναι η μόνη φορά που έχουμε τσακωθεί μουσικά. Γι’ αυτό το πράγμα, ο Gregg ερχόταν εδώ και χρησιμοποιούσε αυτό το drum set (σ.σ: είναι πίσω του κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας στο Zoom), στο studio μου εδώ και θα γράψω ένα τραγούδι γιατί ξέρω ότι θα τα σπάσει, θα το παίξει και θα το κάνει υπέροχο. Έτσι, γλυτώνεις τόσο πολύ χρόνο ώστε δεν χρειάζεται να πω: «Γεια σου φίλε, μπορείς να παίξεις αυτό το hi-hat έτσι». Απλώς λέω: “Hi hat” (σ.σ: και μετά ο Gregg απαντά: ) «Ναι, hi hat, ναι ναι». Δεν του λέω τι θα κάνει. Λοιπόν, είναι σαν κάτι τηλεπάθεια όπου ξέρω τι θα κάνει και έχουμε και οι δύο την ίδια πίστη, είμαστε κι οι δύο χριστιανοί τύποι και έχουμε κι οι δύο την ίδια κοσμοθεωρία, έτσι ώστε, όσο τρελό κι αν ακούγεται αυτό, εξαφανίζει θεωρητικά πολλά πράγματα που προκύπτουν από τον τρόπο που ζεις τη ζωή σου και ξέρω ότι πάντα θα προσπαθεί να κάνει το σωστό. Δεν είναι τέλειος, δεν είμαι τέλειος, αλλά ξέρω πού είναι η καρδιά του και αυτό είναι το βασικό πράγμα. Απλώς κόβουμε δρόμο. Στη μουσική γνωρίζεις ανθρώπους και είναι φίλοι σου. Οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές κοσμοθεωρίες και διαφορετικά πράγματα, βοηθάει να είστε στο ίδιο μήκος κύματος. Είναι σαν να παντρεύεσαι κάποιον που πιστεύει το ίδιο πράγμα με σένα, το κάνει πιο εύκολο. Έτσι, ο Gregg μου έχει γλυτώσει πολύ χρόνο όλα αυτά τα χρόνια γιατί έχουμε τις ίδιες απόψεις.
Πόσο φυσικό ήταν για εσάς να ενσωματώσετε όλα αυτά τα διαφορετικά είδη μουσικής στο album “Reddcoats 2”;
Λοιπόν, νομίζω ότι το καλό μ’ αυτό το album και νομίζω ότι στη μουσική γενικά σήμερα είναι ότι πολλά από τα συγκροτήματα έχουν ένα hit και κανείς δεν ξέρει τίποτα άλλο απ’ αυτά που κάνουν και επικεντρώνονται σ’ αυτό το ένα τραγούδι και αυτό είναι υπέροχο. Αλλά όπως είπα προηγουμένως, θέλαμε πολύ να κάνουμε έναν ολόκληρο δίσκο που να τα σπάει και ξέρω ότι κάθε τραγούδι είναι λίγο διαφορετικό, αλλά το κοινό θέμα του όλου πράγματος είναι: Πέντε τύποι τρελαίνονται σ’ ένα τραγούδι που προσπαθούν να περιορίσουν το τρελό παίξιμό τους μέσα σε κάποιο είδος λογικής, αλλά μετά εκτροχιάζεται και πάλι και τρελαίνεται και μετά ηρεμεί ξανά. Προσπαθώ να τα δω όλα αυτά τα πράγματα σαν ένα pop τραγούδι, σαν ένα τραγούδι των Coldplay ή κάτι που ξέρεις ότι δεν είναι απλώς τζαμάρισμα και παίξιμο και μετά μπορείς να το καταλάβεις και πηγαίνεις στο club και τους ακούς και λες: «Ω, φίλε, αυτοί είναι απλώς υπέροχοι μουσικοί, παίζουν τα πάντα και είναι φανταστικοί», αλλά δεν θυμάμαι κανένα τραγούδι, δεν θυμάμαι καμιά μελωδία. Απλώς θυμάμαι ότι είναι πραγματικά πολύ καλοί και αυτό ήταν φοβερό. Θέλω να έχω αυτό το φοβερό παίξιμο, όπου ο καθένας κάνει τη δουλειά του, αλλά πρέπει να έχεις μελωδίες που μερικοί τύποι θα έρθουν να σε δουν και θα πάνε σπίτι με το αυτοκίνητο και θα τραγουδήσουν αυτό το τραγούδι, ακόμα και σε ένα συγκρότημα σαν κι αυτό. Νομίζω ότι αυτό είναι το βασικό πράγμα γιατί όταν ακούω ένα τραγούδι, θέλω ν’ ακούσω μια μελωδία, θέλω ν’ ακούσω κάτι απ’ το οποίο να πιαστώ. Έτσι, νομίζω ότι σε κάθε τραγούδι έχουμε κάτι. Σε κάποια περισσότερο από άλλα, αλλά πηγαίνοντας απλώς από το σημείο Α έως το σημείο Β, νομίζω ότι θέλουμε κάθε τραγούδι να έχει το νόημά του όπως το πρώτο τραγούδι: Το “Reddcoat Stew” που είναι ένα λογοπαίγνιο με το “Reddcoats 2”. Έλεγα συνέχεια “Reddcoat Stew” όπως το στιφάδο που τρως. Πάντα ξεκινάμε ένα album με τις πιο τρελές λέξεις. Το πρώτο album που βγήκε ξεκινά μ’ αυτό το swing τραγούδι και γίνεται rock κι όλα τα υπόλοιπα πράγματα. Αυτό το πρώτο τραγούδι είναι σαν ο Gino Vannelli να συναντά τους Weather Report και ακολουθεί ένα pop τραγούδι, το “All for Me”, που είναι το single ή όπως αλλιώς θες να το πεις, το οποίο είναι περισσότερο ένα groove τραγούδι σε ρυθμό 12/8 όπως το “Everybody Wants to Rule the World” των Tears for Fears και είναι απλώς ένα pop τραγούδι μ’ εμάς να τζαμάρουμε πάνω σ’ αυτό και μετά το τρίτο τραγούδι είναι σαν ένα funk τραγούδι. Όλα αλλάζουν τις διαθέσεις, που είναι αυτό που θέλουμε να κάνουμε, θέλουμε να το δεις σαν να μπαίνεις στο αυτοκίνητό σου, βάζεις το ραδιόφωνό και απλά αλλάζεις σταθμό και κάθε φορά που αλλάζεις σταθμό υπάρχει διαφορετικό είδος μουσικής. Μπορεί να μην βγάζει νόημα για μερικούς ανθρώπους, αλλά έτσι μας αρέσει. Απλώς μας αρέσουν διαφορετικά πράγματα κάθε μέρα και ένα διαφορετικό τραγούδι, μια διαφορετική αίσθηση γι’ αυτό το album.
Πόσο επηρέασε ο Covid τα σχέδια των Reddcoats;
Ποτέ δεν είχαμε σκοπό να κατακτήσουμε τον κόσμο και να κάνουμε περιοδείες και να βγούμε στον δρόμο και να προωθήσουμε το album, το πρώτο. Δούλευα με τον Elton συνέχεια και έλειπα συνέχεια και ο Gregg περιόδευε με τον Ringo συνέχεια και όλοι δούλευαν κάνοντας πράγματα και μετά ξέσπασε ο Covid κι όλοι έφτιαχναν τα home studios τους, σωστά; Έτσι, σκέφτηκα: «Αν δεν μπορώ να δουλέψω, θα κάνω επιτέλους αυτό το project, αυτό το υλικό, αυτό το πράγμα και ας ξεκινήσουμε αυτό το project» και είχα πιθανώς έξι ή επτά projects σε εξέλιξη που πάντα ήθελα να κάνω, ποτέ δεν είχα τον χρόνο, αλλά αναγκαστήκαμε όλοι να κάτσουμε εκεί και να το κάνουμε. Δουλεύαμε σε αυτό το album, ο Mike Medina κι εγώ, ήμασταν και οι δύο συμπαραγωγοί και τους έστελνα πράγματα στο Διαδίκτυο και τους έλεγα: «Τι λέτε γι’ αυτό το τραγούδι;», έγραφα ένα demo, έκανα το demo στα drums και μετά έφερα τον Gregg να έρθει να παίξει, να παίξω πραγματικά το μπάσο, να το στείλω στον Andy, τον Mike, τον Wally και τον Ron και να τους έχω όλους να κάνουν τη δουλειά τους. Καθώς συνέβαινε, είπα: «Είναι πολύ ωραίο, πρέπει οπωσδήποτε να περιοδεύσουμε». Έτσι, κάναμε μια συναυλία στο Dallas πριν από μερικά χρόνια και ήταν πραγματικά πολύ διασκεδαστικό. Είχε πολλή δουλειά για να μάθεις όλα αυτά τα τραγούδια για μια συναυλία, αλλά όλοι περιόδευαν τόσο πολύ. Τώρα, το εξετάζουμε σαν να θέλουμε να κάνουμε περισσότερα πράγματα παίζοντας live και να βγούμε έξω και να υποστηρίξουμε πραγματικά τον δίσκο και είναι τόσο διασκεδαστικό, αλλά υπάρχει πολλή δουλειά για να κατέβουν όλοι από το τρένο (σ.σ: εννοεί ν’ αλλάξουν την ρουτίνα τους) και από το δρόμο και κάνουν περιοδεία για μερικές εβδομάδες, αλλά θα λατρεύαμε να το κάνουμε.
Το θέμα του Covid πραγματικά μας έκανε όλους να συνειδητοποιήσουμε -δεν ήταν ο μόνος λόγος που το πιστεύουμε αυτό- ότι η ζωή είναι σύντομη και έχεις πάντα αυτήν τη λίστα με τα σχέδια που θες να κάνεις. Ο Covid χτύπησε τους πάντες κατάμουτρα και είπε: «Μπορεί να πεθάνεις αύριο. Τι θες να κάνεις αν έχεις έναν χρόνο ακόμα; Έχεις ακόμη έναν χρόνο, τι θέλεις να κάνεις;» και η λίστα με τις επιθυμίες μου δεν ήταν τόσο μουσική όσο ήταν απλώς οι σχέσεις με τους ανθρώπους και τον γιο μου και όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή, η γυναίκα μου, ο σκύλος μου. Αλλά με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο σημαντική είναι πραγματικά η μουσική για μένα γιατί μερικές φορές ξεχνάς -ειδικά όταν είσαι τόσο πολύ στο δρόμο και παίζεις- τι ευλογία είναι η μουσική και το γεγονός ότι μπορείς να πας στο studio σου και να δημιουργήσεις κάτι όπως την εκπομπή “A Song In a Day”: Ξυπνάμε χωρίς κάποια ιδέα, λέμε «ας το κάνουμε» για ένα τραγούδι και μέχρι το τέλος της βραδιάς, υπάρχει ένα τραγούδι. Υπάρχει ένα video της εκπομπής που βγάζουμε κάθε δύο εβδομάδες στο Youtube, λέγεται “The Song In a Day Show” -πρέπει να κάνεις εγγραφή, έλα, μωρό μου- (σ.σ: μιλάει σαν να κάνει διαφήμιση) και μέχρι το τέλος της ημέρας έχεις αυτό το πράγμα και κάνουμε ένα video σ’ αυτό και είναι συγκινητικό γιατί έχεις τα πάντα, είναι σαν ο Seinfield να συναντά την τηλεοπτική εκπομπή “Friends” όπου όλα έρχονται μαζί στο τέλος της ημέρας όταν παίζεις όλα τα πράγματα που συνέβησαν εκείνη την ημέρα όπως ένα γέμισμα στα drums ή μια αστεία ιστορία. Όταν τα συνδυάζεις όλα αυτά, σκέφτεσαι: «Αυτή είναι η ζωή, φίλε». Είναι σαν ένα μεγάλο video της ζωής σου και θυμάμαι αυτό το τραγούδι από εκείνη την ημέρα. Εκεί βρισκόμαστε με τους Reddcoats, σαν να είναι αυτή μια εποχή που απλώς λέμε: «Είμαστε πολύ τυχεροί που μπορούμε να είμαστε σ’ ένα συγκρότημα με πολλά καλά παιδιά και δεν είναι δουλειά, είναι απλώς διασκέδαση.
Λοιπόν, θα περιοδεύσετε για το album “Reddcoats 2”;
Το συζητάμε. Αυτή τη στιγμή, περιοδεύω με -δεν ξέρω αν θυμάσαι αυτό το συγκρότημα- τους REO Speedwagon, παίζω με αυτούς εδώ και λίγο καιρό και ο Gregg είναι έξω με τον Ringo, απλώς πρέπει να βρούμε χρόνο. Θα δούμε πώς θα τα πάει αυτό το album και τι θα συμβεί με αυτό και αν υπάρχει κάτι που έρχεται, θα θέλαμε να το κάνουμε. Απλώς όλοι πρέπει να κατέβουν για ένα λεπτό από τα γρήγορα τρένα τους και να πουν: «Εντάξει, ας κάνουμε έναν μήνα εδώ. Ας βγούμε έξω και να το κάνουμε αυτό». Φαίνεται πάντα εύκολο στο μυαλό μου, αλλά μετά το βάζεις κάτω με χαρτί και μολύβι και το κάνεις, έχει πολύ δουλειά, γιατί τα κάνουμε όλα μόνοι μας. Βλέπεις, είχαμε road managers και άλλους ανθρώπους που κανόνιζαν τα πάντα, πρέπει να κάνεις διαφορετικούς ρόλους και να κάνεις διαφορετικά πράγματα και να μπεις σ’ ένα van, να οδηγήσεις χωρίς στάση και να κάνεις συναυλίες που ακούγεται διασκεδαστικό και είναι διασκεδαστικό, αλλά όταν είσαι εκεί έξω λες: «Γιατί το κάνουμε αυτό;» (γέλια) Αλλά ανυπομονώ να το κάνω και ελπίζω να τα καταφέρουμε.
Ποια είναι τα άλλα projects με τα οποία ασχολείστε αυτή τη στιγμή;
Αυτήν τη στιγμή, κάνουμε το “Song in a Day Show”, που βγαίνει κάθε δύο εβδομάδες, είμαστε στους Reddcoats και έχω επίσης ένα συγκρότημα με τον Rick Springfield που ονομάζεται The Red Locusts. Γράφουμε τραγούδια που μοιάζουν με τους Beatles αλλά είναι όλα πρωτότυπα τραγούδια και στόχος μας είναι να είμαστε τόσο κοντά στους Beatles που να μας βάλουν στη φυλακή, στην φυλακή των Beatles, γιατί αντιγράφουμε τόσο πολύ τους Beatles, οπότε είναι ένα είδος μικρού αστείου συγκροτήματος που έχουμε. Είμαι σ’ ένα συγκρότημα με τον Simon Phillips (σ.σ: Toto, The Who, Jeff Beck -drums) και τον φίλο μου DarWin που έχει συγκρότημα ονόματι DarWin που έχουμε κυκλοφορήσει ένα σωρό videos. Κυρίως τραγουδάω σ’ αυτό και παίζουν υπέροχοι κιθαρίστες σ’ αυτό: Ο Greg Howe και ο Andy παίζει λίγο σ’ αυτό, διαφορετικά παιδιά και με πραγματικά πολύ καλή παραγωγή. Απλώς κάνω πολλές ηχογραφήσεις στο σπίτι, ο Gregg κι εγώ δουλεύαμε πάντα στο σπίτι για ανθρώπους. Άνθρωποι μας στέλνουν αρχεία και περιοδεύω με τους REO Speedwagon και κάνουμε μερικές συναυλίες με τον Elton εδώ και απλώς γράφουμε πολύ. Έχω γράψει πολλά ορχηστρικά πράγματα και στην ιστοσελίδα μου https://www.mattbissonette.com/ έχω ένα σωρό videos με τραγούδια ορχήστρας με άταστο μπάσο και απλώς διαφορετικά πράγματα σαν κι αυτό. Πάντα προσπαθώ να συνεχίζω, αλλά δουλεύω όσο το δυνατόν περισσότερο, παίζοντας σε πράγματα των ανθρώπων για να πληρώσω τους λογαριασμούς. Μερικές από τις πιο αστείες στιγμές που έχω ζήσει είναι να παίζω σε τραγούδια ανθρώπων που ο κόσμος δεν θ’ ακούσει ποτέ (γέλια), αλλά είναι καλό. Στο τέλος της ημέρας, είναι σαν να παίζεις στην άμμο (σ.σ: σαν παιδί), όπου πληρώνεσαι για να παίζεις μουσική και είναι αρκετά εξωπραγματικό.
Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε τα συναισθήματά σας κατά τη διάρκεια της Farewell Yellow Brick Road περιοδείας του Elton John;
Από την αρχή αυτή ήταν μια καταπληκτική περιοδεία. Παίζω με τον Elton από το 2012 και πάντα μιλούσαν γι’ αυτήν την αποχαιρετιστήρια περιοδεία που θα γίνει στο τέλος και φαινόταν σαν να ήταν ένα εκατομμύριο μίλια μακριά όταν μιλούσαν γι’ αυτό, αλλά μετά άρχισε να συμβαίνει. Στη συνέχεια, ήρθε ο Covid και μετά συνεχίσαμε. Ήταν μια τεράστια παραγωγή και ήταν μόνο τα hits απ’ όλα αυτά τα χρόνια και η τελευταία συναυλία στο Dodger Stadium, ήταν γλυκόπικρη γιατί ήταν πραγματικά υπέροχη, ήταν διασκεδαστική, αλλά ήταν επίσης πολύ λυπηρό να κοιτάζεις γύρω σου και να σκέφτεσαι: «Μάλλον, δεν θα το ξανακάνουμε αυτό». Θέλω να πω, πιθανότατα θα κάνουμε εταιρικές συναυλίες και πιθανότατα θα κάνουμε μεμονωμένες συναυλίες ή πολλές συναυλίες σ’ ένα χώρο (σ.σ: residency) ή κάτι τέτοιο, αλλά αυτό με τους Ray Cooper (κρουστά), Davey Johnstone (κιθάρα), Nigel Olsson (τύμπανα), John Mahon (κρουστά, δεύτερα φωνητικά), Kim Bullard (πλήκτρα) κι εμένα, κοιταζόμασταν όλοι και σκεφτόμασταν: «Αυτό είναι αρκετά επικό» και απλώς παίζαμε συνέχεια σε μεγάλα γήπεδα μπέιζμπολ. Ήταν κάτι μεγάλο και κατά κάποιον τρόπο φαίνεται σαν να μην συνέβη ποτέ, γιατί ήταν πέρυσι που τελειώσαμε, αλλά είδα το αφιέρωμα στο Disney τις προάλλες, γιατί πρέπει να μάθω ξανά τα τραγούδια γιατί θα κάνουμε μια συναυλία τον επόμενο μήνα και σκέφτομαι: «Υπάρχουν πολλές υπέροχες αναμνήσεις εκεί μέσα και πολλές υπέροχες ιστορίες». Περάσαμε πολλά τρελά πράγματα, συνέβαιναν τρελά πράγματα με την τρομοκρατία και διάφορα τέτοια. Ήμασταν στη Νίκαια όταν έγιναν οι πυροβολισμοί στη Νίκαια, ήμασταν στο ξενοδοχείο μας όταν συνέβη αυτό και τέτοια πράγματα φαίνονταν να μας ακολουθούν. Έτσι, ήταν συγκινητικό στο τέλος να κοιτάξεις αυτό και να σκεφτείς: «Εντάξει, αυτό το κομμάτι της ζωής σου τελείωσε. Τώρα κάτι άλλο θα συμβεί». Όπως ο,τιδήποτε άλλο, οποιαδήποτε μέρα της ζωής μπορεί να είναι η τελευταία φορά που κάνεις κάτι. Έτσι, το να προσπαθήσω να εκτιμήσω αυτή τη στιγμή είναι αυτό που προσπαθώ να κάνω στη ζωή μου (γέλια).
Ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία να περιοδεύσετε με τον David Lee Roth (Van Halen -φωνητικά) το 1987;
Ω, φίλε! Θυμάμαι να κάνω το video του “Just Like Paradise” και έκανα παρέα με τον Steve (σ.σ: Vai) και έφτιαξαν αυτό το σκηνικό όπου ο Dave στην αρχή άρχισε να βγαίνει πάνω σε μια σανίδα του surf και μετά στο ρινγκ του μποξ. Έμεινα έκπληκτος με την παραγωγή που έκανε ο Dave για τις συναυλίες και ήταν σαν να είχε αυτό το όραμα: «Εντάξει, θα παίξουμε ένα τραγούδι και μετά θα πηδήξω σε μια σανίδα του surf, θα πετάξω πάνω από το κοινό και θα μπω σ’ ένα ρινγκ του μποξ και θα τραγουδήσω ένα τραγούδι, θα πηδήξω απ’ αυτό το ρινγκ και στη μέση του πράγματος θ’ ανέβω στη σανίδα του surf και θα γυρίσω πίσω» και είπα: «Ναι, ναι. Σίγουρα» και μετά, όταν το έκαναν για το video και το κάναμε στην περιοδεία, σκεφτόμουν: «Μπορείς να κάνεις τα πάντα αν βάλεις το μυαλό σου σ’ αυτό». Έτσι, ο Dave ήταν πολύ έντονος τύπος για να δουλέψεις μαζί του και ήξερε τι ήθελε και δεν συμφωνούσαμε στα πάντα και δούλευα γι’ αυτόν, οπότε είχε αυτό το προνόμιο και ήταν μια εξαιρετική εμπειρία για μένα. Θέλω να πω, ήμουν αρκετά νέος τότε και έμαθα πολλά απ’ αυτό και απλώς έπαιζα με τον Steve, τον Gregg και τον Brett Tuggle (πλήκτρα), που παρεμπιπτόντως μόλις πέθανε. Ήταν μια αφυπνιστική εμπειρία το να βρίσκομαι τότε στη σκηνή μ’ αυτά τα παιδιά. Ήταν πραγματικά διασκεδαστικό και δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Ήταν λίγο σουρεαλιστικό να ηχογραφήσετε το τραγούδι “Give More Love” (από το ομότιτλο album -2017) με τον Ringo Starr;
Το να παίζεις με τον Ringo πάντα ήταν τρελό. Θυμάμαι τον Mark Hudson (παραγωγός) να φτιάχνει ένα συγκρότημα, τους Ringo and the Roundheads και παίζαμε για τηλεοπτικές εκπομπές και διαφορετικές συναυλίες και άλλα πράγματα και κοιτούσα τον αδερφό μου και εκείνος κοιτούσε εμένα σαν να έλεγε: «Αυτός είναι ένα Beatle! Υπάρχει ένας Beatle εκεί πέρα!» Θυμάμαι μια φορά που ήμασταν σε μια τηλεοπτική εκπομπή του Jay Leno και υπήρχε ένα τραγούδι που έκανε που μιλούσε για τους Beatles όταν ήταν μαζί και ένας από τους στίχους ήταν: «Ήμασταν αδέρφια σ’ όλο αυτό» (σ.σ: “We were brothers through it all” από το τραγούδι “Never Without You”, βρίσκεται στο album “Ringo Rama” του 2003) και ενώ το παίζουμε, κοιτάζω πίσω τον Gregg, έπαιζε drums και είχε αυτό το δάκρυ να κυλάει από τα μάτια του γιατί με κοιτούσε σκεπτόμενος: «Αδέρφια σ’ όλο αυτό, παίζοντας με έναν Beatle». Ήταν πολύ υπερβολικό. Ηχογραφώ πολύ με τον Ringo στο σπίτι του τελευταία, τα τελευταία δύο χρόνια και η τελευταία εμπειρία ήταν καταπληκτική, γιατί καθόταν συνέχεια δίπλα μου που έπαιζα το μπάσο μου. Μερικές φορές δεν θέλεις πραγματικά να κάνεις πολλές ερωτήσεις σ’ έναν Beatle, γιατί αυτό είναι το μόνο που κάνουν: Έχουν ανθρώπους που κάνουν ερωτήσεις για τους Beatles, αλλά με κοίταξε σαν να έλεγε: «Εντάξει, εδώ είμαι, αν θέλεις να το κάνεις κάντ’ το τώρα”. Έτσι, τον βομβάρδισα για 45 λεπτά παίζοντας το μέρος του μπάσου και μίλησε για τα πάντα. Δηλαδή, δεν έκρυψε πράγματα. Του έκανα ερωτήσεις για το πώς άκουγε το μπάσο του Paul και το πού βρισκόταν και απαντούσε σ’ όλες τις ερωτήσεις και ήταν μια χαρά μ’ αυτό. Οπότε, είναι εκπληκτικό το πώς κάθεται, είναι σαν ένας κανονικός τύπος (γέλια). Είναι ένας Beatle και είναι κανονικός τύπος. Αρκετά τρελό.
Τι αναμνήσεις έχετε από το DVD “Zoom Tour Live” (2001) των Electric Light Orchestra;
Ένας φίλος, ο Craig Fruin, κάλεσε τον Gregg κι εμένα και ο Jeff (σ.σ: Lynne -φωνητικά, κιθάρα) χρειαζόταν ένα rhythm section για να παίξει, για να επιστρέψουν τελικά οι ELO στον δρόμο. Ήταν το 2001, όταν έγινε η 11η Σεπτεμβρίου και όλα άλλαξαν ξανά. Ήμασταν στη μέση των προβών και θυμάμαι απλώς ότι έμαθα τα τραγούδια, είχα τα ακουστικά-ψείρες μου και μετά τα ενεργοποίησα και άκουγα τη φωνή του Jeff Lynne στα ακουστικά-ψείρες μου σκεπτόμενος: «Φίλε, ακούω αυτά τα τραγούδια όλη μου τη ζωή και αυτός ο τύπος τα τραγουδάει. Δεν είναι ένα συγκρότημα που διασκευάζει τον Jeff Lynne, είναι ο Jeff Lynne». Το ίδιο πράγμα με τον Ringo, είναι σαν: «Αυτός είναι ο τύπος». Θυμάμαι ένα πράγμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ: Είμαστε σε πρόβες και ξέρω ότι ο Jeff είναι μουσική ιδιοφυΐα, αλλά μια μέρα τραγουδούσαν τρεις-τέσσερις από μας και όταν τραγουδάω μερικές φορές κάνω scooping (σ.σ: φωνητική τεχνική στην οποία ο τραγουδιστής τραγουδά μια νότα λίγο χαμηλότερα από το επιθυμητό ύψος ακριβώς πριν συρθεί προς τα πάνω), λέω: «Μπάα-ρα-ρα/Ντάα-ρα» (σ.σ: με αυξανόμενη φωνή) Δεν μπορώ ν’ ανέβω όπως έκαναν οι Beatles, δεν κάνω «Πάα» (σ.σ: σαν ένα έγκαιρο μπιπ) ακριβώς πάνω στις νότες μερικές φορές και μετά στη μέση του τραγουδιού λέει: «Ποιος κάνει scooping; Ποιος κάνει scooping;» και λέω: «Εγώ είμαι». Μπορούσε ν’ ακούσει εκείνον τον τύπο που έκανε scooping φωνητικά. Φίλε, αυτός ο τύπος έχει αυτιά-ραντάρ και μετά σκέφτομαι: «Αν μπορεί ν’ ακούσει αυτό, μπορεί ν’ ακούσει τα πάντα». Λοιπόν, ναι, κάναμε ένα σωρό πρόβες και ήμασταν έτοιμοι να βγούμε στον δρόμο και μετά η περιοδεία ακυρώθηκε, λόγω οικονομικών ζητημάτων, λόγω της 11ης Σεπτεμβρίου νομίζω και αυτός, σαν γνήσιος Άγγλος gentleman πλήρωσε τους πάντες για την περιοδεία. Δεν βγήκαμε ποτέ σε περιοδεία αλλά μας πλήρωσε, ούτως ή άλλως. Λοιπόν, πολύ κυριλέ τύπος.
Διασκεδάσατε παίζοντας με τους Yellow Matter Custard (tribute supergroup στους Beatles με τους Mike Portnoy, Neal Morse και Paul Gilbert το 2003;
Φίλε, είσαι διαβασμένος. Ήμασταν έξω με τον Satriani και οι Dream Theater έπαιζαν και πηγαίναμε σε bars και ο Mike ήταν άρρωστος με τους Beatles, του τύπου ότι ήξερε κάθε τραγούδι των Beatles και μου ζήτησε να συμμετάσχω σ’ αυτό συγκρότημα, τους Yellow Matter Custard και είπα: «Ναι» και ήταν ο Paul, ο Neal Morse και ο Mike και όταν πήρα τη λίστα τραγουδιών από τον Mike, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Θέλω να πω, παίζω σ’ ένα συγκρότημα (σ.σ: διασκευών) των Beatles με τον αδερφό μου και παίζουμε τυπικά τραγούδια των Beatles και εμβαθύνουμε αρκετά στους Beatles, αλλά ο Mike ήταν υπερβολικά βαθύς. Αν μπορούσε θα έκανε το “Revolution 9” (σ.σ: από το “White Album” -1968), θα έκανε τη φράση απ’ αυτό: “Number 9. Number 9”. Αν ήταν στο χέρι του, θα έφτανε μέχρι εκεί. Ήθελε απλώς να κάνει τυχαία τραγούδια των Beatles που δεν είχα μάθει νωρίτερα και θυμάμαι να πάω στην πρόβα και να κάνω παρέα με τον Paul (σ.σ: Gilbert) και όλους να γελάμε και τραγουδάμε σε κάθε τραγούδι των Beatles. Έχω ένα ok εύρος, αλλά ο Paul McCartney είναι σε άλλο επίπεδο στα ψηλά μέρη. Απλώς προσπαθούσα να τα καλύψω. Διασκεδάσαμε τόσο πολύ στο soundcheck που έχασα τελείως τη φωνή μου για την συναυλία και όταν το βλέπεις στο Youtube, μετά βίας στέκομαι εκεί προσπαθώντας να τραγουδήσω. Ήταν εντυπωσιακό ότι ο Mike ήταν τόσο τρελός, εξαιρετικός drummer στα τεχνικά πράγματα, αλλά έπαιζε τα τραγούδια των Beatles όπως ήταν τα τραγούδια των Beatles. Τα έπαιζε σαν τον Mike, τα έπαιζε λίγο διαφορετικά, αλλά ήξερε πραγματικά τα τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά και τον θαυμάζω τόσο πολύ ως drummer αλλά κι ως επιχειρηματία. Αυτός ο τύπος, πριν το καταλάβω, είχαμε καπέλα Yellow Matter Custard, μπλούζες, CD’s, video. Είναι μηχανή και υπάρχει λόγος που είναι εκεί που είναι, επειδή το ‘χει.
Πόσο έχει αλλάξει η προσέγγισή σας στο μπάσο με τα χρόνια;
Μεγάλωσα στο Michigan, όπως είπα, ακούγοντας τόσο πολύ διαφορετικά είδη μουσικής που λάτρευα τον τρόπο που έπαιζε ο Peter Cetera στους Chicago και τον τρόπο που έπαιζε μελωδίες στο μπάσο. Μ’ αρέσει ο τρόπος που ο Eddie Gómez (Bill Evans Trio) έπαιζε κοντραμπάσο και ο Niels-Henning Ørsted Pedersen. Άκουγα αυτούς τους τύπους καθώς πήγαινα στο κολέγιο στο Βόρειο Τέξας και άκουγα τον Jaco (σ.σ: Pastorius) φυσικά, αλλά μετά ακούγοντας τον Dave Hope από τους Kansas, τον Geddy Lee, όλους αυτούς τους διαφορετικούς τύπους, έγινε ένα είδος μπουφέ, υποθέτω ότι είναι ο καλύτερος τρόπος να το δεις. Αυτή είναι η δύναμη της μουσικής και ξέρω ότι δεν θα γίνω σαν τον Jaco, δεν θα γίνω τόσο καλός παίκτης όσο ο Jaco, ο Marcus Miller κι άλλοι τύποι, αλλά μπορώ να μάθω τι κάνουν και να το εφαρμόσω σ’ αυτό που είμαι και να βρω το δικό μου πράγμα. Ήξερα ότι δεν θα γίνω ο καλύτερος μπασίστας στον κόσμο, αλλά ήξερα ότι μπορώ να φτάσω σ’ ένα σημείο που να είμαι αρκετά καλός για να τα καταφέρω. Δεν θα γίνω ο καλύτερος σολίστας στον κόσμο και θέλω να μπορώ να κάνω solo καλά και να κάνω αυτό που κάνω. Η πρώτη μου δουλειά ήταν με τον Maynard Ferguson (τρομπέτα), αμέσως μετά το κολέγιο όταν ήμουν 19 χρονών και απλώς ρίχτηκα στον κόσμο της jazz.
Ήμασταν σε ένα υπεραστικό λεωφορείο ταξιδεύοντας με μεγαλύτερους τύπους και τον Maynard, γυρνούσαμε παντού και παίζαμε jazz. Παίζαμε swing με big band, αλλά ο Maynard ήθελε επίσης να rock-άρει, οπότε παίζαμε τραγούδια των Weather Report, παίζαμε τα πάντα. Αυτή ήταν σημαντική έκθεση για μένα ώστε να σκεφτώ: «Ω, ουάου, η μουσική είναι υπέροχη. Είναι διασκεδαστικό να παίζεις για πολλούς ανθρώπους». Σ’ εκείνο το σημείο συνειδητοποίησα ότι ήθελα να ασχοληθώ με τη rock και την pop. Έτσι, νομίζω ότι τα τελευταία 40 χρόνια ασχολήθηκα περισσότερο με τη σύνθεση τραγουδιών και όταν γράφεις τραγούδια, είναι σαν να σκέφτεσαι το μέρος του μπάσου όλη την ώρα, αλλά στην πραγματικότητα δεν εστιάζεις εκεί. Όπως όταν έπαιζαν οι Beatles, ο Paul έγραφε ένα τραγούδι και αργότερα σκέφτηκε: «Θέλω πραγματικά να επικεντρωθώ στο μέρος μου στο μπάσο» και έβαζε το μπάσο του τελευταίο. Εννοώ, έπαιζε υπέροχο μπάσο στους πρώιμους δίσκους των Beatles, αλλά αργότερα είπε: «Θέλω να το κάνω τελευταίο». Το καταλαβαίνω. Έτσι, για το υλικό των Reddcoats, σκέφτομαι συνεχώς το μέρος του μπάσου, επειδή βασίζεται σε γεμίσματα στο μπάσο και στα drums και τα λοιπά. Δεν νομίζω ότι είμαι καλύτερος απ’ ό,τι ήμουν νεότερος, αλλά νομίζω ότι είμαι μεγαλύτερος τώρα και ξέρω περισσότερα για το τι να παίξω και τι όχι.
Το καλό τώρα είναι όταν όλοι έχουν τα δικά τους home studios, ο Gregg κι εγώ κάνουμε μια ηχογράφηση εδώ και λέμε: «Θα σας δώσουμε τρεις βερσιόν», ειδικά αν είναι online και το κάνουμε επίσης live και στα studios. Λέμε: «Εδώ είναι η απλή βερσιόν, take 1. Παίζουμε όπως στο demo. Ηχογραφούμε ακριβώς αυτό που έχει το demo. Έχεις αυτό το live συγκρότημα που παίζει το demo σου». Τώρα, στο δεύτερο take θα κάνουμε κάτι περισσότερο σαν αυτό που θα κάναμε, είμαστε ανάμεσα στο demo και μετά στο τι θα κάναμε αν ήταν το δικό μας συγκρότημα και μετά το τρίτο είναι το «τρελαίνομαι» take όπου είμαστε υπερβολικοί και να παίζουμε ό,τι να ‘ναι και μετά μπορούν πάντα να το κάνουν edit. Αυτή είναι η ομορφιά της μουσικής σήμερα και παλιά υπήρχε μια μπομπίνα 2 ιντσών και έπρεπε να έχεις αυτό το take. Λοιπόν, θυμάμαι με τον Maynard, μόλις μπήκαμε στο συγκρότημα, ηχογραφήσαμε live σε 2-κάναλο album αμέσως (σ.σ: “Storm” -1982).
19 χρονών, ίσως 20 χρονών, πρέπει να παίξεις με big band live στο LA όπου δεν μπορείς να διορθώσεις τίποτα, και μετά ο δεύτερος δίσκος “Live from San Francisco” (1985) με τον Maynard, το ίδιο πράγμα, live σε 2-κάναλο. Λοιπόν, μάθαμε νωρίς ότι πρέπει να το κάνεις αυτό, τώρα είναι λίγο πιο απλό γιατί είσαι στο studio, μπορείς να διορθώσεις μέρη ηχογραφώντας από πάνω (σ.σ: punch in), αλλά υπάρχει κάτι στο πνεύμα του πρώτου take που όλοι αγαπάμε και συνήθως αυτό είναι που κάνουμε με τους Reddcoats. Είναι το πρώτο πράγμα που βγαίνει. Πιστεύω ότι η μουσική σου έρχεται από τον Θεό και ο Θεός απλά σου την πασάρει και εσύ την πασάρεις μετά, ξέρεις, είναι περίεργο. Το πρώτο πράγμα που σου έρχεται είναι συνήθως το σωστό, είναι συνήθως το καλύτερο πράγμα, αλλά πάντα υπάρχουν και δεύτερα και τρίτα takes. Έτσι, γενικά, νομίζω ότι το κύριο πράγμα για μένα είναι απλώς να μάθω να είμαι περισσότερο ομαδικός παίκτης μουσικά και να ξέρω ότι δεν είμαι το επίκεντρο όταν παίζω μουσική άλλων ανθρώπων, το να υποστηρίξω τον καλλιτέχνη. Οι Reddcoats είναι ακριβώς το αντίθετο (γέλια), τα πάντα περιστρέφονται γύρω από μας. Είναι σαν: «Αυτό μπορούμε να κάνουμε». Άρα, είναι μια καλή ισορροπία.
Παρεμπιπτόντως, ο Ron Carter (Miles Davis Quintet -κοντραμπάσο) μου είπε πέρυσι ότι το πρώτο take στο studio είναι πάντα το καλύτερο, γιατί την πρώτη φορά παίζεις τη μουσική, τη δεύτερη φορά παίζεις τον εαυτό σου. Συμφωνείτε μ’ αυτό;
Συμφωνώ και δεν θα διαφωνούσα ποτέ με τον Ron Carter για ο,τιδήποτε. Έχει απολύτως δίκιο. Νομίζω ότι μιλάει γι’ αυτό το πνεύμα του πρώτου take: Στο πώς ακούς ένα τραγούδι την πρώτη φορά που ξεκινάς να το παίζεις. Μπορεί να κάνεις μερικά λάθη και τέτοια πράγματα, αλλά είναι καθαρά αυτό που είσαι. Θυμάμαι ότι ήμουν σ’ ένα studio με τον Elton για πρώτη φορά, καθόμουν εκεί και είμαστε στο studio, βγάζουμε όλους τους ήχους και μετά ο Elton έρχεται με το τραγούδι και λέει: «Ας το ηχογραφήσουμε. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα» και όλοι αρχίζουμε να παίζουμε και σκέφτομαι: «Πού είναι ο μετρονόμος (σ.σ: click track) ; Θα το προβάρουμε ή θα το παίξουμε;» και βγάζουμε το τραγούδι, λάθη παντού, το τελειώσαμε και τώρα που ξέρω το ρυθμό μπορούμε να ξεκινήσουμε από το μηδέν και θα καταλάβουμε τα μέρη. Λέει: «Εντάξει, ας πάμε μέσα ν’ ακούσουμε». Μπαίνει, λοιπόν και το ακούει και λέει: «Αφήστε με να τραγουδήσω τ’ αρμονικά φωνητικά», βάζει τ’ αρμονικά φωνητικά. Ο Davey Johnstone λέει: «Αφήστε να πάω να παίξω ένα overdub στην κιθάρα», πάει και παίζει ένα overdub στην κιθάρα και εγώ κάθομαι εκεί και σκέφτομαι: «Αυτό έκαναν. Έτσι το έκαναν». Όλα αυτά τα λάθη που έκαναν αυτοί και εγώ, ξαφνικά έγιναν γοητευτικά και ακούγονται ωραία, όπως το “Rocket Man”, υπάρχουν μικρά πράγματα παντού, μάλλον διόρθωναν τα μεγάλα λάθη, αλλά το πρώτο πράγμα που έβγαινε, το κρατούσαν στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, και αυτό φαίνεται. Σίγουρα, υπάρχουν όλα τα αστεία μικροπράγματα στους Beatles που λες: «Ω, αυτό δεν είναι τέλειο», αλλά τα ξέρεις αυτά και γίνονται μέρος του τραγουδιού, όπως όταν η φωνή του George (σ.σ: Harrison- κιθάρα) σπάει σε μία από τις φωνητικές αρμονίες. Δεν μπορείς να περιμένεις να τ’ ακούσεις γιατί ξέρεις ότι έρχεται. Αυτό δεν σε κάνει να σ’ αρέσει λιγότερο το τραγούδι, αυτό σε κάνει να σ’ αρέσει περισσότερο, γιατί είναι ανθρώπινο. Λοιπόν, νομίζω ότι γ’ αυτό μιλούσε ο Ron και συμφωνώ.
Πόση καλλιτεχνική ελευθερία έχετε στα albums των άλλων;
Είμαι έκπληκτος τον τελευταίο καιρό που ο κόσμος είναι ανοιχτός να κάνεις αυτό που θέλεις να κάνεις. Θέλω να πω, η ομορφιά του να κάνεις τρία ή τέσσερα takes είναι ότι θέλεις πάντα να σέβεσαι το demo κάποιου και να του δίνεις αυτό που άκουγε παλιά, αλλά με μπάσο αντί για synth μπάσο ή ό,τι άλλο είναι το μπάσο στο demo του. Έτσι, από σεβασμό το κάνω αυτό και εκπλήσσομαι μερικές φορές όταν κάνω ένα τρίτο take με κάποια τρελά πράγματα ότι αυτό είναι που τελικά χρησιμοποιούν. Νομίζω ότι η μουσική αλλάζει, δεν είναι σαν τα straight drums «του-του-τάν/του-του-τούν/ μπου-μπου/μπαμπ-μπαμπ». Η μουσική αλλάζει, ακόμα και ο Joe (σ.σ: Satriani). Μόλις έκανα ένα μέρος μπάσου από το νέο τους τραγούδι (σ.σ: “The Sea of Emotion, Pt. 1” των Satriani & Vai) για το οποίο έκαναν ένα video και ο Joe μου έστειλε τα αρχεία. Παλιότερα δούλευα με τον Joe -έχω δουλέψει με τον Joe ένα εκατομμύριο φορές και επειδή μπορεί να παίξει πολύ καλό μπάσο- μπορούσε να είναι εκεί και να λέει: «Μην το κάνεις αυτό. Μην το κάνεις αυτό. Κάνε αυτό. Κάνε αυτό» πάντα με καλό τρόπο, όχι ελέγχοντας αλλά ήξερε τι ήθελε. Σ’ αυτό το τραγούδι είπε: «Κάνε ό,τι θέλεις. Απλώς παίξε αυτό που θες» και σκέφτηκα: «Ουάου! Αυτό ακούγεται πολύ ωραίο». Εννοώ, μέσα σε όρια, δεν πας να παίξεις κάτι που δεν είναι το τραγούδι. Νομίζω ότι οι άνθρωποι είναι πιο ανοιχτοί στο να κάνουν οτιδήποτε, γιατί ξέρουν ότι η μουσική αλλάζει και δεν πρέπει να είναι τόσο συνηθισμένη.
Ποιες είναι οι επιρροές σας στο μπάσο;
Ω φίλε, είναι οι πάντες. Δεν μπορώ να αναφέρω λιγότερους από 20, αν έπρεπε να κάτσω και να σου πω ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και τι σήμαιναν για μένα και πώς τους άκουγα ξανά και ξανά και ξανά. Το πρώτο συγκρότημα, φυσικά, ήταν οι Beatles που είδαμε ο Gregg και εγώ με την αδερφή μου, την Kathy και τον μπαμπά μου, πήγαμε να δούμε τους Beatles το ‘66 νομίζω στο Detroit, οπότε ακούς αυτό και έχεις ήδη ακούσει πολλά, με τους Beatles. Αυτό μας οδήγησε σε rock συγκροτήματα. Μπήκα με τα χίλια ζόρια στη μουσική γιατί δεν ήθελα πραγματικά να το κάνω, οπότε πήγαινα στον κάτω όροφο με τη ρακέτα του τένις, έβαζα το τηλέφωνό μου πάνω του προσποιούμενος ότι τζαμάρω στους Rush, στους Kansas, στους Boston, στους Chicago, όλες τις μεγάλες πόλεις και όλα τα διαφορετικά συγκροτήματα, τους REO Speedwagon, άκουγα τα πάντα και μετά άρχισα να παίζω μπάσο και άρχισα να παίζω σε συγκροτήματα στο Detroit και μετά να μαθαίνω πώς να διαβάζω. Η μαμά μου μ’ έβαλε να παίζω τρομπόνι, μ’ έκανε να μάθω κοντραμπάσο με δοξάρι. Δόξα τω Θεώ, το έκανε αυτό και απλώς άρχισα να ασχολούμαι με διαφορετικά είδη μουσικής και όταν πήγα στο North Texas State, ήμουν αρκετά χωμένος στην jazz και μετά πας στο North Texas State και υπάρχει ένα εντελώς άλλο επίπεδο μουσικών. Όλοι είναι καλοί, όλοι είναι καλύτεροι από εσένα, πρέπει να κάνεις το βήμα παραπάνω. Ζώντας με τον αδερφό μου, τον Tim Ries τον σαξοφωνίστα, έναν σπουδαίο σαξοφωνίστα που τώρα παίζει με τους Stones, μου έμαθαν μουσική που δεν είχα ακούσει ποτέ και τόσους πολλούς διαφορετικούς μπασίστες. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα στο σχολείο, άκουσα τον Gary Willis, τον άκουσα να παίζει σε ένα club και μπήκα και τον άκουσα και απλώς δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο καλός ήταν και πήγα σπίτι κι έφτιαξα τις βαλίτσες μου, γιατί θα ‘φευγα, γιατί είπα: «Αν όλοι παίζουν έτσι, τι κάνω εγώ;» και ο αδερφός μου είπε: «Δεν παίζουν όλοι σαν τον Gary. Ο Garry είναι freak show, είναι καταπληκτικός. Απλώς μείνε εδώ, θα είναι εντάξει». Το να είμαι σ’ ένα κολέγιο σαν αυτό απλώς μ’ έκανε να δω τη μεγάλη εικόνα των τόσων διαφορετικών ειδών. Λοιπόν, ναι, ακούγοντας τα πάντα, αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω, απλώς ακούγοντας μουσική συνέχεια.
Πόσο σημαντικός είναι για εσάς ο αυτοσχεδιασμός;
Πάντα εύχομαι να μπορούσα να είμαι καλύτερος και θα εκπλήξει κάποιους γιατί θα πουν: «Είναι rock μπασίστας», όπως όταν έκανα για πρώτη φορά περιοδεία με τον Dave (σ.σ: Lee Roth) όλοι νόμιζαν ότι ήμουν ένας metal/rock μπασίστας και αυτό ακριβώς συμβαίνει. Τυποποιείσαι σ’ αυτό το πράγμα, αλλά ποτέ δεν ήταν έτσι. Μ’ αρέσει να το παίζω (σ.σ: το rock) αλλά μ’ αρέσει να κάνω κι όλα τ’ άλλα. Πάντα προσπαθώ να δουλεύω τις ικανότητές μου και να γίνομαι καλύτερος, αλλά όπως είπα νωρίτερα, μόλις τον τελευταίο χρόνο συνειδητοποίησα ότι αν μπορώ να παίξω αυτό που ακούω στο μυαλό μου, τότε θα ήμουν πολύ καλός μπασίστας. Λοιπόν, τώρα βρίσκομαι στη διαδικασία να γράφω πολλά τραγούδια απλώς σαν μια άσκηση τραγουδώντας ό,τι ακούω και μετά να σκέφτομαι: «Φίλε, δεν θα το έπαιζα ποτέ αυτό στο μπάσο. Αυτό θέλω ν’ ακούσω να παίζει ένας μπασίστας». Λοιπόν, θα σ’ ενημερώσω πώς πάει αυτό γιατί προσπαθώ να το καταλάβω, αλλά με κάνει να παίζω πολύ διαφορετικά. Το δυσάρεστο με τα solos στο μπάσο είναι ότι τα πάντα σταματάνε εκτός από τα drums. Δεν έχεις το μπάσο να διοχετεύει, είσαι ακόμα σ’ αυτά τα αχαρτογράφητα νερά κάνοντας το τραγούδι να συνεχίζει, αλλά παίζοντας ένα μέρος μπάσου, κάτι που μισώ στα solos στο μπάσο. Με βοηθάει όταν βγαίνει ένα solo στο μπάσο, ελπίζω ότι ο πληκτράς θα παίζει αλλαγές και μπορώ να παίξω pop ή rock γραμμές πάνω σ’ αυτό, αλλά όχι απλώς κάνοντας το ίδιο πράγμα που κάνω εδώ και 40 χρόνια γιατί έχω σιχαθεί τον εαυτό μου. Θέλω να τ’ αλλάξω αυτό.
Ο Tony Williams έφυγε από τη Βοστώνη και μπήκε στο συγκρότημα του Miles Davis όταν ήταν 17 ετών. Υπάρχουν τέτοιου είδους ευκαιρίες στις μέρες μας;
Ω, ναι. Σκέφτομαι ότι τώρα ίσως περισσότερο από ποτέ λόγω του Youtube και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Θέλω να πω, οι άνθρωποι αναρτούν πράγματα, τα παιδιά τώρα παίζουν πράγματα που κανείς δεν μπορούσε να παίξει πριν από 30 ή 40 χρόνια. Απλώς είναι από άλλο ανέκδοτο, που παίζουν πράγματα που δεν ήξερα καν τι γλώσσα μιλούσαν. Πιστεύω ότι κάποιος σαν τον Stanley Clarke θ’ άκουγε έναν κιθαρίστα στο διαδίκτυο και απλώς θα έλεγε: «Φίλε, πρέπει να πάρω αυτόν τον τύπο». Νομίζω ότι αυτά τα παράθυρα και οι πόρτες είναι πολύ πιο ανοιχτά απ’ ό,τι παλιά όπου έλεγες: «Άκουσα γι’ αυτόν τον τύπο, τον Tony Williams από τη Βοστώνη, ναι, ας τον φέρουμε αεροπορικώς εδώ, ας τον τσεκάρουμε». Σκέφτομαι ότι αυτές οι ευκαιρίες είναι πολύ περισσότερες από τότε, γιατί μπορείς να δεις τους πάντες τώρα στο Youtube και νιώθεις ότι τους γνωρίζεις επειδή τους παρακολουθείς κάθε μέρα. Λοιπόν, ναι, αυτή είναι μια καλή ερώτηση.
Κοιτάζοντας πίσω, ήταν η δεκαετία του ’80 μια καλή δεκαετία για τη μουσική;
Στη δεκαετία του ‘80, όταν μετακόμισα στο Los Angeles το ’83, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν ότι έπρεπε να βγάλω χρήματα επειδή δεν είχα χρήματα, έτσι μπήκα στο συγκρότημα Top40 (σ.σ: που έπαιζε τραγούδια από τα charts) που παίζαμε πέντε βράδια την εβδομάδα σ’ αυτό το club στα Universal Studios και μετά στο συγκρότημα την Κυριακή και τη Δευτέρα, ο μπασίστας τους έφυγε, οπότε πήρα τη θέση του. Πήρα τη θέση του Jason Scheff. Ο Jason μόλις πήρε την δουλειά ως τραγουδιστής, παίζοντας μπάσο όταν ο Peter Cetera έφυγε από τους Chicago, έτσι μπήκα σ’ αυτό το συγκρότημα που λεγόταν Donna and the Kids, με τη Donna McDaniel. Έπειτα, έπαιζα πέντε νύχτες την εβδομάδα μ αυτό το συγκρότημα, δύο νύχτες την εβδομάδα μ’ αυτό το άλλο συγκρότημα το Σαββατοκύριακο. Αλλά μετά έπιασα δουλειά στη Disneyland την ημέρα παίζοντας πέντε sets από το Top40 αντίστροφα στη Disneyland και η τραγουδίστρια που γνώρισα την ημέρα που έκανα οντισιόν γι’ αυτό αργότερα έγινε γυναίκα μου και ένας από τους καλύτερους φίλους μου ήταν ο drummer σ’ αυτό το συγκρότημα. Έτσι, όσα περισσότερα κάνεις, τόσο περισσότερο συναντάς ανθρώπους που είναι μαζί σου σ’ όλη σου τη ζωή. Έπαιζα Top40 5 μέρες την εβδομάδα, 7 νύχτες την εβδομάδα για 1 ½ χρόνο συνεχόμενα και την μουσική της δεκαετίας του ‘80, δεν την θυμάμαι αυτή τη στιγμή γιατί μάλλον την είχα πολύ στον οργανισμό μου, αλλά κάθε νέο τραγούδι που έβγαινε το έπαιζες την επόμενη μέρα, έπρεπε να μάθεις όλα τα τραγούδια. Εννοώ, από Madonna μέχρι το “The Heart of Rock & Roll”, τον Huey Lewis, μέχρι τον Prince. Υπήρχε μεγάλη γκάμα τότε. Υπήρχαν πολλά διαφορετικά είδη, πολλή υπέροχη μουσική και μερικά τραγούδια που rock-άρανε. Δεν ξέρω αν ο κόσμος αποφεύγει τη δεκαετία του ‘80, πάντα αποφεύγουν πράγματα που έχουν ήδη συμβεί σαν να νομίζουν ότι επανεφευρίσκουν τον τροχό. Απλώς μιλούσα με κάποιον τις προάλλες γι’ αυτό το τραγούδι, το “Everybody Wang Chung Tonight” (σ.σ: “Everybody Have Fun Tonight” των Wang Chung -1986), και το τραγούδι είναι ένα εντάξει τραγούδι και ήταν hit, αλλά η γέφυρα σ’ αυτό το τραγούδι είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου. Το ξέρεις αυτό (σ.σ: τραγουδάει υπέροχα) : “On the edge of oblivion”. Αυτό έπαιζε στο ραδιόφωνο και ακούγεται σαν Sting. Υπήρχε κάποια καταπληκτική μουσική τη δεκαετία του ‘80 και υπήρχε το metal/rock, το hair rock, όλα τ’ έπαιζαν στη δεκαετία του ‘80. Η δεκαετία του ‘90 πήγε σ’ άλλη κατεύθυνση, Nirvana και διαφορετικά πράγματα. Κάθε δεκαετία είχε τα δικά της καλά ή κακά, αλλά προσωπικά λατρεύω τη δεκαετία του ‘80, πίστευα ότι υπήρχαν υπέροχα τραγούδια, αλλά χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ τώρα το 2024, ακόμα ζωντανός.
Έχετε παίξει με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους στην καριέρα σας. Το να παίζεις με διαφορετικούς ανθρώπους είναι κι αυτό ένα είδος εξέλιξης;
Έμαθα νωρίς ότι δεν ήθελα πραγματικά να είμαι το επίκεντρο της προσοχής. Είχαμε ένα συγκρότημα που ονομαζόταν The Mustard Seeds και μερικά διαφορετικά συγκροτήματα στα οποία ήμουν, όπου τραγουδούσα και ήμουν ο βασικός τύπος και με τρόμαξε, γιατί όταν τραγουδάς στίχους είσαι υπεύθυνος για το μήνυμα αυτών των στίχων, είσαι το πρόσωπο του συγκροτήματος κι είσαι αυτό κι εκείνο. Μερικές φορές, δεν θέλω να ασχοληθώ μ’ αυτό. Έτσι, παίζοντας με καλλιτέχνες όπως ο Elton και ο Rick Springfield, ο Satriani, ο Steve και διάφορα συγκροτήματα όπως αυτά με τα οποία ασχολείσαι εσύ, θέλω απλώς να παίζω μπάσο. Μερικές φορές, αυτό είναι πολύ διασκεδαστικό για μένα. Μερικές φορές μ’ αρέσει να είμαι ο τύπος που τραγουδά το τραγούδι, αλλά δεν θα ‘θελα να το κάνω συνέχεια, γι’ αυτό οι Reddcoats είναι υπέροχοι για μένα γιατί μπορούμε να το κάνουμε αυτό ενώ κάνουμε όλα τ’ άλλα πράγματα. Αλλά στο βαθμό του να τραβάω όλη την προσοχή όντας αυτός ο τύπος, δεν το θέλω αυτό, δεν μπορώ να το διαχειριστώ και ο εγκέφαλός μου δεν είναι καλωδιωμένος γι’ αυτό.
Γιατί δεν υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα στους μπασίστες; Εννοώ, εσείς, ο Leland Sklar, ο Tony Levin, ο Billy Sheehan, ο Victor Wooten, αγαπιέστε όλοι μεταξύ σας.
Αυτό συμβαίνει επειδή οι μπασίστες είναι ομαδικοί παίχτες, νομίζω και υπάρχουν ορισμένοι τύποι προσωπικότητας. Οι κιθαρίστες, όχι συνέχεια, αλλά έχουν το δικό τους πράγμα, ψυχικά. Φυσικά, ο καθένας είναι διαφορετικός, δεν μπορείς να βάλεις στο ίδιο τσουβάλι αυτό που είναι όλοι live, αλλά νομίζω ότι οι μπασίστες είναι λίγο πιο ήπιοι, στην Αμερική υπάρχει ο παίχτης δεύτερης βάσης (σ.σ: second baseman), στο γήπεδο του μπέιζμπολ. Από τις εννέα θέσεις, υπάρχει ο παίχτης δεύτερης βάσης. Εάν δεν έχεις έναν καλό παίχτη δεύτερης βάσης, δεν πρόκειται να κερδίσεις γιατί αυτός ο τύπος κάνει όλη τη βρώμικη δουλειά. Κάνει double plays, το κάνει αυτό, κινείται παντού, αλλά δεν είναι σαν να λέμε: «Αυτός ο τύπος είναι ο καλύτερος!» Υποστηρίζει την ομάδα. Νομίζω ότι οι μπασίστες το κάνουν αυτό. Θέλουμε απλώς το συγκρότημα να rock-άρει, θέλουμε το συγκρότημα ν’ αλλάζει ρυθμό και εγώ είμαι η κινητήρια δύναμη γι’ αυτό. Εγώ και ο drummer είμαστε η κινητήρια δύναμη γι’ αυτό. Θα κάνω ό,τι είναι σωστό γι’ αυτήν την κατάσταση και όταν είναι η ώρα μου να λάμψω και να παίξω, θα το κάνω. Νομίζω ότι αυτό καλλιεργεί την προσωπικότητα του να είσαι απλώς καλός τύπος, να είσαι ομαδικός παίκτης και αυτοί οι τύποι που ανέφερες είναι όλοι υπέροχοι τύποι. Ο Billy είναι απλώς ένας υπέροχος ομαδικός παίκτης. Ο Billy έχει τον ήχο του, έχει τον δικό του τρόπο που θέλει να κάνει τα πράγματα και είναι καταπληκτικό. Εννοώ, κανείς δεν παίζει μπάσο όπως αυτός ο τύπος, αλλά στην τελική είναι μπασίστας, θέλει το συγκρότημα να rock-άρει και χωρίς αυτός να κάνει τη δουλειά του ή εγώ τη δική μου, το συγκρότημα δεν θα rock-άρει. Είναι θέμα προσωπικότητας, το σκέφτομαι συνέχεια: Οι περισσότεροι μπασίστες που γνωρίζω είναι αρκετά ώριμα, καλά παιδιά. Δεν λέω ότι οι άλλοι μουσικοί δεν είναι, αλλά παραδέξου το: Oι drummers είναι λίγο τρελοί, οι κιθαρίστες είναι τρελοί, οι πληκτράδες είναι τρελοί, οι μπασίστες είναι οι καλύτεροι. Αυτό είναι το μόνο που θα πω.
Πιστεύετε ότι λόγω των υπηρεσιών streaming η ακρόαση ενός album από την αρχή μέχρι το τέλος γίνεται ένα είδος χαμένης τέχνης;
Οπωσδηποτε. Το μόνο σίγουρο. Προσπαθώ πάντα να υποστηρίζω τα ολόκληρα albums και να υποστηρίζω και ν’ αγοράζω τα albums των φίλων μου. Όταν ακούω ολόκληρο το album, είμαι εξαντλημένος. Όταν ακούω το album των Reddcoats, είμαι εξαντλημένος. Έπρεπε να τ’ ακούσουμε πολλές φορές ο Mike και εγώ όταν το μιξάραμε. Αυτός το μίξαρε κι εγώ έβαζα τις ιδέες και τις σκέψεις μου. Είναι δύσκολο τώρα, γιατί έχουμε παρασυρθεί μ’ αυτά τα γρήγορα memes και τα σύντομα μικρά videos, το TikTok. Το εύρος της προσοχής μας έχει πετάξει από το παράθυρο και αυτό δεν είναι είδηση για κανέναν. Έχουμε αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τη ζωή και αυτό δεν είναι καλό. Ειδικά για τις σχέσεις: Οι σχέσεις θέλουν δουλειά. Ο γάμος μου με τη γυναίκα μου δεν είναι πάντα τέλειος. Χρειαζόμαστε να καθίσουμε, να σταματήσουμε τα πάντα, να μιλήσουμε και να διορθώσουμε αυτό το πρόβλημα, χρειάζεται χρόνος. Όταν πάω, στο πίσω μέρος του μυαλού μου πρέπει να κάνω αυτή την ηχογράφηση, μιλάω με τη γυναίκα μου, πρέπει να πω κυριολεκτικά: «Άσε την ηχογράφηση. Αυτό είναι το πιο σημαντικό». Νομίζω ότι έχουμε χάσει το μυαλό μας και αφήνουμε το πιο σημαντικό πράγμα για κάτι που είναι γρήγορο και εύκολο. Έτσι, το να ακούς ένα album από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν είναι στη λίστα όλων, αλλά το ενθαρρύνω ιδιαίτερα και θέλω να το κάνω περισσότερο. Θέλω να πω, είδα τον Paul McCartney στο Dodger Stadium και μετά από μισή ώρα, το μυαλό μου είχε τρελαθεί λίγο και έπρεπε να περπατήσω και να επιστρέψω και αυτός είναι ο Paul McCartney, ο ήρωάς μου. Έτσι, μ’ έχει επηρεάσει κι εμένα όσο κι αν κρίνω τον οποιονδήποτε άλλο γι’αυτό, γιατί μου έχει συμβεί. Πρέπει να επανεκπαιδεύσω το μυαλό μου και να επιστρέψω στα βασικά και ν’ ακούσω ολόκληρα albums και να κοιτάξω το artwork όπως έκανα όταν ήμουν παιδί.
Έχετε μουσικές φιλοδοξίες που θέλετε να εκπληρώσετε;
Φυσικά, ναι. Μ’ αρέσει να δουλεύω, μ’ αρέσει να παίζω στα πράγματα όλων, κάθε φορά που οι άνθρωποι μου στέλνουν πράγματα ή όταν περιοδεύω υποστηρίζοντας καλλιτέχνες και είμαι σ’ ένα συγκρότημα όπως οι REO. Σίγουρα θα μ’ άρεσε, όπως είπα, να συνεχίσω να γράφω πράγματα όπου τραγουδάω μελωδίες και παίζω και δουλεύω πάνω σ’ αυτό, δουλεύω σε διαφορετικά πράγματα. Θα μ’ άρεσε να συνεχίσω να γράφω πράγματα στους Reddcoats και να συνεχίσω να το επεκτείνω και να βελτιώνομαι. Στο τέλος της ζωής μου, στο νεκροκρέβατό μου, δεν κοιτάζω τη ζωή μου σκεπτόμενος: «Ω, φίλε, θα ‘θελα να εξασκηθώ περισσότερο» ή «Μακάρι να είχα γράψει περισσότερα τραγούδια. Θα φύγω». Θέλω να είμαι με τους ανθρώπους που αγαπώ, με την οικογένειά μου και απλώς να εκτιμώ αυτή τη ζωή. Έτσι, δεν θέλω να κάνω τη μουσική τόσο σημαντική ώστε να γίνει το παν, γιατί δεν είναι. Υπάρχουν πολλά περισσότερα και είμαι μεγάλος υπέρμαχος του να ζήσεις τη ζωή σου και να πας διακοπές και να κάνεις παρέα και να παίζεις μουσική όποτε θέλεις και είμαι μεγαλύτερος τώρα, οπότε δεν χρειάζεται να κάνω τόση χαμαλοδουλειά όπως παλιά. Αλλά πάντα ήθελα να γίνομαι καλύτερος, πάντα ήθελα να παρακολουθώ τύπους και να μαθαίνω, αλλά έχω καταρρεύσει κάνοντάς το με τους δικούς μου τρόπους. Δεν ξέρω αν θα γίνω πολύ καλύτερος στον χρόνο που μου απομένει, ειδικά όταν βλέπω αυτά τα παιδιά και λέω απλώς: «Φίλε, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνω τόσο καλός όσο εκείνο το παιδί. Είναι 12 χρονών και με κάνει ρεζίλι. Ο Θεός να τον ευλογεί! Αυτό είναι υπέροχο. Ελπίζω να πετύχει. Συνέχισε να κάνεις αυτό που κάνεις». Σε 30 χρόνια από τώρα θα είναι τρελός. Είναι σαν ένα ρίπτη (σ.σ: pitcher) στο μπέιζμπολ που ρίχνει με 100 μίλια/ώρα το μέγιστο και δεν έχει αλλάξει για 100 χρόνια, αλλά με την εξάσκηση κάθε μέρα, μπορεί να ρίξει με 120 μίλια/ώρα; Δεν νομίζω. Ίσως θα ρίξει με 105, δεν νομίζω ότι αυτό θ’ αλλάξει τόσο πολύ. Δεν νομίζω ότι στην υπόλοιπη ζωή μου ξαφνικά θα γίνω ο Ron Carter ή ο Eddie Gómez ή ο Jaco. Νομίζω ότι έχω πιάσει το ταβάνι μου, αλλά πάντα μπορώ να γίνομαι καλύτερος.
Ποιο είναι το άτομο με το οποίο έχετε την καλύτερη μουσική σύνδεση στη σκηνή, εκτός από τον Gregg;
(Γέλια) Ω φίλε, μ’ αρέσουν οι drummer. Όταν, έπαιζα με τον Elton, ο Nigel (σ.σ: Olsson) και εγώ γελούσαμε όλη τη νύχτα, απλώς παίζοντας και κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Δεν υπάρχει τίποτα σαν το να παίζεις και να κοιτάς τους ανθρώπους όταν παίζεις. Είναι το καλύτερο πράγμα όταν είσαι σ’ ένα συγκρότημα, μου θυμίζει την πρώτη φορά που έπαιξα με τον Gregg σε ένα υπόγειο. Λοιπόν, παίζοντας με τον Bryan Hitt στους REO, κοιταζόμασταν και γελούσαμε, οι κιθαρίστες και τα λοιπά, είναι ακριβώς αυτή η ανθρώπινη σύνδεση της ζωής και λες: «Είμαι πραγματικά κουρασμένος αυτή τη στιγμή, είμαστε σ’ ένα λεωφορείο όλη την νύχτα και δεν νιώθω τόσο καλά», αλλά παίζουμε ένα τραγούδι και σε κοιτάζω και με κοιτάζεις και λέμε: «Θα το ξεπεράσουμε αυτό». Αυτό είναι η μουσική, φίλε, απλώς πηγαίνει από το σημείο Α στο σημείο Β καθημερινά και προσπάθησε να το εκτιμήσεις αυτό τώρα, αντί σε 10 χρόνια από τώρα, κοιτάζοντας πίσω. Μιλούσα με τη γυναίκα μου χθες: Αυτή τη στιγμή. Το μόνο που έχει σημασία είναι το τώρα, ν’ απολαμβάνω αυτή τη στιγμή, παρόλο που δεν είναι τέλεια, ό,τι συμβαίνει τώρα είναι εκεί που θέλω να βρίσκομαι. Δεν θέλω να κοιτάζω πολύ στο μέλλον. Είμαι εδώ με τον σκύλο μου αυτή τη στιγμή και σου μιλάω και δεν υπάρχει άλλο μέρος που θα ‘θελα να είμαι (γέλια).
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της instrumental μουσικής;
Οπωσδήποτε, μόλις κάναμε ένα “Song In a Day Show” στο Πανεπιστήμιο Concordia Irvine, λίγο παρακάτω και περπατούσα στην αίθουσα, είχαν ένα όμορφο studio χτισμένο εκεί, ο τύπος που ονομάζεται Steve Young διευθύνει το τμήμα Μουσικής και εγώ ήμουν έκπληκτος που υπάρχουν όλα αυτά τα μικρά παιδιά, πηγαίνουν στο σχολείο εκεί για μουσική και πήγαινα στις αίθουσες εξάσκησής τους και τους άκουγα και ήταν καταπληκτικοί μουσικοί. Είχαμε μερικές τραγουδίστριες που τραγούδησαν το μέρος της χορωδίας στο τραγούδι και ακούγονταν σαν να ήταν 50 ετών, ήταν καταπληκτικές τραγουδίστριες. Μερικές φορές γίνομαι πικρόχολος, νομίζω ότι όλοι μας, όλοι οι μουσικοί γίνονται λίγο πικρόχολοι και επικριτικοί για το τι έρχεται. Πάντα λέμε: «Ω, φίλε μια μπομπίνα 2 ιντσών, δεν μπορούσες να διορθώσεις πάνω σε μπομπίνα 2 ιντσών», το λέμε πάντα, αλλά φοβόμαστε επίσης αυτό που έρχεται γιατί ξέρουμε ότι θα είναι καλύτερο. Μπορεί να μην είναι τόσο καλόγουστοι, γιατί αυτό θα συμβεί καθώς μεγαλώνουν, αλλά αυτή τη στιγμή, τα μικρά παιδιά είναι σαν αφηνιασμένους ταύρους που έρχονται: «Είμαι καλύτερος από εσάς, παιδιά. Μπορώ να παίξω αυτό και να σε κάνω ρεζίλι» και αυτό είναι ωραίο και ελπίζω να το κάνουν με ταπεινότητα και να τελειοποιήσουν την τέχνη τους για να γίνουν σπουδαίοι μουσικοί. Αλλά έχω μεγάλη αυτοπεποίθηση ώστε να μην πικραίνομαι μ’ αυτό, να μην σκέφτομαι: «Ω, η μουσική ήταν πολύ καλύτερη όταν μεγάλωνα». Είναι εξίσου καλή τώρα, οι παίκτες είναι εξίσου καλοί, αν όχι καλύτεροι. Πολλά μένουν να φανούν για το πού θα πάει, αλλά ναι, έχω πολλές ελπίδες για το μέλλον.
Είμαι τεράστιος οπαδός του Jack Bruce (Cream-μπάσο). Ήταν επιρροή σας;
Φυσικά, ναι, ο Jack Bruce. Το γεγονός ότι έπαιζε άταστο μπάσο, επίσης, με φρικάρει. Τραγουδούσε, παίζοντας άταστο μπάσο. Ναι, είναι τεράστιος, είναι ο τύπος. Κάνω πολλές διασκευές σε συγκροτήματα τραγουδώντας τα τραγούδια του και είχε υπέροχο φωνητικό εύρος και ήταν υπέροχος μπασίστας. Ο Simon Phillips (Toto, The Who, Jeff Beck), με τον οποίο ηχογραφώ, μιλάει συνέχεια για το ότι έπαιζε με τον Jack και είπε ότι ήταν ένας από τους πιο μουσικούς τύπους στον πλανήτη.
Τώρα που μιλάτε για άταστο, πριν από μερικούς μήνες, έκανα μια συνέντευξη με τον Percy Jones (Brand X, Brian Eno).
Έκανα μια ηχογράφησε μ’ άταστο χθες εδώ στο σπίτι μου και στο τρίτο τρελό take έκανα ένα “Bbrrrooouuup” του Percy, το slide στις αρμονικές στο τάστο (σ.σ: harmonic slide neck). Απλώς τον ευχαριστώ κάθε φορά που το κάνω γιατί αυτός ξεκίνησε όλο αυτό το πράγμα ή ήταν ο πρώτος τύπος που άκουσα να το κάνει.
Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Matt Bissonette για τον χρόνο του.
Official The Reddcoats website: https://thereddcoats.com/
Official Matt Bissonette website: https://www.mattbissonette.com/
“The Song In a Day Show” Youtube channel: https://www.youtube.com/channel/UCqndRuwiVyQpE1EIXS6lrsQ