Αποκλειστική συνέντευξη: Francis Rossi (Status Quo, solo)

Ο Francis Rossi των θρυλικών Status Quo μιλάει αποκλειστικά στο Hit Channel για την επερχόμενη solo περιοδεία του, την ιστορική τους εμφάνιση στο Live Aid, την δημιουργία του "Down Down" και πολλά άλλα.

HIT CHANNEL ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ιανουάριος 2025. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’ έναν θρυλικό μουσικό: τον Francis Rossi. Είναι περισσότερο γνωστός ως lead κιθαρίστας, τραγουδιστής, συνθέτης και ιδρυτικό μέλος των Status Quo. Έγραψε ή συνέγραψε εμβληματικά τραγούδια όπως τα “Pictures of Matchstick Men”, “Caroline”, “Paper Plane”, “Down Down” και “Roll Over Lay Down”. Το 2019, κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του με τίτλο I Talk Too Much”. Τον Απρίλιο, θα ξεκινήσει μια μακρά solo βρετανική περιοδεία με τίτλο An Evening of Francis Rossis Songs from the Status Quo Songbook and more…”. Διαβάστε παρακάτω τα όσα πολύ ενδιαφέροντα μας είπε:

 

Τι πρέπει να περιμένουν οι οπαδοί από την επερχόμενη Βρετανική solo περιοδεία σας με τίτλο “An Evening of Francis Rossis Songs from the Status Quo Songbook and more…”;

- Advertisement -

Εκτός από τον μεγάλο τίτλο, ελπίζουμε ότι θα υπάρχουν πολλές ιστορίες. Τα τραγούδια είναι γραμμένα σ’ ένα setlist, αλλά καμία από τις ιστορίες δεν πρόκειται να είναι σαν αυτές που έκανα την τελευταία φορά που περιόδευσα. Έτσι, δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τις ίδιες ιστορίες, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πού είπα κάποιες απ’ αυτές. Έτσι, θα ρωτήσω το κοινό αν είπα μια συγκεκριμένη ιστορία και ίσως την πω για να την απολαύσω. Περιλαμβάνει πολλά τραγούδια που ξέρουν αλλά με ακουστική κιθάρα, άρα, δεν είναι τόσο έντονο, είναι ένα λίγο διαφορετικό πράγμα και συνήθως είναι πολύ ευχάριστη βραδιά. Εγώ τ’ απολαμβάνω. Οπότε, μόνο με το να έρθουν, εγώ μπορώ να το απολαύσω, θα ήταν ωραίο.

 

Πόσο συναισθηματικό ήταν για εσάς να γράψετε την αυτοβιογραφία σας “I Talk Too Much” (2019);

Όχι πραγματικά, απλώς μ’ αρέσει να μιλάω. Ο Mick Wall (σ.σ: διάσημος rock δημοσιογράφος και συγγραφέας) κάθισε εκεί και μου έκανε ερωτήσεις και μιλούσαμε για 2-3 ώρες κάθε φορά. Το έκανε αυτό μερικές φορές και μετά υπήρχε ένα πρόχειρο προσχέδιο του βιβλίου. Δεν μπορούσα να διαβάσω το βιβλίο, ακόμα δεν διάβασα το βιβλίο και απλώς μου το διάβαζε όταν είχε ήδη γραφτεί και έκανα ορισμένες διορθώσεις και αυτό είναι όλο. Δεν το βρήκα καθόλου συναισθηματικό. Είχα μια απ’ αυτές τις αναμνήσεις που πάει από τ’ αριστερά προς τα δεξιά, δεν είναι μπροστά σου ή πίσω σου. Έτσι, όταν ήταν από τ’ αριστερά προς τα δεξιά, μπορούσα να δω τον αδερφό μου στο μπάνιο όταν ήμουν πολύ μικρός και μπορούσα να δω τέτοια πράγματα, ακριβώς εκεί (σ.σ: αριστερά ή δεξιά). Έτσι, όποτε αναπολώ πράγματα, πολύ σπάνια συγκινούμαι με αυτά, μερικές φορές νοσταλγώ, αλλά δεν παραμένω εκεί γιατί είναι όλα (σ.σ: Στη συνομιλία μας στο Zoom, κάνει μια απεικόνιση του ορίζοντα χρησιμοποιώντας τις παλάμες του).

 

Είναι σαν μια ταινία με κεφάλαια.

Ναι, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτό είναι εκεί (σ.σ: δείχνει μπροστά του) στο μέλλον και δεν μπορούν να δουν το πίσω τους, έχει πεθάνει. Κοιτάζω και είναι ακριβώς εκεί (σ.σ: δείχνει προς τα αριστερά του). Είναι περίεργο.

 

Στο βιβλίο σας γράφετε ότι, ενώ δεν θα μπορούσατε ποτέ να παίξετε κιθάρα στο ίδιο εντυπωσιακό επίπεδο με τον Eric Clapton ή τον Jeff Beck, ήσασταν αποφασισμένος να γίνετε ένας πολύ καλός συνθέτης. Πόσο έχει αλλάξει η προσέγγισή σας στη σύνθεση με τα χρόνια;

Δεν ξέρω, ελπίζω απλώς να βελτιώθηκε όταν από ερασιτέχνης έγινα επαγγελματίας. Δεν πιστεύω απαραίτητα ότι ένας επαγγελματίας συνθέτης είναι και καλός, γιατί υπάρχουν συγκεκριμένα πράγματα με τα οποία μπορείς να καταπιαστείς. Θα μπορούσες να γράψεις ένα τραγούδι τώρα, αν έπρεπε πραγματικά, δεν λέω ότι θα βγει καλό. Δεν νομίζω ότι είπα ποτέ ότι ήθελα να γίνω καλός συνθέτης, απλώς μ’ αρέσει να προσπαθώ να γράφω hit τραγούδια, δεν χρειάζεται να είναι σε συγκεκριμένο ρυθμό ή θεϊκά μουσικά ή βαθιά σε ποιητικό περιεχόμενο, πρέπει να με κάνουν να σκεφτώ: «Ναι! Αυτό είναι κάτι». Ηχογραφώ αυτή τη στιγμή και υπάρχει κάποιος ενθουσιασμός με το να έχεις ένα τραγούδι και μετά να το δομείς. Ειδικότερα, αυτές τις μέρες με τους υπολογιστές, γιατί μπορείς να το δεις στην οθόνη, αλλά όταν είχαμε μπομπίνα και πολυκάναλο (σ.σ: μηχάνημα ηχογράφησης) δεν μπορούσες να τα πειράξεις. Τώρα, μπορώ απλώς να μετακινήσω πράγματα στην οθόνη. Σε μπλέκει πάρα πολύ στη -δεν μπορώ να βρω καλύτερη λέξη- «δημιουργική» πλευρά. Η λέξη «δημιουργικός» πάντα μου ακούγεται σαν κάποιον πανέμορφο άνθρωπο και απλώς στάθηκα πάρα πολύ τυχερός και έγραψα εμπορικά τραγούδια που άρεσαν σε κάποιους και μερικοί αυτό το θεωρούν πολύ πιο σημαντικό από άλλους. Απλώς είμαι τυχερός που κάποιοι το θεωρούν σημαντικό. Είμαι τυχερός άνθρωπος.

 

Κατά τη γνώμη σας, τι κάνει τη μουσική των Status Quo να εξακολουθεί να είναι επίκαιρη το 2025;

Δεν ξέρω ότι είναι επίκαιρη. Είμαι σίγουρος ότι για κάποιους ανθρώπους είναι. Αυτό είναι το ενδιαφέρον μ’ όλους τους καλλιτέχνης, όλα τα συγκροτήματα, όλους τους τραγουδιστές, τους συνθέτες και τους ηθοποιούς: Αν κάποιος δεν είναι οπαδός σου, τότε δεν είσαι επίκαιρος. Υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι είσαι σπουδαίος, εγώ είμαι σπουδαίος, ο οποιοσδήποτε είναι σπουδαίος, αλλά ο άνθρωπος δίπλα του δεν πιστεύει ότι αυτός είναι σπουδαίος. Έτσι, όλοι νομίζουμε ότι μας αρέσει η καλή μουσική. Όχι, μας αρέσει η μουσική που μας αρέσει, επομένως, πιστεύουμε ότι είναι υπέροχη. Αλλά δεν είναι ούτε καλή ούτε υπέροχη, είναι απλώς αυτή που σου αρέσει ή μου αρέσει. Η μουσική που μ’ αρέσει πιστεύω ότι είναι υπέροχη. Η μουσική που δεν μου αρέσει νομίζω ότι είναι χάλια. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει.

 

Δυσκολευτήκατε να βρείτε νέες ενορχηστρώσεις για τα κλασικά τραγούδια σας στο “Aquostic (Stripped Bare)” album το 2014;

Σε μερικά από αυτά, ναι, αλλά μερικά απλώς βγήκαν εύκολα γιατί δεν υπήρχε κάποια παράμετρος, δεν υπήρχε καθορισμένο πράγμα που έπρεπε να πάει. Κάποια πράγματα βγήκαν πολύ εύκολα γιατί απλώς ήθελες να το κάνεις διαφορετικά. Το άκουσα πρόσφατα και απογοητεύτηκα λίγο. Φαινόταν ότι ό,τι κάναμε με τα έγχορδα και τα λοιπά -όχι ότι δεν ήταν καλά- ήταν ο ήχος τους, ακούγονταν χωρίς συναίσθημα. Δεν έμοιαζε να είναι τόσο συναρπαστικό όσο νόμιζα ότι ήταν, αλλά αυτό είναι εκ των υστέρων. Κάποια τραγούδια ήταν δύσκολο να γίνουν γιατί ήμασταν μόνο οι δυο μας σε δύο ακουστικές. Έτσι, ορισμένα πράγματα δεν μπορείς να τα κάνεις, όπως τα μεγάλα solos, κάποια από τα instrumental μέρη των Status Quo δεν αποδίδονται πολύ καλά στην ακουστική. Ένα από τα πράγματα μιας ακουστικής συναυλίας είναι ότι έχεις τον πυρήνα του τραγουδιού: «Τραγουδάς-τραγουδάς-τραγούδας/ τραγούδι-τραγούδι/ τραγούδι-τραγούδι/ ρεφρέν/ ρεφρέν-ρεφρέν/ solo» (σ.σ: σφυρίζει). Έτσι, αυτό που έχει σημασία σ’ αυτά τα πράγματα είναι το ίδιο το τραγούδι, η μελωδία και το βασικό τραγούδι, που είναι αυτό που πραγματικά μ’ αρέσει να κάνω.

 

Δουλεύετε σ’ ένα solo ακουστικό album ή σ’ ένα solo ηλεκτρικό;

Είναι ένα solo album, ένα FR (σ.σ: Francis Rossi) album, δεν είναι ακουστικό κατά καμία έννοια. Ακόμα κι εγώ πιστεύω ότι είναι ασυνήθιστο, γιατί και πάλι, θα είναι ίσως η δεύτερη φορά που θα κάνω κάτι που δεν έχει σενάριο: Δεν μπορείς να κάνεις αυτό ή μπορείς να κάνεις το άλλο ή δεν πρέπει να το κάνεις αυτό ή δεν πρέπει να κάνεις το άλλο. Λοιπόν, ίσως υπάρχουν πράγματα που έχω κάνει στο album που δεν θα μπορούσες να κάνεις σ’ ένα album των Status Quo, επειδή αυτό δεν είναι Status Quo και με τους Status Quo είχαμε μεγάλη επιτυχία. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα όντας μέσα σ’ αυτές τις παραμέτρους που είναι περιοριστικά, αλλά στον κόσμο δεν αρέσει να κάνεις αυτό ή να κάνεις το άλλο ή να κάνεις το παράλλο (σ.σ: δείχνει με το χέρι του διαφορετικές κατευθύνσεις). Πραγματικά δεν τους αρέσει να παρεκκλίνεις και το βρίσκω, όπως είπα, πολύ περιοριστικό. «Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό γιατί δεν είναι Quo». Πολλοί είπαν πως το “Rockin’ All Over the World” δεν ήταν Quo, το “Living on an Island”, το “Marguerita Time”, το “In the Army Now”, διάφορα τραγούδια, ο κόσμος πραγματικά εκνευριζόταν λέγοντας: «Αυτό δεν είναι Quo». Έτσι, φαίνεται ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους αυτό που θεωρούν ότι είναι οι Status Quo. Αν το πειράξεις αυτό, πειράζεις τον ψυχισμό: «Αχ, μη μου το κάνεις αυτό!» Βρήκα τη δημιουργία αυτού του album, αυτή τη στιγμή, πολύ απελευθερωτική. Απλώς θα κάνω αυτό που πιστεύω ότι θα κάνω, είτε πιστεύω ότι ακούγεται έτσι ή αλλιώς ή δεν θα ‘πρεπε ν’ ακούγεται έτσι ή θα ‘πρεπε να ακούγεται αλλιώς. Απλώς το κάνω και σκέφτομαι: «Α, μου αρέσει αυτό». Έκανα χτες μερικά πράγματα και θα τ’ ακούσω σε ένα λεπτό και μπορεί να σκεφτώ: «Όχι, δεν μου αρέσει αυτό» και θα το αλλάξω. Όταν είσαι σε ένα συγκρότημα, πρέπει να προσέχεις να μην σβήσεις πράγματα και τα ξεφορτωθείς, ενώ αν θέλω να το κάνω αυτό στο album μου, μπορώ απλώς να τα ξεφορτωθώ. Λοιπόν, είναι πολύ απελευθερωτικό, αυτή είναι η σύντομη απάντηση (γέλια).

 

Σας εξέπληξε η εμπορική επιτυχία του “Pictures of Matchstick Men” (1968);

Ναι, πίστευα ότι ήταν ένα πολύ εμπορικό τραγούδι και ηχογραφήθηκε αρχικά ως B-side, αλλά θέλω να πω, είναι αρκετά προφανές όταν το ακούς ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να παραμείνει B-side, όταν στην πρώτη πλευρά επρόκειτο να είναι το “Gentleman Joe’s Sidewalk Café”. Το “Matchstick Men” από μόνο του αν το ακούσεις είναι πολύ πλήρες. Τα πάντα βγάζουν νόημα, ενώ το “Gentleman Joe’s Sidewalk Café” είναι ένα πολύ ωραίο τραγουδάκι, αλλά δεν φαίνεται να έχει αυτή την ολοκληρωμένη δομή όπου όλα αυτά μαζί βγάζουν νόημα. Στο “Matchstick Men”, όλα μαζί βγάζουν νόημα, με το wah-wah και τις φράσεις που είχαμε κάνει και ήταν στο hammond. Όλα βγάζουν νόημα. Έτσι, αν κοιτάξεις τώρα, εκ των υστέρων, θα πεις ότι προφανώς θα ήταν hit και προφανώς θα είχε επιτυχία, αλλά τότε ήταν απλώς άλλο ένα τραγούδι που είχαμε κάνει και ελπίζαμε ότι θα έμπαινε στην πρώτη πλευρά και στη συνέχεια ελπίζαμε ότι θα ήταν επιτυχημένο. Και μόλις κάνεις επιτυχία, τότε αρχίζει ο αγώνας.

 

Λειτούργησαν συγκροτήματα όπως οι Cream και οι Pink Floyd ως πρότυπα για τους Status Quo κατά τη διάρκεια των πρώτων ψυχεδελικών ημερών σας;

Όχι (γέλια). Παίξαμε με τους Pink Floyd μερικές φορές και η μία ήταν σε ένα μέρος που ονομάζεται Cambridge Corn Exchange, το οποίο είναι ένα πολύ πέτρινο κτίριο και πάρα πολύ θορυβώδες και χρησιμοποιούσαν αυτές τις ρόδες (σ.σ: ψυχεδελικοί προβολείς που χρησιμοποιούνται για το «υγρό» light show) για τις προβολές. Η αίθουσα ήταν μια πολύ θορυβώδης αίθουσα και ο θόρυβος που έκαναν οι Pink Floyd εκείνη την εποχή, απλώς δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Δεν μας θεωρούσα ποτέ τόσο καλούς όσο κανένα από αυτά τα συγκροτήματα, γιατί ο κόσμος πίστευε ότι δεν ήμασταν τόσο καλοί όσο αυτά τα συγκροτήματα. Αλλά υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι οι Pink Floyd ήταν χάλια και οι Status Quo ήταν υπέροχοι και οι ίδιοι άνθρωποι πιστεύουν και το αντίστροφο. Αυτό μας πάει πίσω σ’ αυτό που σου είπα: Πιστεύουμε ότι η μουσική που μας αρέσει είναι καλή, αλλά δεν είναι. Είναι απλώς η μουσική που μας αρέσει. Τρομάζω όταν κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι η μουσική που μας αρέσει είναι σκατά, αλλά πάρα πολλοί άλλοι άνθρωποι πιστεύουν ότι πολλά άλλα πράγματα είναι σκατά, αλλά η μουσική που τους αρέσει είναι υπέροχη. Επομένως, οι οπαδοί των Status Quo πιστεύουν ότι οι Status Quo είναι υπέροχοι και υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν ότι οι Pink Floyd είναι υπέροχοι, κάτι που είναι περίεργο αν είσαι οπαδός των Pink Floyd.

 

Πιστεύετε ότι το εξώφυλλο του “Piledriver” (1972) album αποτυπώνει το αληθινό πνεύμα της μουσικής των Status Quo;

Λοιπόν, έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα ότι οποιαδήποτε φωτογραφία θα μπορούσε να αποτυπώσει τη μουσική. Αποτύπωσε την ατμόσφαιρα της εποχής γιατί ήμασταν το μόνο συγκρότημα που στεκόμασταν μαζί και κινούμασταν μαζί και αυτό συνέβαινε σε μια περίοδο που τα συγκροτήματα δεν κινούνταν στη σκηνή. Οι άνθρωποι απλώς στέκονταν εκεί και έδειχναν cool. Ήταν πολύ περίεργο που ονομάστηκε “Piledriver” και στο οπισθόφυλλο είναι ένας γορίλας με μια βόμβα και έχω ρωτήσει γι’ αυτό και πιστεύω ότι η βόμβα ονομάζεται “Piledriver”. Δεν μπορώ να βρω πουθενά καμία αναφορά γι’ αυτό, αλλά προφανώς υπήρχε μια βόμβα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που ονομαζόταν “The Piledriver”. Αλλά εδώ έχεις έναν γορίλα που κρατά μια βόμβα, όχι μια μηχανή τοποθέτησης πασσάλων (σ.σ: piledriver -μεταφράζεται και ως «πασσαλομπήχτης») που μπήγει πράγματα στο έδαφος. Ο καθένας θα μπορούσε να προσπαθήσει να επεξεργαστεί στο μυαλό του αυτές τις εικόνες, αλλά όταν ήμασταν νεότεροι λέγαμε: «Ναι, είναι υπέροχο!» και δείχνει υπέροχο και το συγκρότημα έτσι στεκόταν στη σκηνή σκύβοντας το κεφάλι μας κατ’ αυτόν τον τρόπο και αυτό ήταν μοναδικό για την εποχή. Και το τζιν ήταν μοναδικό για την εποχή.

 

Τι σας ενέπνευσε να γράψετε το “Down Down” (από το “On the Level” -1974);

Ήμουν στο Los Angeles και ποτέ δεν ήμουν τύπος που έβγαινε έξω, θέλω να πω, μπορεί να το έκανα μερικές φορές, αλλά το έκανα όλο και λιγότερο. Καθόμουν σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με μια κιθάρα κουρδισμένη στη Σολ (G) και έβαλα ένα καποτάστο (σ.σ: μικρή συσκευή που σφίγγει στο λαιμό μιας κιθάρας και μειώνει το μήκος των χορδών, ανεβάζοντας τον τόνο τους) και άρχισα να παίζω : «Τζι-Μι-Ντα-Γκα/ Τζι-Μι-Ντίνι-Ντίνι» και είναι πολύ ωραίο συναίσθημα μ’ αυτό το ανοιχτό κούρδισμα. Χαζολογούσα: «Ντι-ρλι-ντάν/ Ντι-Ρλι-ντούν/ Ντι-Ρλι-Ντάν», που είναι πολύ κοντά στο “Matchstick Men”: «Νταα-ντα/ Ντα ντα-ντα-ντα και μετά βρήκα μια μελωδία (σ.σ: τραγουδάει) :  “Aa/ Aa/ Aa/ Aa/ I want/ all the world to see/ Dadadada/ Dudududu”. Συνειδητοποίησα πολλά χρόνια αργότερα ότι αντέγραφα κάπως το “Matchstick Men”. Καθόμουν σε ένα Travelodge (σ.σ: ξενοδοχείο) στην Sunset & La Brea, δίπλα στο The Copper Penny, το οποίο ήταν ένα μέρος όπου απολάμβανα υπέροχο τυρί, όλοι είχαν βγει έξω επειδή μόλις είχαμε πρωτοπάει στην Αμερική και είπαμε: «Ουάου!»  Ακόμη και όταν χτυπούσε το τηλέφωνο, ακουγόταν φανταστικό. Δεν χτυπούσαν έτσι στην Αγγλία και υπήρχε 24ωρη τηλεόραση και ντους και δύο διπλά κρεβάτια στην κρεβατοκάμαρα, «Ουάου!» Έμεινα στο δωμάτιο, μάλλον καπνίζοντας και μου ήρθε το “Down Down” και κάναμε τους στίχους όταν επιστρέψαμε στο Λονδίνο.

 

Έχω διαβάσει ότι το “Down Down” ήταν εμπνευσμένο από το “Deborah” των T. Rex (από το “Prophets, Seers & Sages: The Angels of the Ages” -1968).

Κατά μία έννοια, ήταν, λόγω (σ.σ: μουρμουράει τη μελωδία και τους στίχους από το “Down Down”): “I want all the world to see/ To see you’re laughing, and you’re laughing at me/ I can take it all from you/ Again again” και έπρεπε να είναι “Ddd, Ddd, Ddd” και είπα ότι χρειαζόμασταν κάποιο: «Ντάμπα-ρι-μπα/ Ντάμπα-ρι, “Dddoo”, πρέπει να είναι “Dddoo”». Άρα, δεν είχε άλλο νόημα. Ζηλεύω όταν οι άνθρωποι κάνουν βαθυστόχαστες σκέψεις γι’ αυτό το τραγούδι. Αλλά λατρεύω την pop μουσική, πάντα λάτρευα την pop μουσική και ο ήχος του «Ντάαουμπα-ρι-μπα/ Ντάαουμπα-ρι-ντα», λατρεύω αυτό το “Ddd-Ddd”. Μ’ άρεσε πολύ ο Marc Bolan (σ.σ: frontman του T. Rex), τα πήγαινα πολύ καλά μαζί του και είπα στο συγκρότημα: «Χρειαζόμαστε ένα “Ddd-Ddd”, κάτι». Έτσι, φύγαμε εκείνο το βράδυ και συνεχίσαμε το επόμενο βράδυ γράφοντας ένα άλλο τραγούδι, μετά το επόμενο τραγούδι και είπαν: «Τι λες για το “Down Down”;» Είπα: «Όχι» (γέλια). “Down down deeper” (σ.σ: τραγουδάει αυτούς τους στίχους του τραγουδιού), ακούγεται αρκετά καλό, έτσι δεν είναι; «Ποιο είναι το νόημα;» Δεν ξέρω. Απλώς ακούγεται σαν: “Down down deeper and down/ lediridi/ Da-Da/Ddd-Ddd/ Ddd-Dtt”. Στη συνέχεια, συνάντησα ανθρώπους όταν αυτό ήταν το #2 στα charts ή κάτι τέτοιο και μια κοπέλα με πλησίασε και μου είπε: «Λατρεύω αυτό τον δίσκο. Και τα παιδιά μου τον λατρεύουν». Είπα: «Αυτό είναι τόσο υπέροχο. Πόσο χρονών είναι τα παιδιά σου;» και είπε: «3». Είπα: «Ωχ». Υποθέτω ότι ένα μικρό μέρος του εαυτού μου σκέφτηκε: «Είναι 3 χρονών και τους αρέσει αυτό;!» αλλά στη συνέχεια ανακάλυψα ότι τα μικρά παιδιά δεν έχουν άλλη παρτιτούρα μπροστά τους (σ.σ: μεταφορικά), εκτός από το «Άααα» (σ.σ: γνήσια έκπληξη). Απλώς ακούν πράγματα και αυτά μπαίνουν μέσα τους, έτσι το “Ddda-Daaa/Deebra-Daan”, μπορούν να το κάνουν. Άρα, υπάρχει κάτι στα μικρά παιδιά, δεν έχουν κανένα από αυτά τα βάρη που κουβαλάμε εμείς ως ενήλικες σχετικά με την αυτογνωσία και όλα αυτά, είναι μόνο “Ddd-Ddd”, υπέροχα. Έχω διάφορα παιδιά και εγγόνια και παίζεις μουσική και μπορείς να δεις το «Αααα» (σ.σ: την έκπληξη στο πρόσωπό τους) και έχουν χαθεί, είναι εντελώς απορροφημένα ακούγοντας την μουσική. Άρα, υπάρχει κάτι το αξιοσημείωτο όταν τα παιδιά προσέχουν τη μουσική μας, κάτι μπορεί να υπάρχει εκεί.

 

Διασκεδάσατε παίζοντας το “Down Down” στο Top of the Pops το 1975;

Ναι, αρκετά. Ποτέ δεν μ’ άρεσε να κάνω τηλεόραση εκείνη την εποχή. Είχαμε συνηθίσει τη πολύ δυνατή μουσική και να κινούμαστε με το σώμα μας, χρειαζόμασταν δυνατά monitors και μερικές φορές έπρεπε να κάνεις live φωνητικά, να μιμηθείς (σ.σ: playback) και άλλα. Εάν αυτό είναι πολύ δυνατό και τραγουδάς με live μικρόφωνο, όταν βγαίνει στον αέρα, υπάρχει ένα φωνητικό phase cancellation (σ.σ: όταν δύο πανομοιότυπες αλλά ανεστραμμένες κυματομορφές βρίσκονται μαζί η μία εξουδετερώνει/ακυρώνει την άλλη), οπότε ο ήχος είναι πολύ χαμηλός. Έτσι, εάν έχεις τα monitors πολύ ήσυχα και τραγουδάς, υπάρχει καλύτερο βάθος και καλύτερος ήχος σ’ αυτό. Ήταν απλώς άλλη μία τηλεοπτική εκπομπή, χάρηκα που κάναμε τηλεόραση, ήξερες ότι λόγω της τηλεόρασης θα πουλούσες δίσκους και θα έκανε το συγκρότημα λίγο μεγαλύτερο, και όπως σου είπα, μετά το “Matchstick Men”, ο αγώνας ξεκίνησε και ο αγώνας συνεχίζεται από τότε για να «διατηρηθείς (σ.σ: στο σημείο που βρίσκεσαι) ή να γίνεις μεγαλύτερος», «να διατηρηθείς ή να γίνεις μεγαλύτερος», ή και τα δύο και αυτό προσπαθούν να κάνουν όλοι. Αν και σε κάποιους αρέσει να λένε ότι είναι μουσικοί και εγώ πάντα λέω: «Γιατί βρίσκεσαι στη σκηνή αν δεν είσαι στην show business; Κατέβα από τη σκηνή! Θες να μου πουλήσεις αυτό που κάνεις, εκτός κι αν νομίζεις ότι είσαι τόσο καλός. Είμαστε στη σκηνή. Είσαι στην show business».

 

Γιατί δεν σας άρεσε το “Live!” (1977) album;

Παίξαμε τρεις νύχτες και δεν ήμασταν πολύ καλά προβαρισμένοι και πάντα μ’ αρέσει να είμαστε προβαρισμένοι και οι πρόβες πάντα πιάνουν τόπο. Εκείνη την εποχή, οι άνθρωποι συνήθιζαν να προσέχουν τον ήχο του κοινού, ιδιαίτερα στη Γλασκώβη, οπότε δόθηκε περισσότερη προσοχή στον ήχο που έβγαινε από το PA (σ.σ: μικροφωνικό σύστημα) στην αίθουσα και σ’ αυτόν είχαν βάλει μικρόφωνα και χρησιμοποίησαν στον δίσκο. Ετοιμάζεται να βγει, πιστεύω φέτος τον Μάρτιο, κάποιος έχει κάνει ένα remix, αλλά το remix έχει γίνει απ’ το άμεσο σήμα από τους ενισχυτές και για πρώτη φορά, νομίζω ότι μέρος του album είναι πραγματικά πολύ καλό, έμεινα έκπληκτος. Όμως τα περισσότερα albums εκείνη την εποχή ηχογραφούνταν live, κρατούσαν τον θόρυβο του κοινού στην αίθουσα και μετά επιδιόρθωναν τυχόν προβλήματα και λάθη. Νόμιζα ότι ήμασταν πολύ καλοί ώστε να μην επιδιορθώσουμε κανένα λάθος, αυτό ήταν λάθος, γιατί ανταγωνιζόμασταν κάθε άλλο live album εκείνης της εποχής που είχε ξαναπαιχτεί από την αρχή. Λοιπόν, κάποιο ακούγεται live, αλλά όλο αυτό έχει επανηχογραφηθεί. Δεν πρέπει να λέω τέτοια πράγματα, αλλά είναι η αλήθεια.

 

Ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία να είστε το εναρκτήριο συγκρότημα στο Live Aid το 1985;

Και πάλι, δεν ήμασταν πολύ καλά προβαρισμένοι, δεν τα πηγαίναμε πολύ καλά και δεν θέλαμε να το κάνουμε, το ίδιο και πολλοί άνθρωποι. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο μεγάλο θα ήταν. Εκείνη η γενιά της δεκαετίας του ‘80, είχε μόλις ανακαλύψει τη φτώχεια του Τρίτου Κόσμου και την πείνα του Τρίτου Κόσμου. Η γενιά μου το έχει ακούσει όταν πηγαίναμε σχολείο, πήγα σε καθολικό δημοτικό σχολείο και το ακούγαμε κάθε χρόνο. Στην Αγγλία, η δεκαετία του ‘80 περιστρεφόταν πολύ γύρω από τα χρήματα και υπήρχαν τραπεζίτες και ούτω καθεξής… Τελικά κάναμε την συναυλία κι ο Rick (σ.σ: Parfitt – φωνητικά, κιθάρα -πέθανε το 2016) και εγώ συμφωνήσαμε να βγούμε πρώτοι γιατί κανείς δεν ήθελε για να βγει πρώτος, σημαίνει ότι είσαι στον πάτο του bill όταν βγαίνεις πρώτος. Σκεφτήκαμε ότι θα βγαίναμε και θα είχαμε φύγει μέχρι τη 1 το μεσημέρι, δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ότι δεν θα μπορούσαμε να βγούμε από το κτίριο. Αλλά βγήκαμε στην σκηνή και μετά ήρθε η συνειδητοποίηση βλέποντας όλα τα ΜΜΕ και το συναίσθημα του κοινού.

Ήταν τόσο μοναδικό. Ήταν τόσο πολύ μέρος αυτού του «όλοι μαζί κάνουμε κάτι», που δεν είχα νιώσει ποτέ νωρίτερα και δεν ένιωσα ποτέ ξανά. Και πάλι, νόμιζα ότι ήταν μια συναυλία. «Τι κάνεις;» «Κάνουμε αυτή τη συναυλία». «Τι ώρα βγαίνουμε;» «Μεσημέρι» «Πρέπει να βγούμε;» «Βγαίνουμε και τελειώνουμε 12:15. Ευχαριστούμε. Αντίο». Κάνεις πράγματα, βγαίνεις, το κάνεις και φεύγεις. Αλλά δεν συνειδητοποιήσαμε -ούτε το συνειδητοποίησε και κανείς άλλος- ότι η συναυλία θα ήταν τόσο μεγάλη και κανείς δεν συνειδητοποίησε ότι οι ειδήσεις θα έδειχναν την έναρξη παντού σ’ όλο τον κόσμο, όλη εκείνη την ημέρα και πιθανώς την υπόλοιπη επόμενη εβδομάδα. Έτσι, είχαμε τόσο μεγάλη προβολή βγαίνοντας πρώτοι. Δεν ξέραμε ότι θα συνέβαινε, ήταν πραγματικά τυχαίο. Δεν είχαμε ιδέα ότι θα γινόταν έτσι, ούτε και κανένας άλλος που εμφανίστηκε αργότερα, γιατί πολλοί άνθρωποι θα έλεγαν: «Εμείς βγαίνουμε πρώτοι» και ίσως δεν θα έπρεπε να το κάνουν.

 

Απολαύσατε την “Magic Tour” με τους Queen το 1986;

Μ’ άρεσε να είμαι με τους Queen, γνωρίζαμε τους Queen και γνωρίζω αρκετά καλά τους Queen. Ήταν ένα album επιστροφής για εμάς γιατί διαλυθήκαμε και μετά μόλις είχαμε κάνει το “In the Army Now” album, οπότε ήταν μια πολύ επιτυχημένη περιοδεία για εμάς. Ναι, αλλά να θυμάσαι, σου είπα, οι άνθρωποι βρίσκουν περίεργο για εμένα και τον Rick, όταν ζούσε, ότι αυτό είναι μια συναυλία. Για μένα, δεν υπάρχει μια συναυλία πιο σημαντική από μια άλλη, γιατί αν αυτή η συναυλία είναι σημαντική, σημαίνει απλώς ότι αυτή εδώ (σ.σ: η επόμενη) δεν είναι τόσο σημαντική. Όλες είναι σημαντικές. Όταν εμφανιζόμαστε, εκείνη είναι πολύ σημαντική. Αύριο θα είναι πολύ σημαντική. Δεν μπορείς να πεις απλώς: «Κάνουμε το Glastonbury, θα κάνουμε κάτι πολύ ιδιαίτερο». Γιατί; Τι συμβαίνει με την ημέρα πριν από το Glastonbury; Εννοείς οι άνθρωποι εκεί πέρα είναι σκατά; Έτσι, κάθε συναυλία είναι πάρα πολύ σημαντική. Νομίζω ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες θα στο έλεγαν αυτό επειδή βγαίνεις εκεί έξω και κάτι συμβαίνει. Είσαι μπροστά σε κόσμο και κάτι συμβαίνει και γίνεται πάρα πολύ σημαντικό και μισώ πάντα αυτή την ιδέα όταν σκέφτομαι το Glastonbury, θέλω να κάνω άλλες συναυλίες. Ο Τύπος, τα ΜΜΕ και τα λοιπά πάντα ρωτούν: «Θα κάνετε κάτι το ξεχωριστό;» Αν κάνω κάτι ξεχωριστό γι’ αυτούς, τι γίνεται μ’ αυτούς (σ.σ: το κοινό σε άλλες συναυλίες); Γιατί αυτοί δεν είναι ξεχωριστοί; Γιατί η χτεσινή συναυλία δεν είναι ξεχωριστή; Γιατί αύριο δεν είναι ξεχωριστή, αλλά σήμερα είναι ξεχωριστή επειδή είναι μια ξεχωριστή συναυλία;» Ενώ μιλάω, αποδέχομαι αυτόν τον μύθο: Ότι η συναυλία είναι πιο σημαντική από τους καλλιτέχνες. Υπάρχουν μερικές συναυλίες σε όλο τον κόσμο αυτού του στυλ, όπου η συναυλία είναι μεγαλύτερη από τους καλλιτέχνες, για μένα  αυτό (σ.σ: κάνει κωλοδάχτυλο στην κάμερα) δεν είναι πολύ καλό, αλλά είμαι μόνο ένας καλλιτέχνης.

 

Ποιες είναι οι σκέψεις σας για το “In the Army Now” (1986) single σήμερα;

Λατρεύω αυτό το τραγούδι (σ.σ: διασκευή σε Bolland & Bolland), πάντα λάτρευα το τραγούδι όταν το άκουγα. Κατανοώ ότι μερικές φορές γίνονται αρκετοί πόλεμοι και θυμάμαι ότι πολλοί άνθρωποι έρχονταν σε εμάς, ιδιαίτερα από τη Σκανδιναβία και τη Ρωσία εκείνη την εποχή, ότι οι γονείς των οποίων τα παιδιά, όλοι νεαροί, είχαν πάει να πολεμήσουν, είχαν πάει στον πόλεμο και μερικοί είχαν χαθεί και μερικά παιδιά στη Σουηδία απλώς περνούσαν από στρατιωτική εκπαίδευση, κάποιοι θεωρούσαν πως τους έκανε καλό, κάποιοι το μισούσαν. Ναι, μου αρέσει το τραγούδι. Θυμάμαι ένα παιδί στο σχολείο που είχε μπλεξίματα, το όνομά του ήταν Juke McCain, δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομα “Juke”, είχε πάντα μπλεξίματα, μετά έτρεχε έξω από την τάξη κλαίγοντας λέγοντας: «Θα πάω στο στρατό». Όταν τ’ άκουσα αυτό σκέφτηκα (σ.σ: τραγουδάει): “Oooh, in the army…”, «Θέλω να μάθω πώς νιώθει αυτός ο τύπος», γιατί έχω ακούσει πολλές ιστορίες για την επιστράτευση κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου γύριζαν στις παμπ που έπιναν και έπαιρναν όλους αυτούς τους τύπους για να στρατευτούν (σ.σ: με ενθουσιασμό): «Ναι! Ναι!» και μετά ξυπνάς το πρωί “Oooh, you’re in the army…”.

Αυτός ο τύπος που φαινόταν καλός το προηγούμενο βράδυ, τώρα λέει: «Φίλε, σήκω από το γαμημένο κρεβάτι σου! Απλώς σήκω, σκατό!» Η πραγματικότητα. Δεν νομίζω ότι θα τα έβγαζα πέρα με την πραγματικότητα της στρατιωτικής θητείας. Είμαι δειλός και πολύ αδύναμος. Σέβομαι πολύ τους ανθρώπους που μπορούν να κάνουν αυτή τη δουλειά για μας. Όταν κάναμε ένα remake video για το “In the Army Now” υπήρχε αυτός ο Λοχίας Elliott -μ’ άρεσε πολύ, υπήρχε κάτι σ’ αυτόν- και για πρώτη φορά και πρέπει να ήμουν 40τόσο ή 50τόσο ετών, είδα αυτόν τον τύπο και σκέφτηκα: «Μπορώ να δω γιατί οι άνθρωποι θ’ ακολουθούσαν αυτόν τον επιλοχία». Είχε κάτι. Θέλω να πω, κάποιος θα έλεγε: «Στη συνέχεια, μπορεί να σκοτωθείς», αλλά υπήρχε κάτι σ’ αυτόν. Αν αυτός μου έλεγε να κάνω κάτι, μάλλον θα το έκανα. Τρέφω τον μεγαλύτερο σεβασμό γι’ αυτόν, δουλεύαμε μόνο δύο μέρες μαζί του σε μια ταινία. Και πάλι, η ζωή είναι μια πορεία μάθησης, οπότε, τότε έμαθα και κατάλαβα πώς ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν. Γιατί ακολουθούν; Δεν ξέρω τι είχε, αλλά το κατάλαβα. Μιλάω πολύ, έτσι δεν είναι;

 

Όχι, όχι, μ’ αρέσει. Ποιο ήταν το μυστικό της καταπληκτικής χημείας που είχατε στη σκηνή με τον Rick Parfitt;

Δεν ήταν πραγματική χημεία, απλώς μου άρεσε πολύ, συμπαθούσαμε ο ένας τον άλλον. Μπορεί αυτό ν’ άλλαξε καθώς μεγαλώναμε, αλλά υπήρχε κάτι: Νιώθαμε ο ένας τον άλλον να κινείται και κάτι συνέβαινε. Συμπαθούσαμε ο ένας τον άλλον τόσο πολύ όταν ήμασταν νεότεροι και μεγαλώνοντας αλλάξαμε και δεν ήταν τόσο καλά όσο όταν ήμασταν νεότεροι, αλλά δεν μπορούμε να ξεφύγουμε απ’ αυτό που ήταν όταν ήμασταν νεότεροι. Ήταν πάντα υπέροχο να βρίσκεσαι στη σκηνή. Όταν ο Rick μπήκε για πρώτη φορά στο συγκρότημα – υπάρχει κάτι στο πάτωμα εκεί κάτω (σ.σ: δείχνει κάπου στο δωμάτιο) που γράφει «Η πρώτη συναυλία των Status Quo το 1967» – ο Rick δεν μάθαινε τα τραγούδια, έτσι, έπρεπε να μιμείται, έβγαζε το βύσμα από τον ενισχυτή και απλώς έκανε ότι παίζει και όλοι ήθελαν να τον ξεφορτωθούν, γιατί δεν μάθαινε και ίσως έπρεπε να το είχαμε κάνει, αλλά εγώ δεν ήθελα να τον ξεφορτωθούμε γιατί μ’ άρεσε τόσο πολύ. Μ’ άρεσε να είμαι μαζί του και εκείνου του άρεσε να είναι μαζί μου και μετά, όπως είπα, μεγαλώνεις, επιτυχία, φίλες, γυναίκες, ό,τι εισχωρήσει. Ανέφερες τον Eric Clapton νωρίτερα, ο Eric Clapton όταν ήταν σε περιοδεία απαγόρευε σ’ όλους να φέρουν τις συζύγους τους στην περιοδεία γιατί κάτι κάνει και δεν υπάρχει κάτι εναντίον κάποιας συγκεκριμένης συζύγου. Η μαγεία που συμβαίνει με το συγκρότημα όταν είσαι νέος είναι ότι βάζεις ένα φράγμα στον υπόλοιπο κόσμο: Είσαι εσύ ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο. Μετά έρχεται η επιτυχία, όπου μπορείτε να έχετε την οικονομική άνεση να φέρετε τις συζύγους σας και μετά άρχισε να διαλύεται. Δεν υπάρχει πλέον αυτή η ανάγκη γι’ αυτή την ενότητα, αυτή τη σφιχτή μαχητική μονάδα, όπως ήταν. Χάνεται λίγο για οποιοδήποτε λόγο… και δεν καταλαβαίνω πραγματικά τι είναι και τι συμβαίνει, αλλά συνέβη στους Beatles, όπως και σ’ όλους. Συνέβη ακόμη και στους Bee Gees και ήταν αδέρφια, έτσι, όλα αυτά τα πράγματα. Οπότε, ναι, ήταν χαρά να βρίσκομαι στη σκηνή με τον Rick, τις περισσότερες φορές.

 

Ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία η ηχογράφηση του “Getting Better” των Beatles για την ταινία “All This and World War II” (1976);

Αυτό είναι ενδιαφέρον, δεν έχω ξανακούσει αυτήν την ερώτηση. Ήταν αρκετά καλό. Ήταν ένας διάσημος παραγωγός, ο Lou Reizner (σ.σ: Rod Stewart, The Who, έδωσε επίσης το όνομά στους Aphrodite’s Child) και δεν ξέρω γιατί μας ζητήθηκε να το κάνουμε, αλλά και πάλι, είναι κάτι σαν συναυλία, κάτι προκύπτει, σου ζητείται να το κάνεις, στα περισσότερα λες «Όχι», σε κάποια πράγματα λες «Ναι», σε κάποια πράγματα δεν έπρεπε να πεις «Όχι», σε κάποια πράγματα θα έπρεπε να είχες πει «Ναι». Αλλά τα κάνεις και αυτό είναι όλο, έγινε. Μερικές φορές οι άνθρωποι λένε: «Α, δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό, έτσι δεν είναι;» «Όχι, δεν έπρεπε. Εντάξει». Το Live Aid: «Καλή δουλειά κάνατε σ’ αυτό, έτσι δεν είναι;» «Ναι!» Δεν πίστευες ότι θα ήταν καλό. Άρα, δεν ξέρεις. Μοιάζει εξωτερικά μερικές φορές σαν: «Εξαιρετικός σχεδιασμός». Ο κόσμος πίστευε ότι στο “Rockin’ All Over the World” (1977) το timing ήταν εξαιρετικό. Λοιπόν, αν ήταν στην ώρα του, σε ό,τι μας αφορά, θα γινόταν έξι με επτά μήνες νωρίτερα, άρα, το timing θα ήταν λάθος. Πήγαμε στην Ιρλανδία και ο John Coghlan (drums) έσπασε το πόδι του παίζοντας ποδόσφαιρο, οπότε δεν μπορούσαμε να κάνουμε το δίσκο. Όταν κυκλοφόρησε το “Rockin’ All Over the World” όλοι έλεγαν: «Εξαιρετικό timing. Εξαιρετικό timing» και δεν μπορούσαμε να πούμε τι πραγματικά συνέβη. Αυτό δεν είχε καμία σχέση με εμάς. Λοιπόν, πιστεύω κάπως στον Συμπαντικό -όπως θες πες το- Θεό, ό,τι κι αν είναι αυτό και απλώς συνέβη. Τότε αυτό έπρεπε να γίνει και ούτω καθεξής. Ωστόσο, αυτό υποδηλώνει ότι και κάποια δυσάρεστα πράγματα που συμβαίνουν στους ανθρώπους έπρεπε να συμβούν, οπότε, δεν ξέρω.

 

Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε την αγάπη σας για την πράσινη Telecaster σας;

Παλιά έπαιζα μια Gibson 335 Stereo, πριν απ’ αυτή είχα μια Guild Starfire, και οι δύο κιθάρες είχαν πάνω τους humbucker μαγνήτη. Πήγα σε μια συναυλία μια μέρα και εκεί ήταν ο Pete Ham (σ.σ: φωνητικά, κιθάρα, πιάνο) από τους Badfinger, σπουδαίο συγκρότημα, τους λατρεύω (σ.σ: κι εγώ) και είχε μια Grimshaw που έχει το σχήμα της Les Paul και ήταν μαύρη προς πράσινη, που ήταν σαν sunburst και είπα: «Την λατρεύω». Του έλεγα συνέχεια ότι την λατρεύω και μου είπε: «Θα την αντάλλαζα μαζί σου αν θες» και είπα: «Ναι!» Έπρεπε να πω: «Όχι» και την αντάλλαξα. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τόσο καλή όσο η Gibson και δύο ή τρεις εβδομάδες αργότερα, η γέφυρα έπεσε μια μέρα στη συναυλία. Απλώς έπεσε, επομένως, δεν μπορούσα να την χρησιμοποιήσω και ο tour manager που είχαμε εκείνη την εποχή στάλθηκε στη Γλασκώβη για να νοικιάσει ή να δανειστεί δύο Telecaster και δανείστηκε δύο Telecaster. Δύο ή τρεις μέρες μετά, ετοιμαζόμασταν να φύγουμε από τη Σκωτία και έπρεπε να τις επιστρέψει και έκανα soundcheck και του είπα: «Ποια να κρατήσω; Αυτή ή την άλλη;», ήταν στο κοινό, στην αίθουσα και είπε: «Αυτή» που ήταν η sunburst. Μ’ άρεσε και συνήθισα να τη χρησιμοποιώ και ήθελα να την τρίψω με γυαλόχαρτο και να την βάψω μαύρη και έδειχνε υπέροχη. Έπειτα, πήγα σε μια συναυλία και έδειχνε χάλια έτσι, την ξανάτριψα με γυαλόχαρτο και την άφησα άβαφη.

Μετά, μια μέρα βγήκε αυτό το χρώμα που ήταν πολύ μοναδικό για την εποχή, γιατί μπορούσες να βάψεις ξύλο και να δεις ακόμα τα «νερά» (σ.σ: τις γραμμές που έχει το ξύλο). Ακούγεται εύκολο τώρα, αλλά όταν ήμασταν νεότεροι ήταν αδύνατο. Αυτό είναι ένα χρώμα, πώς μπορείς να δεις τα «νερά»; Έτσι, την έβαψα την κιθάρα. «Ναι!» και μετά έπρεπε να πάω σε μια συναυλία, την συναρμολόγησα πολύ γρήγορα και πήγα στη συναυλία και δεν την άλλαξα ποτέ. Έβγαζε έναν υπέροχο ήχο, της έκανα μια τρύπα, έτσι ώστε το καρφί του καλωδίου να μην βγαίνει συνέχεια. Δεν την είχα φροντίσει ποτέ και ήταν φανταστική κιθάρα μέχρι πριν από περίπου 10 ή 12 χρόνια, δεν παρέμενε πια κουρδισμένη ό,τι κι αν κάναμε επειδή ο λαιμός είναι βιδωμένος στην πλάτη και μπορείς να τον επισκευάσεις συγκεκριμένες φορές, έτσι, μετά πήγα σε μια “Status” (σ.σ: Graphite) κιθάρα φτιαγμένη σαν την κιθάρα μου και μου λείπει αυτή η κιθάρα. Οι Telecasters είναι φτιαγμένες γι’ εκείνα τα country αγόρια στην Αμερική που μπορούν πραγματικά να παίξουν με λεπτή χορδή (σ.σ: κάνει έναν στριγκό ήχο): «Ίιιι/ Ίιιι». Δεν έχει ήχο που πάλλεται. Όταν χρησιμοποιούσες vibrato, είναι τόσο δυνατή κιθάρα που δεν νιώθεις τίποτα, ενώ σε μια Les Paul ή μια Gibson SG, αν κάνω bend σε μια χορδή, το σώμα κινείται πολύ ελαφρά, έτσι, ακούγεται καλύτερα, ενώ μια Telecaster ακούγεται (σ.σ: κάνει και πάλι ένα στριγκό ήχο) «Ίιιι/  Ίιιι» (γέλια). Αλλά λατρεύω αυτή τη κιθάρα, κάνω υπέροχους θορύβους στη ρυθμική κιθάρα, γιατί πραγματικά πάντα μ’ ενδιέφερε να παίζω ρυθμική κιθάρα.

 

Ο Lemmy από τους Motorhead είχε πει ότι το “Mystery song” (από το “Blue for You” -1976) είναι σίγουρα στα 5 κορυφαία rocknroll τραγούδια όλων των εποχών. Είναι κολακευτικό όταν έχετε τέτοια σχόλια από τόσο σπουδαίους μουσικούς;

Ναι, το ξέρω, αλλά όπως σου είπα: Για τον Lemmy, αυτό είναι φανταστικό, αλλά άλλοι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι σκατά και αυτό είναι απλώς περίεργο. Αυτός το νομίζει. Κάναμε το “Blue for You” album και ήμασταν χωμένοι στο speed, και έδωσα λίγο στον Rick και είπα: «Σνίφαρέ το» και το ήπιε και μια μέρα ήπιε πάρα πολύ, αλλά συνεχίσαμε να κάνουμε αυτό το album. Τον άφησα στις 11:30 το βράδυ, καθισμένο σε ένα σκαμπό παίζοντας (σ.σ: το riff του “Mystery Song”) «Τίν-τιν-τιν/ Τίν-τιν-τιν». Εγώ και ο Alan Lancaster (σ.σ: μπάσο -πέθανε το 2021) πήγαμε σπίτι και επιστρέψαμε την επόμενη μέρα στις 11:30 το πρωί και έπαιζε: «Τίν-τιν-τιν/ Τίν-τιν-τιν». Είπα: «Νωρίς ήρθες. Νόμιζα ότι θα ‘σουν ακόμα σπίτι» και καθόταν εκεί για 12 ώρες παίζοντας: «Τίν-τιν-τιν/ Τίν-τιν-τιν». Μετά, τελειώσαμε το κομμάτι και ο Rick πήγε να το τραγουδήσει, αλλά ό,τι κι αν έκανε, δεν του έβγαινε. Έτσι, αυτός, ο Alan Lancaster και ο Bob Young (σ.σ: συνθέτης για τους Status Quo) πήγαν σε άλλο δωμάτιο, έτσι, συνέχισα τον δίσκο. Μετά επέστρεψαν με τους στίχους, σίγουρα είναι του Bob Young και νομίζω ότι τον βοήθησε και ο Alan Lancaster στη μελωδία. Δεν νομίζω ότι πήραν ποτέ credit (σ.σ: ο Bob Young πήρε), αλλά έτσι προέκυψε και κάποιοι πιστεύουν ότι είναι φανταστικό, άλλοι πιστεύουν ότι είναι αδιάφορο. Αλλά όπως σου είπα, αυτό συμβαίνει με όλη τη μουσική. Πρέπει να υπάρχει κάποιος που όταν ο Τσαϊκόφσκι ή όποιος ήταν, έπαιζε τη μουσική του, είπε: «Αυτό είναι σκατά». Κάποιος πρέπει να το είπε αυτό, όσο σπουδαίος κι αν πιστεύουμε ότι είναι.

 

Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Francis Rossi για τον χρόνο του.

Official Francis Rossi website: https://www.francisrossi.com/

Official Francis Rossi Facebook page: https://www.francisrossi.com/

Official Status Quo website: https://www.statusquo.co.uk

 

- Advertisement -

Latest articles

Related articles

Μετάβαση στο περιεχόμενο