HIT CHANNEL ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Μάρτιος 2025. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν σπουδαίο μουσικό και παραγωγό: τον Chris Goss. Είναι περισσότερο γνωστός ως κιθαρίστας, τραγουδιστής και ιδρυτικό μέλος των πρωτοπόρων του desert rock, Masters of Reality. Την δεκαετία του 2000 κυκλοφόρησε επίσης δύο albums με τους Goon Moon. Ως παραγωγός έχει δουλέψει με τους Kyuss, Queens of the Stone Age, Mark Lanegan, Foo Fighters, The Cult, UNKLE, μέχρι και με τον star του Hollywood, Russell Crowe. Οι Masters of Reality μόλις κυκλοφόρησαν το πρώτο τους studio album μετά από 16 χρόνια με τίτλο “The Archer”. Το album είναι διαθέσιμο ψηφιακά από σήμερα, Παρασκευή 28 Μαρτίου και θα είναι διαθέσιμο σε CD & LP στις 11 Απριλίου. Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:
Το “The Archer” είναι το πρώτο album των Masters of Reality εδώ και 16 χρόνια. Θα μπορούσατε παρακαλώ να μας δώσετε μερικές πολύ βασικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία σύνθεσης και ηχογράφησης του “The Archer”;
Λοιπόν, νομίζω ότι γενικά η τέχνη είναι μια αντανάκλαση του τι δίνει ο κόσμος στον καλλιτέχνη και ο καλλιτέχνης το ανταποδίδει. Δεν θέλω να φανώ δήθεν, αλλά τα τελευταία 15 χρόνια ο κόσμος έχει περάσει μερικές πολύ σημαντικές γρήγορες αλλαγές και δεν ήξερα τι να γυρίσω πίσω στον κόσμο. Παρακολουθούσα και δεν έβρισκα μια μούσα να με κάνει να θέλω να δώσω κάτι πίσω, με είχε υπνωτίσει αυτό που συνέβαινε, γι’ αυτό και πήρε τόσο καιρό.
Γιατί αποφασίσατε να ονομάσετε αυτό το album “The Archer”;
Ταίριαζε με την έκλειψη ηλίου, νομίζω, στο εξώφυλλο. Ένας φίλος μου τράβηξε αυτή τη φωτογραφία και είχα έναν διαφορετικό τίτλο στο μυαλό μου μέχρι που είδα την φωτογραφία. Στη συνέχεια, συνειδητοποίησα ότι το “The Archer” μπορεί να ταίριαζε μ’ αυτή τη φωτογραφία καλύτερα απ’ τον άλλο τίτλο. Σε κάποιες μυθολογίες μιλάνε για τους τοξότες που εκτοξεύουν βέλη στο φεγγάρι και τον ήλιο.
Λατρεύω το “I Had a Dream”. Πείτε μας όλα όσα πρέπει να ξέρουμε για αυτήν την καταπληκτική σύνθεση.
Αρχικά, ήταν ένα jam που κάναμε όταν ηχογραφούσαμε και ο Paul (σ.σ: Powell -μπάσο) και ο John (σ.σ: Leamy -drums) έκαναν edit στο jam και μου το έδωσαν και το τελείωσα. Το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από μικρά κομμάτια μιας σειράς ονείρων που είχα όλα αυτά τα χρόνια και μετά απλώς τα σημείωνα.
Ο ήχος της κιθάρας στο “Chicken Little” είναι φανταστικός. Πώς προέκυψε;
Δεν είμαι σίγουρος, απλώς συνέβη. Υπάρχουν ποικιλίες ενισχυτών και πεταλιών και δεν μπορώ να σου πω συγκεκριμένα το πώς, εκτός από το ότι ηχογραφήθηκε σωστά και ότι είχαμε αυτιά, πιστεύω. Η μουσική γι’ αυτό το κομμάτι έγινε πριν από μερικά χρόνια και δεν έβαλα ποτέ φωνητικά σ’ αυτό ή οποιαδήποτε lead κιθάρα ή κάτι παρόμοιο, οπότε ανασύραμε την παλιά μίξη που είχαμε και έβαλα μερικά blues φωνητικά πάνω της. Λοιπόν, το τελείωσα αρκετά γρήγορα και νομίζω ότι μιλάει πολύ για σκατά που υπάρχουν.
Ας μιλήσουμε για το “Mr. Tap ‘n’ Go”. Αναφέρεστε σ’ έναν πραγματικό κτηνίατρο ή αυτό το τραγούδι είναι μια μεταφορά για όσους προσπαθούν να μας ελέγξουν;
Ναι, μπορείς να το εκλάβεις κι έτσι, αν θέλεις. Μ’ αρέσει οι άνθρωποι να το ερμηνεύουν έτσι όπως σκέφτονται και αυτό πιστεύω είναι πάντα το καλύτερο, οπότε, νομίζω ότι είσαι στο σωστό δρόμο.
Το “Barstow” είναι πολύ διαφορετικό απ’ τα άλλα τραγούδια. Τι σας ενέπνευσε να το γράψετε;

Δούλεψα πολύ στο Las Vegas τα τελευταία 10-12 χρόνια και μ’ αρέσει το Las Vegas, πηγαίνω εκεί και για διασκέδαση. Η διαδρομή από το Joshua Tree (σ.σ: στην California) στο Las Vegas είναι όλο παράδρομοι μέσα από την έρημο Mojave και αυτό το τραγούδι προέκυψε από το ταξίδι από το μέρος που μένω προς το Las Vegas, συνήθως μόνος μου. Ναι, αυτό είναι, είναι η έρημος. Το Barstow είναι μια μοναχική ερημική πόλη και νομίζω ότι έχει να κάνει με ανθρώπους που δραπετεύουν.
Υπήρχε κάποια επιρροή των Doors σ’ αυτό;
Είναι αστείο, οι άνθρωποι το ρωτούν αυτό συνέχεια. Δεν νομίζω, όχι. Όχι, συγκεκριμένα. Θέλω να πω, αν είχα εμπνευστεί να το κάνω να μοιάζει με Doors, θα έβαζα reverb στα φωνητικά και θα το έκανα λίγο πιο μυστικιστικό, υποθέτω. Ναι, είναι αστείο που το λες αυτό, τρεις-τέσσερις άλλοι δημοσιογράφοι είπαν το ίδιο πράγμα.
Τι σημαίνουν οι στίχοι του “Bible Head”; Ακούγεται προσωπικό.
Δεν ξέρω, εξαρτάται από σένα. Θέλω να πω, έγραψα αυτούς τους στίχους μέσα σε περίπου δύο λεπτά, αυτό που ονομάζω «αυτόματη γραφή», όπου απλά αφήνεις το χέρι σου να πηγαίνει και δεν σκέφτεσαι (γέλια) και αυτό μάλλον ακούγεται απερίσκεπτο. Λοιπόν, ναι, για άλλη μια φορά, αυτό που νιώθεις είναι πιο σημαντικό από τον μικρό ορισμό μου. Έχει να κάνει με το να νιώθεις ένα συναίσθημα περισσότερο από μια κυριολεκτική ερμηνεία.
Τι πρέπει να περιμένουν οι οπαδοί από την επερχόμενη ευρωπαϊκή περιοδεία σας;
Τους Masters of Reality, ξέρεις, αυτό που κάνουμε. Εάν κάποιος δεν μας έχει δει, τότε, ελπίζω ότι αυτό είναι αρκετό να τον κάνει να έρθει και οι άνθρωποι που μας έχουν δει νωρίτερα ξέρουν τι σημαίνει αυτό. Έτσι, απολαμβάνουμε να παίζουμε live και ελπίζω και το κοινό να μας ανταποδώσει αυτό το συναίσθημα.

Πόσο έχει αλλάξει η προσέγγισή σας στη σύνθεση με τα χρόνια;
Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Δεν ξέρω αν έχει. Είναι ενστικτώδης, κάθε τραγούδι είναι διαφορετικό και προσεγγίζω το καθένα διαφορετικά, δεν σκέφτομαι μια περίεργη κλίμακα, σκέφτομαι μόνο το συγκεκριμένο κομμάτι. Θέλω να πω, αν ανατρέξεις στους δίσκους μας, είναι δύσκολο να μας κατατάξεις σε κάποια κατηγορία, πιστεύω. Αυτός ο δίσκος δεν είναι τόσο heavy όσον αφορά τον ήχο, είναι ο λιγότερο βασισμένος σε riff δίσκος που έχουμε κάνει ποτέ, επομένως, είναι απλώς το προϊόν του περιβάλλοντος που επικρατούσε τα τελευταία 10-12 χρόνια.
Γιατί δεν είστε ικανοποιημένος με την παραγωγή του Rick Rubin (Slayer, Metallica, Red Hot Chili Peppers, Johnny Cash) στο πρώτο σας album (“Masters of Reality” -1989);
Ο κύριος λόγος είναι ότι δεν ακουγόμασταν έτσι live, ήμασταν πιο goth live, πιο σκοτεινοί και πάντα το αποκαλούσα αυτό «μωβ ομίχλη». Έτσι, πήρε το ιδιότροπο bluesy κομμάτι του εαυτού μας και το έκανε την έμφαση του δίσκου. Αν κι αυτό αποτελούσε μέρος μας, δεν ήταν το κύριο μέρος μας. Ξέρω ότι ο κόσμος απολαμβάνει πραγματικά αυτόν τον δίσκο, μακάρι να ήταν ένα καλύτερο στιγμιότυπο αυτού που ήμασταν εκείνη την εποχή και αυτό δεν ήταν έτσι.
Είστε περήφανος που το “Sunrise on the Sufferbus” θεωρείται κλασικό album;
Ναι, είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό. Είμαι πολύ περήφανος για τη δουλειά με τον Ginger (σ.σ: Baker -Cream drummer). Ναι.
Περιμένατε την εμπορική επιτυχία του single “She Got Me (When She Got Her Dress On)” από το “Sunrise on the Sufferbus”;
Ναι, πήγε στο Top-5 και εκείνη την εποχή το grunge ήταν στην μόδα και βασικά βγάλαμε έναν blues δίσκο, αλλά νομίζω ότι αυτός ο δίσκος ήταν καλός δίσκος. Λοιπόν, το τραγούδι rock-αρε και το MTV πραγματικά μας γάμησε γ’ αυτό, είπαν ότι όταν το τραγούδι πάει στο #5 θα μας έβαζαν στο heavy rotation (σ.σ: θα παιζόταν συχνά), ξέρεις, αυτό ήταν το θέμα. Το τραγούδι πήγε στο #5 και μετά οι άνθρωποι της παραγωγής είπαν ότι φαινόμασταν πολύ μεγάλοι σε ηλικία και αυτό ήταν πριν από 30 γαμημένα χρόνια.

Το αγαπημένο μου τραγούδι από το “Sunrise on the Sufferbus” είναι το “Moon in Your Pocket”. Ποια είναι η ιστορία πίσω απ’ αυτό;
Πήγαινα μόνος μου για κάμπινγκ με μια σκηνή, το καλοκαίρι, στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης και είχα μια πολύ τρομακτική εμπειρία: Ξέσπασε μια μεγάλη καταιγίδα στη λίμνη στην οποία κατασκήνωσα, τα κύματα ήταν πολύ ψηλά, ήταν σαν τον ωκεανό όταν ξύπνησα το πρωί. Πήγα να κολυμπήσω και με παρέσυραν τα ρεύματα γι’ αρκετή ώρα και νόμιζα ότι θα πεθάνω, αλλά δεν πέθανα, δεν νομίζω, εκτός αν όλα αυτά είναι ένα όνειρο. Λοιπόν, ναι, γι’ αυτό πρόκειται.
Πώς σας ήρθε η ιδέα να ζητήσετε από τον Ginger Baker (Cream, Blind Faith –drums) να παίξει στο “Sunrise on the Suffer” (1992);
O Ginger κι εγώ είχαμε μια πολύ παρόμοια ιδέα για το τι ήταν ένα groove, επομένως, υπήρχε μια πολύ αμοιβαία κατανόηση για το τι προϋπέθετε ένα τραγούδι παρά για το τι χρειαζόταν. Αυτός λοιπόν έπαιζε και το στυλ του είχε αλλάξει από την εποχή που έπαιζε στους Cream μέχρι την εποχή που έπαιζε μαζί μας, ήταν ένας πολύ διαφορετικός Ginger Baker, οπότε, ταίριαξα μαζί του, πρέπει να το κάνεις. Έμαθα πολλά από τον καριόλη.
Ήταν ο Ginger Baker εύκολος άνθρωπος για να δουλέψεις μαζί του στο “Sunrise on the Sufferbus”;
Ήταν κυκλοθυμικός και έπρεπε να ξέρεις πότε να τον πλησιάσεις, πότε να του μιλήσεις. Τα πηγαίναμε πολύ καλά, γιατί ένιωθα πως: «Εντάξει, σήμερα δεν είναι καλή μέρα για να τον κάνεις να αλλάξει δέρματα στο ταμπούρο του (γέλια). Οπότε, θ’ αφήσουμε τα δέρματα του ταμπούρου ήσυχα σήμερα γιατί δεν έχει διάθεση». Λοιπόν, ήταν κάτι τέτοιο. Αν ήξερες τον Ginger, ήξερες πώς να τον προσεγγίσεις. Εκτός απ’ αυτό, τα πηγαίναμε πολύ καλά, υπερασπιζόμασταν συνέχεια ο ένας τον άλλον και ήταν εξαιρετικός ως μέλος του συγκροτήματος για κάποιο καιρό. Θα ‘πρεπε να είχαμε κάνει τρεις δίσκους μαζί, όμως, δεν βγήκε έτσι.

Ποια ήταν η αντίδραση των νεότερων οπαδών που φορούσαν t–shirts των Megadeth όταν έβλεπαν τον Ginger Baker στη σκηνή κατά τη διάρκεια της περιοδείας με τους Alice in Chains;
Λοιπόν, έχεις ακούσει αυτές τις ιστορίες. Μας έβαλαν σε περιοδεία με τους Alice in Chains το ’93, λατρεύω τους Alice in Chains, αλλά το κοινό τους ήταν πολύ προσανατολισμένο στο heavy metal και δεν ήξεραν ποιος ήταν ο Ginger. Ήταν λυπηρό να έχουμε αυτόν τον άνθρωπο που είναι ένας από τους αρχιτέκτονες αυτού που κάνουμε και να μην ξέρουν ποιος ήταν, αλλά κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε και κάποια βράδια λειτούργησε πολύ καλά και άλλες φορές απλώς δεν ήξεραν ποιος στο διάολο ήταν. Θέλω να πω, αυτό είναι σκέτη άγνοια και υπάρχει πολλή απ’ αυτή τριγύρω, επομένως, δεν μ’ ενόχλησε.
Νιώσατε μεγάλη πίεση για να ξεπεράσετε την επιτυχία του “Sunrise on the Sufferbus” όταν κάνατε το “Welcome to the Western Lodge” (1999);
Όχι, ήταν ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα: Άλλη εποχή, διαφορετικό συγκρότημα. Το κάναμε στο studio μου στο Palm Springs και ήταν εντελώς διαφορετικό. Θέλω να πω, ο τρόπος που βγήκε το “Western Lodge”, ήθελα να κάνω μια πιο σκοτεινή, τσαπατσούλικη εκδοχή της δεύτερης πλευράς του “Abbey Road” (σ.σ: The Beatles -1969) όπου τα τραγούδια «κουτουλάνε» όλα μεταξύ τους. Εκείνη την εποχή στην καριέρα μου ήμουν απογοητευμένος με τη μουσική βιομηχανία και νομίζω ότι το “It’s Shit” συνοψίζει όλα αυτά. Ναι, είναι περίεργος δίσκος, αυτό είναι σίγουρο.
Τι σας τράβηξε στη μουσική των Kyuss την πρώτη φορά που τους παρακολουθήσατε live σ’ ένα μικροσκοπικό bar του LA;
Την λάτρεψα, ήταν απίστευτη. Ήξερα ότι είχαν κάτι που ήταν ανέγγιχτο και κανένας άλλος δεν το έκανε τότε. Γι’ αυτό βγήκα μπροστά και ήθελα να γίνω παραγωγός τους, ώστε κανένας άλλος παραγωγός να μην την καταστρέψει, να τους κάνει σφιχτούς, γιατί υπήρχε πολλή αλλαγή ρυθμού σ’ όλο αυτό, που μου άρεσε και είχα ν’ ακούσω αρκετά χρόνια. Έτσι, έμεινα έκπληκτος. Αυτοί ήταν 17 ετών και ήταν υπέροχη (σ.σ: η μουσική τους).
Είστε επίσης σπουδαίος παραγωγός. Ποιες είναι οι επιρροές σας ως παραγωγός;
Νομίζω ότι είναι δύο βασικές: Ο Jimmy Page και ο George Martin (σ.σ: παραγωγός των Beatles) και οι δύο έχουν δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις στην παραγωγή. Ήταν πάντα ένας συνδυασμός αυτών των δύο: Ο Jimmy Page ήθελε μια live αίσθηση και ο George Martin στους Beatles κατέληξε να βγάλει μια πολύ γλαφυρή αίσθηση. Στην αρχή, οι Beatles είχαν έναν πολύ live ήχο, τα πρώτα πράγματα των Beatles, αλλά στη συνέχεια έγιναν γλαφυροί με το “Sgt. Pepper” (1967), σχεδόν κινηματογραφικοί στην παραγωγή τους. Έτσι, και οι δύο αυτές τεχνικές, μεγαλώνοντας και με τις δύο και εκτιμώντας και τις δύο, αυτό ανέπτυξε τον εγκέφαλό μου, ούτως ή άλλως.
Θεωρείτε τον εαυτό σας τον George Martin (παραγωγός των Beatles) των Kyuss;
Όχι. Ο καθένας είναι διαφορετικός. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κανέναν άλλον εκτός από μένα και δεν ξέρω καν γι’ αυτόν. Οπότε, ναι, δεν ξέρω (γέλια).
Λατρεύω το “Licker’s Last Leg” (2007) album των Goon Moon. Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτό το album σήμερα;
Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό το δίσκο. Αυτός ο δίσκος έπρεπε να ήταν τεράστιος. Νομίζω ότι είναι ένας από τους καλύτερους δίσκους που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του 2000, για να είμαι ειλικρινής και σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκε. Χαίρομαι που τον άκουσες, αυτό μ’ αρέσει να λέω και είμαι εκστασιασμένος με το πώς βγήκε αυτός ο δίσκος.
Ποια είναι η ιστορία πίσω από το “There Will Never Be a Better Time” με την PJ Harvey από το “Desert Sessions: Volume 9” (2003);
Λοιπόν, έπαιζα κιθάρα στη βεράντα του studio, απλώς γρατζούνιζα μερικές συγχορδίες και η PJ Harvey το άκουσε και κάθισε δίπλα μου και απλώς άρχισε να σημειώνει στίχους. Δεν είπαμε τίποτα μεταξύ μας και συνέχισα να παίζω αυτό το μικρό μοτίβο που έπαιζα και μου είπε: «Μ’ αρέσει ο τρόπος που παίζεις» και είπα: «Ω, καλά, ευχαριστώ». Έτσι, είπε: «Έχω μερικούς στίχους. Θες να το δοκιμάσουμε;» και είπα: «Εντάξει, πάμε». Λοιπόν, αυτό που ακούς σ’ αυτό είναι το ένα και μοναδικό take που κάναμε στο τραγούδι. Δεν είχαμε κανένα απολύτως σχέδιο. Ήταν εντελώς αυτοσχεδιασμός και είχε τους στίχους στο χέρι της, σε ένα τετράδιο, που γράφτηκαν μέσα σε λίγα λεπτά και το intro και το outro, όλα έγιναν ενστικτωδώς. Ναι, άλλη μια στιγμή για την οποία είμαι πολύ περήφανος.
Τι έχετε ανακαλύψει μετά από τόσα χρόνια ενδιαφέροντος για τον αποκρυφισμό;
Υπάρχει δυαδικότητα, ξέρεις: Η φωτεινή πλευρά της ζωής και η σκοτεινή πλευρά της ζωής και τι δημιούργησε αυτές τις διαφορετικές αποχρώσεις, το φως και το σκοτάδι και πώς λειτουργούν όλα. Αυτό με τράβηξε σ’ αυτό για κάποιο διάστημα. Ήταν πολύ ενδιαφέρον και η τέχνη που δημιούργησε ήταν επίσης πολύ ενδιαφέρουσα, αξιοποιώντας τα διάφορα μέρη της ψυχής σου. Άνοιξε διαφορετικούς χώρους και πόρτες για να περάσεις. Λοιπόν, αυτό με τράβηξε σ’ αυτό.
Ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία να κάνετε παραγωγή στον Russell Crowe στο album “Gaslight” (1998) των 30 Odd Foot of Grunt;
Ναι, «ενδιαφέρουσα» είναι μάλλον η σωστή λέξη. Ήταν διασκεδαστικό, ήταν καλός τύπος. Μου τηλεφώνησε στο studio, δεν ήξερα ποιος ήταν όταν τηλεφώνησε για πρώτη φορά, δεν ήταν ακόμα ο τεράστιος star. Έτσι, μου φέρθηκε πολύ ευγενικά και έκανα το καλύτερο που μπορούσα. Ναι, τα πήγαμε πολύ καλά.
Πώς ήταν να μεγαλώνετε στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ‘70;
Ήταν υπέροχο: Το Punk rock ήταν στο κέντρο της πόλης και η disco στα προάστια και μ’ αρέσουν και τα δύο είδη μουσικής. Ήταν τόσο συναρπαστικό, ο ηλεκτρισμός στον αέρα της Νέα Υόρκης τη δεκαετία του ‘70 είναι απαράμιλλος μέχρι σήμερα. Το να στέκεσαι μπροστά από το CBGB’s ή το Max’s (σ.σ: Kansas City) ή το Studio 54 ή το Xenon, όπου κι αν πήγαινες, ήταν συναρπαστικό. Ίσως επειδή ήμουν νεότερος, δεν ξέρω. Αλλά νομίζω ότι πράγματι υπήρχε αυτό και όλοι όσοι γνωρίζω που το έζησαν και επέζησαν, πιστεύουν επίσης ότι υπήρχε. Λοιπόν, ναι, αυτό είναι το συναίσθημά μου. Ίσως ήταν η τελευταία πνοή αθωότητας, κατά κάποιον τρόπο, πριν το rock γίνει εμπορικό.
Έχετε κάποια εξήγηση γιατί στις μέρες μας θεωρείται cool να λες «Μ’ αρέσουν οι Kiss ή οι Rush» και θεωρείται uncool να λες «Μ’ αρέσουν οι Fairport Convention ή οι Soft Machine ή οι Doors»;
Αυτά είναι κόμπλεξ των ανθρώπων, ξέρεις. Αν ακούς prog μουσική της δεκαετίας του 1970, και δεν μπορείς να βρεις ομορφιά σε πολλή απ’ αυτή, τότε είσαι χαζός. Υπάρχουν μουσικά μέρη στην prog και το jazz fusion που ο κόσμος αποδοκίμαζε για αρκετό καιρό. Ποτέ δεν σταμάτησε να μ’ αρέσει οτιδήποτε μ’ αρέσει, έτσι, ακόμα και όταν έγινα πάνκης, εξακολουθούσα να κρατιέμαι από τους δίσκους μου των Yes. Μετά, χρόνια αργότερα μίλησα με τον Keith Levene (σ.σ: κιθαρίστας, πληκτράς και ιδρυτικό μέλος των The Clash) από τους Public Image Ltd και λάτρευε επίσης τους Yes. Εκείνη την εποχή, όταν ήσουν πάνκης, ήταν cool να ξεφτιλίζεις τους Yes ως δεινοσαυρικό prog rock συγκρότημα και τους King Crimson, όποιον μπορούσε να παίξει κι εγώ ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να παίξω αυτό το είδος μουσικής. Δεν είχα ποτέ την πειθαρχία να κάνω εξάσκηση στις κλίμακες στην κιθάρα. Έμαθα παίζοντας ταυτόχρονα με rock ‘n’ roll δίσκους, έτσι, μέχρι σήμερα, δεν μπορώ να παίξω ματζόρε κλίμακα χωρίς να κάνω λάθος. Αλλά για τους ανθρώπους που είχαν αυτή την πειθαρχία και μπορούσαν να τη μετατρέψουν σε όμορφα ενορχηστρωμένα μουσικά μέρη, δεν έχασα ποτέ τον σεβασμό μου γι’ αυτούς. Ακόμη και ο Jimmy Page και εγώ, και οι δύο συμφωνούμε ότι ο Steve Howe (Yes) είναι ο καλύτερος κιθαρίστας όλων των εποχών. Λοιπόν, ναι, ο σεβασμός είναι το θέμα και το να έχεις ανοιχτό μυαλό και ν’ αναγνωρίζεις την σπουδαία μουσική όταν την ακούς και να μην είσαι τόσο ιδεολογικός, μοδάτος μαλάκας που αλλάζει γνώμη κάθε πέντε χρόνια για το τι του αρέσει. Οι Βρετανοί είναι διαβόητοι γι’ αυτό, του τύπου, σε βάζουν στο βάθρο για πέντε χρόνια και μετά σε γκρεμίζουν από το βάθρο. Έτσι, τείνω να σέβομαι περισσότερο και να επιμένω σ’ αυτό που μου αρέσει γιατί ξέρω μέσα μου ότι είναι καλό.
Πιστεύετε ότι λόγω των υπηρεσιών streaming η ακρόαση ενός album από την αρχή μέχρι το τέλος γίνεται πλέον ένα είδος τέχνης που χάνεται;
Ναι, είναι πολύ ατυχές. Το εύρος προσοχής των ανθρώπων έχει εξαφανιστεί και υπάρχει πάρα πολλή μουσική που εκτοξεύεται σ’ όλους στο διαδίκτυο. Ευχαριστώ τον Θεό για τους οπαδούς που θέλουν ακόμα ν’ ακούσουν ένα album. Είναι δύσκολο να μου κάνει κλικ ένα νέο συγκρότημα και ν’ ακούσω ένα ολόκληρο album, εκτός κι αν με τραβάει και με αναγκάζει, με κάποιον περίεργο τρόπο. Οπότε, κατά κάποιο τρόπο το καταλαβαίνω και κατά κάποιον τρόπο το απεχθάνομαι. Ναι, σίγουρα έχει χαλάσει τα πράγματα.
Μοιάζετε στον Captain Beefheart αυτή την εποχή. Είστε οπαδός του;
(Γέλια) Ναι, πάρα πολύ. Ειδικά των στίχων του.
Γιατί σας πήρε 20 χρόνια για να ολοκληρώσετε το “Brown House on the Green Road” από το album “Give Us Barabbas” (2004);
Δεν ξέρω. Με το πέρασμα των χρόνων, αυτό το τραγούδι συνέχιζε να μην είναι ύψιστης προτεραιότητας. Ακόμη και όταν ηχογραφούσαμε τον δίσκο με τον Rick Rubin, είχα αυτό το τραγούδι και του άρεσε, στο υπόλοιπο συγκρότημα δεν άρεσε. Ήταν απλώς θέμα χρόνου και «Οκ, έχω ένα συγκρότημα που το καταλαβαίνει» όταν τελικά το ηχογραφήσαμε. Ναι, ήταν απλώς ζήτημα αναμονής για ένα συγκρότημα που το καταλάβαινε και ήθελε να το παίξει.
Πόσο χρήσιμο ήταν το βιβλίο “Darkness Visible” του William Styron για να ξεπεράσετε την κατάθλιψή σας;
Είναι μια προσωρινή ανακούφιση. Η κατάθλιψη έρχεται και φεύγει και νομίζω ότι το βιβλίο του με βοήθησε εκείνη την εποχή, έχοντας αυτό το μήνυμα στο μυαλό: «Πρέπει να το αντέξεις για λίγο. Μην τα παρατάς γιατί τελικά το σκοτάδι αυξάνεται. Οπότε, κράτα όσο μπορείς γιατί η ζωή περνά πολύ γρήγορα, ούτως ή άλλως». Έτσι, ακόμα και αν δεν έχεις αυτοκτονήσει, η ζωή έχει περάσει, ούτως ή άλλως (γέλια).
Υπάρχει ακόμα χώρος για πειραματισμό στο desert rock;
Α, ναι! Νομίζω ότι ο νέος δίσκος το αποδεικνύει αυτό. Είναι στο χέρι του ατόμου, του μουσικού, να το πάει όπου θέλει. Πρέπει να κάνεις μουσική που θέλεις ν’ ακούσεις, που ο εγκέφαλός σου λαχταρά ν’ ακούσει και ελπίζω αυτό να κάνουν όλοι. Μην κοιτάς τον διπλανό σου και μην βλέπεις τι κάνει, φτιάξε τον δικό σου κόσμο. Αυτό μας κάνει μοναδικούς ως καλλιτέχνες, είτε αυτό λειτουργεί εμπορικά είτε όχι είτε οτιδήποτε άλλο. Θέλω να πω, έχω συνηθίσει να βγάζω μερικούς πολύ καλούς δίσκους που έχουν πολύ μικρή εμπορική επιτυχία. Λοιπόν, τι άλλο νέο υπάρχει, ε;
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον του desert rock;
Είναι αστείο, είναι ένα είδος μουσικής που έχει διαχυθεί σ’ όλα τα άλλα είδη μουσικής σ’ όλο τον κόσμο. Ακόμη και όταν δούλευα με τους UNKLE και την ηλεκτρονική μουσική, υπάρχει μια συγκεκριμένη ευαισθησία για το κιθαριστικό groove, νομίζω ότι είναι το βασικό πράγμα. Δεν ξέρω αν είναι αισιοδοξία ή απαισιοδοξία, έχει γίνει κατανοητό, ας το θέσουμε έτσι. Λοιπόν, υποθέτω ότι αυτό είναι αισιοδοξία.
Ήταν ενδιαφέρον για εσάς να ξαναδουλέψετε το “Aqualung” των Jethro Tull για το album “Aqualung Redux” (2024);
Ο Alain Johannes (κιθάρα) μου ζήτησε να το κάνω, επειδή του το ζήτησε μια άλλη δισκογραφική, οπότε ναι, ήταν πολύ εύκολο για μένα. Ο Alain έκανε όλα τα κύρια ανδρικά χορωδιακά ρωσικού στυλ φωνητικά στο βάθος και έπρεπε απλώς να τραγουδήσω τα κύρια φωνητικά με τα οποία ήμουν πολύ εξοικειωμένος όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό ήταν ένα τραγούδι απ’ τα νιάτα μου που ήταν πολύ σημαντικό, οπότε ήταν εύκολο.
Η μουσική του Jimi Hendrix, η μουσική του Santana, η μουσική του George Harrison είχαν επίσης μια έντονη πνευματική πτυχή. Είναι πνευματική η σημερινή μουσική;
Αυτή είναι καλή ερώτηση. Η περισσότερη απ’ αυτή, δεν είναι. Όταν ακούς μια θεόπνευστη μελωδία, το ξέρεις και εγώ δεν ακούω πολλή θεόπνευστη μελωδία. Θέλω να πω, ο Jeff Buckley ήταν υπέροχος και υπάρχουν συγκροτήματα, ειδικά μερικά gospel συγκροτήματα ή gospel τραγουδιστές που εξακολουθούν να τα πάνε καλά. Αλλά όσον αφορά την pop μουσική, όχι. Όχι, δεν ακούω πολλή πνευματικότητα σ’ αυτήν.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τον φίλο σας Mark Lanegan που έφυγε από τη ζωή το 2022;
Ναι, ο Mark ήταν μια ιδιοφυΐα και όσο περισσότερο τον ακούς, τόσο περισσότερο σου λείπει. Αυτό είναι. Ήμουν περήφανος που συνεργάστηκα μαζί του.
Ζηλέψατε λίγο όταν ο Josh Homme (Kyuss, Queens of a Stone Age -κιθάρα, φωνητικά) σχημάτισε τους Them Crooked Vultures με τον John Paul Jones (Led Zeppelin -μπάσο, πλήκτρα);
Το μόνο πράγμα που μ’ ενόχλησε είναι ότι δεν μου το ‘πε ποτέ και το άκουσα μέσω άλλων ανθρώπων: «Ο Jones παίζει με τους Homme and Grohl (σ.σ: τραγουδιστής/κιθαρίστας των Foo Fighters και drummer των Nirvana)» και ο Josh, γνωρίζοντας πόσο μεγάλος οπαδός των Zeppelin ήμουν, δεν μου το είπε καν. Οπότε, δεν ήταν ζήλια, ήταν απλώς εξοργιστική άγνοια και ο φόβος, νομίζω, να μ’ έχει κοντά μου.
Σας αρέσουν νεότερα συγκροτήματα όπως οι Truckfighters και οι All Them Witches;
Δεν γνωρίζω κανένα από τα δύο. Τους έχω ακουστά αλλά δεν τους έχω ακούσει ακόμα. Είναι καλοί;
Νομίζω ότι οι Truckfighters είναι καλύτεροι. Ακόμη και ο Josh Homme εμφανίστηκε στο ντοκιμαντέρ τους (“Truckfighters” -2011).
Ω, ωραία. Μπράβο του.
Σας αρέσουν folk πράγματα όπως ο Townes Van Zandt ή ο Nick Drake;
Όχι. Δεν με τραβάνε, όχι.
Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Chris Goss για τον χρόνο του
Κεντρική φωτογραφία: Alex Solca
Official Masters of Reality website: https://mastersofreality.com/
Official Masters of Reality Facebook page: https://www.facebook.com/mastersofreality