Συνέντευξη: Dave Sinclair (solo, Caravan, Matching Mole, Camel)

Ο θρυλικός πληκτράς Dave Sinclair μιλάει αποκλειστικά στο Hit Channel για τα πιο πρόσφατα solo albums του, “Tears in His Eyes” και “Homemade Jams”, την περίοδο που έπαιζε στους Caravan, την εκπληκτική απόδοσή του στο "Nine Feet Underground", τις επιρροές του και πολλά άλλα.

HIT CHANNEL ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Δεκέμβριος 2025. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν θρυλικό πληκτρά: τον Dave Sinclair. Είναι περισσότερο γνωστός ως ιδρυτικό μέλος των Caravan, ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα της σκηνής του Canterbury, κυκλοφορώντας μαζί τους κλασικά albums όπως τα In the Land of Grey and Pink” (1971) και For Girls Who Grow Plump In the Night” (1973). Έχει επίσης διατελέσει μέλος των The Wilde Flowers, Matching Mole, Camel, Hatfield and the North και The Polite Force. Επιπροσθέτως, έχει κυκλοφορήσει αρκετά albums ως solo καλλιτέχνης. Το 2025 κυκλοφόρησε τα albums Tears in His Eyes” και Homemade Jams” (το δεύτερο με τον John Murphy στην κιθάρα -ηχογραφημένο το 1973-‘74) μέσω της σελίδας του στο Bandcamp https://davesinclair.bandcamp.com . Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:

 

Με ποια projects ασχολείστε αυτή τη στιγμή;

- Advertisement -

Το 2025, κυκλοφόρησα ένα νέο album στο Bandcamp με τίτλο “Tears in His Eyes”. Ο τίτλος προέρχεται από το τραγούδι μου “The Piano Player”, σε στίχους του John Murphy. Αυτή η νέα βερσιόν με τα φωνητικά μου ανοίγει το album. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε αρχικά για το solo album μου “Moon Over Man” (1993) το 1976-77. Ελπίζω επίσης τώρα να επανακυκλοφορήσω αυτές τις αναλογικές ηχογραφήσεις σ’ ένα νέο album βινυλίου για την έκδοση της 50ής επετείου. Το τραγούδι υποθέτει ότι εγώ είμαι ο πιανίστας και τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει βαθύτερο νόημα για μένα. Μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο στις αρχές του 2023, δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω το δεξί μου χέρι για να παίζω και να σολάρω -το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σ’ έναν πληκτρά. Παρεμπιπτόντως, συχνά αναρωτιόμουν πόση από τη μουσική μου είχε ακουστεί στην πραγματικότητα, καθώς δεν είμαι στην πραγματικότητα τύπος των social media και δεν είμαι πλέον μέλος ενός γνωστού συγκροτήματος.

Ευτυχώς, με την αποκατάσταση έχω πλέον ανακτήσει μεγάλο μέρος της φυσιολογικής μου κινητικότητας και συνεχίζω να σημειώνω πρόοδο. Το μεγαλύτερο μέρος του υλικού στο “Tears in His Eyes” δεν είχε κυκλοφορήσει ή ήταν ημιτελές, και σε μερικά κομμάτια συμμετέχουν επίσης διαφορετικοί τραγουδιστές. Επιπλέον, κυκλοφόρησα το 2025 άλλο ένα album στο Bandcamp με τίτλο “Homemade Jams”. Αυτό το υλικό, που χρονολογείται από το 1973-74, ηχογραφήθηκε σε διάφορες μπομπίνες χωρίς φωνητικά. Οι ηχογραφήσεις αποκαταστάθηκαν ψηφιακά από τον γιο μου, Nick, μετά από πολλές εβδομάδες σκληρής δουλειάς, κάτι που δεν μπόρεσα να κάνω μόνος μου. Αυτές οι ηχογραφήσεις είναι μια σειρά ιδιωτικών ηχογραφήσεων με φίλους μουσικούς μετά την αποχώρησή μου από τους Caravan και τους Matching Mole, και δεν είχαν ακουστεί από κανέναν για πάνω από 50 χρόνια.

 

Πώς σας ήρθε η ιδέα να φτιάξετε μια σειρά από videos στο Youtube με τίτλο “Dave Sinclair… The Lost Interview” το 2022;

Α ναι, αυτή ήταν ιδέα του γιου μου, Nick. Αισθανόταν ότι πολλά από αυτά που είχα πει σε συνεντεύξεις είχαν βολικά αφαιρεθεί για να δημιουργηθεί μια πιο απλή ή συντομευμένη βερσιόν. Έτσι, χρησιμοποιώντας τις ηχογραφήσεις που είχα ήδη κάνει, άρχισε να παρουσιάζει τις απαντήσεις με πιο λεπτομερή και ακριβή τρόπο, κάτι που τελικά οδήγησε στην ιδέα για τη σειρά video “Dave Sinclair… The Lost Interview”.

 

Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το solo album σας “Hook, Line & Sinclair” (2021);

Αφού ηχογράφησα πολλά albums στο Mothership Studio στην πόλη του Κιότο, τελικά μετακόμισα στο νησί Yuge στο σύμπλεγμα νησιών Kamijima στην Εσωτερική Θάλασσα της Ιαπωνίας. Είναι τυχερός που βρήκα ένα σημείο δίπλα στη θάλασσα στο νησί, είμαι περιτριγυρισμένος από μια ναυτιλιακή κοινότητα. Μάλιστα, μετά την πρώτη μου επίσκεψη στο νησί λίγους μήνες πριν μετακομίσω εκεί, εμπνεύστηκα πολύ ώστε να γράψω ένα τραγούδι. Ο τίτλος του τραγουδιού ήταν “Island of Dreams”. Συνειδητοποίησα αφού μετακόμισα εκεί ότι οι στίχοι μου ήταν εντελώς αληθινοί. Το τραγούδι είναι πλέον πολύ δημοφιλές στους κατοίκους των Νήσων Kamijima. Τραγούδησα την αγγλική βερσιόν και η Yammy τραγούδησε την ιαπωνική. Η μετακόμιση εκεί μου έδωσε την έμπνευση να φτιάξω ένα απλούστερο album, πιο συμβατό με το φυσικό περιβάλλον και την έλλειψη άμεσης χρηματοδότησης. Παρόλο που ηχογράφησα κυρίως στο σπίτι, επέστρεφα κατά καιρούς στο Mothership Studio στο Κιότο για επεξεργασία και mastering. Ένιωσα ότι η βοήθεια και η υποστήριξη των ντόπιων στο νησί Yuge μου έδωσαν μεγάλη ενθάρρυνση.

 

Πότε και γιατί αποφασίσατε να μετακομίσετε στην Ιαπωνία;

Πάντα ήθελα να επισκεφτώ την Ιαπωνία και ένιωθα μια ισχυρή συμπάθεια για τη χώρα. Τελικά μου δόθηκε η ευκαιρία τον Ιανουάριο του 1979, κατά τη διάρκεια μιας παγκόσμιας περιοδείας των Camel. Η πρώτη μου εικόνα από την Ιαπωνίας ήταν το όρος Φούτζι, όπως το είδα από το αεροπλάνο μετά από ένα 18ωρο ταξίδι από το Λονδίνο μέσω Αλάσκας. Επέστρεψα περισσότερα από 20 χρόνια αργότερα για να παίξω συναυλίες με τους Caravan το 2002. Αφού έφυγα από τους Caravan, ηχογράφησα τα albums μου “Full Circle” και “Into the Sun” το 2003, τα οποία δυστυχώς οδήγησαν σε σημαντικά χρέη και τελικά οδήγησαν στην κατάρρευση της επιχείρησης πιάνων μου και του γάμου μου. Με σημαντική υποστήριξη από ανθρώπους που γνώριζα στην Ιαπωνία, ένιωσα ότι η καλύτερη ευκαιρία μου να επιβιώσω στον μουσικό κόσμο ήταν να μετακομίσω εκεί, κάτι που έκανα το 2005.

 

Ποια είναι η ιστορία πίσω από το τραγούδι “For Richard” από το “If I Could Do It All Over Again, I Could Do It All Over You” (1970) των Caravan;

Ο Richard Sinclair, ο μπασίστας μας (σ.σ: και ξάδερφός του), συνέχισε να παίζει μια ρυθμική ακολουθία βασισμένη σε τέσσερις νότες, αλλά δεν ήταν ικανοποιημένος με την κατεύθυνση που είχε πάρει. Πρότεινα να προσπαθήσω να την αναπτύξω περαιτέρω. Αρχικά έγραψα ένα συνοδευτικό μέρος, το οποίο μ’ ενέπνευσε να συνεχίσω να δουλεύω πάνω στο κομμάτι. Αυτό έγινε τελικά μια μεγαλύτερη σύνθεση στην οποία μπήκε όλο το συγκρότημα και την ονόμασα “For Richard” για προφανείς λόγους. Από τότε, το κομμάτι έχει εμφανιστεί σε πολλές διαφορετικές ηχογραφήσεις σε διάφορα albums των Caravan και εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό κομμάτι του setlist των Caravan.

 

Είστε περήφανος που το “In the Land of Grey and Pink” (1971) των Caravan θεωρείται κλασικό album;

Ναι, σίγουρα. Είναι αξιοσημείωτο ότι το album κυκλοφορεί και πωλείται περίπου 55 χρόνια αργότερα. Ήταν επίσης ιδιαίτερα ικανοποιητικό για μένα εκείνη την εποχή, καθώς είχα σημαντική συμμετοχή στο album -όχι μόνο στη σύνθεση και το παίξιμο, αλλά και στην ενορχήστρωση.

 

Πείτε μας όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε για την απίστευτη απόδοσή σας στο “Nine Feet Underground” (από το “In the Land of Grey and Pink”).

Όταν μετακόμισα στο διαμέρισμά μου εννέα πόδια (σ.σ: περίπου 3 μέτρα) κάτω από το έδαφος, ένιωσα επιτέλους ελεύθερος από εξωτερικές παρεμβάσεις. Μπορούσα να παίζω χωρίς να ενοχλώ κανέναν και χωρίς να ενοχλούμαι. Αυτό μου επέτρεψε ν’ αφιερώσω χρόνο συναρμολογώντας τα διάφορα μέρη του κομματιού “Nine Feet Underground”. Αυτές ήταν μουσικές ιδέες, τραγούδια και riffs πάνω στα οποία μ’ άρεσε ιδιαίτερα να σολάρω. Το να τα βάλω στη σωστή σειρά για να δημιουργηθεί ένα συνεκτικό και ουσιαστικό κομμάτι έγινε πολύ σημαντικό πράγμα για μένα, ειδικά όταν συνειδητοποίησα ότι το συγκρότημα ενδιαφερόταν ν’ αναπτύξει μεγαλύτερες συνθέσεις στα πρότυπα του “For Richard”. Όταν ένιωσα ότι το κομμάτι είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, το πήγα στο τοπικό club και ζήτησα από μερικούς φίλους να τ’ ακούσουν ενώ το ‘παιζα στο πιάνο. Η αντίδρασή τους ήταν τόσο θετική που ένιωσα σίγουρος να το παρουσιάσω στο συγκρότημα, ελπίζοντας ότι θα συμφωνούσαν να το ηχογραφήσουν στο album. Ευτυχώς, είχαμε και τον David Hitchcock ως παραγωγό, και πιστεύω ότι σε μεγάλο βαθμό χάρη σ’ αυτόν το κομμάτι ηχογραφήθηκε και έγινε η παραγωγή του τόσο επιτυχημένα. Ένα ή δύο μήνες μετά την κυκλοφορία του album, άκουσα το “Nine Feet Underground” να παίζεται πολύ δυνατά σ’ ένα τοπικό club. Ακούγοντάς το τότε, ένιωσα σαν οπαδός του συγκροτήματος και το απόλαυσα πραγματικά.

 

Έχετε ευχάριστες αναμνήσεις από το τζαμάρισμα του Frank Zappa με τους Caravan στο φεστιβάλ Actuel στο Βέλγιο στις 26 Οκτωβρίου 1969;

Οι χώροι των φεστιβάλ είναι πάντα πολύ διαφορετικοί από τις κανονικές live συναυλίες. Με τόσους πολλούς ανθρώπους, συγκροτήματα και μια ποικιλία εξοπλισμού και προσωπικού, είναι αξιοσημείωτο ότι όλα δένουν μεταξύ τους -και χωρίς τα road crews θα ήταν αδύνατο. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω για λίγο με τον Frank Zappa πριν από την συναυλία. Δεν είπε πολλά και φάνηκε πολύ cool, ίσως πρόθυμος ν’ ανέβει στη σκηνή και να παίξει. Τελικά, το jam λειτούργησε καλά, αν και ο ήχος θα μπορούσε να ήταν καλύτερος. Ο Frank ήταν πρόθυμος να παίξει με τα περισσότερα συγκροτήματα που εμφανίστηκαν εκείνη την μέρα, μιας και δεν μπόρεσε ν’ εμφανιστεί με το δικό του συγκρότημα στο φεστιβάλ.

 

Πόσο χρήσιμη ήταν η περίοδος που παίξατε στους Wilde Flowers για την μετέπειτα καριέρα σας;

Έμαθα πολλά εκείνες τις πρώτες μέρες, αλλά αυτό που ξεχωρίζει περισσότερο όταν κοιτάζω πίσω είναι η απόλυτη απόλαυση των πάντων. Η μουσική της Tamla (σ.σ: Motown) και η soul που παίζαμε πήγαν πραγματικά τα πράγματα μπροστά, μ’ όλους να χορεύουν και να περνούν καλά. Εκείνη την εποχή, δεν μπορούσα να φανταστώ τους ανθρώπους να κάθονται ήσυχα στις καρέκλες ή απλώς να στέκονται ακούγοντας μουσική, αν και, φυσικά, αυτό ακριβώς συνέβη έτσι όπως εξελίχθηκαν οι συναυλίες τα επόμενα χρόνια.

 

Ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία να εμφανιστείτε με τους Caravan σε τηλεοπτικές εκπομπές όπως το Colour Me Pop, το Top of the Pops και το Beat Club;

Ναι, ήταν σίγουρα ενδιαφέρον, αν και πολύ διαφορετικό από το να παίζεις live συναυλίες. Ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές ήταν προ-ηχογραφημένες με μόνο τα φωνητικά να γίνονται live, ενώ άλλες απαιτούσαν να μιμούμαστε όλοι ότι παίζουμε, κάτι που το βρήκαμε αρκετά προβληματικό και κάπως άγονο. Θυμάμαι μια περίπτωση που, μετά την ηχογράφηση μιας εκπομπής, αλλάξαμε όλοι όργανα και -με μεγάλη δόση αλκοόλ-  δώσαμε όπως πιστεύαμε μια εντυπωσιακή συναυλία. Δεν την έχω ξαναδεί από τότε, και μάλλον καλώς. Το Beat Club, ηχογραφημένο στη Βρέμη, μεταδιδόταν σε περίπου 50 εκατομμύρια θεατές, και έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις από τις πολλές φορές που εμφανίστηκα σ’ αυτή την εκπομπή.

 

Απολαύσατε την επανένωση των Caravan το 1990;

Ναι, πάρα πολύ. Προφανώς, είχαμε το μεγαλύτερο κοινό απ’ όλες τις συναυλίες (σ.σ: που έκαναν ποτέ), ή έτσι μου είπαν. Η ίδια η σκηνή ήταν απίστευτα ζεστή, περιτριγυρισμένη από έναν εκπληκτικό αριθμό συστημάτων φωτισμού. Όταν άναβε η σειρά των φώτων πίσω μου, ένιωσα σαν να μ’ έριχναν στην Κοιλάδα του Θανάτου, χιλιάδες watt θερμότητας χτυπούσαν την πλάτη μου ταυτόχρονα. Παρά τις ακραίες θερμοκρασίες, αποδείχθηκε μια πολύ αξιόλογη επανένωση και ουσιαστικά επανεκκίνησε την εποχή των περιοδειών μας. Στη σκηνή μας πλαισίωνε επίσης ο υπέροχος Jimmy Hastings, ο αδερφός του Pye (κιθάρα, φωνητικά), στο σαξόφωνο και το φλάουτο, κάτι που το έκανε ακόμα πιο ξεχωριστό. Οπότε ναι, ήταν μια πολύ ευχάριστη εμπειρία.

 

Πώς ήταν να συνεργάζεστε με τον Robert Wyatt (Soft Machine –drums, φωνητικά) στο album “Matching Mole” (1972);

Πάντα θαύμαζα το παίξιμο του Robert στα drums, έχοντας ακούσει τους Soft Machine και έχοντας παίξει για λίγο μαζί του σε μια προγενέστερη συναυλία των Caravan όπου παίξαμε μερικά από τα τραγούδια του Hugh Hopper (σ.σ: Soft Machine -μπάσο). Τον Οκτώβριο του 1971, τρεις μήνες αφότου έφυγα από τους Caravan, ο Robert επικοινώνησε απροσδόκητα μαζί μου ενώ ήμουν στην Πορτογαλία. Μου έστειλε ένα τηλεγράφημα που έγραφε: «Γύρνα πίσω, η χώρα σου σε χρειάζεται». Αφού επέστρεψα στην Αγγλία και επικοινώνησα μαζί του, ο Robert ήρθε στο σπίτι μου στο Kent και ήθελε πολύ ν’ ακούσει τα τραγούδια που είχα συνθέσει και έπαιζα στο πιάνο. Διάλεξε ένα και με ρώτησε αν θα ήταν εντάξει ν’ αλλάξει τους στίχους και να το ηχογραφήσει. Έτσι προέκυψε το “O Caroline”. Εκείνη την εποχή, ένιωθα ότι αυτό ακριβώς ήταν το είδος της μουσικής που ενδιαφερόταν να ακολουθήσει ο Robert.

Αφού ηχογράφησε τα κύρια μέρη του τραγουδιού του “O Caroline”, το συγκρότημα σταμάτησε για βράδυ (σ.σ: την ηχογράφηση), αλλά ο Robert παρέμεινε. Όταν επιστρέψαμε το επόμενο πρωί, ήταν ακόμα εκεί και είπε: «Ακούστε». Είχε δουλέψει στο κομμάτι όλη τη νύχτα, μια πραγματικά ξεχωριστή στιγμή για όλους. Αργότερα, οι συνθήκες ηχογράφησης στο studio ήταν κάθε άλλο παρά ιδανικές. Ήταν χειμώνας και είχαμε μόνο μια ηλεκτρική θερμάστρα με τρεις ράβδους, και στριμωχνόμασταν γύρω της μέχρι να ζεσταθούν αρκετά τα δάχτυλά μας για το επόμενο take. Επίσης, διαπίστωσα ότι «κρατιόμουν» μουσικά, μη θέλοντας να το παρακάνω, και εκεί έγινε ανεκτίμητη η συμβολή του Dave MacRae (σ.σ: ηλεκτρικό πιάνο) όταν εντάχτηκε σε μας. Αν και συνεχίσαμε να παίζουμε πολλές συναυλίες στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο εξωτερικό, τελικά ένιωσα λίγο άβολα με το υλικό, έχοντας αρχικά φανταστεί ότι η μουσική θα μπορούσε να είναι περισσότερο βασισμένη σε τραγούδια. Παρ’ όλα αυτά, ήταν μια πολύτιμη εμπειρία και ο Dave MacRae αποδείχθηκε μια εξαιρετική προσθήκη για το συγκρότημα.

 

Γιατί αποφασίσατε να φύγετε από τους Matching Mole μετά το πρώτο τους album;

Αυτό το απάντησα σε μεγάλο βαθμό στην προηγούμενη ερώτηση. Ενώ η εμπειρία ήταν πολύτιμη, σταδιακά ένιωσα ότι η μουσική κατεύθυνση δεν ήταν ακριβώς αυτή που είχα αρχικά φανταστεί, ιδιαίτερα όσον αφορά ότι θα βασιζόταν περισσότερο σε τραγούδια. Αυτό τελικά με οδήγησε να προχωρήσω.

 

Πόσο έχει αλλάξει η προσέγγισή σας στα πλήκτρα με την πάροδο του χρόνου;

Είχα ενδιαφέρον για το πιάνο από πολύ νεαρή ηλικία, όταν οι γονείς μου αγόρασαν ένα για να κάνει μαθήματα ο μεγαλύτερος αδερφός μου. Εκείνη την εποχή, δεν νομίζω ότι οι γονείς μου γνώριζαν ότι είχαμε έναν διάσημο πρόγονο από τον 17ο αιώνα: Τον John Blow (Blow είναι το πατρικό όνομα της μητέρας μου), ο οποίος ήταν συνθέτης για πέντε Άγγλους μονάρχες και οργανίστας τόσο στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου όσο και στο Αβαείο του Westminster, όπου τάφηκε το 1708 στον χώρο των μουσικών. Συνήθιζα να κατεβαίνω αργά το βράδυ και να συνθέτω ήσυχα μικρά κομμάτια στο πιάνο με το απαλό πεντάλ πατημένο, μέχρι που οι γονείς μου, ενοχλημένοι από τον ήχο, χτυπούσαν από τον επάνω όροφο στέλνοντάς με τρέχοντας πίσω στο κρεβάτι. Το πιάνο παρέμεινε το κύριο όργανό μου και πιθανότατα επηρέασε την μετέπειτα απόφασή μου να αναπαλαιώνω και να πουλάω πιάνα ως επάγγελμα. Όταν εντάχθηκα στο συγκρότημα του Canterbury, Wilde Flowers, αρχικά έπαιζα μπάσο, αλλά σύντομα πήγα στο Vox Continental όργανο. Καθώς αρχίσαμε να γράφουμε περισσότερο δικό μας υλικό, έγινε σαφές ότι χρειαζόταν ένας πιο γεμάτος ήχος, και τότε ήρθε στο προσκήνιο το Hammond A100. Το συγκρότημα στη συνέχεια εξελίχθηκε στους Caravan. Με τους Caravan, αφιέρωσα πολύ χρόνο στην εξέλιξη του ήχου μου στο Hammond.

Δεν το ήθελα απλώς ως ένα όργανο με υποστηρικτικό ρόλο που θα έδινε επιπλέον ώθηση στο σύνολο του συγκροτήματος. Ήθελα να εκφράζει ένα βαθύτερο συναίσθημα, συχνά χρησιμοποιώντας solos αποτελούμενα από μία νότα και διάφορα πετάλια εφέ για να το κάνει να μοιάζει σχεδόν με μια ανθρώπινη φωνή, αν και τα αποτελέσματα δεν ήταν πάντα επιτυχημένα. Καθώς η τεχνολογία στα πλήκτρα προόδευε και τα όργανα γίνονταν ελαφρύτερα και πιο περίπλοκα, πείσθηκα ν’ απλοποιήσω τον εξοπλισμό μου. Τελικά, βρέθηκα να χρησιμοποιώ ηλεκτρονικά πλήκτρα που δεν μ’ ενέπνεαν με τον ίδιο τρόπο. Σε ορισμένες περιοδείες στο εξωτερικό, μου παρουσιάστηκαν ακόμη και άγνωστα όργανα -όχι αυτά που είχα ζητήσει και πολυσέλιδες οδηγίες χρήσης- μερικές φορές δεν ήξερα καν πού ήταν ο διακόπτης on/off. Ευτυχώς, πρόσφατα ο γιος μου, ο Nick, αφιέρωσε πάνω από ένα χρόνο στην αποκατάσταση του Hammond A100 μου. Όταν πρόσφατα το έπαιξα ξανά στο Ηνωμένο Βασίλειο, ακουγόταν ακριβώς όπως πριν από περίπου 55 χρόνια. Έμεινα έκπληκτος. Με ενέπνευσε πραγματικά να ξαναχρησιμοποιήσω το Hammond γι’ άλλη μια φορά. Με την προσθήκη ενός fuzz box, ενός πεταλιού wah-wah και του Copicat echo, που εγκαταστάθηκαν πρόσφατα, είμαι σίγουρος ότι δεν θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να ηχογραφήσω ξανά μ’ αυτό.

 

Τι θυμάστε περισσότερο από την περίοδο που παίζατε με τους Camel;

Ο Andy Latimer (κιθάρα, φωνητικά) είχε αυστηρό έλεγχο όσον αφορά τη μουσική και τις συναυλίες, αλλά το συγκρότημα σίγουρα ήξερε πώς να διασκεδάζει στον ελεύθερο χρόνο του. Ήμουν 30 ετών όταν εντάχθηκα στους Camel και θυμάμαι έντονα την πρώτη μου συναυλία μαζί τους μετά από πολλές μέρες προετοιμασίας και προβών σ’ ένα μεγάλο θέατρο. Ήμουν εξαιρετικά νευρικός και είχα την έντονη αίσθηση ότι ήμουν πολύ μεγάλος για να βρίσκομαι εκεί, κάτι που είναι διασκεδαστικό να το θυμάμαι τώρα, 47 χρόνια αργότερα. Αυτό το συναίσθημα σύντομα εξαφανίστηκε και συνήθισα τη ρουτίνα των μεγάλων περιοδειών σ’ όλο το Ηνωμένο Βασίλειο και το εξωτερικό. Παρότι είχα λιγότερη ελευθερία να ξεδιπλώσω το παίξιμό μου απ’ ό,τι στους Caravan, εξακολουθούσα ν’ απολαμβάνω να δουλεύω με τόσο εξαιρετικούς μουσικούς. Ωστόσο, το να παίζω το ίδιο set κάθε βράδυ -περίπου 70 συναυλίες μόνο στην Ευρώπη- τελικά είχε το τίμημά του. Αφού ολοκλήρωσα την περιοδεία στην Ιαπωνία και τις ΗΠΑ, επέστρεψα στο Ηνωμένο Βασίλειο και έπιασα δουλειά ως κούριερ στο Λονδίνο, κάτι που, ας πούμε, με προσγείωσε.

 

Τι τόσο ξεχωριστό έχει το Hammond A-100;

Το Hammond A100 προοριζόταν αρχικά ως όργανο για το σαλόνι, ωστόσο περιόδευα επιτυχημένα μ’ αυτό για πολλά χρόνια, όπως και ο Georgie Fame. Ήταν πολύ καθησυχαστικό να το φροντίζει ο Billy Dunn, ήταν ο ειδικός στο Hammond στο Ηνωμένο Βασίλειο, συντηρώντας πολλά όργανα Hammond, συμπεριλαμβανομένων των οργάνων του Keith Emerson. Το A100 ήταν παρόμοιο με το B3 και διέθετε μια πλήρη κονσόλα αντί για σχεδιασμό σπινέτου (σ.σ: τσέμπαλου), επιτρέποντας έναν πολύ βαθύτερο και πλουσιότερο ήχο μέσω του εκτεταμένου συστήματος μπαρών ρύθμισης.

 

Ποιες είναι οι επιρροές σας στα πλήκτρα;

Αφού άκουσα το Hammond σε ηχογραφήσεις συγκροτημάτων όπως οι Nice και οι Procol Harum, πήγα στο Marquee Club για να δω τους Nice να παίζουν live. Βλέποντας τον Keith Emerson, και αργότερα τον Brian Auger με τους The Trinity και την Julie Driscoll στο Alexandra Palace το 1967, πείστηκα απόλυτα ότι έπρεπε ν’ αποκτήσω ένα Hammond παρά το γεγονός ότι κόστιζε πάνω από 1.000 λίρες εκείνη την εποχή (το 1967).

 

Τι σας ενέπνευσε ν’ αρχίσετε ν’ χρησιμοποιείτε το Mellotron;

Χρησιμοποίησα για πρώτη φορά Mellotron κατά την ηχογράφηση του album των Caravan “In the Land of Grey and Pink” στα Decca Studios. Έτυχε να ήταν διαθέσιμο στο studio και έψαχνα έναν διαφορετικό ήχο, οπότε πειραματίστηκα μ’ αυτό και το ενσωμάτωσα στις ηχογραφήσεις.

 

Είναι κολακευτικό το γεγονός ότι έχετε επηρεάσει σπουδαίους πληκτράδες όπως ο Geoff Downes (Yes, Asia, The Buggles);

Δεν έμαθα ποτέ να παίζω πλήκτρα με τον καθιερωμένο τρόπο. Δεν μπορώ να διαβάσω μουσική και δεν μπορούσα ν’ αντέξω ώρες ασκήσεων για τα δάχτυλα που θα μου επέτρεπαν να το κάνω, αν και ξέρω ότι θα ήταν χρήσιμο. Απλώς άφησα τους ήχους να μπουν στο κεφάλι μου και επέτρεψα στα δάχτυλά μου να μεταφράσουν αυτά τα συναισθήματα. Μερικές φορές λειτουργούσε καλά και άλλες φορές λιγότερο καλά. Αλλά αν οι άλλοι βρίσκουν την απόλαυση ή την έμπνευση στο παίξιμό μου, αυτό είναι εξαιρετικά ικανοποιητικό και πολύ ενθαρρυντικό για μένα.

 

Σας άρεσαν άλλοι πληκτράδες της εποχής σας, όπως ο Mike Ratledge (Soft Machine) και ο Dave (Egg, National Health, Hatfield and the North);

Ναι, πάρα πολύ. Έγινα οπαδός του Dave Stewart αφού τον είδα να παίζει με τους Egg στο Πανεπιστήμιο του Canterbury. Ο Mike Ratledge ήταν άλλος ένας καταπληκτικός μουσικός, με βαθιά κατανόηση της jazz. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος των Soft Machine από την Αμερικανική περιοδεία με τον Jimi Hendrix, ο Mike μου έδειξε μερικές ενδιαφέρουσες jazz συγχορδίες στο σπίτι μου στο Whitstable. Φυσικά, απολάμβανα επίσης πολύ ν’ ακούω και να παρακολουθώ τον Keith Emerson και τον Brian Auger, μεταξύ άλλων, όλοι τους ήταν τρομερά επιδραστικοί μουσικοί εκείνης της εποχής.

 

Κατά τη γνώμη σας, τι έκανε τη Σκηνή του Canterbury τόσο μοναδική;

Ο Mike Ratledge, ο Dave Stewart κι εγώ γίναμε όλοι εξέχοντες πληκτράδες στα αντίστοιχα συγκροτήματά μας, κάτι που εκείνη την εποχή ήταν ελαφρώς ασυνήθιστο στη rock μουσική, όπου η κιθάρα ήταν συνήθως το κυρίαρχο όργανο. Φυσικά, οι πληκτράδες ήταν συνηθισμένοι στην jazz, αλλά όχι τόσο στα rock συγκροτήματα. Αλλά σχετικά με τη λεγόμενη «Σκηνή του Canterbury», εξαρτάται πραγματικά από το τι εννοεί ο κόσμος μ’ αυτόν τον όρο. Αν αναφέρεται στον βασικό πυρήνα συγκροτημάτων που δραστηριοποιήθηκαν μεταξύ -περίπου- του 1965 και του 1971, τότε αυτό έχει νόημα. Μετά απ’ αυτό, η ταμπέλα φάνηκε να χρησιμοποιείται μάλλον χαλαρά, με πολλά συγκροτήματα είτε να τοποθετούνται σ’ αυτή την κατηγορία είτε να την υιοθετούν τα ίδια απλώς λόγω κάποιας σύνδεσης -όσο μικρής κι αν ήταν- με το Canterbury ή με μουσικούς της περιοχής. Από πολλές απόψεις, έμοιαζε με τη σκηνή του San Francisco στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όπου φίλοι έπαιζαν ο ένας στα συγκροτήματα του άλλου, σε διάφορες παραλλαγές. Εκείνη την εποχή, υπήρχε επίσης μια αισθητή απουσία «Λονδρέζικης επιρροής» μέσα και γύρω από την πόλη του καθεδρικού ναού του Canterbury, κάτι που σήμερα δεν ισχύει πλέον. Αλλά οι Caravan ήταν αρκετά μοναδικοί, με την έννοια ότι δεν εντάσσονταν σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία, είτε πρόκειται για rock, jazz, κλασική, blues, κλπ. Φαινόταν να υπάρχει ένας συνδυασμός πολλών στυλ. Ίσως γι’ αυτό κάποιοι έδωσαν την ταμπέλα “Canterbury”.

 

Είστε ευχαριστημένοι με τη συμμετοχή σας στο ντοκιμαντέρ “Romantic Warriors III: Canterbury Tales” (2015);

Στην πραγματικότητα, περιόρισα το προγραμματισμένο ταξίδι του μέλιτος στη Βενετία και επέστρεψα βιαστικά στο Λονδίνο για να συμμετάσχω στην ηχογράφηση. Ήταν όλα αρκετά αγχωτικά, με πολλά απροσδόκητα γεγονότα στην πορεία. Θα ήθελα να είχα περισσότερο χρόνο, αλλά στο τέλος, νομίζω ότι όλα ήταν ικανοποιητικά.

 

Ο Dave Sinclair και ο Richard Sinclair στους Camel

Πόσο σημαντικός είναι ο αυτοσχεδιασμός για εσάς;

Χωρίς τον αυτοσχεδιασμό, έχω πολύ λιγότερο ενδιαφέρον να παίζω μουσική, παρόλο που οι δομημένες ενορχηστρώσεις είναι σαφώς σημαντικές στο πλαίσιο ενός συγκροτήματος. Ο αυτοσχεδιασμός ανοίγει την πόρτα σε ατελείωτες δυνατότητες και ανακαλύψεις, και για μένα παραμένει ένα ουσιαστικό μέρος της μουσικής έκφρασης.

 

Ποιο είναι το άτομο με το οποίο είχατε την καλύτερη μουσική χημεία επί σκηνής;

Είχα καλή χημεία στην σκηνή με τους Robert Wyatt, Doug Boyle (σ.σ: Caravan, Robert Plant -κιθάρα), Jimmy Hastings (σ.σ: Caravan -σαξόφωνο, φλάουτο) και Andy Ward (σ.σ: drums) από τους Camel. Κατά καιρούς, ένιωθα επίσης ισχυρή μουσική σύνδεση με τον drummer των Caravan, Richard Coughlan.

 

Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τον Jimmy Hastings (Caravan -σαξόφωνο, φλάουτο) που απεβίωσε τον Μάρτιο του 2024;

Η μουσική ικανότητα του Jimmy Hastings, διαμορφωμένη τόσο από φυσικό ταλέντο όσο και από σκληρή δουλειά, ενισχύθηκε περαιτέρω από τους πολλούς εξαιρετικούς μουσικούς με τους οποίους έπαιξε σ’ όλη του τη ζωή. Ένιωσα μεγάλη τιμή όταν συμφώνησε να ταξιδέψει μέχρι την Ιαπωνία για να περιοδεύσει μαζί μου. Θυμάμαι πολλές υπέροχες στιγμές με τον Jimmy, όχι μόνο την εξαιρετική μουσική του ικανότητα, αλλά και τον ζεστό, φιλικό και πραγματικά ευγενικό τρόπο του. Μας λείπει πολύ.

 

Πιστεύετε ότι λόγω των υπηρεσιών streaming, η ακρόαση ενός album από την αρχή μέχρι το τέλος γίνεται ένα είδος τέχνης που χάνεται;

Αν τα τραγούδια ή τα κομμάτια είναι σχετικά σύντομα, τότε η επιλογή μεμονωμένων κομματιών μπορεί να έχει νόημα. Ωστόσο, στην περίπτωση μεγαλύτερων έργων -ειδικά εκείνων που αποτελούν μέρος ενός concept album- είναι συχνά προς το συμφέρον του ακροατή να βιώσει το album ως σύνολο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πιστεύω ότι η αγορά και η ακρόαση ολόκληρου του album παραμένει η πιο ικανοποιητική προσέγγιση.

 

Είμαι πολύ περίεργος να μάθω: Σας άρεσαν οι Beatles;

Ναι, πάρα πολύ. Μεγάλωσα λίγο-πολύ με τους Beatles, αν και ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτεροι από μένα. Πάντα περίμενα μ’ ανυπομονησία κάθε νέο single, περιμένοντας ότι θα είναι κάτι ξεχωριστό. Θυμάμαι καθαρά να χορεύω με τις πρώτες κυκλοφορίες τους σε ένα υπαίθριο κάμπινγκ όταν επισκέφτηκα την Ισπανία το 1963 -η μουσική τους φαινόταν να παίζεται παντού εκείνη την εποχή. Ήταν αρκετά καταπληκτική, και κατ’ αυτό τον τρόπο εξελίχθηκε από κει και πέρα.

 

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της progressive μουσικής;

Πιστεύω ότι πάντα θα υπάρχουν μουσικοί που θέλουν να ξεπεράσουν αυτό που αναμένεται απ’ αυτούς και που είναι πρόθυμοι ν’ αφεθούν στο δικό τους δημιουργικό ένστικτο με τρόπους που τους ελκύουν προσωπικά. Οι άνθρωποι είναι πολύ διαφορετικοί και πάντα θα υπάρχουν ακροατές που εκτιμούν συγκεκριμένες μουσικές προσεγγίσεις. Ωστόσο, νομίζω ότι μια από τις πιο σημαντικές πτυχές της live μουσικής, γενικά, είναι ο ρυθμός (και φυσικά η ψυχαγωγία), είναι το πιο φυσικό και άμεσα ελκυστικό στοιχείο. Μερικοί οπαδοί της progressive μουσικής φαίνεται επίσης ν’ απολαμβάνουν την πολυπλοκότητα των ασυνήθιστων ρυθμών και των τις λεπτές διαφορές, ακριβώς επειδή δεν τα κατανοούν πλήρως. Αυτή η πρόκληση μπορεί ν’ αποτελεί μέρος της έλξης. Απλώς η γνώμη μου είναι ότι «Μόνο ο Θεός ξέρει»!

 

Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Dave Sinclair για τον χρόνο του.

Official Dave Sinclair website: https://www.dsincs-music.com

Official Dave Sinclair Bandcamp page: https://davesinclair.bandcamp.com

- Advertisement -

Latest articles

Related articles

Μετάβαση στο περιεχόμενο