Συνέντευξη: Keanan Duffty (Slinky Vagabond)

Ο αναγνωρισμένος μουσικός και σχεδιαστής μόδας, Keanan Duffty, μιλάει αποκλειστικά στο Hit Channel για το νέο album των Slinky Vagabond, "The Eternal Return", τους θρυλικούς μουσικούς που παίζουν στα albums τους, την συνεργασία του με τον David Bowie το 2007 για μια κολεξιόν εμπνευσμένη από αυτόν και πολλά άλλα.

HIT CHANNEL ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Δεκέμβριος 2024. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ ένα πολύ ταλαντούχο άτομο: τον Keanan Duffly. Είναι καταξιωμένος σχεδιαστής μόδας με έδρα την Νέα Υόρκη που έχει συνεργαστεί με τον David Bowie μεταξύ άλλων και έχει επίσης καριέρα στη μουσική. Το συγκρότημά του, οι Slinky Vagabond μόλις κυκλοφορούν το νέο τους album, The Eternal Return με την συμμετοχή των Ava Cherry, Glen Matlock (Sex Pistols -μπάσο), Mike Garson (πιανίστας του David Bowie), Percy Jones (Brand X, Brian Eno -μπάσο), Earl Slick (David Bowie, John Lennon -κιθάρα), and Dom Beken (Nick Mason’s Saucerful Of Secrets, The Orb -πλήκτρα). Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:

 

Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να μας δώσετε μερικές πολύ βασικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία σύνθεσης και ηχογράφησης του album The Eternal Return”;

- Advertisement -

Σίγουρα, ναι. Συνεργάστηκα πολύ στενά με τον συνεργάτη μου στη σύνθεση και την παραγωγή, τον λένε Fabbio Fabbri (κιθάρα) και έχει studio στη Φλωρεντία της Ιταλίας, επομένως, κάνουμε το μεγαλύτερο μέρος των ηχογραφήσεων εκεί. Ξεκινήσαμε πιθανώς το 2021 να γράφουμε αυτά τα νέα κομμάτια και ηχογραφήσαμε τα περισσότερα όργανα εκεί και στη συνέχεια ηχογραφήσαμε τα drums στο Brooklyn της Νέας Υόρκης, σε ένα studio που ονομάζεται Mission Sound. Στη συνέχεια, όλοι οι συνεργάτες μας, ο Mike Garson (David Bowie -πιάνο), η Ava Cherry, ο Percy Jones (Brand X , Brian Eno -μπάσο), ο Dom Beken (Nick Mason’s Saucerful Of Secrets, The Orb – πλήκτρα), όλοι δημιούργησαν τα guest μέρη τους στα δικά τους studios. Έπειτα, τα ταιριάξαμε όλα και ο Fabbio μίξαρε τα πάντα και έκανε παραγωγή στα τελικά κομμάτια στο studio του στη Φλωρεντία. Βασικά έτσι έχουμε δουλέψει στον τελευταίο δίσκο (σ.σ: “King Boy Vandals” -2021) και σ’ αυτόν τον δίσκο.

 

Το μέρος του πιάνου στο “Ad Astra” είναι εκπληκτικό. Πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα;

Πάντα λάτρευα το παίξιμο του Mike Garson και στην πραγματικότητα επικοινώνησα με τον manager του, ο οποίος είναι ο γαμπρός του, ένας τύπος ονόματι Mark Bakalor. Επικοινώνησα μαζί του το 2022 και ρώτησα: «Θα ενδιαφερόταν ο Mike να παίξει σε μερικά κομμάτια;» Έτσι, του στείλαμε ίσως τέσσερα κομμάτια και άκουσε δύο και είπε: «Λατρεύω το “Ad Astra” και το “Anthem” και θα ήθελα πολύ να παίξω και στα δύο. Τι θέλετε στο “Ad Astra”;» και είπα: «Λοιπόν, ένα είδος παράφωνου και jazz πιάνου, πολύ τρελό» και αυτό ακριβώς έκανε (γέλια). Υπάρχει ένα πολύ γνωστό απόφθεγμα που είπε ο David Bowie και αυτό ήταν: «Είμαι πάντα χαρούμενος επειδή δεν χρειάζεται να πληρώνω τον Mike Garson με την νότα» (γέλια), γιατί παίζει όλες τις νότες στο πιάνο. Λοιπόν, ναι, ο Mike το έκανε και ήταν τέλειο, βασικά, με το πρώτο take.

 

Το “Icarus Falls” είναι αρκετά ηλεκτρονικό. Τι σας ενέπνευσε να το γράψετε;

Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουμε πραγματικά είναι: Μερικές φορές ο Fabbio γράφει τα όργανα σε ένα βασικό demo και μετά μου το δίνει και μετά γράφω τους στίχους και την κύρια φωνητική γραμμή. Μερικές φορές, έχω ένα ολοκληρωμένο demo με στίχους, μουσική και τα πάντα και ο Fabbio έχει ένα ολοκληρωμένο demo. Δεν γράφει στίχους, συνήθως τραγουδάει μια μελωδία και μετά θ’ ανταλλάξουμε τις ιδέες του, αλλά για το “Icarus Falls” αυτός είχε γράψει τη μουσική, εγώ είχα ήδη γράψει στίχους και απλώς ταίριαζαν άψογα. Μιλάει κυριολεκτικά για την ιστορία του Ίκαρου, που έφτασε πολύ ψηλά και έπεσε. Οι στίχοι είναι αρκετά αφηρημένοι και σχετίζονται επίσης λίγο με έναν πολύ διάσημο σουρεαλιστικό πίνακα που ονομάζεται «Τοπίο με την Πτώση του Ίκαρου» (σ.σ: “Landscape with the Fall of Icarus” -περίπου του 1560) του Peter Bruegel του Πρεσβύτερου και επίσης είναι επηρεασμένο κάπως από την παραξενιά αυτού του σουρεαλιστικού πίνακα. Λοιπόν, ναι, αυτά τα δύο στοιχεία και πραγματικά αυτά συνδυάστηκαν πολύ καλά. Στη συνέχεια, είχαμε ένα remix που έγινε από ένα βρετανικό δίδυμο που ονομάζεται Cult with No Name, οπότε υπάρχει μια rock εκτέλεση του “Icarus Falls”, που βρίσκεται στο album και υπάρχει ένα ξεχωριστό κομμάτι με ηλεκτρονική μουσική και πιάνο όπου βασικά οι Cult with No Name αφαίρεσαν όλα τα όργανα, κράτησαν τη γραμμή των φωνητικών  και έγραψαν καινούργιο backing track. Λατρεύω αυτούς τους τύπους, είναι δίδυμο, έχουν έδρα το Λονδίνο και μ’ αρέσει η δουλειά τους. Είναι σπουδαίοι μουσικοί και καλοί performers.

 

photo credit: Formento & Formento www.formento2.com

Ποιο είναι το νόημα του “Anthem” από το album The Eternal Return”;

Είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί γράφω στίχους με πάρα πολύ αφηρημένο τρόπο και προσπαθώ να τους κάνω όχι και τόσο κυριολεκτικούς. Το “Anthem” μιλάει πραγματικά για τη θνητότητα και οι στίχοι γράφτηκαν μετά την επίσκεψή μου στο Κίεβο στην Ουκρανία το 2021. Πήγα εκεί για να δω μια δημιουργική εβδομάδα μόδας και τέχνης και είδα τόσους πολλούς νέους με τόσο δημιουργικές ιδέες και επέστρεψα στην Νέα Υόρκη και εμπνεύστηκα πολύ από αυτούς. Μετά, προφανώς η Ουκρανία δέχτηκε εισβολή και σκεφτόμουν αυτούς τους δημιουργικούς ανθρώπους που έφτιαξαν ένα πολύ ιδιαίτερο περιβάλλον στο Κίεβο, πως βρίσκονταν ξαφνικά σε μια εμπόλεμη κατάσταση. Έτσι, σκεφτόμουν πραγματικά τη θνητότητα και σκεφτόμουν και τη δική μου θνητότητα, γιατί έκλεισα τα 60 φέτος. Όταν φτάσεις στα 60 σκέφτεσαι: «Ουάου!» (γέλια) Είναι μεγάλος αριθμός. Όταν είσαι νέος, δεν σκέφτεσαι τον θάνατο, αλλά όταν φτάσεις στα 60 αρχίζεις να σκέφτεσαι: «Εντάξει, αυτό έρχεται κάποια στιγμή. Ας ελπίσουμε, όχι πολύ σύντομα, αλλά έρχεται». Λοιπόν, αυτό ακριβώς ήταν το “Anthem”. Αφορούσε αυτές τις δύο ιδέες: Την έμπνευση του να βρίσκομαι στο Κίεβο και μετά το να σκέφτομαι τη δική μου θνητότητα.

 

Το “Perfect World” είναι πολύ εθιστικό τραγούδι. Πείτε μας όλα όσα πρέπει να ξέρουμε για αυτό το υπέροχο τραγούδι.

Το “Perfect World” γράφτηκε μαζί με τον Glen Matlock από τους Sex Pistols (μπάσο) και ο Glen και κι εγώ ξεκινήσαμε την αρχική βερσιόν αυτού του συγκροτήματος, των Slinky Vagabond. Ήταν οι Glen, Earl Slick (σ.σ: David Bowie, John Lennon -κιθάρα) και ο Clem Burke (drums) από τους Blondie. Δημιουργήσαμε αυτό το συγκρότημα το 2007 και είμαστε σπουδαίοι φίλοι. Ο Glen είχε γράψει αυτή τη μουσική και την ηχογραφήσαμε σε demo στο σπίτι του, έχει ένα μικρό studio στο σπίτι του. Λοιπόν, κάναμε το demo πριν από 15 χρόνια, άρα, είναι παλιό τραγούδι και σκεφτόμουν πραγματικά την υλική υπόσταση (σ.σ: των πραγμάτων). Βρισκόμαστε σ’ έναν πολύ υλικό κόσμο όπου καταναλώνουμε συνεχώς. Καταναλώνουμε το νέο iPhone, όποιο κι αν είναι αυτό, το πιο πρόσφατο iPhone, ή την πιο πρόσφατη τεχνολογία ή τα πιο καινούργια ρούχα ή οτιδήποτε άλλο και στο “Perfect World” σκεφτόμουν πραγματικά αυτό: Κάποιος πιστεύει ότι θα ζήσει στον τέλειο κόσμο όταν έχει όλα αυτά τα πράγματα και αυτό είναι κάτι που νομίζω ότι είναι μια σύγχρονη ασθένεια. Μετράμε τη ζωή μας με βάση το τι καταναλώνουμε, επομένως, από εκεί προήλθε αυτή η ιδέα. Αυτό το έγραψε ο Glen και έχει μια blues αίσθηση. Λατρεύω αυτό το τραγούδι, είναι ένα σπουδαίο τραγούδι και πάντα ήθελα να το ηχογραφήσω σωστά, έτσι, ο Glen μου έδωσε την ευλογία του όταν πήγαμε να κάναμε την νέα εκτέλεσή του.

 

Υπάρχουν πολλοί εξαιρετικοί καλεσμένοι στο album όπως η Ava Cherry (φωνητικά), ο Glen Matlock (Sex Pistols -μπάσο), ο Mike Garson (David Bowie -πιάνο), ο Percy Jones (Brand X, Brian Eno -μπάσο), ο Earl Slick (David Bowie, John Lennon -κιθάρα) και  ο Dom Beken (Nick Masons Saucerful Of Secrets, The Orb -πλήκτρα). Τι πρόσθεσαν σε αυτό;

Προσθέτουν χρώμα. Ο Fabbio και εγώ συνεργαζόμαστε πάρα πολύ καλά ως ομάδα στην σύνθεση, ηχογράφηση και live, αλλά θέλουμε αυτό το project να έχει την αίσθηση ενός συγκροτήματος. Επομένως, είναι σημαντικό να έχουμε άλλους μουσικούς να φέρνουν τη αστερόσκονή τους που θα σκορπίσουν στα πάντα, είτε είναι ο Mike με το καταπληκτικό του παίξιμο στο πιάνο και επίσης ο Dom Beken που παίζει με τον Nick Mason (drums) από τους Pink Floyd. Ο Dom είναι επίσης εξαιρετικός πιανίστας και εξαιρετικός στο synthesizer. Ο Percy είναι το είδωλό μου ως μπασίστας. Είναι σπουδαίος μουσικός και σπουδαίος άνθρωπος. Ζει στη Νέα Υόρκη, ζει πιο ψηλά (σ.σ: Uptown), όχι τόσο μακριά από εμένα και πάντα λάτρευα το παίξιμό του. Όταν ήμουν παιδί μ’ άρεσε πολύ το συγκρότημα Japan και έπαιζε ένας μπασίστας που λεγόταν Mick Karn (σ.σ: αληθινό όνομα Αντώνης Μιχαηλίδης, πέθανε το 2011) που έπαιζε άταστο μπάσο. Έτσι, όταν ήμουν παιδί, νόμιζα ότι ο Mick Karn εφηύρε το άταστο μπάσο και χρόνια μετά αργότερα ανακάλυψα ότι ήταν ο Jaco Pastorius και ο Percy Jones, υπήρχαν και άλλοι παίκτες. Έτσι, πάντα ήθελα να δουλέψω με τον Percy και είναι σπουδαίο να τον έχω σ’ ένα κομμάτι. Θα μπορούσες σχεδόν ν’ αφαιρέσεις όλα τ’ άλλα όργανα και να έχεις μόνο τον Percy. Είναι σαν τον Mike, παίζει συνεχώς όλες τις νότες (γέλια). Ο Glen Matlock και ο Earl Slick, είχαμε δύο τραγούδια που γράψαμε μαζί. Όχι μόνο παίζουν στο album, αλλά οι καλεσμένοι φέρνουν και τις συνθέσεις τους. Έτσι, νομίζω ότι αυτό του δίνει μια ωραία ποικιλία.

 

Ποιο ήταν το μουσικό όραμα που είχατε όταν σχηματίσατε τους Slinky Vagabond;

Όταν πρωτοσχηματιστήκαμε με τους Glen, Clem και Slick, ήταν τυχαίο. Γνώρισα τον Earl Slick μέσω του MySpace και βρεθήκαμε στη Νέα Υόρκη και μου είπε: «Α, αν θέλεις να ηχογραφήσεις μερικά από τα τραγούδια σου, ας το κάνουμε». Ήξερα τον Glen Matlock και τον Clem και χρειαζόμασταν ένα rhythm section, έτσι, τηλεφώνησα σ’ αυτά τα παιδιά και μου είπαν: «Σίγουρα, ναι, θα συμμετάσχουμε» και αυτό ήταν σχεδόν τυχαίο. Όταν δημιουργήσαμε τη νέα βερσιόν με τον Fabbio και εμένα, ήταν επειδή ο Glen και εγώ δίναμε μια διάλεξη στην Ιταλία και ο Fabbio ήρθε στη διάλεξη και μετά άρχισε να κουβεντιάζει με τους δυο μας και εγώ κι ο Fabbio γίναμε σπουδαίοι φίλοι. Λοιπόν, ήταν μια δεύτερη σύμπτωση. Η δεύτερη βερσιόν των Slinky Vagabond ήταν επίσης τυχαία. Πραγματικά δεν υπήρχε όραμα. Το όραμα ήταν να κάνουμε κάποια μουσική και να διασκεδάσουμε και εξελίχθηκε από εκεί. Αυτό είναι το δεύτερο album μας μ’ αυτή τη νέα μορφή και το κάνουμε για την πλάκα και την αγάπη του πράγματος, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Αυτό είναι πραγματικά το όραμα: Να περνάμε καλά και να εκφραζόμαστε.

 

Τι αναμνήσεις έχετε από την πρώτη συναυλία των Slinky Vagabond στο πάρτι γενεθλίων του Joey Ramone το 2007;

Ήταν φανταστικά. Ήταν φανταστική συναυλία. Παίζαμε support στους New York Dolls, επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερη αρχή απ’ αυτή. Όταν ήμουν παιδί, οι New York Dolls ήταν τα είδωλά μου μαζί με τους Sex Pistols και τον Bowie και άλλα συγκροτήματα, οπότε το ν’ ανοίγω γι’ αυτούς ήταν καταπληκτικό. Θυμάμαι ότι ήταν μεγάλος χώρος, το Irving Plaza είναι μεγάλος χώρος, φιλοξενεί ίσως 1.000-1.500 κόσμο και αυτή ήταν η πρώτη μου συναυλία τότε μ’ αυτό το συγκρότημα και είχα ν’ ανέβω στη σκηνή γι’ αρκετά χρόνια, οπότε, απλώς ένιωσα, όχι φοβισμένος, αλλά πολύ μεγάλη ενέργεια. Το κοινό ήταν φανταστικό και πραγματικά ενδιαφέρθηκε ν’ ακούσει αυτό το νέο συγκρότημα και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’ το να είσαι στη σκηνή και να κοιτάς στα δεξιά σου και να είναι ο Earl Slick και να κοιτάς στα αριστερά σου και να είναι ο Glen Matlock και μετά από πίσω σου ο Clem να κοπανάει, σε ανεβάζει τόσο πολύ. Κάναμε πολλές συναυλίες, παίξαμε στο Central Park, παίξαμε στο Mercury Lounge που είναι ένας υπέροχος χώρος στη Νέα Υόρκη και κάθε φορά το κοινό ήταν πραγματικά στο πλευρό μας. Έτσι, ήταν υπέροχες αναμνήσεις, ήταν πραγματικά συναρπαστικό.

 

Είναι η συνάντησή σας με τον Fabio Fabbri (κιθάρα) το 2017 ένα σημείο καμπής στη μουσική σας καριέρα;

Ω σίγουρα, ναι, νομίζω και για τον Fabbio και για εμένα. Ήμασταν σε μια στιγμή που ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε κάποιο άλλο project. Ο Fabbio είχε ένα κιθαριστικό blues rock συγκρότημα με το οποίο είχε περιοδεύσει πολλά χρόνια νωρίτερα και έψαχνε κάτι καινούργιο και μ’ ενδιέφερε πολύ, πρώτα απ’ όλα, απλώς να πάω στο studio του. Απλώς τζαμάραμε και δοκιμάσαμε μερικές ιδέες και αυτό που καταλάβαμε ήταν ότι είχαμε καλή χημεία μαζί. Αυτό που φέρνει σ’ αυτό είναι δεξιότητες που δεν έχω εγώ, αυτό που φέρνω σ’ αυτό είναι δεξιότητες συμπληρωματικές μ’ αυτό που κάνει ο Fabbio, αλλά η βάση αυτού είναι ότι απλώς γίναμε πραγματικά σπουδαίοι φίλοι και νομίζω ότι αυτό είναι το θεμέλιο του συγκροτήματος. Ο Fabbio κι εγώ, είμαστε σπουδαίοι φίλοι, εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο και επίσης εμπιστευόμαστε ο ένας το όραμα του άλλου.

 

Πόσο έχει αλλάξει η προσέγγισή σας στη σύνθεση τραγουδιών με τα χρόνια;

Άλλαξε σημαντικά τη δεκαετία του ‘90 λόγω του Logic Audio. Πριν από αυτό ηχογραφούσα σε μπομπίνα, όχι πάντα live. Στη δεκαετία του ‘80, έκανα πολλή ηλεκτρονική μουσική, οπότε ηχογραφούσα κομμάτι-κομμάτι, αλλά και πριν απ’ αυτό ήμουν σε ένα punk συγκρότημα, ήμουν σ’ ένα ηλεκτρονικό New Romantic συγκρότημα και ηχογραφούσαμε live ως συγκρότημα. Στη δεκαετία του ‘90, με την έλευση της ψηφιακής ηχογράφησης, αυτό άλλαξε πραγματικά και το να έχεις Logic Audio, να έχεις ένα studio στο σπίτι σου, σήμαινε ότι μπορούσες να φας πολύ χρόνο (γέλια), ειλικρινά, κάνοντας τα πράγματα ξανά και ξανά. Έτσι, νομίζω ότι η ψηφιακή ηχογράφηση ήταν καλό πράγμα, αλλά άλλαξε την πτυχή της σύνθεσης των τραγουδιών, γιατί μπορούσες να κάνεις την αποκοπή-επικόλληση πάρα πολύ γρήγορα. Αλλά το να έχεις όλες αυτές τις επιλογές μερικές φορές είναι απλώς υπερβολικό και περνάς πολύ χρόνο παίζοντας χωρίς να τελειώνεις κάτι, οπότε μ’ αρέσει πραγματικά να πηγαίνω στο studio με τον χρόνο να μετράει και να ηχογραφώ. Μου αρέσει να έχω γραμμένα τα τραγούδια πριν πάμε στο studio. Δεν θέλω να μπαίνω και να γράφω στο studio. Θέλω να έχω τα πάντα ηχογραφημένα σε demo πολύ ξεκάθαρα, οπότε μπαίνουμε και απλώς το κάνουμε.

 

Ο Martin Turner (Wishbone Ash -μπάσο, φωνητικά) ήταν παραγωγός σας τη δεκαετία του ‘80. Γιατί αποφασίσατε να του ζητήσετε να παίξει μπάσο στο albumKing Boy Vandals” (2021);

Λατρεύω τον Martin, είναι σπουδαίος τύπος. Είναι φανταστικός μπασίστας, είναι σπουδαίος τραγουδιστής. Θα τον έβαζα να τραγουδήσει τότε, αν είχε χρόνο. Ο Martin ήταν ο παραγωγός μου τη δεκαετία του ‘80, όπως είπες και πάντα ήμασταν σ’ επαφή. Τον λατρεύω, είναι εξαιρετικός άνθρωπος και πραγματικά τον θαυμάζω ως μουσικό. Οι Wishbone Ash, μ’ αυτές τις δίδυμες (σ.σ: lead) κιθάρες, ήταν πραγματικά τα θεμέλια αυτού. Θέλω να πω, ότι υπάρχουν κι άλλα συγκροτήματα που είχαν δίδυμες κιθάρες, αλλά οι Wishbone ήταν από τους πρώτους και δημιούργησαν πραγματικά αυτόν τον εκπληκτικό ήχο. Αλλά και ο Martin ήταν η καρδιά και η ψυχή, ξέρεις, το παίξιμό του στο μπάσο και τα φωνητικά κι είναι επίσης πολύ αστείος. Είναι σπουδαίος παραγωγός και κάνει τα πράγματα πολύ ευχάριστα, έχει υπέροχη αίσθηση του χιούμορ, απλώς τον λατρεύω. Έτσι, θέλαμε πολύ να τον έχουμε να συμμετέχει στο “King Boy Vandals”. Θα του το ξαναζητούσα κι αυτή τη φορά, αλλά δεν νομίζω ότι έχει χρόνο αυτή τη στιγμή, είναι απασχολημένος. Μετά τον Covid ξαφνικά όλοι είναι στο δρόμο και περιοδεύουν όσο το δυνατόν περισσότερο (γέλια).

 

Μήπως η δουλειά σας ως σχεδιαστής μόδας σας αποσπά από το να δημιουργήσετε περισσότερη μουσική;

Όχι πραγματικά, όχι. Θέλω να πω, από άποψη χρόνου, ναι, τρώει πολύ χρόνο. Αλλά η έμπνευση και των δύο πλευρών της δουλειάς μου εμπνέει η μία την άλλη. Αν κάνω κάτι στον χώρο της μόδας, αυτή η έμπνευση περνάει στη μουσική και το αντίστροφο. Το θέμα είναι ότι δεν μ’ αρέσει πολύ η μόδα, μ’ αρέσει το στυλ. Η μόδα είναι αυτό που ακολουθούν οι άνθρωποι, αλλά οι μουσικοί έχουν πάντα υπέροχο στυλ και δεν είναι απαραίτητα αυτό που φοράει ο κόσμος, αλλά είναι εμβληματικοί. Πάντα έβγαζα τα προς το ζην από τη μόδα, αλλά η μουσική είναι η αγάπη μου και νομίζω ότι και οι δύο πλευρές εμπνέουν πραγματικά η μία την άλλη.

 

photo credit: Formento & Formento www.formento2.com

Το 2007 δημιουργήσατε μια κολεξιόν σε περιορισμένο αριθμό εμπνευσμένη από τον David Bowie. Πώς συνέβη να γνωρίσετε τον David Bowie;

Ο David είχε έναν business manager ονόματι Bill Zysblat, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης της RZO (Rascoff Zysblat Organization) και χειριζόταν τις υποθέσεις του David από την εποχή του “Serious Moonlight” (1983), έτσι, επικοινώνησα με τον Bill πιθανότατα το 2004 και μ’ ενδιέφερε να κάνω το merchandise για τις περιοδείες του David, αλλά στην πραγματικότητα στα τέλη του 2004 ο David σταμάτησε τις περιοδείες. Έτσι, η συζήτηση με τον Bill αρχικά ήταν πολύ θετική και μετά δεν επρόκειτο να γίνει τίποτα με τις περιοδείες, αυτός σταμάτησε να περιοδεύει. Λίγα χρόνια αργότερα, είχα ήδη μια συμφωνία μ’ αυτό το μεγάλο κατάστημα λιανικής στις ΗΠΑ που ονομάζεται Target, έτσι, ξαναπήγα στον Bill και είπα: «Κοίτα, πιστεύεις ότι ο David μπορεί να ενδιαφέρεται να κάνει μια κολεξιόν σε περιορισμένο αριθμό για την Target; Ο όγκος θα ήταν πολύ μεγάλος, θα ήταν πολλά τα ρούχα, οπότε, οικονομικά θ’ άξιζε τον κόπο». Έτσι, ο Bill οργάνωσε μια συνάντηση με τον David και πήγαμε στα γραφεία του Bill και είχαμε αυτή την αρχική συνάντηση. Έριξα αυτή την ιδέα στον David και του άρεσε και μου έδωσε την ευλογία του και μετά προχωρήσαμε βήμα-βήμα. Ο David έδωσε την έγκριση σαν να ήταν ο διευθυντής σχεδιασμού (design director) του όλου project. Λοιπόν, έκανα σχέδια, τα έδειχνα στον David και μου έλεγε: «Ναι, μ’ αρέσει αυτό», «όχι, δεν μ’ αρέσει αυτό», «μπορείς να κάνεις περισσότερα από αυτό;» και αυτό συνέβη για διάστημα περίπου 9 μηνών. Ήταν πάντα πολύ συναρπαστικό να δέχομαι κλήση στο τηλέφωνό μου που να γράφει: “David Bowie”. Στην πραγματικότητα, είχα το πραγματικό του όνομα σ’ αυτό, David Jones, άρα, αυτός που με καλούσε ήταν ο David Jones (γέλια).

 

Ο David Bowie αρνήθηκε να τραγουδήσει ένα τραγούδι στο party παρουσίασης της κολεξιόν σας λέγοντας: «Δεν είμαι η Posh Spice (σ.σ: Victoria Beckham)». Ποιες ήταν οι σκέψεις σας όταν ακούσατε αυτή τη φράση από εκείνον;

Ήταν πολύ ευγενικός και αστείος και πραγματικά θετικός άνθρωπος, αλλά επίσης μπορούσε να είναι πολύ ντόμπρος, εύστοχος και αυτή ήταν μια από αυτές τις στιγμές. Ο έμπορος λιανικής με τον οποίο ξεκινούσαμε τη κολεξιόν, μου ζήτησε να ρωτήσω τον David αν θα έκανε ένα τραγούδι, οπότε έπρεπε να ρωτήσω τον David γιατί δεν μπορούσα να μην τον ρωτήσω. Αν μάθαινε αργότερα ότι: «Α, ήθελαν να κάνω ένα τραγούδι», ίσως να έλεγε «ναι». Ήξερα ότι δεν ήθελε να το κάνει γιατί εκείνη τη στιγμή δεν έπαιζε live. Έπρεπε, λοιπόν, να τον ρωτήσω και είπα: «Μην πυροβολείς τον αγγελιοφόρο. Εγώ είμαι απλώς ο αγγελιοφόρος. Αυτό ρώτησαν» και είπε: «Όχι, δεν είμαι η Posh Spice». Βασικά, δεν ήθελε να φαίνεται ότι είναι ανοιχτά εμπορικός μπαίνοντας στο χώρο της μόδας και προσπαθώντας να την πουλήσει. Ήθελε απλώς ν’ αποτελεί έμπνευση και να κάνει πίσω και να το αφήσει να συμβεί όπως αυτό συνέβη. Έτσι, σεβάστηκα την άποψή του και την απόφασή του, αλλά ναι, ήταν αστείο εκείνη την στιγμή. Ήταν αστείο και λίγο τρομακτικό (γέλια).

 

Ποιες είναι οι επιρροές σας ως μουσικός;

Είναι πολύ ευρείες. Θέλω να πω, η πρώτη εκδοχή των Slinky Vagabond, εκείνοι οι τύποι με τους οποίους ήμουν στο συγκρότημα, ήταν πραγματικά μερικές από τις επιρροές μου: Ήταν οι Bowie, Sex Pistols, Blondie. Οι Blondie αντιπροσώπευαν τη new wave μουσική. Οι Blondie έχουν το “Rapture” (1980), ήταν μια μεγάλη disco επιτυχία, έχουν το “Rip Her to Shreds” (1976), που είναι πιο new wave, έχουν το “The Tide Is High” (1980), το οποίο έχει περισσότερο μια reggae ατμόσφαιρα. Ο Glen είχε την πλευρά του των Sex Pistols, αλλά και τις επιρροές του, τους Small Faces και συγκροτήματα όπως οι The Who, για παράδειγμα, έτσι, όλες αυτές οι επιρροές ήταν πραγματικά οι επιρροές μου. Ήμουν πολύ τυχερός ως παιδί που μεγάλωσα και είχα όλες αυτές τις επιρροές και μετά άρχισα να δουλεύω μ’ αυτούς τους τύπους που πραγματικά θαύμαζα και με αντιμετώπιζαν ως ίσο, αλλά πάντα ένιωθα δέος γι’ αυτούς, του τύπου: «Ω, ο Slicky» (σ.σ: Earl Slick). Αν ο Earl Slick παίζει κιθάρα και μου λέει: «Ακούγεται εντάξει;» εγώ λέω: «Φυσικά, κι ακούγεται εντάξει. Είσαι ο Earl Slick! Ό,τι και να κάνεις είναι εντάξει» (γέλια).

 

Πόσο διαφορετική είναι η μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης από αυτή του Λονδίνου;

Έχει γίνει πολύ διαφορετική την τελευταία δεκαετία και αυτό συμβαίνει και στο Λονδίνο. Οι μικροί συναυλιακοί χώροι που υπήρχαν στο Manhattan έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Εξακολουθούν να υπάρχουν μερικοί όπως το Bowery Electric που είναι το venue του Jesse Malin στο Bowery, αλλά πολλοί από τους μικρούς χώρους, λόγω του κόστους των ακινήτων που αυξάνονται, έχουν εξαφανιστεί. Υπάρχουν ακόμα υπέροχοι χώροι στο Queens και το Brooklyn, όπως το TV Eye, για παράδειγμα, για να ξεκινήσουν μικρά συγκροτήματα, αλλά είναι πραγματικά δύσκολο. Νομίζω ότι το Λονδίνο έχει ακόμα περισσότερους χώρους και έχει μερικούς από τους εμβληματικούς όπως το The 100 Club που εξακολουθεί να υπάρχει και έχει πολλούς χώρους live μουσικής στο Shoreditch και ούτω καθεξής. Έτσι, νομίζω ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει περισσότερη σκηνή στο Λονδίνο. Στη Νέα Υόρκη είναι πολύ δύσκολα. Έχουμε πολύ καλούς φίλους σ’ ένα συγκρότημα που ονομάζεται The Ritualists και ο αρχηγός αυτού του συγκροτήματος, το όνομά του είναι Christian Dryden, είναι ένας σπουδαίος multi-instrumentalist και στην πραγματικότητα έπαιξε drums στον δίσκο μας, το “The Eternal Return”, έπαιξε drums σε κάθε κομμάτι και το συγκρότημά του νομίζω ότι είναι ένα από τα συγκροτήματα που θα κάνουν επιτυχία. Είχαν τον Ed Buller (Suede, Pulp) να κάνει παραγωγή στο πρώτο τους album (σ.σ: “Baroque and Bleeding”-2022), συνεργάζονται με τον Mario McNulty (σ.σ: παραγωγός David Bowie, Prince) στο δεύτερο album τους και είναι ένα νεανικό συγκρότημα και είναι πολύ συναρπαστικοί. Λοιπόν, ελπίζω ότι θα τα καταφέρουν, αλλά νομίζω ότι είναι λίγο πιο δύσκολο. Η σκηνή των The Strokes, Yeah Yeah Yeahs και LCD Soundsystem που υπήρχε στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του 2000, πραγματικά δεν υπάρχει αυτή η σκηνή σήμερα, δυστυχώς, γιατί απλώς δεν υπάρχουν οι χώροι.

 

Πόσο δύσκολο είναι για εσάς να διδάσκετε στην Ακαδημία Iovine and Young του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια, που ιδρύθηκε από τον Jimmy Iovine και τον Dr. Dre;

Είναι πραγματικά απόλαυση να δουλεύεις μ’ αυτό το πανεπιστήμιο, δεν είναι καθόλου δύσκολο. Διδάσκω πολλά μαθήματα που καλύπτουν την επιχειρηματικότητα στη μόδα, οπότε, αν θες να ξεκινήσεις μια επιχείρηση που να περιλαμβάνει τη βιωσιμότητα και τη μόδα και αν θες να δημιουργήσεις μια γραμμή ρούχων που να έχει θετική επίδραση στον πλανήτη. Στη συνέχεια, διδάσκω επίσης ένα εισαγωγικό μάθημα μόδας και προσπαθώ να συμπεριλάβω όσο το δυνατόν περισσότερες μουσικές πτυχές, γιατί η μόδα και η μουσική έχουν παράλληλη πορεία. Έβλεπα χθες βράδυ το ντοκιμαντέρ “Beatles ‘64” και αν σκεφτείς τα κοστούμια των Beatles, επηρεάστηκαν πολύ από τον σχεδιαστή Pierre Cardin. Σε εκείνο το ντοκιμαντέρ, επίσης, ο Ringo (σ.σ: Starr -drums) κοιτάζει παλιά ρούχα από την εποχή των Beatles και κοιτάζει ρούχα που φτιάχτηκαν από καταστήματα όπως το Granny Takes a Trip, που είναι μια πολύ διάσημη μπουτίκ της δεκαετίας του ‘60 ή το Hung On You, που στην πραγματικότητα ήταν ένα κατάστημα που βρίσκεται στον χώρο όπου βρίσκεται τώρα το κατάστημα της Vivienne Westwood, στο νούμερο 430 της King’s Road. Νομίζω ότι η μόδα και η μουσική έχουν πάντα αυτούς τους παραλληλισμούς και είναι πραγματικά ενδιαφέρον να δούμε πώς, για παράδειγμα, το hip hop έχει επηρεάσει τη μόδα της δεκαετίας του ‘90 σε τεράστιο βαθμό, πώς η ηλεκτρονική χορευτική μουσική έχει επηρεάσει τη βιομηχανία της μόδας και στη συνέχεια πας πίσω και βλέπεις τη μόδα της δεκαετίας του ’70 όπως το punk κίνημα ή των αρχών της δεκαετίας του ‘70 όπως το “Exile on Main St” (1972) των Rolling Stones. Μπορείς να δεις παραλληλισμούς μεταξύ αυτού και του τρόπου με τον οποίο ντύνονται οι Primal Scream τώρα και στη δεκαετία του ‘90. Άρα, υπάρχουν πολλοί παραλληλισμοί. Θεωρώ ότι είναι πολύ εύκολο να διδάσκω και το σπουδαίο με το Iovine and Young, το θεμέλιό του, είναι οι live εμφανίσεις και η μουσική. Ο Jimmy έχει ανακαλύψει τόσους πολλούς σπουδαίους καλλιτέχνες, ο Dre είναι τόσο εμβληματικός καλλιτέχνης, οπότε υπάρχει μια καλή συνέργεια μεταξύ των δύο. Είναι συναρπαστικό να το κάνεις.

 

Έχετε γνωρίσει πολλούς σπουδαίους καλλιτέχνες. Ποιό είναι το καλύτερο άτομο που έχετε γνωρίσει;

Ο David Bowie (γέλια). Οι διάσημοι άνθρωποι είναι πολύ καλοί στο να κάνουν να μοιάζει ότι δεν είναι παράξενο να βρίσκεσαι σ’ ένα δωμάτιο μαζί τους και όσο πιο διάσημοι είναι, τόσο καλύτερα το κάνουν αυτό. Το κάνουν να μοιάζει σαν: «Είμαι στο ίδιο δωμάτιο με τον David Bowie;!» αλλά δεν φαίνεται περίεργο γιατί αυτός συμπεριφέρεται σαν να είναι ένας κανονικός τύπος, είναι ο David Jones. Ή ο Earl Slick ή ο Glen Matlock. Ο Glen δεν συμπεριφέρεται σαν: «Είμαι ένας από τους Sex Pistols, πρέπει να υποκλιθείτε μπροστά μου». Ο Glen είναι σαν ένας κανονικός άνθρωπος. Θα σου πω τον χειρότερο: Είναι ο Johnny Rotten (σ.σ: John Lydon -Sex Pistols, PiL -φωνητικά). Ασυζητητί. Ο John Lydon ανταποκρίνεται στο Rotten όνομά του (γέλια).

 

Γιατί;

Δεν είναι ωραίος τύπος. Είναι πολύ καλός στο να είναι ο Johnny Rotten, κάτι που είναι εξαιρετικό στη σκηνή, αλλά στην πραγματική ζωή δεν είναι τόσο καλό. Είναι καλό όταν είσαι 21, αλλά δεν είναι καλό όταν είσαι 68 (γέλια).

 

Τι το ιδιαίτερο έχει η πορτοκαλί έκδοση της RCA;

Όταν ήμουν μικρός άκουγα ίσως την πρώτη μουσική που μ’ άρεσε, η οποία ήταν μόνο glam rock, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν ο Bowie ή οι Roxy Music. Όλοι λένε τον Bowie ή τους Roxy Music, αλλά όταν είσαι 9-10 χρονών, είναι τα πιο ελαφριά (σ.σ: bubblegum) και λάτρευα τους The Sweet. Όταν έπαιζαν το “Block Buster!” (1973), που έχει το ίδιο riff με το “Jean Genie” (σ.σ: David Bowie -κυκλοφόρησε ως single τον Νοέμβριο του 1972), που έχει το ίδιο riff με το “I’m the Man” των The Yardbirds (σ.σ: σύνθεση του Bo Diddley), που προέρχεται από τα blues, δεν το ήξερα αυτό. Νόμιζα ότι το είχαν δημιουργήσει οι Sweet (γέλια). Και είχαν υπογράψει στην RCA και είχαν την πορτοκαλί έκδοση και τότε φυσικά ο Bowie ήταν στην ίδια εταιρεία και ο Elvis είναι στην ίδια εταιρεία. Βλέπεις, έχεις όλους αυτούς τους εμβληματικούς καλλιτέχνες και νομίζω ότι τώρα οι Duran Duran έχουν υπογράψει στην RCA και μπορούν να έχουν αυτή την πορτοκαλί έκδοση, για το οποίο ο Nick Rhodes (σ.σ: keyboards) είπε ότι ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα γι’ αυτόν. Υπάρχει κάτι μαγικό σ’ αυτούς τους πορτοκαλί δίσκους της δεκαετίας του ‘70. Είναι υπέροχοι.

 

Διάβαζα ότι ο μόνος κανόνας στο punk rock είναι ότι δεν υπάρχουν κανόνες. Όμως, διάβασα μια συνέντευξη του Stewart Copeland (The Policedrums) πέρυσι και έλεγε ότι στην πραγματικότητα οι κανόνες του punk rock ήταν εξαιρετικά αυστηροί: Δεν έπρεπε να γράφεις τραγούδι για τον έρωτα, δεν έπρεπε να έχεις solo στην κιθάρα, δεν έπρεπε να γράφεις τραγούδι πάνω από 3 λεπτά, δεν έπρεπε να φοράς παντελόνι καμπάνα, έπρεπε να γράφεις μόνο για το ότι είσαι τσαντισμένος, έπρεπε να έχεις κοντά μαλλιά. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτό;

Νομίζω ότι μόλις γράφτηκαν οι κανόνες στο punk, το punk τελείωσε γιατί στην πραγματικότητα, αρχικά, δεν υπήρχαν κανόνες. Έβλεπα ένα συγκρότημα όπως οι Suicide για παράδειγμα που έπαιζαν support στους The Clash και οι Suicide ήταν ένας τύπος που έμοιαζε σαν να ήταν από συμμορία της Νέας Υόρκης μ’ ένα μαχαίρι στη σκηνή, έτρεχε δεξιά-αριστερά με το σουγιά του, ο Alan Vega (φωνητικά), καταπληκτικός! Και μετά, ο Martin Rev μ’ αυτό το περίεργο synthesizer μ’ ένα drum machine να βαράει στο βάθος και τους είδα με τους Clash. Το κοινό ήθελε το παραδοσιακό punk συγκρότημα με τέσσερα άτομα να παίζουν κιθάρα και drums και πετούσαν στους Suicide μπύρες και κάθε λογής πράγματα. Πίστευα ότι οι Suicide ήταν εξαιρετικοί γιατί ήταν πραγματικά punk, δεν ακολουθούσαν τους κανόνες. Λοιπόν, νομίζω ότι ο Stewart έχει δίκιο, υπήρχαν κανόνες, αλλά αυτό που ήταν υπέροχο με τους Police είναι ότι δεν ακολούθησαν αυτούς τους κανόνες: Έγραψαν υπέροχες μελωδίες, είναι ένας δυναμικός, καταπληκτικός drummer, μ’ αρέσει το drumming του, έφτιαξαν αυτό το τριμελές συγκρότημα, βασικά power trio, αυτό επίσης δεν ήταν στους κανόνες του punk, έπρεπε να έχεις τέσσερα άτομα, έπρεπε να έχεις έναν τραγουδιστή, έναν κιθαρίστα, έναν drummer και έναν μπασίστα. Ο Stewart έχει δίκιο, αλλά μόλις μπήκαν οι κανόνες, νομίζω ότι το punk τελείωσε, γι’ αυτό πήγα παρακάτω και πολλά άλλα νέα παιδιά πήγαν παρακάτω και άρχισαν ν’ ακούν συγκροτήματα όπως οι Joy Division και άλλα συγκροτήματα που ήταν πιο δημιουργικά.

 

Κάποιοι λένε ότι το rocknrock χτίστηκε πάνω στη μυθολογία. Σήμερα οι καλλιτέχνες δημοσιεύουν φωτογραφίες από τα παρασκήνια κλπ. στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οπότε δεν υπάρχει καθόλου μυστήριο. Συμφωνείτε μ’ αυτό;

Δυστυχώς, συμφωνώ γιατί δεν ήθελα να ξέρω τι έτρωγε για πρωινό ο Mick Jagger (γέλια). Θέλω σχεδόν να μείνει το ιδανικό που έχω στο μυαλό μου για το τι είναι ένας rock star και τι κάνει ένας rock star. Νομίζω ότι σήμερα βρισκόμαστε σ’ ένα πολύ διαφορετικό τοπίο με τα social media. Οι καλλιτέχνες σήμερα δίνουν τα πάντα και είναι πολύ δύσκολο να έχεις μια μακροχρόνια καριέρα. Αν ήμουν νέος καλλιτέχνης που ξεκινούσα, θα φοβόμουν γιατί η μακροχρόνια καριέρα είναι πραγματικά δύσκολη τώρα. Αν τα δώσεις όλα στην αρχή, τι άλλο υπάρχει για να δελεάσεις το κοινό; Απλώς τους δίνεις τα πάντα. Αλλά είναι η νέα κανονικότητα για τη μουσική βιομηχανία και όποιος θέλει να γίνει super star αισθάνεται ότι πρέπει να παίξει αυτό το παιχνίδι με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Νομίζω ότι όλοι το παίζουν. Κι εγώ το παίζω. Το επικρίνω αλλά όλοι το παίζουν. Δυστυχώς, είναι αυτό που είναι.

 

Παρεμπιπτόντως, ένας από τους ήρωες μου και ένας από τους ήρωες του David Bowie ήταν ο Scott Walker, ο οποίος δεν έπαιζε αυτό το παιχνίδι.

Θέλω να πω, σήμερα -προφανώς δεν είναι νέος καλλιτέχνης, αλλά- ο David Sylvian (σ.σ: Japan -φωνητικά, κιθάρες, πλήκτρα) που είναι πολύ επηρεασμένος από τον Scott Walker, διατηρεί επίσης αυτό το μυστήριο και είναι υπέροχο. Το έκανε και ο Bowie στο τέλος. Για 10 χρόνια δεν έκανε συνεντεύξεις, δεν έκανε πολλά τραγούδια, σίγουρα έκανε μια χούφτα συναυλίες, οπότε, νομίζω ότι ανέκτησε πολλή από την αύρα μυστηρίου στο τέλος. Μακάρι να ήταν ακόμα μαζί μας.

 

Ο David μισούσε να επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Υιοθετούσε μια περσόνα, στην συνέχεια την εγκατέλειπε και δεν κοίταζε ποτέ πίσω. Είναι αυτός ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσεις;

Λοιπόν, το αντίθετο απ’ αυτό ήταν οι Ramones. Οι Ramones είχαν πάντα δερμάτινα μπουφάν. Το πρότυπο μπορεί να είναι: «Αλλάζεις συνέχεια» ή «Παραμένεις απολύτως ο ίδιος». Παίζεις τα ίδια riff, παίζεις τον ίδιο ρυθμό, βρίσκεις έναν τρόπο να το ξανακάνεις καινούργιο. Έτσι, νομίζω ότι υπάρχει το γιν και το γιανγκ του rock star. Μετά, έχεις νεότερους ανθρώπους, υποθέτω, η Lady Gaga είναι ένα παράδειγμα. Ίσως η Billie Eilish να είναι ένα παράδειγμα, αν και δεν είναι αρκετά καιρό στα πράγματα για να κάνει αυτό το εξελικτικό βήμα. Ο Bowie προερχόταν από μια πολύ διαφορετική εποχή και πιστεύω ότι η χρυσή εποχή του rock, η δεκαετία του ‘60 και του ‘70, δεν νομίζω ότι θα ξαναδούμε τέτοιου είδους stars, δυστυχώς. Ο Nick Cave είναι ένα άλλο παράδειγμα ως κάποιος που εξελίσσεται, αλλά παραμένει σε μια συγκεκριμένη περίμετρο και το κοινό του αυτό θέλει. Ξεκινώντας με τους Birthday Party ήταν πάρα πολύ διαφορετικοί από τους αρχικούς Nick Cave and the Bad Seeds, αλλά με τους Bad Seeds είχε μια πολύ παρόμοια πορεία στα albums του, στη μουσική του και σίγουρα στην εμφάνισή του. Οπότε, δεν νομίζω ότι ο Bowie το σχεδίασε πραγματικά, για να είμαι ειλικρινής. Νομίζω ότι προσπάθησε πολλά πράγματα, τελικά, αυτό λειτούργησε με τον Ziggy (σ.σ: “Ziggy Stardust” -1972) και μετά έγινε αυτός ο χαμαιλέοντας.

 

Έχω διαβάσει ότι σπούδασε με τον σπουδαίο μίμο Marcel Marceau, επομένως αντιμετώπιζε την τέχνη ως μίμηση.

Ναι. Ο Earl Slick μου λέει πάντα ότι πίστευε ότι ο David ήταν ένας πραγματικά σπουδαίος ηθοποιός. Το όνομά του είναι David Jones και ο καλύτερος ρόλος του David Jones ήταν ο David Bowie, οπότε έπαιζε αυτόν τον rock star συνέχεια. Τις φορές που γνώρισα τον David, ήταν ντυμένος με πολύ συνηθισμένα ρούχα, δεν έβγαζε καμία αύρα rock star, ήταν πολύ «κανονικός» και νομίζω ότι ήταν επειδή ήταν ο David Jones, σε εκείνες τις περιπτώσεις. Δεν ένιωθε ότι έπρεπε να είναι ο Bowie. Οπότε, όντως πιστεύω ότι ήταν καταπληκτικός ηθοποιός (γέλια).

 

Γιατί προτιμάτε την “The Man Who Fell to Earth” και “The Thin White Duke” περίοδο του Bowie;

Το “The Man Who Fell to Earth” (1976), νομίζω ότι σ’ εκείνη την ταινία, έπαιζε τον David Bowie και ίσως γι’ αυτό οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτός είναι ο καλύτερος ρόλος του, επειδή έπαιζε ακόμα αυτόν τον rock star. Δεν ήταν τόσο διαφορετικό από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον Bowie ως καλλιτέχνη στη σκηνή. Δημιουργώντας μια κολεξιόν, έφτιαχνα μια κολεξιόν για έναν πολύ μεγάλο λιανοπωλητή που έχει 1.400 καταστήματα σε ολόκληρες τις ΗΠΑ, οπότε έπρεπε να δημιουργήσω μια κολεξιόν που θα είχε ευρεία απήχηση. Δεν μπορούσα να κάνω glam rock με τεράστιους ώμους, ολόσωμη φόρμα με παγιέτες και τέτοια πράγματα, απλά δεν θα λειτουργούσε. Έτσι, τα “The Man Who Fell to Earth” και “The Thin White Duke” ήταν πολύ κατανοητά για να μετατραπούν σε κολεξιόν. Προσωπικά, ο λόγος που λατρεύω το “The Man Who Fell to Earth” είναι γιατί το 1976 ήμουν 12 χρονών και το “The Man Who Fell to Earth” βγήκε σε πραγματικό χρόνο για μένα, ήταν στις κινηματογραφικές αίθουσες σε πραγματικό χρόνο. Πριν από αυτό, από το “Hunky Dory” (1971) στο “The Man Who Sold the World” (1970), ακόμα και το “Ziggy Stardust”, είχα ακούσει αυτούς τους δίσκους μετά την κυκλοφορία τους, πιθανώς ένα ή δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία τους, αλλά το “The Man Who Fell to Earth” ήταν σε πραγματικό χρόνο, συνέβη μπροστά μου. Λοιπόν, συνδέθηκα πολύ μ’ αυτό ως νεαρός έφηβος και όπως κάθε έφηβος νιώθεις απομόνωση, νιώθεις ότι είσαι στην απ’ έξω και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αυτού του χαρακτήρα, οπότε, γι’ αυτό πραγματικά έχει αντίκτυπο σε μένα.

 

Ένα τεράστιο στον κύριο Keanan Duffty για τον χρόνο του.

Slinky Vagabond official website: https://www.slinkyvagabond.net/

- Advertisement -

Latest articles

Related articles

Μετάβαση στο περιεχόμενο